Της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ.
Ξεκίνησα από το σπίτι μου το βράδυ της Παρασκευής 28 Ιουνίου με περίεργη διάθεση. Πού πήγαινα; Πόσο θα άντεχα; Είχε νόημα αυτό που πήγαινα να κάνω; Δηλαδή εγώ πήγαινα να δω μια παράσταση που θα διαρκούσε 24 ώρες; Και μάλιστα Μπέκετ; Εφτασα στην Πειραιώς 260 γύρω στις 11.30 το βράδυ της Παρασκευής 28 Ιουνίου. Είχα μπροστά μου ένα 24ωρο Μπέκετ, την παράσταση που αποφάσισε να κάνει φέτος ο Γιάννης Κακλέας στο Φεστιβάλ Αθηνών. «Μερσιέ και Καμιέ» ο τίτλος της νουβέλας του Σάμουελ Μπέκετ, η ιστορία δύο φίλων, δύο απλών, λαϊκών ανθρώπων που αποφασίζουν να αφήσουν την καθημερινή τους σταθερότητα για ένα ταξίδι. Κάπου, οπουδήποτε. Με ραντεβού, «στον προκαθορισμένο τόπο, την προκαθορισμένη ώρα». Με ελάχιστα εφόδια: ένα ποδήλατο, μια ομπρέλα, έναν σάκο…
Είναι μερικές δεκάδες ανθρώπων έξω από τον Χώρο Η της Πειραιώς 260. Αλλοι με σακ βουαγιάζ, άλλοι με σάκους στην πλάτη, άλλοι με sleeping bags. Ολοι με χαλαρά ρούχα, εκδρομής. Λίγο πριν τις 12 ανοίγουν οι πόρτες. Οι πρώτες σειρές της αίθουσας δεν έχουν τις συνήθεις πολυθρόνες, αλλά απλωμένα sleeping bags και μαξιλέρες. Η αίθουσα γέμισε, κάπου κοντά στους 400 βρέθηκαν μέσα στην έναρξη της παράστασης. Μας υποδέχθηκαν στη σκηνή τρεις άνθρωποι, που έγραφαν και έσβηναν, πραγματικά ή σε παντομίμα, με κιμωλία λέξεις πάνω σ’ έναν κεκλιμμένο μαυροπίνακα. Είναι οι τρεις άνθρωποι που κάθε μιάμιση ώρα ήταν η σταθερά όλης της παράστασης, ο άξονας και ταυτόχρονα η γέφυρα και οι ημίωρες ανάσες που δίνονταν στους ηθοποιούς, περίπου ανά μιάμιση ώρα. Γιατί το 24ωρο ήταν χωρισμένο σε 12 δίωρα. Περίπου μιάμιση ώρα αυτού του διώρου ήταν παρόντες στη σκηνή οι ηθοποιοί. Την επόμενη μισή αυτοί οι τρεις άνθρωποι έκαναν επαναλαμβανόμενες κινήσεις, έλεγαν τις ίδιες λέξεις, μας ξεναγούσαν στο σύμπαν του Μπέκετ. «Ακούω. Λέω. Ιστορία» ήταν οι λέξεις που κυριαρχούσαν μαζί με την αναφορά στη σιωπή, την έξοδο από τη σιωπή που οδηγούν οι λέξεις. Πίσω μας, στο τέρμα του Χώρου Η ήταν στημένο το «στρατηγείο» της παράστασης. Ηταν εκεί ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας που έλεγχε τα πάντα, ο μουσικός Κωστής Φιορέτος που ζωντανά, με modulator (με συχνότητες δηλαδή) συνόδευε τις κινήσεις της παράστασης, ο υπεύθυνος των φωτισμών Σάκης Μπιρμπίλης και έδιναν ρυθμό σε όλα. Κυρίως στους ηθοποιούς που βρίσκονταν στη σκηνή. Τον Κώστα Φιλίππογλου (Μερσιέ) και τον Αρη Σερβετάλη (Καμιέ), δύο διαφορετικής κοπής καλλιτέχνες που έδεσαν έξοχα σ’ ένα μοναδικό δίδυμο. Η πλάτη της σκηνής ήταν, σε video wall, οι διαφορετικοί υπότιτλοι αυτής της παράστασης. Πότε μέσω των εικόνων (προσώπων, τόπων ή πραγμάτων) πότε μέσω των λέξεων που διαλύονταν, ενώνονταν, χόρευαν… Εικόνες που επιμελήθηκε εύστοχα και με ξεχωριστή ευαισθησία ο Νίκος Δημητριάδης.
Το ταξίδι του Μερσιέ και του Καμιέ συνεχίστηκε επί 24 ώρες με χιούμορ, τρυφερότητα, παντομίμα, με προσπάθεια επιβολής, με διάθεση προστασίας του ενός προς τον άλλον, με απογοητεύσεις, με πίκρες, με διάψευση. Και με διαρκή προσπάθεια να συνομιλήσουν ουσιαστικά: «Μιλούσαμε για όλα εκτός από τον εαυτό μας», λέει ο ένας προς το τέλος της διαδρομής. Οι δυο τους αποδείχθηκαν όχι μόνο χαλκέντεροι, αλλά και εξαιρετικό δίδυμο που συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον. Δίπλα στους δύο ηθοποιούς που επωμίστηκαν επάξια αυτό το μοναδικό εγχείρημα, ήταν δύο νέα παιδιά, που τα έκαναν όλα. Στον Κωστή Φιορέτο και τη Μένη Κωνσταντινίδου, που άλλαξαν ρόλους και όργωσαν το Χώρο Η πολλές φορές αυτό το 24ωρο, αναλογεί μεγάλο μέρος των επαίνων.
Ομολογώ ότι το «έσκασα» για μερικές ώρες. Από τις 6.30 το πρωί του Σαββάτου 29 Ιουνίου, μέχρι τις 4.30 το απόγευμα της ίδιας μέρας. Είδα, δηλαδή περίπου 14 από τις 24 ώρες της παράστασης. Στο διάλειμμα της ξεκούρασης στο μυαλό μου ήταν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έδιναν τη δική τους μάχη πάνω και κάτω από τη σκηνή. Μέτραγα τις ώρες: 15, 16, 17… Θα ήταν ακόμα ακμαίοι; Θα τα βγάλουν πέρα; Τελικά πού πάνε ο Μερσιέ και ο Καμιέ; Πού είναι το ταξίδι, δηλαδή…
Τι κράτησα από αυτή την εμπειρία; Τον λόγο και το σύμπαν του Μπέκετ όπως το απέδωσαν οι συντελεστές όλης αυτής της ξεχωριστής προσπάθειας. Τα λόγια του που ακούστηκαν μέσω των ηρώων: «Μιλούσαμε για όλα εκτός από τον εαυτό μας». «Τις λέξεις που απέμειναν θα τις κάνω να με πάνε στη δική μου ιστορία». «Πάντα να προσπαθείς, πάντα να αποτυγχάνεις, να αποτυγχάνεις ξανά και ξανά. Να αποτυγχάνεις καλύτερα».
Τους θεατές, τα απλωμένα γυμνά πόδια στα μπροστινά καθίσματα, τα γερμένα στον διπλανό ώμο κεφάλια, εκείνους τους ανώνυμους που δεν έμειναν 24 ώρες επειδή κάποιο ΜΜΕ τους το επέβαλε, αλλά επειδή το ήθελαν οι ίδιοι (είναι αυτοί που δάκρυσαν στο τέλος της παράστασης μαζί με πολλούς από τους ηθοποιούς, επαγγελματίες και εθελοντές), τον πεισμωμένο ανάπηρο θεατή που ήρθε με πατερίτσες, ανέβηκε σκάλες, κάθισε σε όχι βολικό κάθισμα, λέγοντας με τον δικό του τρόπο ότι διέξοδος είναι η τέχνη.
Το ξέσπασμα του Γιάννη Κακλέα στο τέλος του 24ωρου: «Είναι 12 ακριβώς. Το ταξίδι του Μερσιέ και του Καμιέ τελείωσε. Τα καταφέραμεεεεεεε!!!» Ηταν η στιγμή που όλοι οι ερμηνευτές ήταν πάνω στη σκηνή. Που τα δύο σαμπό του Γιάννη Κακλέα εκτοξεύτηκαν στον αέρα, που ανέμισε ένα sleeping bag σαν δικό του τρόπαιο, που αγκάλισε σφιχτά τους δύο πρωταγωνιστές της παράστασής του, που έκλαιγαν με λυγμούς οι δύο βοηθοί του, που οι θεατές, οι οποίοι τρεις ώρες πριν το τέλος της παράστασης είχαν γεμίσει πάλι την αίθουσα, όρθιοι επευφημούσαν για ώρα πολλή…
Πέρα από τα γεγονότα και τα συναισθήματα που ανακαλούν, η παράσταση ήταν ένα εικονοποιημένο παραμύθι, στο οποίο ο καθένας μπορούσε να βάλει τις δικές του μνήμες, τις επιθυμίες, τα όνειρα, τους φόβους, τους δισταγμούς. «Ή προχωράμε ή καταρρέουμε», λένε κάποια στιγμή οι ήρωες ο ένας στον άλλον. Μαζί με ό,τι κουβαλάμε, ασφαλώς. Μαζί με όσους έχουμε ή είχαμε μαζί μας…
Δεν είναι απλά η 24ωρη παράσταση – εγώ φαντάζομαι τις πρόβες που χρειάστηκαν. Πραγματική αφοσίωση.
Διορθωση : “…Στον Κωστή Φιορέτο και τη Μένη Κωνσταντινίδου, που άλλαξαν ρόλους και όργωσαν το Χώρο Η πολλές φορές αυτό το 24ωρο, αναλογεί μεγάλο μέρος των επαίνων…”.
Αυτος ειναι Ο ηθοποιος Κιμων Φιορετος .ο Κωστης Φιορετος ειναι ο μουσικος