του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Μια επιλογή από τις πρόσφατες εκδόσεις του 2019.
Alexandre Dumas, Ο κόμης Μοντεχρίστος, μτφρ. Ωρίων Αρκομάνης, Gutenberg/ orbis literae (*)
O δεκατετράχρονος Μαρσέλ Προυστ έβαλε τα κλάματα καθώς τελείωνε το τεράστιο σε επίδραση έργο του Αλ.Δουμά Ο κόμης Μοντεχρίστος λέγοντας «δεν ήθελα να τελειώσει». Έκτοτε έχουν κλάψει και ονειρευτεί πολλά παιδιά μέσα στις σελίδες των έργων ενός από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του 19ου αιώνα. Όμως δεν είναι ένα έργο για παιδιά, αντίθετα η θεματολογία του ακουμπάει στους ενήλικες: δικαιοσύνη, φυλακές, πολιτική, επανάσταση, απαγορευμένες ουσίες, λεσβιακοί έρωτες και πάνω από αυτά μια φιλοσοφική ενατένιση της κοινωνικής ζωής. Αυτές τις μέρες του κορονοϊού μπορεί κανείς να βυθιστεί στις χίλιες σελίδες ενός «μυθικού» μυθιστορήματος, το οποίο οι περισσότεροι θυμούνται μάλλον από τα ¨Κλασσικά Εικονογραφημένα» , αν και έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε πάρα πολλές εκδόσεις.
Ο Γκράμσι είχε δει στον Κόμη Μοντεχρίστο το πρότυπο του υπερ-ήρωα, έναν Ζαρατούστρα. Ο Ουμπέρτο Έκο είδε σε αυτόν κάτι περισσότερο: έναν Σούπερμαν της εποχής, ο οποίος τιμωρεί τους κακούς, είναι ερωτικά αγνός, ανταμείβει τους καλούς και κάνει ότι χρειάζεται, ακόμα κι αν αυτό είναι σκληρό, γιατί έχει μια Αποστολή να φέρει σε πέρας.
Ο Κόμης Μοντεχρίστος – Εδμόνδος Νταντές φυλακισμένος στο νησάκι Ιφ γνωρίζει τον αββά Φαριά, που γίνεται ο πνευματικός του πατέρας. Μαθαίνει ξένες γλώσσες, γνωρίζει μηχανική, ξέρει να παίζει χρηματιστήριο, να πολεμάει αλλά και να αγαπά την τέχνη. Κατέχει τα μυστικά της Ανατολής, αυτά που γνωρίζουν οι σοφοί της, φίλτρα, δηλητήρια, ναρκωτικά, μαγικά κόλπα. «Καταγίνεται με το να υφαίνει τις τιμωρίες του, απολαμβάνοντας χασίς και συνθέτοντας ύμνους στην ελευθερία του πνεύματος»(Έκο). Ο Κόμης θεωρεί τον εαυτό του πάνω από τους νόμους, προτιμά την προσωπική επιλογή, ακριβώς γιατί όπως λέει και στον επίτροπο Βιλεφόρ(ο οποίος τον είχε φυλακίσει) «είμαι ένα από τα εξαιρετικά αυτά όντα και πιστεύω ότι μέχρι σήμερα κανένας άνθρωπος δεν βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση». Ο Γκράμσι θα συμπληρώσει ότι αυτοί οι λαϊκοί ήρωες όπως ο Ροκαμβόλ ή αργότερα ο Αρσέν Λουπέν και πολύ αργότερα ο Ταρζάν και ο Σούπερμαν …»υποκαθιστούν τις φαντασιώσεις του λαϊκού ανθρώπου, είναι ένα όνειρο με ανοιχτά τα μάτια, μακρόχρονες φαντασιώσεις πάνω στην ιδέα της εκδίκησης, της τιμωρίας των ενόχων για τις συμφορές που υποφέρουμε».
Ο Δουμάς εμπνέεται τον ήρωα του, Κόμη Μοντεχρίστο, από τον Πιερ Πικό, έναν αδίκως καταδικασθέντα ως άγγλο πράκτορα, ο οποίος όταν βγήκε από τη φυλακή πήρε στην κατοχή του έναν θησαυρό και εκδικήθηκε φονεύοντας τους υπαίτιους της καταδίκης του. Ο Έκο θεωρούσε ότι το άλλο πρότυπό του Δουμά ήταν ο Ροδόλφος του Γερολαστάιν από τα Μυστήρια των Παρισίων του Ευγένιου Σύη. Ο μελετητής του Gerard Gengembre (άρθρο του στο τέλος του β΄τόμου των εκδόσεων Gutenberg) βρίσκει στην εξέλιξη της ιστορίας το σχήμα της Αγίας Γραφής. Αρχίζει με την Παλαιά Διαθήκη, για να προχωρήσει στην Καινή Διαθήκη ενώ παρεμβάλλει πολλές βιβλικές παραπομπές, κυρίως από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο καταλήγοντας μετά το πέρας της αποστολής του να ξαναγίνει ανθρώπινος. «Καρτερείτε και ελπίζετε» , αναφέρει στο τέλος της επιστολής του προς τον Μαξιμιλιανό και προς το τέλος της ιστορίας ο ίδιος ο συγγραφέας. Πλούσιο και συναρπαστικό αφήγημα.
(*) Κυκλοφορεί και από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας σε μετάφραση Σοφίας Αυγερινού, 2018
Μίλαν Κούντερα, Η αθανασία, μτφρ.Γιάννης Η. Χάρης, βιβλιοπωλείον της Εστίας (*)
Ένας σύγχρονος κλασικός, ο Μίλαν Κούντερα, προσφέρεται με την Αθανασία για να εντρυφήσει ο αναγνώστης στη σκέψη του, μιας και πρόκειται για ένα έργο περισσότερο φιλοσοφικό, που αφορά την ανθρώπινη συνθήκη αλλά και την αισθητική της τέχνης.
Γραμμένο το 1990, τελευταίο έργο του γραμμένο στα τσέχικα, επανεκδόθηκε στη χώρα μας από τον ίδιο εκδοτικό σε νέα μετάφραση. Μια ιστορία με λίγα πρόσωπα, δυο αδελφές που μισούνται, η Ανιές και η Λώρα κι ένας άνδρας που περνάει ανάμεσά τους, ο Πωλ, είναι ο αφηγηματικός ιστός πάνω στον οποίον δένουν και άλλα πρόσωπα όπως ο καθηγητής Αβενάριος που συνομιλεί με τον ίδιον τον Κούντερα, ο Γκαίτε που συναντά αναπάντεχα και ετεροχρονισμένα τον Έρνεστ Χεμινγουαίη μιλώντας για την αθανασία της τέχνης και της φήμης του συγγραφέα, η διελκυστίνδα του έρωτα μεταξύ της Μπετίνας και του Γκαίτε, ο σεξουαλισμός του Ρούμπενς, ένας γελοίος πολιτικός και ο γιος του με τα αστεία ονόματα Μπερτράν Μπερτράν και Μπερνάρ Μπερρτάν και λίγα ακόμα ενδιάμεσα πρόσωπα συντηρούν την αφήγηση στην οποία εμφιλοχωρούν ρωγμές σκέψης, φιλοσοφίας, πολιτικής, αισθητικής, ζητήματα καθημερινής τριβής και αποφθέγματα ζωής.
Ο Κούντερα αφηγείται τις διαπροσωπικές σχέσεις σχεδόν σαν την Τζέυν Έυρ, πιο στοχαστικά, με λεπτομέρειες και επιμονή στις αδιόρατες πτυχώσεις μιας ζωής που είναι μεν ατομική αλλά έκθετη στο δημόσιο λόγο. Όσον αφορά τον τίτλο, η αθανασία, ο συγγραφέας προβληματίζεται αν αυτή υπάρχει ως «μικρή» στους φίλους που αφήνουμε πίσω όταν φεύγουμε από τον κόσμο και η «μεγάλη» που είναι για αυτούς που αφήνουν έργο πίσω τους. Για την τελευταία εντρυφεί στα προσωπικά σκάνδαλα της ερωτικής ζωής του Γκαίτε ή του Ρούμπενς θέλοντας να δοκιμάσει/ σχολιάσει αν αυτά θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη φήμη/αθανασία τους.
Ο Κούντερα πλέκει το εγκώμιο του μυθιστορήματος λέγοντας πως μόνον το μυθιστόρημα μπορεί να πει κάτι ουσιαστικό, τέτοιο που δεν μπορεί να αντιγραφεί ή να προσαρμοστεί. Κάθε ήρωας του, λέει ο Κούντερα, έχει βαθιά μέσα του έναν λόγο(Grunt στα γερμανικά) που αποτελεί τη μόνιμη αιτία των πράξεων του και ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να συλλάβει αυτόν τον λόγο. Μιλώντας για τους Τρεις Σωματοφύλακες του Αλέξανδρου Δουμά, δηλώνει ότι του αρέσει αλλά βρίσκει ότι είναι υπερβολικά υπάκουο στον κανόνα της ενότητας της δράσης και ότι τελικά ακόμα και οι καλύτερες σελίδες λογοτεχνίας γίνονται ένα απλό σκαλοπάτι που οδηγεί στην τελική έκβαση της ιστορίας. «Το μυθιστόρημα δεν πρέπει να μοιάζει με ποδηλατοδρόμιο αλλά με συμπόσιο που παρελαύνουν πολλά και διάφορα πιάτα». Είναι κατά κάποιον τρόπο και η απολογία/ εξήγηση του Κούντερα για το πως πρέπει να προσλάβει ο αναγνώστης το βιβλίο που κρατάει στα χέρια του. Δεν είναι μια ιστορία για να δεις τι θα γίνει στο τέλος το πρωταγωνιστικό τρίο Λώρα-Ανιές – Πωλ, αλλά μια μέθεξη με υπέροχες σελίδες λόγου.
(*) προηγούμενη μετάφραση από την Κατερίνα Δασκαλάκη, Εστία
Εμίλ Ζολά, Νανά, μτφρ. Γιώργος Πράτσικας, εκδ. Γκοβόστη
Ένα «θρυλικό» βιβλίο καθώς και στην εποχή του κυνηγήθηκε ως ανήθικο και σε πολλές, αργότερα, εποχές απαγορεύτηκε. Επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γκοβόστη και δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να εντρυφήσει στον κλασικό νατουραλισμό του 19ου αιώνα. Ηρωίδα του μια εταίρα, η Νανά. Πρότυπό της μυθιστορηματικής Νανάς υπήρξε η πραγματική Blanche d΄Antigny (Μαρία Ερνεστίνα Αντινύ). Οι πορείες τους είναι παράλληλες, κάπου τέμνονται και αλλού η φαντασία του Ζολά τις εκτρέπει σε διαφορετικές τροχιές. Η Νανά σε αντίθεση με την Μαρία προέρχεται από φτωχή ρημαγμένη οικογένεια. Η Μαρία έχει θητεύσει σε μοναστήρι και έχει λεπτούς τρόπους και μόρφωση. Η Νανά είναι χοντροκομμένη στους τρόπους της, μορφωμένη στους δρόμους και στις παρέες των τσιγγάνων. Και οι δύο γνωρίζουν σε νεαρή ηλικία την τρυφηλή ζωή της νύχτας, στριφογυρίζουν από αγκαλιά σε αγκαλιά και ξεκοκαλίζουν περιουσίες. Έχουν προκλητικό σώμα και ξέρουν να το χρησιμοποιούν πάνω στη σκηνή προκαλώντας ρίγη ενθουσιασμού στον ανδρικό πληθυσμό. Οι περιπέτειες τους αλλού ταιριάζουν και αλλού όχι, αλλά η πορεία τους είναι κοινή.
Ο Ζολά δεν γνώριζε πολλά από την νυχτερινή ζωή, οδηγήθηκε στο να γράψει την «Νανά» μετά την επιτυχία που είχε η «Ταβέρνα», ένα μυθιστόρημα για το παρασκήνιο της ζωής των φτωχών στρωμάτων που είχε προξενήσει αίσθηση. Κάτι ανάλογο σκέφτηκε να γράψει αλλά αυτή τη φορά για την πλούσια τάξη των πόλεων. Μελέτησε, συζήτησε, έκανε ρεπορτάζ θα λέγαμε σήμερα, με φίλους που γνώριζαν τα νυχτερινά δρομολόγια του έρωτα.
Η Νανά δεν είναι κουτή, γνωρίζει τη δύναμη της σαγήνης της, ξέρει να προκαλεί τους άνδρες, να τους διαφθείρει και να τους εξευτελίζει όπως τον συντηρητικό, ευθυνόφοβο Μυφά, να καταστρέφει φιλίες, οικογένειες, περιουσίες. Να χειραγωγεί και να υποτάσσει. Είναι ίσως η Σαλώμη αλλά και η Κυρία με τις Καμέλιες ή η femme fatale στο noire μυθιστόρημα, όποιος μπλέκει μαζί της καταστρέφεται. Η Νανά, «θέτει σε αμφισβήτηση την ανδρική κυριαρχία, ορίζει την έμπρακτη απόδειξη των δυνατοτήτων μιας γυναίκας» (βλ. εδώ)
Φυσικά οι Γάλλοι δεν περίμεναν τον Ζολά να τους μυήσει στην ερωτική λογοτεχνία , είχε προηγηθεί πλειάδα συγγραφέων, ανώνυμων και επώνυμων που διακονούσαν την ερωτική λογοτεχνία, οι λιμπερτίνοι, ο Λακλός, ο Σαντ, είχε διωχθεί ο Φλωμπέρ για την κακόμοιρη Μαντάμ Μποβαρί και ο Μπωντλαίρ για τα άσεμνα ποιήματά του. Ο Ζολά απευθύνεται στο καθωσπρέπει αστικό κοινό ανοίγοντας τη θεματική του βεντάλια για να καρπωθεί ένα εκδοτικό θρίαμβο. Σήμερα ο αναγνώστης μπορεί να βρει ανάλογο της Νανάς σε όλα εκείνα τα έργα, κυρίως στον κινηματογράφο, που αφηγούνται τη σχέση του σεξ με την κοινωνική δύναμη και τους celebrities. Όμως η δεινότητα του γραφιά Ζολά θα τον αποζημιώσει.
Paul Oster, Μέρα/Νύχτα, Μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο
Δύο νουβέλες χαρακτηριστικές του Πολ Όστερ, δημοσιευμένες το 2006 και το 2008, με κοινά χαρακτηριστικά και επί μέρους τίτλους Ταξίδια στο Σκριπτόριο και Άνθρωπος στο σκοτάδι. Διαβάζουμε έναν κλασικό Όστερ με αυτό το αίσθημα της διασταύρωσης Κάφκα και Χώθορν , που γνωρίσαμε από την Τριλογία του, με αυτό το μυστικό άγγιγμα που κάνει την λογοτεχνία του ιδιότυπη και διακριτή. Και στις δύο νουβέλες έχουμε εγκιβωτισμένες ιστορίες, ο κεντρικός χαρακτήρας σε κάθε ιστορία είναι έγκλειστος σε ένα δωμάτιο – για διαφορετικούς λόγους – και σε χειρόγραφα που βρίσκονται μπροστά του ή στο μυαλό του εξελίσσονται ιστορίες στις οποίες εμπλέκεται ο ίδιος.
Στο Ταξίδια στο Σκριπτόριο – θυμίζω σκριπτόριο είναι η αίθουσα όπου γινόταν η ανάγνωση και αντιγραφή κειμένων στα Μοναστήρια, χώρος όπου κυριαρχούσε η άκρα σιωπή – ο έγκλειστος Μπλάνκ, γέρος πια, έχει απώλεια μνήμης. Μπροστά του βρίσκονται φωτογραφίες και χειρόγραφα, κάποιου Τζον Τρόσε (αναγραμματισμός του Όστερ), προσπαθώντας να ανακαλέσει τα πρόσωπα που τον επισκέπτονται στο κελί, να τα συνδέσει με τα πρόσωπα του χειρόγραφου. Χώρος μια ουτοπική Αμερική, η Συνομοσπονδία , αυταρχική, στρατοκρατούμενη, να κινδυνεύει από πρωτόγονες φυλές. Ο Μπλανκ αναδημιουργεί τη μνήμη του μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι αυτός είναι ο συγγραφέας της ζωής του.
Στο Άνθρωπος στο σκοτάδι ο κεντρικός ήρωας, βιβλιοκριτικός Όγκαστ Μπριλ, έγκλειστος στο σπίτι του παλεύει με τις κρίσεις αυπνίας του. Για να περνάει την ώρα του συνθέτει ιστορίες. Ήρωας του ο Όουεν Μπρικ που ξυπνά εγκλωβισμένος σε μια κυλινδρική τρύπα για να εξελιχθεί η ιστορία σε ένα νουάρ αφήγημα. Ο τόπος είναι οι ΗΠΑ αλλά όχι αυτές που ξέρουμε αλλά μια διχασμένη πατρίδα με τις πολιτείες της να βρίσκονται σε έναν μεταξύ τους πόλεμο. Οι ιστορίες του είναι ένας τρόπος να απομακρύνει την οικογενειακή του τραγωδία: Η γυναίκα του Σόνια έχει πεθάνει, η κόρη του έχει χωρίσει και η μόνη που τον επισκέπτεται είναι η εγγονή του Κάτια. Σε αυτήν σε κάποια ανάπαυλα θα διηγηθεί περιστατικά της ιδιαίτερης ζωής του.
Και στις δύο νουβέλες, όπως και στα περισσότερα έργα του, τον Όστερ τον απασχολεί το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της αναπαράστασης της πραγματικότητας, ο ρόλος του συγγραφέα σε σχέση με τον αποδέκτη. Ο έγκλειστος άνδρας και στις δυο περιπτώσεις είναι ένας δημιουργός (συγγραφέας ή κριτικός που θέλει να γίνει συγγραφέας)που κατατρύχεται από τους ήρωες του, τις προσωπικές ενοχές και την αμφισβήτηση της ίδιας της αξίας του έργου του.
Joseph Roth, Φράουλες, μτφρ. Αγγελίδου, Άγρα
Ήταν μια Κυριακή μεσημέρι, άνοιξη σαν τις μέρες που περνάμε. Στο τηλέφωνο ο Μένης Κουμανταρέας. Ανάμεσα στα άλλα μου λέει: «Γιάννη, διάβασες το «Εμβατήριο Ραντένσκυ» του Γιόζεφ Ροτ» «Το έχω σε δύο μεταφράσεις αλλά δεν το άνοιξα ακόμα». «Διάβασε το γρήγορα. Δεν έχω ενθουσιαστεί ποτέ περισσότερο με μυθιστόρημα. Λέμε και μείς οι έλληνες λογοτέχνες ότι γράφουμε μυθιστορήματα, σιγά….». Είχα ήδη αγαπήσει τον Ροτ με τη νουβέλα «Ο θρύλος του Άγιου Πότη» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα) και νομίζω από εκεί τον είχαμε γνωρίσει οι περισσότεροι αν και είχαν κυκλοφορήσει και παλιότερα έργα του από άλλες εκδόσεις (Οδυσσέας, Κριτική). Ο εκδόσεις Άγρα παρουσίασαν σχεδόν το σύνολο του έργου του όπως τα Ιωβ, Κάλπικο ζύγι, Η κρύπτη των καπουτσίνων , Εμβατήριο Ραντένσκυ κ.ά.
Οι Φράουλες είναι ένα σπάραγμα, μια ποιητική νουβέλα που προοριζόταν να γίνει μυθιστόρημα. Παρέμεινε ως έχει, μερικές σελίδες χειρόγραφου με αυτόνομη αφήγηση. Ο αναγνώστης θα βρει σε αυτές την ωραία αίσθηση που αφήνουν τα ποιητικά, μελαγχολικά κείμενα του Ροτ. Πολλά στοιχεία που ανακαλεί είναι γνωστά και από άλλα έργα του συγγραφέα όπως η αναφορά στην πατρίδα του, το Μπρόντυ της Γαλλικίας, στο ανατολικό άκρο της τότε Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Το χωριό του, η πατρίδα του, ένα μικρό μέρος όπου η ζωή έχει περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα, όπου η ζωή είναι τόσο απλή όσο αυθόρμητα φυτρώνουν οι φράουλες στο δάσος και ψήνονται οι πατάτες στη χόβολη. Οι άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί, ο πλούτος τους είναι να παρακολουθούν τις εναλλαγές των εποχών. Το φθινόπωρο που είναι από λιωμένο χρυσάφι και ασήμι, από αέρα, σμάρια κοράκια και ελαφρές παγωνιές. Ο χειμώνας που πάγωνε τα παράθυρα και έπεφτε πάνω τους σα φονιάς. Η άνοιξη με τις μαλακές βροχές από νερό μεταξένιο. Η εποχή που έβγαιναν οι φράουλες. Ο μικρός ήρωας Ναφτάλι Κρόυ, ορφανός με εφτά αδέλφια σκόρπια σε όλο τον κόσμο, θα προσπαθήσει να επιζήσει κάνοντας τις πιο εξευτελιστικές δουλειές. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος θα εξαφανίσει αυτή την μικρή και άδολη πατρίδα, ο Νάφταλυ Κρόυ θα ορφανέψει για δεύτερη φορά. Τόσο μικρό κείμενο, τόσο ποιητικό, δεν θέλεις να τελειώσει.
Χούλιο Κορτάσαρ, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, opera
Ένας πυκνός, πνευματώδης, σοφιστικέ Κορτάσαρ σε μια συλλογή από τα καλύτερα του διηγήματα, η προτελευταία όπως μας πληροφορεί ο μεταφραστής του. Οι ιστορίες του «παίζουν» με τον αναγνώστη βάζοντας τον σε ένα ασαφές/σκοτεινό παιχνίδι στο οποίο συμμετέχει και ο ίδιος ο συγγραφέας. Οι ιστορίες του, κάποιες αυτοαναφορικές, κάποιες αυτοσχεδιαστικές και άλλοτε παράξενες, μεταφυσικές.
Στο Σημείωση γύρω από το θέμα ενός βασιλιά και την εκδίκηση ενός πρίγκηπα αναλύεται η ιδέα του προηγούμενου διηγήματος με τίτλο Clone. Ο Κορτάσαρ αυτοσχεδιάζει πάνω στην Μουσική προσφορά του Μπαχ, οργανώνει το αφήγημά του πάνω σε μια ομάδα μαδριγαλιστών που πλήττεται από εσωτερικές έριδες. Κάθε πρόσωπο/χαρακτήρας αντιπροσωπεύει ένα μουσικό όργανο ενώ η ανάπτυξη κάθε μέρους προσομοιάζει στη μουσική φόρμα. Ενδιαμέσως υπάρχει μια σημαντική αναφορά στον Κάρλο Τζεσουάλντο ντα Βενόζα, μουσικό μανδριγαλίων που σκότωσε την μοιχαλίδα σύζυγό του μαζί με τον εραστή της. Μια σκοτεινή νότα που πλανάται πάνω από τις σχέσεις των μουσικών.
Το μεταφυσικό στοιχείο είναι έντονο όπως στην πρώτη ιστορία με τίτλο Προσανατολισμός των γατών, όπου ο αφηγητής παρατηρώντας τη σχέση γυναίκας με γάτα νοιώθει ότι και οι δύο τον εγκαταλείπουν εισερχόμενες σε ένα πίνακα ζωγραφικής. Αλλά και στην προτελευταία ιστορία με τίτλο Ιστορίες που μου αφηγούνται ο αφηγητής βλέπει σε ένα όνειρο ότι οδηγεί φορτηγό, όπου παίρνει σε οτοστόπ και κάνει έρωτα με την γυναίκα κοντινού του φίλου. Αργότερα σε κοινό γεύμα των δυο ζευγαριών η γυναίκα θα αφηγηθεί ότι ένα βράδυ που χάλασε το αυτοκίνητό της έκανε οτοστόπ σε έναν φορτηγατζή και όντως έκανε έρωτα μαζί του.
Το μεταφυσικό στοιχείο μπλέκεται με την ασάφεια, το πέπλο μυστηρίου καλύπτει τις ιστορίες του όπως στο Ιστορία με αράχνες, όπου ένα ζευγάρι παρακολουθεί με κάποιο ενδιαφέρον δυο γυναίκες που κάνουν κι αυτές διακοπές στο γειτονικό τους μπακαλόου. Ένα μυστικό για κάποιον Μάικλ, στοιχειώνει τη σκέψη του ζευγαριού, που σαν κακιωμένες, κουτσομπόλες αράχνες υφαίνουν τον ιστό τους.
Το Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, το πιο εξωστρεφές ίσως διήγημα αντάξιο ενός Χώθορν, αναφέρεται στην διάσημη ηθοποιό Γκλέντα Γκάρσον (Τζακσον). Σε μια λέσχη φανατικών οπαδών τα μέλη της δεν συγχωρούν καμία ατέλεια στις ταινίες της. Αποφασίζουν να αγοράσουν τις κόπιες και να μοντάρουν ξανά τα σημεία στα οποία βρίσκουν ελαττώματα. Όταν η Γκλέντα προς το τέλος της καριέρας της θα θελήσει να κάνει μια νέα καλλιτεχνική προσπάθεια, τα μέλη της λέσχης προβλέποντας την πτώση της φροντίζει να αφήσει με υπονοούμενα ότι οι ίδιοι θα αναλάβουν να τερματίσουν την καριέρα της, περισώζοντας το μεγαλείο της.
Οι περίπλοκοι αφηγηματικοί τρόποι σε αρκετά από τα διηγήματα αυτά όπως και στο νουάρ Το τανγκό της επιστροφής, στα Αποκόμματα τύπου, στο Γκραφίτι κ.ά ανακαλούν τον Πόε που μιλώντας για το Κοράκι είχε δηλώσει πως «κανένα σημείο της σύνθεσής του δεν οφείλεται στην τύχη ή στην διαίσθηση, πως η εργασία προχώρησε βήμα προς βήμα ως το τέλος, με την ακρίβεια και την αυστηρή αλληλουχία ενός μαθηματικού προβλήματος». Νομίζω ότι ο Κορτάσαρ υπονομεύει σε κάθε κείμενό του αυτό τον σχεδιασμό εισάγοντας ειρωνικά και αυτοσαρκαστικά στοιχεία προκαλώντας αναπάντεχες ρωγμές στο κείμενο. Η αφήγηση δείχνει τον βαθμό ελευθερίας των χαρακτήρων, το πνευματικό παιχνίδι που στήνει αλά Μπόρχες, την εσωτερική αυτό-αμφισβήτηση και τον ειρωνικό παιχνίδισμα που νομίζεις ότι θα έβλεπες στα μάτια του, αν μπορούσες να έχεις τον Κορτάσαρ μπροστά σου.
Alberto Moravia, Οι αδιάφοροι, μτφρ.Ελένη Τουλούπη, Ελληνικά Γράμματα
Κλασικό και σύγχρονο ταυτόχρονα αυτό το λογοτεχνικό κομψοτέχνημα προσφέρεται σε νέα έκδοση με πολλά χρηστικά κείμενα που ανοίγουν μυστικές οπτικές του συγγραφέα. Χαρακτηρίστηκε ως «εικόνα της παρακμής μιας αστικής οικογένειας στη Ρώμη», αλλά σίγουρα ήταν και είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η ιστορία εξελίσσεται σε δυο ημέρες και σε αυτήν παίρνουν μέρος πέντε πρόσωπα. Μια οικογένεια αποτελούμενη από την ηλικιωμένη πια Μαρία Γκράτσια, την κόρη της Κλάρα και τον μικρότερο αδελφό Μικέλε, τον Λεό πρώην εραστή της Μαρίας και την Λίζα πρώην ερωμένη του Λεό. Σαν ένα καρουσέλ που ο ένας κυνηγάει τον άλλον και κανείς δεν τον φτάνει, η Μαρία θέλει να ξαναβρεί τον έρωτα του Λεό, ο Λεό κυνηγάει την ποθητή Κλάρα, η Λίζα κυνηγάει τον νεαρό Μικέλε. Μέσα σε βαρυφορτωμένα δωμάτια με έπιπλα που τα έχει λυγίσει ο χρόνος, βαθύχρωμες κουρτίνες που κρύβουν τις ελάχιστες φωτεινές ακτίδες οι πέντε αυτοί άνθρωποι αναμετρώνται με τα αισθήματά των άλλων και την συνείδησή τους. Η ερωτική σαγήνη είναι αυτή που καθοδηγεί τις πράξεις τους αλλά πίσω από αυτήν δεν βρίσκεται η αλήθεια αλλά η ψευδαίσθηση της αλήθειας. Ο Λεό συνεχίζει να επισκέπτεται την Μαρία, γνωρίζοντας τον πόθο της γι αυτόν, με απώτερο σκοπό να αλώσει με λίγα χρήματα το υπερχρεωμένο αρχοντικό της. Παράλληλα ποθεί την Κλάρα, υποσχόμενος γάμο, ενώ το μόνον που θέλει είναι μερικές στιγμές ηδονής. Η Λίζα, μια ελαφρών ηθών φίλη της οικογένειας, ποθεί τον Μικέλε, ως ύστατο τρόπαιο μιας λίμπιντο που παραπαίει. Η Μαρία μισεί την Λίζα γιατί νομίζει ότι θέλει να ξαναγυρίσει στον Λεό. Και οι πραγματικά αδιάφοροι είναι τα δύο αδέλφια: Η Κλάρα και ο Μικέλε. Και οι δυο βλέπουν, ζουν και αναγνωρίζουν την παρακμή μέσα στην οποία ζουν με ένα παθητικό, αδιάφορο, σχεδόν αυτοκτονικό τρόπο. Η Κλάρα σκέπτεται να δοθεί στον γλοιώδη εραστή της μητέρας της, Λεό, για να την εκδικηθεί αλλά και για να ολοκληρώσει την ίδια την καταστροφή της- «να πιάσει πάτο».. Ο Μικέλε ένοιωθε «το δάσος της ζωής να τον κυκλώνει από παντού, πυκνό, αδιάβατο», αναγνωρίζει την παρακμή, αναζητά την ηθική, διαβλέπει την εθελοτυφλία των σχεδίων των άλλων αλλά είναι αδύναμος να βάλει σε κίνηση τον εαυτό του, να διεκδικήσει την αυτογνωσία του μέχρι το τέλος, την απελευθέρωσή του από το δυναστικό περιβάλλον. Τα δύο αδέλφια καταλήγουν να δεχτούν μοιρολατρικά την κυριαρχία της βίας και της απάτης στον κόσμο, αρνούμενοι κάθε προσπάθεια προσωπικής αντίστασης και παραδιδόμενοι στον παθητικό ίλιγγο του αυτοεξευτελισμού.
Σαν ένα τσεχωφικό δράμα η αφήγηση κυλάει ανάμεσα στους διαλόγους και στις ανείπωτες σκέψεις, με συνεχείς μεταπτώσεις των ηθικών συμπεριφορών και κινήσεων των πέντε αυτών προσώπων. Ο Μοράβια παρουσιάζει αυτές τις διακυμάνσεις μέσα από διαλόγους αλλά και με περίτεχνες περιγραφές του χώρου, ανάλογες σε ευρηματικότητα με αυτές του Φιτζέραλντ στον Μεγάλο Γκάτσμπυ. Η ροή των λέξεων, η ροή των συνειδήσεων είναι το λογοτεχνικό ποτάμι του Μοράβια. Σημ. Οι Αδιάφοροι, έγινε ταινία το 1964 από τον Φραντσέσκο Μαζέλι