της Βαρβάρας Ρούσσου
Πέντε χρόνια μετά τη μοναξιά της καμπύλης, την πρώτη συλλογή της Αρχιμανδρίτη, το σχήμα ως χωρικό στοιχείο και λεκτικό στοιχείο, (θυμίζω το χωρισμό της συλλογής με τίτλους όπου η λέξη σημεία όριζε, όπως ακριβώς και στη γεωμετρία, ένα είδος διευθέτησης και σταθερής αναφοράς στο χώρο) επανέρχεται, αυτή τη φορά ως γέφυρα, puente στα ισπανικά.
Ένα γνώρισμα εντοπίσιμο από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής είναι η εικαστική εικονοποιΐα με τα αντικείμενα να συνθέτουν πίνακες και τα στιγμιότυπα να παραπέμπουν σε καρέ και το/τα ποίημα/τα να καταλήγουν σε μια σεκάνς. Παράδειγμα αποτελούν τα «Μπονσάϊ» και «Algolagnia». Σε αυτό το τελευταίο απεικονίζεται η σωματοποίηση της οδύνης από την πράξη της γραφής και τη μνήμη αλλά ταυτόχρονα και η σχέση γλώσσας/λόγου-εικόνας: «Η πένα χορεύει στα δάχτυλα/πάνω της οι σκέψεις ισορροπούν/ και σαν τρέμει/ στο ξύλινο τραπέζι γλιστρούν/λιμνάζουν/ξεχειλίζουν/λερώνουν το βαρύ κοστούμι/ -την εικόνα./Η θύμηση απλώνει/σαν νερομπογιά/σε ρυάκια ιδρώτα χύνεται/το δέρμα διασχίζει/τον σημαδεμένο αυχένα/τις ανοιχτές μαβιές σχισμές./»
Αν χρησιμοποιώ την κινηματογραφική ορολογία είναι επειδή ήδη από τον τίτλο της πρώτης όπως και της νέας αυτής συλλογής αλλά και το εξώφυλλό της είχα την αίσθηση μιας ποίησης με υπόβαθρο το βλέμμα. Χωρίς να επιμείνουμε εδώ στην πολύπλοκη σχέση εικόνας-πραγματικότητας-γλώσσας, μπορούμε να εστιάσουμε σε μια ομάδα ποιημάτων, όπως τα παραπάνω αλλά και άλλα ακόμη, όπου η όραση προσλαμβάνει, δημιουργώντας προϋποθέσεις θέασης του κόσμου και των άλλων και στη συνέχεια η γλώσσα αναλαμβάνει να καταγράψει την εικόνα δημιουργώντας πλέον τις προϋποθέσεις επικοινωνίας.
Τα σχεδόν εξπρεσιονιστικά «Τούτο εστί το σώμα μου» και το επόμενο «Sequentia» (=ειρμός) συνάπτονται και καθώς οι εικονιστικές σκέψεις γίνονται γλώσσα αποτυπώνεται η σχέση του ατόμου με τον κόσμο: τι είδους κόσμος είναι αυτός; «saeculum obscurum» και «saeculum pessimum» όπως αναφέρεται στο «Sequentia»: «Saeculum obscurum/ ψιθυρίζει/και γδέρνει τη σάρκα./[…]Ανάγνωσμα σε μπράιγ/τα εντόσθια νησιά του/σέρνει επάνω τους τη γλώσσα/ο χρόνος/ saeculum pessimum/ απαγγέλλει./». Η τυφλότητα της χείριστης εποχής αποξενώνει το εγώ από τις εικόνες του, τον εαυτό του και από τον κόσμο. Εικόνες αυτού του κόσμου: «Ελεημοσύνη», «Lutetia», «Μεθόριος», «Καμικάζι» ή εικόνες του εαυτού στον κόσμο: «Programming» (ο αυτοματισμός ως τρόπος ζωής και ο αγώνας ενάντια στην αλλοτρίωση, ποίημα που μπορεί να συνανναγνωστεί με το «Το στοίχημα»), «Ανάληψη», «Πίνακας ανακοινώσεων, «Πουέντε» (και στα δύο η παρουσία του χρόνου όπως και στο εμπνευσμένο «Στιγμές»).
Στο Πουέντε η γέφυρα λοιπόν συνδέει με ανθρώπους -ακόμη και ζωντανούς με νεκρούς μέσω της μνήμης- αλλά και με τον εαυτό, καθώς το βλέμμα στρέφεται προς τα έσω, όπως συνδέει και τον άνθρωπο-παρατηρητή με τον Πατέρα. Η ίδια η λέξη Γέφυρα/γέφυρα είναι παρούσα σε ποιήματα εκτός από το φερώνυμο Πουέντε, το πρώτο π.χ. «Sequentia». Κυρίως επανέρχεται σε μια ενότητα τεσσάρων ποιημάτων με μορφή πεζού, όλα σε πλάγια γραφή με τίτλους «Κάθαρσις», «Ομοίωμα και έλλαμψη», «In limbo», «Memento mori». Σε αυτά, η φωνή εκφοράς, ο οφθαλμός που παρατηρεί τα έσω και έξω, αναπτύσσει έναν προσευχητικό μονόλογο, οπότε η μορφική επιλογή του πεζού είναι απόλυτα αρμοστή. Η απεύθυνση στον Πατέρα φαίνεται να υπονοεί ένα Υπέρτατο Όν: «Η πέτρινη γέφυρα μπρος μου μοιάζει να διολισθαίνει. Η θέα από ψηλά ελάχιστα αποκαλύπτει. Μισό με το άλλο μισό ποτέ δεν μοιάζει.[…]Με μοιράζεσαι μα την πατρότητα διεκδικείς.[…]Γρατζουνά ο άνεμος το πρόσωπο, σε προτομή Σου το σκαλίζει»- «Ομοίωμα και έλλαμψη», μια υπενθύμιση του «κατ’ εικόνα και ομοίωση. Και: «Εν αγνοία Σου, αρχιτέκτονα, ανάστροφα στη Γέφυρα ένα λαγούμι έχει σκαφτεί και στα σωθικά του ένα κομμάτι μνήμης μου χωνεύει.- «In limbo». Πρόκειται άραγε για θεϊκή μορφή, δημιουργό και παντεπόπτη ή μάλλον για τον Πατέρα με τα πολλά ονόματα, τον Πατέρα-λειτουργία, τον Πατέρα-συμβολική τάξη; Στο «Huribo medicinalis» (σημειώνω εδώ είτε την εμπρόθετη αλλαγή από hurido (=βδέλλα) σε huribo είτε την τυπογραφική αβλεψία) ο Πατέρας ορίζει μια σχέση νοσηρή που θα μπορούσε να είναι αυτή των φύλων: «Κι όταν τα δικά της δόντια στα χείλη του/ακόνιζε/έσκαβε η φωνή του Πατέρα/ στα αυτιά του/ «Ελέησε».».
Το Πουέντε, ως λέξη και ως επιλογή τίτλου, παράγει έναν αρμονικό, νομίζω, ήχο, προαναγγέλλοντας μια επιδίωξη της Αρχιμανδρίτη: τη ρυθμική αρμονία στην σύνθεση των ποιημάτων της.
Στίχοι κατά κύριο λόγο ολιγοσύλλαβοι, σύντομοι, κοφτοί αλλά όχι άρρυθμοι (αν και επί το πλείστον άμετροι). Παραθέτω από το «Anorexia nervosa»: «Τα ρουθούνια εξαπατά/με αρώματα ακριβά./» Ή: «Μπροστά του απλωμένα/ζευγάρια φτερά/». Από το «Φρέαρ» (εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου ποίημα όπου η απόπειρα αυτογνωσίας εικονίζεται πρωτότυπα): «Άνυδρη πάνω από τα πέτρινα χείλη/λύνει τους κόμπους και αντίστροφα μετρά./Με σκαραβαίο φυλακτό στο στήθος.». Μια τάση «ισομετρίας» (χρησιμοποιώ καταχρηστικά τον όρο από την έμμετρη ποίηση ενώ εδώ δεν έχουμε μέτρο), ισομορφισμού, διέπει τη συλλογή καθώς οι ολιγοσύλλαβοι στίχοι ολοκληρώνουν το νόημά τους εμφατικά με τη χρήση της τελείας που εξαναγκάζει σε αναγνωστική παύση και επιβάλλει το νόημα του στίχου με την έντονη απόφανση: «Ψαλμωδός σε ουράνια σύναξη/και πηνίο./Σε ανασύνθεση./ -«X-Ray»). Από την άλλη η εκ διαμέτρου αντίθετη τάση παράγει διασκελισμούς εντείνοντας το νοηματικό φορτίο των λέξεων και αυξάνοντας την αναγνωστική προσδοκία – που άλλοτε επιβεβαιώνεται άλλοτε ματαιώνεται με αποτέλεσμα την έκπληξη- συνδυαστικά και με τη συντομία των στίχων («Μια θράκα καίει στο/στομάχι του.»- «Lutetia»).
Οι τρόποι στο Πουέντε επισύρουν την προσοχή: η μορφολογική επιλογή υπογραμμίζει την κρυπτικότητα που δε βασίζεται στην αφαίρεση αλλά σε μια ιδιαίτερη εικονοποΐα με σύζευξη λεξιλογίου οικείου (όπως εξάλλου ισχύει για μέγα μέρος της ποίησης ) με λέξεις απρόσμενες (όπως τίτλοι, λατινικά δάνεια από την επιστήμη π.χ.Programming Time Lapse), με δυναμικούς λεκτικούς συνδυασμούς (π.χ. Έμμηνος σήψη στο «Σιδηρά παρθένα» όπου σκιαγραφείται σχεδόν ερμητικά η πόρνη). Μεταφορές και προσωποποιήσεις συνάπτουν αναπάντεχα στοιχεία ρεαλιστικά ή λυρικά: «Με λινές χειρουργικές ποδιές οι Στιγμές/ ντυμένες στο μαύρο και λευκό/φεύγουν και επιστρέφουν αγκαζέ/συγκρατώντας όρθια/η μία την άλλη.» («Στιγμές).
Η Αρχιμανδρίτη ξέρει να αφήνει στον αναγνώστη ρωγμές εισόδου στον κόσμο της, παρασύρει στο εικονιστικό της σύμπαν και γνωρίζει να αποφεύγει την άμεση διαμαρτυρία, ή την ποίηση-μαρτυρία, όσο και την μονομέρεια της εσωστρέφειας που αγνοεί το εκτός εαυτού. Όπως τα «σημεία της» στην προηγούμενη συλλογή ανακαλούσαν μια γεωμετρική διευθέτηση του χώρου με τις πιθανές συνδέσεις τους έτσι και τώρα η απόπειρα γεφύρωσης αναδεικνύει την ιδιοφωνία της.
info: Μαρία Θ. Αρχιμανδρίτη, Πουέντε, πόλις 2020