του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Με το μυθιστόρημά του Ο Τσε αυτοκτόνησε, ο Πέτρος Μάρκαρης θα επινοήσει εν έτει 2003 έναν τύπο στρατευμένου εγκληματία, ο οποίος θα αποκρυσταλλώσει τα χαρακτηριστικά του στην «Τριλογία της κρίσεως», που θα συναποτελέσουν τα μυθιστορήματα Ληξιπρόθεσμα δάνεια (2010), Περαίωση (2011) και Ψωμί, παιδεία, ελευθερία (2012), Πρόκειται για ένα είδος δράστη που σπεύδοντας να ταχθεί στο πλευρό της αδικημένης πλειοψηφίας των πολιτών, τόσο στο Ο Τσε αυτοκτόνησε όσο και στην τριλογία, θα βάλει τον αστυνόμο Χαρίτο μπροστά σε μια παράξενη ηθική διελκυστίνδα: ενώ ο αστυνόμος δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία πως ο θύτης πρέπει να συλληφθεί και να υποστεί ό,τι προβλέπει ο νόμος, δεν μπορεί εκ παραλλήλου να μην κατανοήσει τα ελατήριά του. Μια τέτοια εκκρεμότητα δεν θα διαρκέσει παρόλα αυτά επ’ αόριστον αφού η αφήγηση δεν θα αργήσει να αποκαλύψει τα πραγματικά ελατήρια του δολοφόνου: ελατήρια ριζωμένα σε άκρως ιδιοτελείς στρεβλώσεις, που έχουν από καιρό μαγαρίσει την προσωπικότητά του, ακόμα κι αν η τελευταία έχει στραπατσαριστεί ξανά και ξανά από εκείνους τους οποίους θέλει σφόδρα να εκδικηθεί.
Γράφοντας την τριλογία του, ο Μάρκαρης θα παρακολουθήσει βήμα προς βήμα την εξέλιξη της κρίσης. Ο δολοφόνοι θα βάλουν στο στόχαστρό τους τραπεζικά στελέχη, στελέχη οίκων αξιολόγησης, διευθυντές εισπρακτικών εταιρειών, καθ’ όλα ύποπτους επιχειρηματίες, αλλά και πανεπιστημιακούς ή συνδικαλιστές, κερδίζοντας τον θαυμασμό της οργισμένης κοινής γνώμης. Το ερώτημα γεννάται αμέσως: μπορεί η λογοτεχνία να πλησιάσει από τόσο κοντά την πραγματικότητα, ιδίως όταν εκείνο το οποίο επιδιώκει να αναδείξει είναι ο κοινωνικοπολιτικός της πυρήνας, χωρίς να ξεπέσει στη φωτογραφική αναπαραγωγή ή, χειρότερα, στην απροκάλυπτη καταγγελία της; Το θέμα καταρχάς δεν είναι ο βαθμός συγχρονισμού του συγγραφέα με τα γεγονότα που συγκλονίζουν την κοινωνία του, αλλά η μέθοδος της μεταγωγής και υποβολής τους. Η αφήγηση του Μάρκαρη καταφέρνει να χτίσει έναν κοινωνικό κόσμο που υπερβαίνει ευθύς εξαρχής την ειδησεογραφική ή τη στενά σχολιογραφική του εικόνα. Τα φαινόμενα που θίγει ο Μάρκαρης μπορεί να ξεκινούν από την παρούσα πραγματικότητα, αλλά αποκτούν γρήγορα το ιστορικό βάθος που απαιτείται προκειμένου να περιγράψουν ανάγλυφα τα χρόνια συμπτώματα της κατρακύλας της. Επιπλέον τα φαινόμενα προκύπτουν όχι ως ένα επικαιρικό δέρμα, αλλά εκ των ένδον, ως ένα αιτιώδες αποτέλεσμα, στενά συναρτημένο με τις εξελίξεις της πλοκής. Αναλόγως περίπλοκοι αποδεικνύονται και οι χαρακτήρες διωκτών και διωκομένων, που δεν μετατρέπονται ποτέ σε παθητικά αντίγραφα του διάτρητου περίγυρου (σε συνταγές για την αποδοκιμασία ή για τον εξορκισμό του), διατηρώντας στο ακέραιο την ατομικότητά τους.
Εξαίρεση σε αυτά θα αποτελέσει το τελευταίο μέρος της τριλογίας. Με το Ψωμί, παιδεία, ελευθερία (2012), ο Μάρκαρης θα επαναφέρει επί σκηνής το ιερό πνεύμα της οργής το οποίο επικρατεί στα δύο πρώτα βιβλία, σε μια πάνω-κάτω παρόμοια γραμμή δράσης, αλλά δεν θα αποφύγει να πέσει στην αγκαλιά της πολιτικολογίας και της ηθικολογίας, προσφέροντας την ίδια ώρα έδαφος και σε μιαν υπόρρητη ιδεολογία αυτοδικίας. Υπεύθυνο γι αυτό είναι κάτι πολύ απλό: οι δολοφόνοι δεν παρακινούνται πλέον στις πράξεις τους από στενά εγωιστικές και συμφεροντολογικές βλέψεις, πασπαλισμένες απλώς με τη ρητορική της βίαιης κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά από διδακτικές και διαπλαστικές προθέσεις, που επιζητούν να ανυψώσουν σε περίβλεπτη θέση τον τιμωρητικό τους λόγο.
Ένα λιγότερο διδακτικό και διαπλαστικό κλίμα θα επικρατήσει στο υστερόγραφο της τριλογίας, υπό την ονομασία Τίτλοι τέλους. Ο επίλογος (2014). Ο αστυνόμος Χαρίτος θα υποχρεωθεί να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τον βαθμό διείσδυσης της Χρυσής Αυγής στους μηχανισμούς της αστυνομίας ενώ την ίδια ώρα θα μετατραπεί σε μάρτυρα της εγκληματικότητας που πλήττει από τα μέσα τις κοινότητες των μεταναστών. Οι μετανάστες, όμως, από την άλλη μεριά, θα είναι εκείνοι που θα αναλάβουν εδώ προνομιακά τον αγώνα κατά της αδικίας: αδικία που προέρχεται από τις κρατικές μίζες, από την προσαρμογή των εκπαιδευτικών νόμων στα συμφέροντα των ιδιωτών, αλλά και από την άρνηση των εργοδοτών να πληρώσουν έγκαιρα τους εργαζομένους τους. Τέτοιες αδικίες θα διαπράξουν σωρηδόν στους Τίτλους τέλους τα θύματα των δολοφονιών (τέκνα γνωστών μελών και των δύο παρατάξεων του Εμφυλίου), και μπορεί εύλογα να σκεφτεί κανείς πως ο συγγραφέας θέλει να μας κλείσει για άλλη μια φορά το μάτι ως προς την ηθική υπεροχή των κινήτρων των δολοφόνων. Επειδή, όμως, ο Μάρκαρης θα κρατήσει εν προκειμένω, αντίθετα από,τι στον τελευταίο τόμο της τριλογίας, ανοιχτή την έκβαση της δράσης, είναι ίσως ακριβέστερο να υποθέσουμε πως η τελική αδυναμία σύλληψης των ενόχων, παρά τη μελοδραματική σκιά η οποία θα επιβαρύνει τους διαλόγους των τελευταίων σελίδων, αποτελεί τη χειρότερη ανταμοιβή που θα μπορούσε να μηχανευτεί η κρίση για την ελληνική κοινωνία: μια κοινωνία που θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία επειδή θα συμβάλει όσο και η κρατική της μηχανή στην απορύθμιση οποιουδήποτε κανόνα.
INFO: Πέτρος Μάρκαρης, Τίτλοι τέλους. Ο επίλογος. Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Σελ. 291.