50 χρόνια Πολυτεχνείο (4): Τι σημαίνει διασκευή στην ιστορία; (του Δημήτρι Γαρρή)

0
466

 

 

του Δημήτρι Γαρρή

 

Στις αρχές του φθινοπώρου, κάπου μέσα στον Σεπτέμβρη, περνώντας μια βόλτα από βιβλιοπωλείο του κέντρου της Αθήνας, βρήκα στον πάγκο με τις νέες εκδόσεις ιστορίας το βιβλίο του Σταύρου Λυγερού Η εξέγερση του Πολυτεχνείου: Μια ξεχασμένη κατάθεση. Ήταν μάλλον η πρώτη χρονικά έκδοση από τις αρκετές που θα ακολουθούσαν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2023 με θέμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εξ αφορμής της συμπλήρωσης στρογγυλού μισού αιώνα από την κορυφαία αντιδικτατορική ενέργεια. Ομολογώ πως αρχικά παραξενεύτηκα. Λόγω σχετικού ερευνητικού ενδιαφέροντος γνώριζα ότι ο Λυγερός, ένας από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, είχε συγγράψει ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ένα δίτομο έργο για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Το κοκκινόμαυρο βιβλίο που βρισκόταν τώρα μπροστά μου στον πάγκο έφερε άλλον τίτλο και προπαντός ήταν ένας τόμος. Είχε γράψει καινούργιο που ερχόταν να αναθεωρήσει τον νεανικό κι επαναστατικό εαυτό του; Η απάντηση δόθηκε γρήγορα, στην πρώτη σελίδα του προλόγου. Το τωρινό βιβλίο βασίζεται μεν στη δίτομη μελέτη που είχε γράψει ο Λυγερός στα 1976-1977 και είχε εκδοθεί το 1977 με τίτλο Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα. Από τις προσφυγές στα πρωτοδικεία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον σημερινό του πρόλογο, δεν αποτελεί επανέκδοση του αρχικού βιβλίου, αλλά μια «μετεγγραφή-διασκευή» του. Τι σημαίνει όμως μετεγγραφή και διασκευή για μια μελέτη, για μια «εργασία», όπως την όριζε ειδολογικά στο προλογικό σημείωμα του δίτομου του 1977 ο Λυγερός; Τι αλλάζει; Τι σβήνεται και τι προστίθεται; Γιατί επιλέγει τη «μετεγγραφή-διασκευή» και όχι μια αυτούσια επανέκδοση;

Σε μια προσπάθεια φωτισμού των παραπάνω ερωτημάτων, ας ξεκινήσουμε από την εκδοχή του συγγραφέα. Ο Λυγερός, εικοσάχρονος φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1973, υπήρξε μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου με ενεργό συμμετοχή στην εξέγερση. Οι λόγοι που τον οδήγησαν στην απόφαση για «μετεγγραφή-διασκευή» και όχι απλή επανέκδοση, όπως προσδιορίζονται από τον ίδιο τον συγγραφέα, συνίστανται πρώτον, στο γεγονός πως το βιβλίο της δεκαετίας του 1970 «ήταν γραμμένο στην “ξύλινη” γλώσσα εκείνης της εποχής» και, δεύτερον, κρίνει ότι στην παλιά του μελέτη υπήρχαν «αναφορές οι οποίες στη δεκαετία του 1970 είχαν ένα νόημα, αλλά σήμερα κανένα». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα μάλλον δεν είναι μόνο ή τόσο γλωσσικής υφής και απαρχαιωμένων αναφορών που θα ήταν δυσνόητες στο αναγνωστικό κοινό του 2023. Ο Λυγερός στη δεκαετία του 1970 ήταν μέλος της ΟΣΕ (Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση), μιας μικρής αριστερής αντισταλινικής οργάνωσης, από εκείνες που εγγράφονταν στον ποικιλώνυμο αστερισμό της Νέας Αριστεράς, όπως αυτή αναδύθηκε μετά τον Μάη του ’68, και το βιβλίο του αποτελούσε μια αρκετά στρατευμένη πολιτικά, από τη σκοπιά της επαναστατικής αριστεράς, ιστορικοπολιτική ανάλυση και ερμηνεία του Πολυτεχνείου. Το γεγονός ότι σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά την αρχική έκδοση αποφάσισε να ξαναγράψει το βιβλίο του με προσθαφαιρέσεις και προσαρμογές δεν μπορεί να είναι μονάχα γλωσσικό ζήτημα ή επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού αναφορών. Η επιθυμία του συγγραφέα, εκείνη που λειτούργησε ως κίνητρο για να καταπιαστεί ξανά με το πρώτο του βιβλίο, προσδιορίζεται στη συνειδητοποίηση εκ μέρους του ότι «εκείνη η –χρονικά κοντινή στα γεγονότα και πλέον ξεχασμένη– κατάθεση πρέπει να είναι ενεργά παρούσα στη βιβλιογραφία ως κεντρικό υλικό για τον ιστορικό».

Κάθε πνευματικό έργο, βιβλίο ή ό,τι άλλο, αποτελεί –σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό– προϊόν της εποχής του και μόνο μέσα στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό συγκείμενο της εποχής που παρήχθη δύναται να κατανοηθεί. Η παγίδα του παροντισμού και η έπαρση της εκ των υστέρων γνώσης αποφεύγονται μόνο αν κρατάμε σα φυλακτό, λόγω και έργω, την παραπάνω αρχή. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσω, κατά το δυνατόν ευσύνοπτα, να ιστορικοποιήσω τα δύο πονήματα του Λυγερού, το πρώτο του 1977 και το πρόσφατο του 2023, καταφεύγοντας, όπου και όποτε είναι απαραίτητο σε επισήμανση ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ τους. Μια τελευταία εισαγωγική επισήμανση: ο ιστορικός δεν είναι δικαστής. Συνεπώς, αν κανείς διαβάζοντας παρακάτω, αναμένει πύρινες καταγγελίες περί ιστορικού αναθεωρητισμού και πολιτικών κυβιστήσεων ή έστω τελεσίδικη απόφανση σχετικά με το αν το παλιό ή το νέο βιβλίο είναι ιστορικά ακριβέστερο, σίγουρα θα απογοητευτεί.

Ας ξεκινήσουμε από το δίτομο του 1977. Ο Λυγερός, με τη συγγραφή του Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα. Από τις προσφυγές στα πρωτοδικεία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου γίνεται το πρώτο μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του 1973 που γράφει βιβλίο για την εμπειρία της εξέγερσης. Στη στιγμή ή έστω κοντά στην εκπνοή της πρώιμης μεταπολίτευσης, εντός ενός κλίματος έντονης πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης, ιδίως της νεολαίας, το Πολυτεχνείο αποτελούσε ένα παρελθόν-παρόν και ταυτόχρονα κεντρική θεματική πολλών βιβλίων που εκδόθηκαν τότε, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Σχετικά με το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και το Πολυτεχνείο και άλλοι φοιτητές με ενεργό συμμετοχή σε αυτό είχαν ήδη γράψει βιβλία. Αναφέρω ενδεικτικά τη μαρτυρία του Λουκά Αποστολίδη, φοιτητή Νομικής τότε και μετέπειτα στελέχους και υπουργού του ΠΑΣΟΚ και το συλλογικό των φοιτητών Ζήλια, Ιερεμία και Καρατζά, μια απόπειρα για συνολική ιστορία του εγχώριου φοιτητικού κινήματος που κατέληγε και κατά βάση ασχολούνταν με το Πολυτεχνείο του 1973. Παράλληλα, οι οργανώσεις που είχαν λάβει μέρος στην αντίσταση εξέδιδαν λευκώματα, βιβλία με συμπεράσματα και απολογισμούς.

Εντός αυτού του κλίματος, ο Λυγερός, ένας οργανωμένος φοιτητής στην επαναστατική αριστερά, έγραφε με το βλέμμα στο παρόν και στο μέλλον του φοιτητικού κινήματος της πρώιμης μεταπολίτευσης. Στη συνέχεια, θα σταθώ σε τρία στοιχεία που αποτυπώνουν εναργώς τη φυσιογνωμία της «μετεγγραφής-διασκευής». Πρώτον, είναι χαρακτηριστικό ότι στον πρώτο τόμο του πονήματος του 1977, ο συγγραφέας του προέτασσε ένα, έκτασης πενήντα σελίδων, «Σχέδιο προγράμματος για το φοιτητικό κίνημα», υπό τον εύγλωττο τίτλο: «Για ένα φοιτητικό κίνημα στο πλευρό της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό». Το συγκεκριμένο σχέδιο προγράμματος είχε γραφτεί τον Ιούνιο του 1975 ως σχέδιο προγραμματικής διακήρυξης της «Αγωνιστικής Παράταξης Σπουδαστών». Αιτιολογώντας την επιλογή του να συμπεριλάβει την παραπάνω προγραμματική διακήρυξη του φοιτητικού κινήματος, ο Λυγερός σημείωνε ότι αυτή είχε προκύψει ως θεωρητικό απόσταγμα και γενίκευση από την ανάλυση της εμπειρίας που επιχειρούσε στην κυρίως εργασία του για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και το Πολυτεχνείο. Το 1977, η εμβριθής ανάλυση της εμπειρίας του φοιτητικού κινήματος, η εξιστόρηση των διεργασιών και της πορείας του από τις αρχές του 1972 έως το Πολυτεχνείο επενδυόταν με επαναστατική θεωρία. Στο σημερινό βιβλίο, το σχέδιο προγράμματος του φοιτητικού κινήματος παραλείπεται πλήρως. Η επένδυση της κυρίως αφήγησης τώρα γίνεται από την προσωπική μνήμη, από θραυσματικές βιωματικές μαρτυρίες. Είκοσι τέσσερα ένθετα, διακριτά πλαίσια με αναμνήσεις προσωπικών βιωμάτων του Λυγερού παρεμβάλλονται σε διάφορα σημεία του κυρίως σώματος του κειμένου, προσφέροντας πολύτιμες, ανέκδοτες πτυχές από την εμπειρία μετοχής του στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.

Δεύτερον, μια ενδιαφέρουσα διαφορά ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο βιβλίο έγκειται σε κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως «διαδικασία παραγωγής». Πιο συγκεκριμένα, το δίτομο του 1977 είχε εκδοθεί από την «Εκδοτική ομάδα “Εργασία”», έναν από τους πολλούς μικρούς εκδοτικούς οίκους πολιτικού βιβλίου που ευδοκίμησαν στο συγκείμενο της πρώιμης μεταπολίτευσης. Η εν λόγω ομάδα, σε εισαγωγικό της σημείωμα το 1977, ενημέρωνε για την πάγια, συλλογική «διαδικασία» που ακολουθούσε σε κάθε βιβλίο που εξέδιδε. Η εκάστοτε μελέτη διαβαζόταν, πριν φτάσει στο τυπογραφείο, από τα μέλη της ομάδας, κατόπιν αυτά κατέθεταν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις στον συγγραφέα για να τις ενσωματώσει στην τελική εκδοχή του γραπτού του. Όπως προκύπτει από το προαναφερθέν σημείωμα, ο Λυγερός είχε τότε συμφωνήσει με ορισμένες «τεχνικές ή δευτερεύουσας σημασίας» επισημάνσεις της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα κάποιες «λίγες ουσιαστικές διαφωνίες» παρέμειναν ανεπίλυτες. Έτσι, στο τέλος του δεύτερου τόμου, η εκδοτική ομάδα, σε ένα εκτενές, δεκατεσσάρων σελίδων, παράρτημα, προέβαινε σε μια συνολική κριτική του βιβλίου, επισημαίνοντας θετικές και αρνητικές πτυχές του. Τόσο το εισαγωγικό σημείωμα όσο και το κριτικό παράρτημα της «Εκδοτικής ομάδας “Εργασία”» στο σημερινό βιβλίο απουσιάζουν. Ωστόσο, ο λόγος της αναφοράς εδώ δεν γίνεται μονάχα για ανεκδοτολογικούς σκοπούς. Έχει ενδιαφέρον για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον, μας δείχνει πώς στο ριζοσπαστικό συγκείμενο της πρώιμης μεταπολίτευσης έχουμε μια, κατά κάποιον τρόπο, συλλογική επεξεργασία ακόμα και βιβλίων που δεν είναι συλλογικά έργα αλλά μονογραφίες. Δεύτερον, ορισμένα σημεία από την τότε κριτική της εκδοτικής ομάδας, η οποία ήταν κατά μείζονα λόγο πολιτική, ενσωματώθηκαν γόνιμα από τον Λυγερό στο τωρινό του βιβλίο, όπως λόγου χάρη η αναφορά στην εκδοτική άνθηση των ετών 1971-1973 και του τρόπου που αυτή επηρέασε τη συγκρότηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος.

Τρίτο και τελευταίο στοιχείο. Το 1977 ο Λυγερός τόνιζε διακηρυκτικά ότι η μελέτη του συνιστούσε «μια ανάλυση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης», η οποία επιχειρούσε να αξιοποιήσει «τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού». Με κεντρική αναλυτική έννοια την ταξική πάλη –δεν έλειπαν οι αναφορές στους «γενικούς νόμους της ιστορικής εξέλιξης»– το δίτομο έργο της δεκαετίας του 1970 επιχειρούσε μια μαρξιστική, ταξικά μεροληπτική θα λέγαμε, ανάγνωση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και του Πολυτεχνείου. Στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου: Μία ξεχασμένη κατάθεση του 2023, πέρα από την «ξύλινη γλώσσα» που έχει απαλειφθεί, έχει μετατοπιστεί αισθητά και η μεθοδολογική προσέγγιση του συγγραφέα. Δεν εγείρει πλέον αξιώσεις ταξικής ανάλυσης. Τούτο για κάποιους μπορεί να καθιστά το τωρινό έργο πιο αντικειμενικό και σύγχρονο, για άλλους λιγότερο ταξικό και αιχμηρό. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη μετατόπιση αποτυπώνεται και γλωσσικά αλλά και επί της ουσίας. Για παράδειγμα, οι «μάζες» του 1977 γίνονται «δημοκρατικοί πολίτες» το 2023, η «ρεφορμιστική αριστερά» του 1977 γίνεται «Αντι-ΕΦΕΕ και “Ρήγας”» το 2023, η «επαναστατική αριστερά» του 1977 γίνεται «ριζοσπαστικό ρεύμα» το 2023. Μια επί της ουσίας διαφοροποίηση συνίσταται στο γεγονός ότι ο Λυγερός σήμερα παραδέχεται ότι «το “ριζοσπαστικό ρεύμα” δεν αποτελούνταν μόνο από αριστεριστές».

Συνολικά, παρά το γεγονός ότι το πόνημα του 1977 είναι σαφώς πιο στρατευμένο, πιο πολεμικό και πιο αψύ, οι δυο-τρεις κεντρικές, καταστατικές του θέσεις παραμένουν ίδιες. Δηλαδή, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα διαβάζεται μέσα από την πρωτεύουσα και διαρκή αντιπαράθεση των δύο μειζόνων, κατά τον συγγραφέα, τάσεων που είχαν αναπτυχθεί εντός του: από τη μια οι δυνάμεις της παραδοσιακής αριστεράς, συνοπτικά τα δύο ΚΚΕ, και από την άλλη το ριζοσπαστικό ρεύμα. Ακόμα, η κεντρική του θέση ότι το Πολυτεχνείο, με την επικράτηση των απόψεων του ριζοσπαστικού ρεύματος, κατόρθωσε να τορπιλίσει το πείραμα πολιτικοποίησης της δικτατορίας με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη, και συνακόλουθα τη μονιμοποίηση και νομιμοποίησή της, καταγράφεται ως η κορυφαία συνεισφορά της εξέγερσης του Νοέμβρη.

Εν κατακλείδι, το πρόσφατο βιβλίο του Λυγερού είναι χρήσιμο, πολύτιμο για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον, όσο κι αν ο μισός αιώνας που έχει μεσολαβήσει από τότε εμπεριείχε μείζονες ιστορικές εξελίξεις και, κατά τούτο, συνεπάγεται συλλογικές κι ατομικές αναθεωρήσεις και επανεκτιμήσεις, χρειαζόμαστε πάντα βιβλία, μαρτυρίες και αναλύσεις από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση. Παρ’ όλες τις μύριες διαμεσολαβήσεις του χρόνου και της ιστορίας, όσο και τις διιστάμενες απόψεις κι ερμηνείες, τα κείμενα αυτά είναι πάντα πιο πρωτογενή, αποκαλύπτουν μιαν αλήθεια ακοινώνητη στους μη μετέχοντες του τότε. Δεύτερον, τέτοιου είδους βιβλία μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε καθαρά πόσο η μνήμη είναι ζωντανός και δυναμικός οργανισμός· πόσο η μνήμη της εξέγερσης δεν σταματά να κατασκευάζεται, να συγκροτείται και να ανασυγκροτείται πάντα σε συνομιλία με το εκάστοτε παρόν.

 

* Ο Δημήτρις Γαρρής είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ), με υποτροφία από το ΕΛΙΔΕΚ στο πλαίσιο της 3ης προκήρυξης ΕΛΙΔΕΚ για υποψήφιους/ες διδάκτορες (αριθμός υποτροφίας: 5406).

 

info

Σταύρος Λυγερός

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου: Μία ξεχασμένη κατάθεση

Πατάκης, 2023

σελ. 288

 

Προηγούμενο άρθροThessaloniki PhotoBiennale 2023: Θέατρο και φωτογραφία
Επόμενο άρθρο50 χρόνια Πολυτεχνείο (5): Τα ντοκιμαντέρ για την εξέγερση και η καθιέρωση της επετείου στη Μεταπολίτευση (της Έλλης Λεμονίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ