Η Μαρία στη Νίκη:
Κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα στα ελληνικά, μέσα στο 2024, αλλά είναι ένα βιβλίο του 1992. Κι έτσι υποπτεύομαι ότι κάποια/ος το διάβασε στα αγγλικά και ενθουσιάστηκε τόσο, που κατάφερε να μεταδώσει τον ενθουσιασμό του στον έλληνα εκδότη, κι ας μην είναι βιβλίο τελευταίας εσοδείας. Τα καταλαβαίνω πολύ καλά όλα αυτά γιατί κι εγώ το ερωτεύτηκα το βιβλίο αυτό, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, που σημαίνει ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται στους πάγκους των μεγάλων αγγλικών βιβλιοπωλείων είκοσι περίπου χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του. Και μετά, έγινε ένα από εκείνα «τα» βιβλία στην οικογενειακή ιστορία. Παραποιήθηκε επί το ελληνικότερον, μπλέχτηκε με τα αστεία, τους θυμούς και τους φόβους μας και πάλιωσε μαζί με τα ρούχα και τα έπιπλα που δεν πρόκειται ποτέ να αποχωριστούμε, ακόμη και αν χρειαστεί να τα μπαλώσουμε ή να τα επιδιορθώσουμε ώσπου να γίνουν αγνώριστα. Προσθέσαμε ένα «ι», βέβαιες πως ποτέ άλλωστε δεν θα μεταφραζόταν στα ελληνικά, άρα μπορούσαμε να το κάνουμε ό,τι θέλαμε – το λέγαμε «Τα κουκουβαγιάκια». Ο μικρός Μπιλ επικράτησε φυσικά επί πάντων των άλλων- αλλά δεν μπορώ να πω περισσότερα χωρίς να παραβιάσω σφαίρες ιδιωτικές που, ως τέτοιες, δεν ενδιαφέρουν άλλωστε κανέναν και καμία.
Αρκεί να πούμε, τώρα που μεταφράστηκε, ότι μεταφράστηκε καλά. Είναι από αυτά τα βιβλία που τα λιγοστά τους λόγια συνυφαίνονται με την τελειότερη εικονογράφηση που υπάρχει, για να δημιουργήσουν αισθήματα περισσότερο με σιωπές και αφαιρέσεις, παρά με κείμενο και δράση. Τα συναισθήματα φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σε αυτό το βιβλίο αθόρυβα αλλά με τεράστιο όγκο και ένταση. Έχεις δει κουκουβάγια να πετά; Έχεις ακούσει για το αθόρυβο πέταγμά της; Είναι μοναδική αίσθηση. Ο εικονογράφος Patrick Benson τα είχε μελετήσει όλα αυτά, είμαι βέβαιη. Η μαμά πήγε στις δουλειές της, τα μικρά φοβούνται, αλλά δεν θέλουν και να το δείξουν. Υπάρχει αυτή η αξιοπρεπής αυτοσυγκράτηση και το επαναλαμβανόμενο – επίσης συγκρατημένο- παράπονο του μικρού Μπιλ: θέλω τη μαμά μου. Όλοι θέλουμε τη μαμά μας την ώρα αυτής της επωδού.
Αλλά οι στιγμές που λάτρεψα είναι τρεις, προπάντων: πρώτα, εκεί που λέει ότι οι κουκουβάγιες σκέφτονται πολύ, και το βάζει μέσα σε παρένθεση. Εξαιρετικό δείγμα προσεχτικά στιλιζαρισμένου λόγου, κι ας είναι το κείμενο ελάχιστο και για πολύ μικρά παιδιά. Διδάσκει ύφος. Έπειτα, η εικόνα με τα τρία μικρά που κλείνουν «τα κουκουβαγοματάκια τους» και εύχονται να γυρίσει η Μαμά Κουκουβάγια. Όλοι εκείνη τη στιγμή κλείνουμε σφιχτά τα μάτια του προσώπου και ανοίγουμε ορθάνοιχτα τα μάτια της ψυχής μας. Η νύχτα, σταθερό φόντο, στολισμένη με το θαυμάσιο πενάκι του Benson, πάλλεται πίσω από κάθε εικόνα, πότε απειλητικά, πότε παρήγορα. Και, τρίτον: η στιγμή που η μαμά επιστρέφει και ήρεμα, ένα τσικ αυστηρά, τους βάζει στη θέση τους με φλέγμα: what´s all the fuss? «ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΗ ΦΑΣΑΡΙΑ;» Το ξέρανε, βέβαια, ότι θα γύριζες, μαμά, αλλά η ψυχή τους το ’ξερε. Η αγάπη, σα να λέμε, πάει πάντα μαζί με λίγο βάσανο, με λίγη ανασφάλεια, κι αυτό κάνει πιο γλυκό το σμίξιμο.
Φάτσες. Ματάρες. Διαπιστώνω, με τη βοήθεια του google φυσικά, ότι αυτός ο τύπος, ο Martin Waddell, αφενός έχει τιμηθεί με το βραβείο Άντερσεν, αφετέρου έχει γράψει εκείνο το άλλο αριστούργημα, το «Γιατί δεν κοιμάσαι, αρκουδάκι μου»; Ναι, ξέρει να θέτει όσο κανείς σε λειτουργία αυτά τα πολύ πρώιμα συναισθήματα της καταλυτικής αγάπης που συμπορεύεται με τον φόβο που σε παραλύει. Και το πλάσμα-γονιός που λυτρώνει με την αγκαλιά του τα μικρά πλάσματα, δεν είναι διαχυτικός ή γλυκερός. Είναι κάπως σοβαρός και συγκαταβατικός και με λιγάκι κρυμμένο χιούμορ. Πιστεύεις ότι υπερβάλλω στον ενθουσιασμό μου;
Η Νίκη στη Μαρία:
Δεν θεωρώ σε καμία περίπτωση πως υπερβάλλεις. Και τώρα απλά σου χαμογελάω που είσαι τόσο ενθουσιασμένη και συνδεδεμένη με αυτό το βιβλίο που τα είπες όλα και δεν έχω τι να πω εγώ…
Λοιπόν, ας κάνω μία προσπάθεια. Βρήκα αυτό το βιβλίο στα αγγλικά πριν από κάποια χρόνια σε ένα από αυτά τα μεγάλα βρετανικά βιβλιοπωλεία που τα έχουν όλα και μπορείς να κάτσεις μέσα με τις ώρες ενώ έξω βρέχει. Το διάβασα βιαστικά, ήθελα να το αγοράσω για δώρο σε έναν μικρό μου φίλο που είχε ένα σχετικό πάθος με τις κουκουβάγιες, κάτι έγινε και δεν του το πήρα (μάλλον υπέρβαρη βαλίτσα), αλλά το σημείωσα στο μυαλό μου στην κατηγορία «βιβλία που μου άρεσαν και μου είναι οικεία». Οφείλω να παραδεχτώ πως είχα ξεχάσει εντελώς τα λόγια και την υπόθεση μέχρι που πήρα στα χέρια μου την ελληνική έκδοση. Είχα συγκρατήσει τις εικόνες και νομίζω πως τις είχα συγκρατήσει εξαιτίας αυτής της οικειότητας. Δεν μπορώ να πω πως είναι ένα «κλασικό» βιβλίο για τη δεκαετία του 1990, αλλά η αισθητική του είναι πολύ κοντά στην αισθητική με την οποία εγώ μεγάλωσα. Είναι οι ζωγραφιές και οι εικόνες που με μεγάλωσαν. Αυτές που έχουν κάτι αρκετά ρεαλιστικό και ίσως και πυκνό για τα σημερινά δεδομένα. Αισθάνομαι πως αυτό που με γοητεύει στην εικονογράφηση πέρα από αυτά που παρατηρείς εσύ είναι τα πολύ κοντινά πλάνα στα κουκουβαγάκια. Ότι μπορώ να τα κοιτάξω στα μάτια και να με κοιτάξουν κι αυτά, μέσα από το κάδρο μιας σελίδας που είναι σχεδόν σε φυσικό μέγεθος. Λατρεύω αυτά τα βλέμματα. Αυτό το ύφος του Μπιλ που θέλει τη μαμά του και κοιτάει κάπως πλαγιαστά χαριτωμένα και τρία τέταρτα, του Πέρσι που το παίζει άνετος ως μεσαίο παιδί και της πολύ σοβαρής Σάρα που είναι η μεγάλη αδερφή που καθησυχάζει ρυθμιστικά και σπέρνει έμμεσα και τον πανικό. Ματάκια που νιώθεις ότι είναι έτοιμα να βουρκώσουν. Αυτό το κοντινό πλάνο είναι τέλειο γιατί προσφέρει μια θέα σε αυτά τα μαγικά πτηνά που δεν είναι εφικτή αλλιώς – αποκλείεται να βρεθείς ποτέ τόσο κοντά τους. Ανακαλύπτεις πώς μοιάζουν σαν να κοιτάς εγκυκλοπαίδεια ή οδηγό παρατήρησης πουλιών, αλλά ταυτόχρονα διατηρείται το στοιχείο του παραμυθιού – δεν είναι και τελείως αληθινά.
Ήθελα κι εγώ να σχολιάσω φυσικά την πολύ ευρηματική παρένθεση, γιατί μου αρέσουν πολύ αυτού του τύπου οι παρενθέσεις, που κάπως σε προκαλούν να αλλάξεις τη φωνή σου διαβάζοντας για να φανεί η επισήμανση. Ήθελα να σχολιάσω και τα «κουκουβαγοματάκια», γιατί ενθουσιάζομαι να φτιάχνω τέτοιες λέξεις. Και ενθουσιάζομαι ακόμα περισσότερο όταν τις φτιάχνουν άλλοι. Είναι σαν να μου απευθύνονται προσωπικά. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση του παραμυθιού στα πρωτάκια του σχολείου πήγε τέλεια: γελάσαμε πολύ και συγκλονιστήκαμε από τις επαναλήψεις – τόσο που διαβάσαμε το βιβλίο δύο συνεχόμενες φορές. Πολύ σύντομα τα παιδιά είχαν καταλάβει τον ρυθμό και το μοτίβο, ήξεραν τι θα μπει ο Μπιλ ή τι κρύβεται στην παρένθεση και με προλάβαιναν λέγοντας τη σωστή ατάκα.
Ίσως έπρεπε να το είχα προσθέσει τότε στην παραφορτωμένη μου βαλίτσα. Κακή απόφαση να μην το πάρω, αλλά δεν πειράζει και τόσο, γιατί τώρα υπάρχει κι εδώ.