“Aμαρτωλή πόλη”(του Ανδρέα Καρακίτσιου)  

0
333

του Ανδρέα Καρακίτσιου.

 

Ο Μάνος Κοντολέων επιλέγει συνήθως τα θέματά του εν θερμώ και κατά κανόνα εφαρμόζει νεότροπες αφηγηματικές τεχνικές, ενώ πειραματίζεται με ποικίλα αφηγηματικά  σχήματα. Στο μυθιστόρημα «Αμαρτωλή πόλη» βρίσκεται σε φόρμα: κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος η γενικευμένη και σε πλήρη εξέλιξη κρίση, οι αφηγηματικές επιλογές (πολυεστιακά σκηνικά και αντίστοιχα επεισόδια) οι πολύτροπες οπτικές γωνίες και οι γλωσσικές επιλογές που «δείχνουν» τεχνικές εσωτερικού μονολόγου. Η γλώσσα στη δομή της ( εναλλαγή προσώπων, αποσιωπητικά) μετατρέπεται ακόμα πιο πολύ σε μια τυπική περίπτωση εσωτερικού  μονολόγου. Έχουμε την εντύπωση ότι μπαίνουμε μέσα στα μάτια, στο  μυαλό και στην ψυχή της Στεφανίας και τα βλέπουμε όλα μέσα από αυτήν αλλά και μέσα και από τους άλλους τους ήρωες.

Η ιστορία  εξελίσσεται χωρίς περιττές καταγραφές τοπίων και ανθρώπων. Ίσα- ίσα με διατυπώσεις ευσύνοπτες και με λιτές γραμμές καταγράφονται χαρακτήρες και καταστάσεις, έτσι ώστε να αφήνεται στο μυαλό του αναγνώστη  η ελευθερία να ολοκληρώσει αυτός το πορτρέτο του κάθε ήρωα, του κάθε τοπίου και του κάθε γεγονότος. Η μετωνυμία ως τρόπος καταγραφής  της αναπαριστώμενης πραγματικότητας προβάλλει με έναν πληθωρικό τρόπο και η τεχνική του «δείχνω» και δεν «περιγράφω» λεπτομερώς είναι πάντοτε στο προσκήνιο.

Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της γλώσσας του που συνεχώς δουλεύονται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα εμφανίζονται και εδώ ολόφρεσκα. Εντυπωσιάζει η δεινότητα της γραφής του Mάνου Κοντολέων με το ιδιότυπο ύφος που κυλάει αβίαστα χάρη στην εσωτερικότητα του ρυθμού και την ακουστική της αρμονία, έτσι που να νιώθει ο αναγνώστης ότι ακούει στίχους. Η γλώσσα του ελλειπτική, αφαιρετική και συμπυκνωτική,  πλησιάζει σε κάποιες περιπτώσεις την υφή του ποιητικού στίχου, πχ.

Αμαρτία άλλοτε όμορφη ως έρωτας των αστεριών….

Ανώριμοι άνθρωποι. Αστόχαστοι πολίτες.

Ξεγελασμένοι, θύματα και παραπλανημένοι,.

Είχαν φτάσει τα χρόνια των διαψεύσεων-

 της απάτης και της ήττας.

Η «αμαρτωλή πόλη» είναι ένα μυθιστόρημα κρίσης, μιας κρίσης καθολικής και πολυδιάστατης, που εδώ εμφανίζεται ως πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο, σε τρία επίπεδα. Η κρίση σε πρώτο επίπεδο εγγράφεται ως μια  οικιστική και περιβαλλοντική παρακμή και παραίτηση, πχ δρόμοι έρημοι, μαγαζιά κλειστά, σιωπηλές βιτρίνες, σε ένα άλλο επίπεδο η κρίση αποτυπώνεται ως μια βαρύτατη οικονομική ένδεια που υποβάλλει σε δοκιμασία τις ανθρώπινες  σχέσεις και σε ένα άλλο  επίπεδο το τρίτο το πρόβλημα διατυπώνεται με ερωτήματα περί κοινωνικών αξιών και κανόνων, ήθους και συμπεριφοράς.

Τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες κρατούν τους πρωτεύοντες ρόλους και συγκροτούν τις συμβολικές δυάδες. Κλεάνθης/ Στεφανία, ( πατέρας και κόρη) και Χρύσα / Τονίνο ( μητέρα και γιος) συνθέτουν ένα μαγικό τετράγωνο ανοιχτό σε συσχετίσεις και συνειρμούς. Οι ενήλικες, Κλεάνθης και Χρύσα αγωνίζονται μάλλον βουβά και σιωπηλά. Αντίθετα οι δυο νεαροί προσπαθούν, αλλά σε κάθε τους βήμα παραμονεύει μια απογοήτευση ισοδύναμη με μια βίαιη ωρίμανση και ενηλικιωτική διαδικασία.

Η Στεφανία 16 ετών και ο συνομήλικος Τονίνο είναι δυο δραματικά  πρόσωπα, αλλά πιο εμφατικός είναι ο χαρακτήρας του Τονίνο, που καταφέρνει να είναι εκείνος που στέκεται όρθιος, γιατί εκείνος ίσως  καταπιέστηκε περισσότερο και μάλιστα από καιρό και προ κρίσης. Ο Τονίνο μάχεται για  τον αυτοπροσδιορισμό του, την ενοχικότητα, την πάλη για την απελευθέρωση και την αποδοχή της ταυτότητας που το σώμα διαλέγει, την αναμέτρηση ανάμεσα σε ό,τι η φύση προστάζει και σ’ εκείνο που η εκάστοτε κοινωνική εξουσία ορίζει. Ο Τονίνο και η Στεφανία, μοιάζουν προς στιγμή να εγκλωβίζονται. Τελικά όμως εξαγνίζονται στην εξέλιξη της ιστορίας, καθώς ονειρεύονται την υπόσχεση μιας άλλης ζωής. Κάπως έτσι κλείνει το μυθιστόρημα, με την υπόσχεση μιας άνοιξης αλλά και με την υπολανθάνουσα διάθεση να μην κλείσει η ιστορία…

 

Και σε αυτό το μυθιστόρημα θα ανακαλύψουμε το είδωλο/φιγούρα/πρόσωπο μιας γυναίκας πρωταγωνίστριας που έρχεται από πολύ μακριά και εξελίσσεται μέσα από τα πρόσφατα διαδοχικά  μυθιστορήματα του Μ. Κοντολέων «Δεν με λένε Ρεγγίνα, Άλεξ με λένε»2011, «Μέλι κόλλησε στα χείλη», 2013. Για τους φανατικούς αναγνώστες του Μ. Κοντολέων η Ρεγγίνα, η Μέλω,  και η Στεφανία, είναι οι πρωταγωνίστριες των παραπάνω μυθιστορημάτων που μοιάζουν πολύ και εξελίσσονται, ωριμάζουν και ενηλικιώνονται, θαρρείς με τον ίδιο τρόπο.

Ιδιαίτερα μοιάζουν η Ρεγγίνα με την Στεφανία και τη Μέλω, μια και οι τρεις τους αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα: φτώχεια, δύσκολη προσαρμογή σε νέες συνθήκες. Υποκύπτουν και στον σωματέμπορα που τις πολιορκεί ή σε κάτι ανάλογο. Είναι αυτές οι εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στις ηρωίδες που δείχνουν τις δεσπόζουσες επιλογές του συγγραφέα στην κατασκευή της γυναικείας φιγούρας, αγαπημένη και λατρεμένη επιλογή στα τελευταία του μυθιστορήματα.

 

info: Μάνος Κοντολέων, Αμαρτωλή πόλη, εκδ. Πατάκη, 2016

Προηγούμενο άρθροΕγκλήματα και αγώνες στην Κένυα (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροO Τέοντορ Χερτσλ και το εβραϊκό κράτος (της Έλενας Χουζούρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ