του Θανάση Αγάθου (*)
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Χριστίνας Στεφανίδου έχει τίτλο 33 και κυκλοφορεί σε μιαν αισθητικά άρτια έκδοση που φέρει την υπογραφή του εκδοτικού οίκου Αρμός (επιμέλεια Ελένη Μπούρου, σχεδιασμός εξωφύλλου και σελιδοποίηση Αλεξάνδρα Μπάκα, φωτογραφία εξωφύλλου Παύλος Κοζαλίδης). Το βιβλίο αποτελείται από 33 διηγήματα μικρής φόρμας, συχνά με σημείο εκκίνησης το υγρό στοιχείο.
Βασικά θεματικά μοτίβα των μικροδιηγημάτων της Στεφανίδου είναι ο ξεριζωμός, η διάψευση των οραμάτων και των προσδοκιών, ο θάνατος, η διαχείριση του πένθους, η εκδίκηση των απωθημένων, η ανάγκη του ανθρώπου για επιστροφή στις ρίζες και ουσιαστική επαφή με τη φύση, η φθορά του χρόνου, η αναζήτηση της αυθεντικής αγάπης, η καταδυνάστευση της μνήμης, η συνειδητοποίηση της θνητότητας της ανθρώπινης φύσης. Παράλληλα, υπάρχουν διηγήματα που αφορμώνται από το προσφυγικό δράμα, την πρόσφατη οικονομική κρίση, την κακοποίηση των γυναικών.
Αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τη Στεφανίδου είναι η ανθρώπινη περιπέτεια στις διάφορες εκφάνσεις της. Οι χαρακτήρες που πλάθει η συγγραφέας, ευάλωτοι και μεταιχμιακοί, γεμάτοι ρωγμές, αγωνίζονται να σταθούν στα πόδια τους σε έναν κόσμο κατακερματισμένο, μάλλον απάνθρωπο και ελάχιστα ανεκτικό προς το διαφορετικό. Οι ήρωες και οι ηρωίδες της, συχνά θύματα των περιστάσεων, περιφέρουν τα κουρασμένα σαρκία τους και τις τραυματισμένες ψυχές τους σε θάλασσες και στεριές, άλλοτε διατηρώντας την ελπίδα και αναζητώντας στηρίγματα και άλλοτε έχοντας φτάσει σε κατάσταση απόλυτης απόγνωσης. Αποχωρίζονται ανθρώπους, πατρίδες και σπίτια, συνήθως με βίαιο τρόπο, προσπαθώντας να αλλάξουν ζωή και φτάνοντας στα όριά τους.
Κάθε διήγημα της συλλογής μοιάζει με φωτογραφικό στιγμιότυπο, που κατορθώνει να συλλάβει, με ακρίβεια, οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα, μια κομβική στιγμή στην πορεία μιας βασανισμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα σε λίγες σελίδες η συγγραφέας συμπυκνώνει τα διλήμματα, τις σκέψεις, τις φοβίες, τις επιθυμίες, τα όνειρα, τις μεταφυσικές ανησυχίες μιας γυναίκας ή ενός άντρα που αναμετριέται με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Έτσι, στο διήγημα «Ηδονικές θάλασσες» αποτυπώνεται η ερωτική –μέχρι θανάτου– σχέση ενός άντρα με τη θάλασσα. Στο διήγημα «Ορεκτικό» δίνεται περιεκτικά η τραγωδία μιας νεαρής γιάπισσας, που αποφασίζει να αποδράσει από την υστερία του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Στο διήγημα «Σκληρές σταγόνες» περιγράφεται η σχέση ενός μοναχικού άντρα με την ομπρέλα του και οι μνήμες που το αντικείμενο τού φέρνει στο μυαλό. Στο διήγημα «Εκεί που ζω» η ηρωίδα αποτίει φόρο τιμής στον τόπο όπου ζει και αναμετριέται με το φως και το σκοτάδι. Στο διήγημα «Νωπός» ένας άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει κάνει απολογισμό της ζωής του και συλλογίζεται τα αγαπημένα πρόσωπα που αφήνει πίσω του. Στο διήγημα «Μεταφοραί – μετακομίσεις» ένας μεταφορέας αναλογίζεται ότι οι περισσότερες μετακομίσεις που έχει πραγματοποιήσει στην επαγγελματική του πορεία συνδέονται με επώδυνους ανθρώπινους χωρισμούς. Στο διήγημα «Ο ελαιοχρωματιστής» ο μεροκαματιάρης ήρωας φτάνει στην τρίτη ηλικία, για να μπορέσει να υλοποιήσει τις πιο τολμηρές φαντασιώσεις του. Στο διήγημα «Στον Άγγελο» η βασανισμένη ηρωίδα μαθαίνει το αλφάβητο σε μεγάλη ηλικία για να μπορεί να στέλνει γράμματα στον ξενιτεμένο γιο της.
Ενίοτε, μέσα στο ίδιο διήγημα η συγγραφέας διαπλέκει τις ιστορίες δύο ή περισσότερων προσώπων, που συνδέονται με ορατά ή αόρατα νήματα. Στο διήγημα «Μια κλέφτρα στο νερό» ο καρδιοχτυπημένος, διαλυμένος 45χρονος άντρας βλέπει το πτώμα μιας νεαρής μετανάστριας να ξεβράζεται στα πόδια του στην αγαπημένη του αμμουδιά. Στο διήγημα «Μπλε» ο ευαίσθητος ήρωας θυμάται την πονεμένη ιστορία της μητέρας του και του πρόωρα χαμένου αδερφού της. Στο διήγημα «Εξοχικό στη Λούτσα» ένας άντρας, καθώς ξυρίζεται, φέρνει στον νου του την κωμικοτραγική ιστορία και τον παραληρηματικό μονόλογο της συναδέλφου του που έκλεψε χρήματα από το ταμείο της επιχείρησης. Στο «Τέσσερις, σχεδόν πέντε, γυναίκες» συναντιούνται τέσσερις γενιές γυναικών της ίδιας οικογένειας, καθώς το παρόν μιας νεαρής γυναίκας διαλέγεται με το σκληρό παρελθόν της προγιαγιάς της, της γιαγιάς της και της μητέρας της. Στο διήγημα «Το φλιτζάνι» ανακατεύονται οι ζωές και οι σκέψεις δύο γυναικών με αφορμή την ιεροτελεστία του «διαβάσματος» του φλιτζανιού του καφέ. Στο διήγημα «Παππούς Γιάννης» ο μικρός Γιάννης παίρνει αποφάσεις ζωής ακούγοντας τον μεγάλο του εξάδελφο να μιλάει για τις εντυπώσεις του από το μικρασιατικό μέτωπο. Στο «Άλλο τόσο να μου συνέβαινε κι εμένα» ένας άντρας διαβάζει το γράμμα της συζύγου του, που του ανακοινώνει ότι τον εγκαταλείπει επειδή ερωτεύτηκε έναν άλλον άντρα. Στο διήγημα «Στο υπόγειο» μια νεαρή γυναίκα ανακαλύπτει το οικογενειακό παρελθόν που τη συνδέει με τον Αρμένη σπιτονοικοκύρη της. Στο διήγημα «Ένα πρωινό» ο νεαρός αφηγητής γίνεται αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς της κακοποίησης μιας έφηβης από τον αδερφό της. Στο διήγημα «Ήρθες στον ύπνο μου» το μισό ενός ζευγαριού διαλογίζεται πάνω στον βίαιο χωρισμό που επιφέρει ο απροσδόκητος θάνατος του ενός σε τροχαίο δυστύχημα. Στο διήγημα «Ο πιο όμορφος Νεκτάριος» η αφηγήτρια θυμάται με αγάπη τον ευγενή, υπέροχο γιο της καθηγήτριάς της, ο οποίος είχε γεννηθεί με ημιπληγία και κώφωση.
Σταθερό καταφύγιο, σταθερή παρηγοριά όλων αυτών των ανθρώπινων μορφών που πλάθει η Στεφανίδου είναι η φύση. Η φύση με τα διάφορα πρόσωπά της συνθέτει το ατμοσφαιρικό, υποβλητικό σκηνικό των περισσότερων από τα διηγήματα της συλλογής: ο ήλιος, η βροχή, ο ουρανός, τα βουνά, τα σύννεφα, τα αστέρια, τα λουλούδια, τα πεύκα, οι ελιές, οι αμυγδαλιές, ο γκιώνης, τα αηδόνια, το αγιόκλημα, τα σύκα, η πανσέληνος και, υπεράνω όλων, η θάλασσα, κυρίαρχη σε αρκετές από τις ιστορίες, άλλοτε αισθαντική και μαγική («Ηδονικές θάλασσες»), άλλοτε φουρτουνιασμένη και απειλητική («Το φλιτζάνι»), άλλοτε πηγή νοσταλγίας («Μπλε»), άλλοτε συνυφασμένη με το ταξίδι («Ένα ταξίδι»), άλλοτε δολοφονική («Ώτος ο Σκωψ»), άλλοτε ταυτισμένη με την καλοκαιρινή ραστώνη και την ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία («Απόγευμα κι ένα σύκο»).
Η Στεφανίδου δείχνει απόλυτα εξοικειωμένη με τους κώδικες της μικρής φόρμας, επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και να κατασκευάσει πειστικές ανθρώπινες φιγούρες μέσα σε λιγοστές πυκνές αράδες. Η γραφή της, αφαιρετική, άμεση, ακριβόλογη, χαμηλόφωνη, απαλλαγμένη από μεγαλοστομίες και φιοριτούρες, αποτυπώνει το καίριο, το ουσιώδες, πάντα με βαθιά ευαισθησία και γνώση της ανθρώπινης υπόστασης. Ο λυρισμός εναλλάσσεται με τον σουρεαλισμό, η τρυφερότητα συνυπάρχει με τη σκληρότητα και η τελική αίσθηση είναι μιας βαθιάς αγάπης για τον άνθρωπο, τον πόνο και τα πάθη του, αλλά και ενός γενναιόδωρου ανοίγματος προς τη φύση και την ομορφιά της. Ένα εντυπωσιακό συγγραφικό ντεμπούτο, που αφήνει πολλές υποσχέσεις.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χριστίνα Στεφανίδου, 33, Αρμός, Αθήνα 2023, σελ. 90