του Δημήτρη Αλεξάκη
Έξι γαλάζια μολύβια χάλασε ο Κοσμάς Πολίτης για να γράψει το 1962 το Στου Χατζηφράγκου, ένα εμβληματικό πεζογράφημα διαχείρισης της ιστορικής μνήμης, όπου κάνει τον απολογισμό της ζωής και της συγγραφικής του διαδρομής. Γιατί, όμως, επέλεξε το γαλάζιο; Το πιθανότερο διότι το γαλάζιο είναι το χρώμα του ταξιδιού σε υδάτινα πεδία και, όπως επισημαίνει η Νόρα Αναγνωστάκη, κλείνοντάς μας το μάτι, σε κριτικό της σημείωμα για τον συγγραφέα, η αιγυπτιακή Βίβλος των Νεκρών ήταν γραμμένη με γαλάζια ιδεογράμματα.
Εξήντα χρόνια μετά, το 2022, η Αγγέλα Καστρινάκη, πανεπιστημιακός και πεζογράφος, αποφάσισε, εκτελώντας ασμένως την παραγγελία του Θοδωρή Γκόνη για το Φεστιβάλ Φιλίππων, που είναι αφιερωμένο στη Μικρασιατική Καταστροφή, να συνθέσει ένα θεατρικό έργο για τον κοσμοπολίτη Κοσμά Πολίτη και συνάμα «τον πιο Σμυρνιό απ’ όλους τους Σμυρναίους», που με απαράμιλλο ύφος κατάφερε να αναστήσει ό,τι πιο πολύ αγάπησε, αποφεύγοντας την παγίδα της νοσταλγίας, κατόρθωμα σημαντικό αν σκεφτούμε ότι το 1962 ήταν εβδομήντα τεσσάρων ετών.
Η Καστρινάκη επιφύλαξε για τον εαυτό της τον ρόλο της Ερευνήτριας, καθοδηγούμενη από το επιστημονικό της πάθος για τον πολυτάλαντο κοσμοπολίτη συγγραφέα, που διήνυσε παθιασμένα τον βίο του, καταβάλλοντας με γενναιότητα το υψηλό τίμημα γι’ αυτό το άθλημα. Στάθηκε απέναντί του, τον φόρτισε με λόγια από μαρτυρίες δικές του και εικασίες δικές της, και μαεστρικά τον οδήγησε στο ζείδωρο κέντρο της μνήμης του, από το οποίο ξεπροβάλλουν η τοιχογραφία της Σμύρνης, βουτηγμένης στο λουλάκι, στην πιο μεγάλη και δύσκολη ώρα της, και οι ζωές των ανθρώπων που την κατοίκησαν και την πλούτισαν με της ψυχής τους τα τρικυμίσματα. Ο δρόμος έχει ανοίξει για ν’ ακουστεί μέσα από τον εύχυμο θεατρικό λόγο το σούρσιμο στο χώμα και το ποδοβολητό των επώνυμων και ανώνυμων ηρώων του Κοσμά Πολίτη. Γίνεται η ξεναγός του σε δύστροπα και επώδυνα τοπία: «Δεν είχε δει τίποτα και μη έχοντας δει τα έφερνε διαρκώς τυραννικά μπροστά στα μάτια του όλα… Κρύωναν οι άνθρωποι τα βράδια; Ψήνονταν τη μέρα; Έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας κάτω απ’ τα ρούχα που φορούσαν το ένα πάνω στ’ άλλο;… Κρυώνει κανείς και ψήνεται όταν κινδυνεύει η ζωή του;» Του δίνει βήμα για να διατυπώσει μια τολμηρή αλήθεια: «Η πυρκαγιά. Όποιος κι αν την έβαλε, μπορεί και η τύχη. Δεν έχει σημασία. Ένα κακό ολοκληρωτικό, πέρα από αυτά που κάνουν τα άθλια μικρά ανθρωπάκια. Το απόλυτο κακό, ο οξαποδώ. Ποια η σημασία να πει κανείς “τόσους σφάξατε εσείς, τόσους εμείς, τόσες βιάσατε εσείς, τόσες εμείς”; Ου, βιάσαμε κι εμείς μπόλικες. Και πόσους δεν σφάξαμε όταν μπήκε ο στρατός μας τον Μάιο του ’19 στη Σμύρνη και πόσους δεν σφάξαμε στην υποχώρηση…»
Το τρίτο πρόσωπο στο έργο της Καστρινάκη 6 μολύβια για τη Σμύρνη είναι ένας ήρωας βγαλμένος μέσα από την πλούσια πινακοθήκη του Χατζηφράγκου, ένα παλικάρι 17-18 χρόνων, ο Παντελής, που ζωντανεύει και συζητά με τον δημιουργό του για τα παλιά και τα μελλούμενα, για όσα έκαμε και για όσα δεν πρόκαμε να κάνει, αυτός ο πρόσφυγας που πρόκοψε, και σε μια αποστροφή του λόγου του τού ζητεί το εξής διακειμενικά υπέροχο: «Κι αν τυχόν γράψετε κι άλλο μυθιστόρημα, βάλτε, σας παρακαλώ, και τη δική μου ιστορία, την εξέλιξή μου εννοώ, που έκανα το εργοστάσιο, βάλτε την κι αυτή μέσα…»
Και στο υπόγειο, η αθέατη μισότρελη αδελφή του συγγραφέα, Μαρί, δεκαοκτώ ολόκληρα έτη μεγαλύτερη απ’ αυτόν, γυαλίζει τα τιμαλφή μιας βασανισμένης ζωής, και ο ήχος που κάνουν οι παντόφλες της καθώς κινείται –«πατ, πατ»–, οξύνει την ευαισθησία μας για την ιστορία ενός τόπου που αναλήφθηκε στους ουρανούς, «ένθα απέδρα πάσα λύπη, οδύνη και στεναγμός…»
Στις 27 και 28 Αυγούστου, οι ήρωες της Καστρινάκη ζωντάνεψαν από τον Γιώργο Κέντρο και την Ελένη Στρούλια, ενώπιον του κοινού του Φεστιβάλ Φιλίππων, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Θοδωρή Γκόνη.
Αγγέλα Καστρινάκη, 6 γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη, Εκδόσεις Σοκόλη, Σελ. 78