40 γράμματα πένθους (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
845

 

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

                                                        Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορέσει να σκανδαλίσει

                                                      Τις γυναίκες μου, τις κόρες μου, ούτε τις αδελφές μου

Σαρλ Μπωντλαίρ

 

Αν και η ψευδωνυμία δεν συνηθίζεται πλέον, εδώ, το Μαριέλ Νικοδήμος, ψευδώνυμο μιας γυναίκας, προφανώς, σχετίζεται με το θέμα του βιβλίου (μια ομοερωτική ιστορία με οδυνηρό τέλος) και μας επιστρέφει στις επιβεβλημένες εκ των συνθηκών γυναικείες ψευδωνυμίες του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα, μας υποβάλλει την υπόθεση μιας διπλής καταγωγής (ελληνογαλλική) που το βιβλίο μάλλον επιβεβαιώνει καθώς υπόκειται με χίλιους τρόπους η γαλλική κουλτούρα, ακόμη κι από τον υπότιτλο «επιστολική κομεντί», παραπέμποντας στη γαλλική σημασία της λέξης comédie.

Σε πρώτο επίπεδο είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα, την προδοσία και την οδύνη της στην κλασική ημερολογιακή μορφή επιστολών, είδος που ανάγεται λογοτεχνικά σε μακρινό παρελθόν αλλά και είδος που ενέχει κινδύνους εκπτώσεων και αστοχιών εφόσον είναι μεγάλο το περιθώριο φλύαρων εγωτικών παρεκτροπών. Υποθέτοντας ότι η συγγραφέας δεν αγνοεί το ειδολογικό παρελθόν -τουλάχιστον το γαλλικό όπως φαίνεται από το λοιπό υπόστρωμα- διαφεύγει τις επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες με τρεις, κυρίως, τρόπους: αφενός με τη χωροχρονική αοριστία, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω, αφετέρου με την ισχυρή διακειμενικότητα και τρίτον με την ενδιαφέρουσα επέκταση της επιστολογραφίας.

Αυτό το τελευταίο είναι οι συντομότατοι ιντερνετικοί διάλογοι στο τέλος κάθε κεφαλαίου όπου συμπυκνώνεται η πικρία και η οργή που ακολουθούν ένα χωρισμό με προδοτική συμπεριφορά, όπου η αμεσότητα τέτοιων «διαλόγων» διασπά τη μονομέρεια των συμβατικών επιστολών αλλά και αντανακλά εντονότερα το κενό της απουσίας. Ο κύριος χαρακτήρας δηλαδή η φωνή εκφοράς, βρίσκεται πέρα από τη νόρμα του οικείου και του οίκου σε όλα τα επίπεδα: τόπος, εθνικότητα, ιδιοκτησία, σεξουαλικότητα, σώμα (σώμα με τραύματα) αποτελούν στοιχεία ταυτότητας υπό επαναδιαπραγμάτευση δίνοντας μια σύγχρονη διάσταση στο βιβλίο.

Ο παραληρηματικός λόγος της αφηγήτριας αποτελεί γνώρισμα που ενισχύεται από το δεύτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου την αχρονικότητα ή τις μετατοπίσεις στον ιστορικό χρόνο όπως π.χ. όταν η φωνή εκφοράς αφηγείται την παρουσία της στο γάμο του Ερρίκου της Ναβάρρας λίγο πριν τη νύχτα του Αγ. Βαρθολομαίου ή την καύση στην πυρά. Την ιδιόρρυθμη χρονικότητα συνοδεύει η παρουσία ιστορικών προσώπων με ονόματα όπως Ιουλία Μαίσα, Ιουλία Δόμνα κλπ.  Με τέτοια στοιχεία αναδύονται περιβάλλοντα μάλλον εξπρεσιονιστικά στο χρώμα και την ένταση, ή δυστοπικά. Ο χώρος φαίνεται να παραπέμπει σε ένα αποδομημένο, διαθλαστικά παραμορφωμένο Παρίσι όπως μπορούμε να υποθέσουμε από μερικές όχι ευκρινείς αναφορές (π.χ. το ποτάμι, Η Παναγία)  αλλά και σε και μια Αθήνα μεταπλασμένη σε Cloaca  η λέξη σημαίνει το υπόγειο ρωμαϊκό αποχετευτικό σύστημα και κατ’ επέκταση, όπως εδώ, το βρώμικο υπόκοσμο.

Τα 40 γράμματα πένθους είναι ένα βιβλίο για τη λογοτεχνία. Επεξηγηματική εξάλλου είναι και η φράση στο οπισθόφυλλο: “Εκεί που δεν υπάρχει Λόγος βασιλεύει η οδύνη”. Έτσι, προκύπτει το βιβλίο ως Λόγος για τη γραφή και την ανάγνωση και δίνει τα διαπιστευτήριά του ήδη από τις πρώτες σελίδες με την αναφορά στα Εκατό χρόνια μοναξιάς. Η επαναλαμβανόμενη μπωντλαιρική φράση «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ’ ό,τι αν ήμουν χιλίων ετών» επιχειρεί να παράξει έναν εαυτό ως  φασματική (διάρκειας χιλίων ετών) κατασκευή (συνθήκη νεωτερικότητας) του οποίου τα σταθερά σημεία αναφοράς είναι δυο: η λογοτεχνία και το επίσης φασματικό, καθότι απόν, εσύ. Παράλληλα τις επιστολές διατρέχουν οι άλλες τέχνες: μουσική και ζωγραφική δημιουργώντας ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο κινούνται τα πυρετικά λόγια της φωνής. Η γυναίκα με τη βεντάλια του Γκόγια γίνεται από συλλογική αναφορά μια προσωπική ανάμνηση της σχέσης των δύο γυναικών. Στο ίδιο αυτό σημείο όπου γίνεται λόγος για το έργο του Γκόγια υπάρχει μια δεξιοτεχνική μετάβαση στα χαλκούνια του Εγγονόπουλου και στην ποίησή του. Πανταχού παρών ο Ρομπέρ Ντεσνός: «Αγαπάω τον έρωτα, την τρυφερότητα αλλ’ όμως και την ωμότητά του». Ή: «Ονειρεύτηκα αυτή τη νύχτα τοπία παράφορα και τολμηρές περιπέτειες». Η παραφορά πράγματι συνδέει τις επιστολές με τον Ντεσνός ενώ παρών είναι και ο Αρτώ με τον Ηλιογάβαλο.

Οι πολυάριθμες, ρητές και μη, παραπομπές, ενοφθαλμισμένες γόνιμα και όχι ως παρέμβλητο στοιχείο ανάγουν τη λογοτεχνία σε κυρίαρχο Λόγο αλλά και παραμυθία που μπορεί να οδηγήσει στην κάθαρση, έναν ίσως ξεχασμένο ρόλο της, κόντρα στη μαλλαρμεϊκή φράση «αλίμονο! η σάρκα είναι θλιμμένη, και διάβασα όλα τα βιβλία».

Τέλος, θέλω να τονίσω το ευρύ γλωσσικό φάσμα. Η συγγραφέας επιλέγει προσεκτικά τη γλώσσα της και κινείται από το λόγιο και το ποιητικό, στο καθημερινό και το αγοραίο: “Είσαι φενάκη, παραμορφωτικός καθρέφτης, πόρνη, πώς αλλιώς να το πω;» «Τα χασαπομάχαιρα ανεβοκατεβαίνουν απειλητικά πάνω στους λιγδερούς πάγκους, η ρητορική της σάρκας έχει τη δική της ιδιαίτερη μουσική, μια οργανωμένη διαδοχή χτυπημάτων, η χρονομέτρηση του κομματιάσματος της σάρκας την ώρα που ξημερώνει.».

Επιπλέον, το βιβλίο παράγει περαιτέρω συζήτηση καθώς η ιστορία έρωτα και προδοσίας συμβαίνει ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Η φωνή που πενθεί είναι μια έκκεντρη φωνή που προσπαθεί να τιθασεύσει όχι μόνον το συναίσθημα που δημιούργησε η προδοσία αλλά και την περιφερειακή σχέση που εκπροσωπεί.   Πρόκειται για queer λογοτεχνία; Μπορεί να συσχετιστεί με το Η ερωμένη της (1929/) ή το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα (2009); Η απάντησή μου είναι αρνητική για λόγους που η έκθεσή τους υπερβαίνει την έκταση του κειμένου. Η εστίαση δε γίνεται στο φύλο ή τη σεξουαλικότητα αλλά σε μια υπερβατική ως προς αυτά ανθρώπινη συνθήκη, την ερωτική προδοσία. Αν και διαφαίνεται η ομοφυλοφιλία ως ανυπακοή αφού η υπακοή στην ετεροκανονικότητα συνεπάγεται την κοινωνική αποκατάσταση  δεν αποφεύγεται η πάγια συνθήκη αναπαράστασης της ομοφυλοφιλικής σχέσης. Το ετεροφυλοφιλικό ζευγάρι που δημιουργείται αναπαρίσταται ως αποτυχημένη καρικατούρα της νόρμας αλλά κι έτσι δεν αίρεται η τελική κυριαρχία της ετεροκανονικότητας.

Τα 40 γράμματα πένθους είναι ένα μεστό και πολυεπίπεδο ανάγνωσμα που θέτει ερωτήματα, μερικά από τα οποία έθιξα παραπάνω. Όπως λέει ο Αχιλλέας Κυριακίδης: «Η καλή λογοτεχνία θέτει ερωτήματα, η κακή τα απαντά».

 

Info: Μαριέλ Νικοδήμος, 40 γράμματα πένθους, Εξάντας 2019

 

Προηγούμενο άρθρο“Η θεια μας η Αγγελική”, μία εναλλακτική προσέγγιση στο διήγημα του Δ. Χατζή (της Μένης Πουρνή)
Επόμενο άρθροἘν θλίψει ἐπλάτυνάς με – για τον Μεγάλο Δρόμο του Χριστόφορου Λιοντάκη (του Νίκου Ερηνάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ