80s: love and hate (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

1
1147
Πατησίων (photo by Hans Olermann)

Γιάννης Ν. Μπασκόζος

 

«Εσύ πόση εϊτίλα αντέχεις;». Νομίζω ότι σε αυτό το ερώτημα που βρίσκεται τυπωμένο σε μια ταμπέλα μέσα στην έκθεση GR 80s στον Τεχνοχώρο στο Γκάζι συμπυκνώνεται μια γκάμα ερωτημάτων. Κάθε επισκέπτης μπορεί να θέσει τα δικά κριτήρια, να  τη δει με το δικό του, εντελώς προσωπικό βλέμμα, εξάλλου αυτό επιλέξανε και οι οργανωτές παρουσιάζοντας παρατακτικά σε ενότητες ότι συνιστούσε την «περίφημη» αυτή δεκαετία.

O θάνατος του Λουκιανού Κηλαηδόνη ήταν η υπενθύμιση της αθώας πλευράς των 80s. Δεν ήταν όμως αφελή τα τραγούδια του. Ο Λουκιανός σατίρισε με αυτό το παιδικό του χαμόγελο τον γιαπισμό, την μικροαστική κουλτούρα και την ανάλογη μιζέρια της, την  αυτάρεσκη εξουσία, την αποξένωση, τον ωχαδερφισμό κ.ά. Γιατί ούτε αθώα ούτε απλώς νοσταλγικά ήταν εκείνα τα χρόνια. Ήταν χρόνια που άφησαν στίγματα στην ελληνική κοινωνία, καλά, πολύ καλά και άλλα  αρνητικά και επαίσχυντα.

Δεν ξέρω πώς ένιωσαν αυτοί που περάσανε τα παιδικά τους χρόνια στα 80s, νοσταλγία , αγάπη, επανασύνδεση αλλά για μένα που γεννήθηκα λίγο νωρίτερα, η έκθεση δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα. Με έκανε όμως να σκεφτώ.

Πρώτο σοκ: η ενότητα με τις δολοφονίες. Κάθε έξι μήνες μια δολοφονία. Και οι προοδευτικές εφημερίδες να γράφουν «κι άλλη εκτέλεση», να αποδέχονται την ορολογία των εκτελεστών. Που ήμασταν όλοι εμείς; Πώς ανεχτήκαμε να υπάρχουν καουμπόηδες που με το δικό τους αβαθές μυαλό μουτζούρωναν την μεταπολίτευση; Ακόμα και ο θάνατος του Αξαρλιάν ελάχιστα συγκίνησε. Η αριστερά συμβιβάστηκε, ποτέ δεν έκανε καμία εκδήλωση για τα θύματα της τρομοκρατίας. Τα θεωρούσε πάντα (και ορισμένως ακόμα τα θεωρεί) παραστρατημένα παιδιά της.

Δεύτερον: η οικονομία. Όλοι οι δείκτες έδιναν γραμμική ανάπτυξη και όλοι πιστέψαμε ότι πάντα θα είναι ανοδικοί. Κανείς  – ή έστω ελάχιστοι –  δεν προειδοποίησε, δεν έκρουσε κουδουνάκια κινδύνου. Δεν βλέπαμε την αποβιομηχανοποίηση, την συρρίκνωση της ντόπια παραγωγής, την αλματώδη άνοδο των καταναλωτικών υπηρεσιών και αγαθών. Έχω ακόμα κάπου μια συλλογική έκδοση όπου όλοι όσοι κατείχαν αυτά τα χρόνια θέσεις στα οικονομικά υπουργεία και στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ισχυρίζονταν στις αρχές της κρίσης ότι σε ένα εξάμηνο περνάμε πάλι στην ανάπτυξη. Πώς να την δουν είκοσι χρόνια νωρίτερα;

Τρίτον: η μαζική πολιτιστική κουλτούρα που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της «μαζικής πολιτιστικής δημοκρατίας», όπως θα έλεγε και ο Παναγιώτης Κονδύλης. Δεν ήταν μόνον το Κλικ ήταν και  εκείνο το περίφημο σλόγκαν «κάθε χωριό και Μπρεχτ», άλλο αν αντί για Μπρεχτ έπαιζαν συνήθως τσιφτετελίζουσες κομπανίες. Και ακολούθησε το life style και ο λαϊκισμός,  ο κιτρινισμός, ο αυριανισμός και ο πανταχόθεν πολτός που με τη βοήθεια των νέων, ιδιωτικών  media ισοπέδωσε τα πάντα. Σε αυτά έπαιξε η τότε εξουσία για να εδραιωθεί.

Από την άλλη τα 80s είναι η εδραίωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Πορεία προς την Ευρώπη (τρομερές οι τούμπες των κομμάτων τότε). Κατάργηση των φακέλων, ισονομία, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κοινωνική πολιτική (έστω με δανεικά χρήματα που κεφάλαιο και τόκους ακόμα πληρώνουμε), ελευθεροτυπία, ανοικτά πολιτιστικά σύνορα, νέα κοινωνικά κινήματα.  Επικοινωνία με τις τέχνες σε διεθνές επίπεδο, πρωτοποριακές δημιουργίες, καλλιτεχνικά γεγονότα. Η χώρα απέκτησε χρώμα, δυναμικότητα και ένταση.

Η δουλειά που έκαναν οι διοργανωτές ήταν τεράστια. Περπατάς στα περίπτερα και αναγνωρίζεις εκατοντάδες σημεία και σημαινόμενα. Το υλικό που εκτίθεται είναι μιας πολύ μεγάλης γκάμας. Από έντυπα ως αντικείμενα και από αυτοκίνητα ως εργαλεία καθημερινής χρήσης.

Η έκθεση έχει κάτι από  το χαοτικό στυλ εκείνης της εποχής. Ο περιπατητής μπορεί να σταθεί σε ότι τον συγκινεί, σε ότι τον προβληματίζει. Κάθε γενιά βλέπει διαφορετικά πράγματα. Όσοι ζήσαμε τα 80s κάπως μεγάλοι (το συζήτησα και με άλλους) νομίζω  δεν νοσταλγήσαμε όλα αυτά τα «σημεία», με τα οποία και τότε δεν συμφωνήσαμε και ουδέποτε μας αγγίξανε. Και ήμασταν πολλοί αυτοί εκείνη την εποχή. Επιπλέον είναι δύσκολο να δεις «απέξω» κάτι που το έχεις βιώσει από μέσα. Είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθείς με κάτι που διεκδικεί την όποια «αντικειμενικότητα» ενώ εσύ το έχεις ήδη κρίνει.

Μετανιώνεις; Όχι όλα τα χρόνια που έζησες είναι δικά σου και μέσα σε αυτά υπάρχουν στιγμές αποθέωσης της ζωής. Ένας έρωτας, ένα παιδί, μια επαγγελματική επιτυχία, ένα γεγονός που σε άλλαξε, πολλά που σε καθόρισαν και σε έφτασαν εδώ που είσαι. Και το δημοκρατικό κλίμα της εποχής διαμόρφωσε την ατμόσφαιρα για τις δικές σου επιλογές. Πιο ελεύθερα, πιο δυναμικά.

Υπήρχαν στιγμές νοσταλγίας στην έκθεση: η αναπαράσταση του διαμερίσματος (τέλειο), τα αντικείμενα που χάθηκαν, όπως το walkman- η κουφή μουσική, τα φορητά τρανζιστοράκια με το πλαστικό πέτσινο καφέ κάλυμμα, διαφημίσεις – τόσο αθώες μπροστά στις σημερινές ψηφιακές, το παπάκι – σήμα κατατεθέν της φτωχής μετακίνησης πριν πλακώσουν τα τζιπ.

Μου έλειψε το θέατρο- οι μεγάλες παραστάσεις και οι άνθρωποι της εποχής, τα φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών (ήταν πολύ σοβαρή η παρέμβασή τους στο πρώτο μισό της δεκαετίας), όπως και  οι γεύσεις της εποχής. Τα περιοδικά Διαβάζω, Δέντρο και Λέξη νομίζω στον χώρο του βιβλίου άξιζαν μια πολύ μεγαλύτερης παρουσίας καθώς καθόρισαν εν πολλοίς το κλίμα στην νεαρή αγορά του βιβλίου.

Στα 80s  (και μπορείς να το δεις στην έκθεση ) υπήρχαν ομάδες καλλιτεχνικές, βιβλία, μουσικές, κινήματα που δεν ταυτίστηκαν με το κυρίαρχο κλίμα, το ύφος και το στυλ της εποχής.  Ίσως οι ομάδες αυτές και  οι άνθρωποι που δεν συμμετείχαν σε αυτήν την τρέλα θα άξιζε να είχαν χωριστό περίπτερο. Αλλά αυτό θα άλλαζε τον χαρακτήρα της έκθεσης.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΣτήνοντας μια βιβλιοθήκη για τη δεκαετία του ΄80 στο Γκάζι (του Β. Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθρο“Ο Έλληνας γιατρός” (της Αννίτας Π.Παναρέτου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Αν στόχος της έκθεσης ήταν, όπως γράφει σε άλο άρθρο ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, να λειτουργήσουν οι προσωπικές μνήμες, σίγουρα τον πέτυχε. Ακούγαμε συνέχεια και λέγαμε οι ίδιοι: θυμάσαι, είχα κι εγώ από αυτά…, διάβαζα κι εγώ το…, στο σπίτι μας είχαμε…. Οι νεότεροι, και πολλά παιδιά επισκέπτες, έλεγαν: για φαντάσου πώς ήταν το/τα. Όμως μου έλλειψαν εισαγωγές στα διάφορα τμήματα της έκθεσης που να συμπυκνώνουν κάθε ένα τους. Οι λεζάντες δεν αρκούν και είναι κουραστικό να τις διαβάζεις κατα μήκος των πολύ μακριών τοίχων. παρόλες τις ελλείψεις πχ στον τομέα πολιτισμού, όπως επισημαίνεται από τον Γ. Μπασκόζο, είναι μια εξαιρετικά στημένη έκθεση, χορταστική και καθόλου ακαδημαϊκή. Θα ξαναπάω.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ