Ρεζινάλντ Μπλανσέ, Χρονογραφήματα της κρίσης (του Παναγιώτη Βλάχου)

0
804
Εξώφυλλο του δίσκου των Chaser Eight

 

 

του Παναγιώτη Βλάχου (*)

Το βιβλίο αποτελείται από δύο θεματικές ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στο μεταβιβαστικό πεδίο στο πλαίσιο της πολιτικής. Της πολιτικής νοούμενης με την έννοια της πράξης. Αλλά ποιας πράξης; Της πράξης του ασυνειδήτου. Προσθέτει με τον τρόπο αυτό μία επιπλέον οπτική δίπλα σε άλλες για τις αιτίες συμβάντων της τάξεως του πολιτικού. Ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση, Τζιχαντισμός, εκλογή Τραμπ, μεταναστευτικό-προσφυγικό και όχι μόνο. Είναι η οπτική του ψυχαναλυτικού λόγου. Τα κείμενα είναι γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το εύλογο ερώτημα είναι αν η οπτική του ψυχαναλυτικού λόγου έχει να προσθέσει κάτι περισσότερο από ένα σχολιασμό επικαιρότητας. Αν ναι, τότε μπορεί να αποτελέσει έναν βασικό πυρήνα σκέψης για το αδύνατο της πολιτικής και τον κοινωνικό δεσμό. Άλλωστε πολλά από τα συμβάντα εκείνης της περιόδου, είναι ακόμη παρόντα. Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στο μεταβιβαστικό πεδίο στο πλαίσιο μιας ατομικής ανάλυσης, μιας ψυχανάλυσης. Αποτελούν γραπτά ψυχαναλυτικής κλινικής για τη δυσφορία του ανθρώπου μέσα στον πολιτισμό που προστρέχει για βοήθεια στον ψυχαναλυτή. Σε έναν ψυχαναλυτή και όχι σε έναν ψυχολαλητή. Τι ακριβώς συμβαίνει σε μία ψυχανάλυση;

Στον πυρήνα του βιβλίου όπως είναι αναμενόμενο υπάρχουν βασικές έννοιες του ψυχαναλυτικού corpus. Θα σταθώ σε τέσσερις:

  • Η ύπαρξη και η λειτουργία του ασυνειδήτου. Χωρίς αυτό ποιο το νόημα του ψυχαναλυτικού λόγου; Ιδιαίτερα όταν προσεγγίζει θέματα και ζητήματα που δεν αποτελούν προνομιακό πεδίο της εφαρμογής και της λειτουργίας του.

[… Το αξίωμα που καθοδηγεί την ανάγνωσή μας ήταν να δείξουμε όχι προς τι το ασυνείδητο ερμηνεύει τις πολιτικές επιλογές των μεν και των δε, αλλά πως το ασυνείδητο μένει πάντοτε εκείνο με βάση το οποίο οι άνθρωποι υποστηρίζουν τις επιλογές τους… Εν προκειμένω, το ασυνείδητο δεν είναι κάτι το άγνωστο, αλλά ισοδυναμεί με τη δύναμη της επιθυμίας και της απόλαυσης, το πάθος δηλαδή από το οποίο εμφορείται το υποκείμενο και το οποίο κινητοποιείται κατά την πράξη του. Αυτό έχει συνέπειες. Για το ίδιο το υποκείμενο κατ’ αρχάς αλλά και για την κοινωνία[2]]

  • Το αδύνατο της απόλυτης, καθαρής απόλαυσης

[… Τι όμως υποδεικνύει ο Λακάν με το Das Ding, με το Πράγμα; Είναι αυτή η διάσταση της καθαρής απόλαυσης που βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου… είναι η απόλυτη απόλαυση, η ολοκληρωτική, αιώνια, εκείνη που δεν έχει νόμο, εκείνη που δεν έχει άλλο νόμο παρά την ίδια, που σκοτώνει ή που επιτρέπει την ζωή, χωρίς άλλη έγνοια, χωρίς άλλο σκοπό από την δική της ικανοποίηση… η απόλαυση, σε αντίθεση με την ηδονή, είναι εκείνο που πηγαίνει πέρα από τα συμφέροντα της ζωής και του εμβίου, που θυσιάζει, καταστρέφει, ωθεί στα άκρα τη ζωή στο σημείο εκείνο που στρέφεται ενάντια στον εαυτό της … αλλά στην πραγματικότητα η απόλυτη απόλαυση δεν υπάρχει. Είναι ένας τόπος φανταστικός, για την ακρίβεια φαντασιωτικός… Αυτός ο τόπος δεν υπάρχει, όμως το υποκείμενο έχει πάντα την τάση να θέλει να τον κάνει να υπάρξει. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει παρά εν είδει παράβασης και παραβίασης, δηλαδή διάρρηξης ενός φραγμού, μιας υπερβολής που παραβιάζει το όριο… Για να το πούμε συγκεκριμένα καλλιεργούνται έτσι τα στοιχεία, οι προϋποθέσεις δυνατότητας που καθιστούν υπαρκτό τον κενό τόπο του Πράγματος και την απόλαυση που συνδέεται με αυτό, δηλαδή την φρίκη και την θηριωδία, η υπέρβαση άρα των ορίων της ηδονής, προκειμένου να προσεγγιστεί η απόλυτη απόλαυση, εκτός ορίου, εκείνη που μόνο η ενόρμηση θανάτου προσφέρει, η ενόρμηση ωθούμενη στην απόλυτη ικανοποίησή της[3]…]

  • Η επιθυμία. Από τα πολλά που μπορούν να ειπωθούν για τον ρόλο και την λειτουργία της επιθυμίας στον ψυχαναλυτικό λόγο μένω σε αυτό το απόσπασμα:

[… Το νόημα του ονείρου, της γλωσσικής παραδρομής, του ευφυολογήματος, της παραπραξίας, εντέλει του συμπτώματος με την έννοια της ψυχανάλυσης, είναι σε τελευταία ανάλυση μια επιθυμία. Αυτή η επιθυμία είναι άγνωστη στο υποκείμενο. Είναι μια επιθυμία που έχει απορριφθεί. Το σύμπτωμα συνιστά την ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας. Πρόκειται για ένα «υποκατάστατο επιθυμίας»… παρεμβαίνει σαν συμβιβασμός στην σύγκρουση όπου βρίσκονται αντιμέτωποι η επιθυμία και το υποκείμενο που την απαρνείται. Πρόκειται λοιπόν για μια παράδοξη ικανοποίηση, μια ικανοποίηση που δεν ευχαριστεί. Το υποκείμενο του ασυνειδήτου είναι κατά συνέπεια ένα διχασμένο υποκείμενο: επιθυμεί εκείνο που δεν θέλει, επιθυμεί με έναν τρόπο που δεν θέλει[4]]

  • Η μεταβίβαση και ο μεταβιβαστικός χώρος

[… Η ψυχανάλυση θεωρεί ότι η μεταβίβαση είναι συνεκτατή με το κοινωνικό πεδίο. Ο Φρόυντ θεωρεί ότι ο κοινωνικός δεσμός είναι ουσιαστικά λιβιδινικής φύσεως … αυτό συγκροτεί την κοινωνική σχέση σαν σχέση μεταβίβασης, δηλαδή σαν επανάληψη σχέσεων αγάπης και μίσους που έχουν σημαδέψει την προσωπική ιστορία του καθενός. Όμως ο Λακάν δεν ανάγει την μεταβίβαση στην λιβιδινική επανάληψη. Διδάσκει ότι είναι η ίδια η σχέση ομιλίας που συγκροτεί την βάση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος… Αυτό που θεμελιώνει την μεταβίβαση είναι η υπόθεση ότι υπάρχει γνώση στο γεγονός της ομιλίας που απευθύνεται στον Άλλο … μόλις υπάρχει κάπου το υποκείμενο που ξέρει υπάρχει μεταβίβαση…]

Δεν αποτελούν θεωρητικές προσεγγίσεις, υπάρχουν και αναγκαίες τέτοιες, αλλά κυρίως η λειτουργία τους αναδεικνύεται από τις περιπτώσεις που σχολιάζονται. Μέσα από αυτές τις βασικές έννοιες αρθρώνεται η δομή του βιβλίου, η παραδοξότητα των πράξεων, τα αδιέξοδα της πολιτικής, η ακραία βία, τα κλειστά σύνορα, η δυσφορία των υποκειμένων, τα βραχυκυκλώματα της επιθυμίας, τα συμπτώματα, η κλινική εμπειρία.

Πρώτο μέρος – Το ασυνείδητο είναι πολιτική

[… Έτσι ερμηνεύω από την πλευρά μου, τις πρωτοβουλίες που πήρατε και που στόχο έχουν να κάνουν τον ψυχαναλυτικό λόγο ικανό να αναλάβει «τις ευθύνες που του αναλογούν στον κόσμο μας». Οι καιροί επιβάλλουν να επινοήσουμε εκ νέου το πολιτικό. Ο ψυχαναλυτικός λόγος οφείλει να συνεισφέρει σε αυτό από την δική του θέση. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να έρθει ο ίδιος σε επαφή με τις πραγματικότητες της πολιτικής, με κριτικό τρόπο πάντα, για τις συγκεκριμένες επιλογές που θεμελιώνουν τον κοινωνικό δεσμό. Αυτό εξάλλου δεν δικαιούται να αναμένει σήμερα ο πολιτισμός από την «φροϋδική πανούκλα»; Πώς λοιπόν όλα αυτά θα μπορούσαν να μην αποτελούν αντικείμενο της επιθυμίας του ψυχαναλυτή; [5] ]

Η παράγραφος περιέχει τις δύο καταστατικές θέσεις στις οποίες θεμελιώνεται η σκέψη του Ρεζινάλντ Μπλανσέ στην πρώτη ενότητα του βιβλίου. Θέση πρώτη: Οι καιροί επιβάλλουν να επινοήσουμε εκ νέου το πολιτικό. Θέση δεύτερη: Πώς λοιπόν όλα αυτά θα μπορούσαν να μην αποτελούν αντικείμενο της επιθυμίας του ψυχαναλυτή;

Τι έχουν ωστόσο οι νέοι καιροί; Από τα πολλά που μπορούν να ειπωθούν, θα σταθώ σε κάποια λίγα χαρακτηριστικά. Ο καταναλωτικός καπιταλισμός με την μαζική παραγωγή, τοποθέτησε στη θέση των ιδανικών αντικείμενα. Ένα καταιγισμό αντικειμένων. Τα ιδανικά δεν αποτελούν πλέον αίτιο της επιθυμίας. Τα αντικείμενα είναι μια υπόσχεση απόλαυσης. Ο πολίτης έχει αντικατασταθεί από τον καταναλωτή. Στην θέση του πολίτη μπορείς να τοποθετήσεις την επιθυμία, στην θέση του καταναλωτή την απόλαυση. Η επανεφεύρεση της έννοιας του πολίτη απαιτεί ένα χαλινάρι στην απόλαυση του καταναλωτή. Δεύτερο χαρακτηριστικό: Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός διαλύει τον κοινωνικό δεσμό, δεν του δίνει συνεκτικότητα. Και έπεται η συνέχεια. Υπάρχει ένα κοινό σημείο όσων αναλαμβάνουν να παίξουν τον ρόλο του Κυρίου (αυτού που κατέχει την αλήθεια, του υποκείμενου που γνωρίζει, εκείνου που φιλοδοξεί να είναι εγγυητής του κοινωνικού δεσμού), έχουν πάψει από καιρό να είναι προοδευτικοί. «Δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα για το μέλλον». Πολύ δε περισσότερο για τις συνέπειες των πράξεών τους. Πάσχουν από το πάθος της Άγνοιας. Προσπαθούν να επιβάλλουν μια κανονικότητα σκάβοντας όλο και πιο βαθιά την τρύπα που ρουφάει τα πάντα. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει καμία πρόοδο να επιδείξει, κανένα μέλλον. Για να επιβιώσει παντρεύτηκε την άκρα Δεξιά. Πίσω ολοταχώς. Στα έθιμα της πατριαρχικής παράδοσης, στην οικονομία του προστατευτισμού, στις πόλεις φρούρια, στα κράτη κάστρα, στον πόλεμο, στις διακρίσεις. Επιστρέφουν σε δομές που κάποτε κυριάρχησαν. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη πιο ακραίο, ας πούμε ένας συνδυασμός των δύο παραπάνω:

[… Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν αρκείται μόνο στην εκμετάλλευση ή την καταπίεση. Παράγει έναν νέο άνθρωπο, τον «αναλώσιμο άνθρωπο». Δεν είναι πλέον τα αντικείμενα που καταναλώνονται, αλλά αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Μπαίνουν στην οικονομική ζωή ως ένα από τα στοιχεία της και απορρίπτονται σαν σκουπίδια μόλις δεν χρησιμεύουν πλέον τίποτα. Ο πολιτισμός μας είναι πράγματι πολιτισμός του απορρίμματος. Οι αποκλεισμένοι δεν είναι άνθρωποι υπό εκμετάλλευση, αλλά είναι απορρίμματα, υπολείμματα[6]]

Και τελειώνοντας με κάποια από τα χαρακτηριστικά των νέων καιρών θα πρόσθετα κάτι ακόμη:

[… Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί με το ίδιο το καθεστώς του «πολιτικού» σήμερα. Το «πολιτικό» έχει γίνει «διασκέδαση». Υπάγεται σε εκείνο που ο Ουμπέρτο Έκο αποκάλεσε «καρναβαλοποίηση της ζωής» θεωρώντας το σαν από τους φορείς της σύγχρονής μορφής του δυτικού πολιτισμού. Δηλαδή ο δυτικός πολιτισμός δεν είναι μόνο ένας πολιτισμός του θεάματος, πολύ περισσότερο είναι ένα θέαμα όπου η ίδια η ζωή εμφανίζεται σαν ένα διαρκές καρναβάλι. Πρόκειται, εν ολίγοις, για την γιορτή του βλέμματος[7]]

Ως εκ τούτου τα πάντα μπορούν να προσφέρονται σαν δημόσιο θέαμα μέσα σε αυτή την καπιταλιστική αλλοτρίωση, στην καρναβαλοποίηση της ζωής. Ανεξαρτήτως προθέσεων. Ο Τραμπ είναι το αντικείμενο που προσφέρεται για κατανάλωση, το ίδιο η Γκρέτα Τούνμπεργκ, το Grexit, το Brexit, οι πρόσφυγες, το ISIS, οι μετέχοντες στα δρώμενα της πλατείας Εξαρχείων.

Έτσι παραμένει το πραγματικό της πραγματικότητας. Ακραία βία, διαρκής φτωχοποίηση, υψηλή ανεργία, μετανάστες, κλειστά σύνορα, υποτέλειες χωρών, αυτοκτονίες, τυφλές εξεγέρσεις, ανερμήνευτες πράξεις, πλανήτης υπό κατάρρευση. Οι άνθρωποι άλλοτε ζαλισμένοι ψελλίζουν κάτι απέναντι σε αυτό τον τρόμο του πραγματικού, άλλοτε τοποθετούν εαυτούς σε καθεστώς εξαίρεσης: ως οι μόνοι που μπορούν να συνομιλούν με την Ιστορία. Την ιστορία της Ιστορίας, την ιστορία των υποκειμένων.

Αλλά κάπου πρέπει να υπάρχει η Αλήθεια. Η αλήθεια με την έννοια μιας μορφής κοινωνικού δεσμού που να…

[… Επιτρέπει στο αδύνατο να είναι πιο ανεκτό για τον καθένα, να επιτρέπει στον καθένα να μπορεί να ζήσει με τον Άλλον χωρίς η ζωή να καταντάει απόλαυση του αλληλοσπαραγμού[8]]

Ωστόσο προς το παρόν η αλήθεια αιωρείται, τραμπαλίζεται, η αλήθεια έχει ίλιγγο. Βρισκόμαστε στην αναστολή της αλήθειας. Η αλήθεια έχει πάει ταξίδι για διακοπές. Δεν υπάρχει πλέον ένας Λόγος που μπορεί να την επικυρώσει. Υπάρχει λοιπόν μια τρύπα εκεί που δηλώνει την κρίση, το πραγματικό της πραγματικότητας, το πραγματικό της πολιτικής. Το πραγματικό της πολιτικής είναι το αδύνατο της εξουσίας. Ένα από τα τρία αδύνατα του Φρόυντ. Δεν μπορείς να επιβάλλεις τον Κοινωνικό Δεσμό. Ωστόσο με κάποιο τρόπο πρέπει να υπάρξει. Και υπάρχει.

Με ωμές και αδιαφανείς αποφάσεις επιχειρείται να διατηρηθεί το status quo απέναντι στη γενικευμένη ή λιγότερο γενικευμένη δυσφορία. Οι στυγνές αποφάσεις εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται βυθίζοντας ακόμη πιο βαθιά στον τρόμο του πραγματικού χώρες, λαούς και υποκείμενα. Με απεγνωσμένες προσπάθειες με την δημιουργία υβριδίων. Αλλά όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε τι είναι τα υβρίδια. Είτε αποτελούν διασταύρωση δύο γενετικά ανόμοιων ειδών τα οποία εκφράζουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με διαφορετικό τρόπο, είτε χρησιμοποιείται ο όρος για τις διαφορετικές ποικιλίες του ίδιου είδους. Τα υβρίδια επιχειρήθηκαν, άλλα απέτυχαν και άλλα πέτυχαν. Συνέβη στην Ιταλία με την προσπάθεια συνεργασίας του κινήματος των πέντε Αστέρων και της άκρας δεξιάς, στις χώρες του Βίζεγκραντ, στην Βραζιλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και όλα έχουν μια επίφαση Δημοκρατίας.

Πολλά από αυτά μπορούν να εξηγηθούν, να ερμηνευτούν. Υπάρχουν η πολιτική οικονομία, οι πολιτικές επιστήμες, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία. Το ερώτημα είναι το πέραν αυτών των ερμηνειών, όταν παραμένει ένα υπόλοιπο μη κατανοήσιμο που δημιουργεί αμηχανία στις αναλύσεις. Η οικονομία δεν ερμηνεύει τα πάντα στο πολιτικό, τις παραδοξότητες των πράξεων, τον πόθο για φόνο, την ωμότητα, την σαγήνη.

Και η επιθυμία του αναλυτή πώς εμπλέκεται σε όλα αυτά; Το τι βρίσκεται στον πυρήνα, τι διαμορφώνει την επιθυμία του αναλυτή, ξεδιπλώνεται εκτενώς στο βιβλίο. Σε αυτό το σημείο θα αναφέρω μόνο τα εξής:

[… Δεν πρόκειται πλέον σήμερα για τον ψυχαναλυτή μάρτυρα και ερμηνευτή της εποχής του, ούτε για τον αναλυτή ειδικό και σύμβουλο των ιθυνόντων πάνω σε θέματα της αρμοδιότητάς του… πρόκειται για τον ψυχαναλυτή που καλείται να στρατευτεί στην πολιτική με την ιδιότητά του ως ψυχαναλυτή. Έχει όνομα. Είναι ο ψυχαναλυτής-ακτιβιστής… Πρόκειται για την επιθυμία του ψυχαναλυτή στην πολιτική, ήτοι την ηθική του λόγου του ψυχαναλυτή εφαρμοσμένη στην πολιτική[9]]

Αλλά τι είναι αυτή η πολιτική; Είναι η πολιτική του μη όλου.

[… Η πολιτική του ψυχαναλυτή ορίζεται εφεξής ως η πολιτική του μη όλου. Ως εκ τούτου επιλέγει το δημοκρατικό καθεστώς. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ο κατ’ εξοχήν τόπος του πολιτικού, ήτοι του διχασμού. Ο διχασμός δομεί πράγματι το κοινωνικό σώμα στον βαθμό που αυτό βασίζεται στην άσκηση των ελευθεριών της κοινωνίας και του κάθε πολίτη. Το πολιτικό υποκείμενο που καλείται έτσι να πάρει σάρκα και οστά στο πρόσωπο των λακανικών ψυχαναλυτών θα μεριμνά κατά περίπτωση. Θα επιλέξει τις υποθέσεις που θα υπερασπιστεί και εκείνες που θα καταπολεμήσει… αυτές οι υποθέσεις θα είναι αιρετικές. Δηλαδή θα σχηματίζουν ένα ανοιχτό και μη συνεκτικό σύνολο. Διότι εστία της αίρεσης δεν είναι η αλήθεια ούτε το αντίθετό της. Της αρμόζει μάλλον να περνάει από μέρος σε μέρος μέσα στην μεταβλήθεια, την μεταβλητή αλήθεια. Σχηματίζει δίκτυο και όχι σύστημα. Αποτελεί μάλλον σύμπτωμα παρά πρόοδο προς το τέλος μιας χειραφέτησης… Κοντολογίς πρόκειται για έναν άλλο τρόπο άσκησης πολιτικής. Όπως και η δημοκρατία, θα χρειαστεί διαρκή επινόηση για να εξακολουθεί να υπάρχει[10]]

Με βάση αυτά ξεκινά η αφήγηση στις Πολιτικές του Ψυχαναλυτή, του Ρεζινάλντ Μπλανσέ. Όπως ήδη αναφέρθηκε θα προσεγγίσει τα παραπάνω από την πλευρά του ψυχαναλυτικού λόγου. Δηλαδή από την πλευρά του ασυνειδήτου.

Η Ελλάδα είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης, ο τζιχαντισμός έγινε ένα σύμπτωμα της Δύσης, τα τείχη που υψώνονται δηλώνουν το σύμπτωμα πολιορκίας της Ευρώπης και όχι μόνο, ο Τραμπ προσφέρεται σαν αντικείμενο κατανάλωσης. Φράσεις κλειδιά.

Για το τζιχάντ. Έχει ενδιαφέρον η διαδρομή που ακολουθεί ο Μπλανσέ για το πέρασμα του νεαρού μικροπαραβάτη, του παρία, αυτού του απορρίμματος του κόσμου, που από homo sacer μετατρέπεται σε ένα λαμπρό αντικείμενο λυτρωτικής θυσίας. Το πέρασμα από την κοινότητα των αποκλεισμένων στον μαχητή τζιχαντιστή. Την μετατροπή του σε ένα υποκείμενο έμπλεο από την επιθυμία θανάτου, που επιδιώκει να αγγίξει την ολοκλήρωσή του μέσα στον θάνατο και την απόλαυση του μηδενός. Που απολαμβάνει να καταλαμβάνει τη θέση του αντικειμένου που προκαλεί τρόμο, του «μαύρου φετίχ». Γιατί τόση βία απέναντι στα έργα τέχνης; Στην βιαιοπραγία εναντίον του έργου τέχνης, τι είναι αυτό που βάλλεται; Υπάρχει φυσικά το προφανές: θα καταστρέψω κάθε τι που είναι δικό σας, όπως καταστρέφω και εσάς τους ίδιους. Αρκεί; Όχι. Επειδή το τζιχάντ εφαρμόζει μία πολιτική tabula rasa. Για ποιο λόγο; Υπάρχει μια αποτελεσματικότητα του έργου τέχνης από την πλευρά της ψυχανάλυσης, απέναντι στην οποία στρέφεται αυτή η βιαιότητα. Και οι βιασμοί; Η σεξουαλική βία που ασκείται στις γυναίκες ποια θέση έχει σε αυτό το καθεστώς της απόλαυσης της ωμής βίας; Γιατί μας ενδιαφέρει το τζιχάντ, τι μας τρομάζει; Το γεγονός πως υποψιαζόμαστε ότι η ενόρμηση του θανάτου, από την οποία κυριαρχείται το τζιχάντ, έχει καθολικότητα, μας αφορά όλους.

Για την εκλογή Τραμπ. Το ερώτημα που προξενεί την γενική αμηχανία είναι το εξής: Πώς κάποιος διόλου συμπαθητικός, ένας απατεώνας, μισογύνης, μέτριος, χυδαίος, ρατσιστής, ανιστόρητος, κυνικός και χωρίς ιδιαίτερους ηθικούς ενδοιασμούς, ένας δημαγωγός που τη μία ισχυρίζεται το ένα και την άλλη το αντίθετό του, μπορεί να γοητεύει τόσο; Το ερώτημα παραμένει το ίδιο επίκαιρο όσο την περίοδο που γράφτηκαν αυτά τα κείμενα, την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ, όσο και σήμερα μετά την εκλογή του. Αυτά που εκστομίζει ο Τραμπ είναι τα λόγια ενός θυμωμένου ανθρώπου ο οποίος εκφράζεται χωρίς να μασάει τα λόγια του και χωρίς να συναινεί στο παραμικρό για λόγους ευπρέπειας. Στιγματίζει τους πολιτικούς, την καθεστηκυία τάξη, τις πολιτικές που ζημίωσαν την χώρα και την οδήγησαν στον μοιραίο κατήφορο της παρακμής. Ο ψηφοφόρος του Ντόναλντ Τραμπ το εκτιμά. Του αρέσει αυτός ο λόγος του οποίου το σημάδι της «αυθεντικότητας» είναι, στα μάτια του, το να μη δεσμεύεται από τους τύπους, να πηγαίνει κατευθείαν στην μάχη σώμα με σώμα. Εκείνο που εμφανίζεται εδώ σαν «γλώσσα της αλήθειας» ενθουσιάζει τους ψηφοφόρους του. Αλλά είναι γλώσσα της αλήθειας; Από ποιους ζητά συνενοχή; Σε ποιους απευθύνεται; Στους white-trash, τους «κακομοίρηδες λευκούς». Είναι οι εργάτες θύματα της μαζικής αποβιομηχάνισης που πλήττει την αμερικάνικη οικονομία. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι χειρώνακτες εργάτες παραμυθιάζονται αναγκαστικά από τις υποσχέσεις ενός δημαγωγού που ισχυρίζεται πως θα βάλει στην ίδια μοίρα την υπόθεσή τους με εκείνη της ίδιας της Αμερικής και του μεγαλείου της. Ωστόσο τον ψηφίζουν και στη συνέχεια τον ανέχονται.

Για τους πρόσφυγες. Η Ευρώπη βρίσκεται παγιδευμένη από την μεταναστευτική-προσφυγική κρίση. Ήδη η παγίδευση είναι μια ένδειξη ενός γόρδιου δεσμού. Στην αρχή βρισκόταν αντιμέτωπη με τον διχασμό της: όχι στην βίαιη απώθησή τους από τη μία, από την άλλη υπάρχει η όλο και μεγαλύτερη αποδοκιμασία του πληθυσμού της για φιλοξενία. Τώρα πλέον δεν τίθεται καν ζήτημα ποσοστώσεων ή μιας cost-benefit ανάλυσης για τον επιμερισμό της ζημίας με την είσοδο των μεταναστών στην επικράτειά της. Τώρα πλέον υπάρχει μια απαίτηση των πολιτών της να εκμηδενιστεί το ρίσκο. Καμία είσοδος. Παίρνει την μορφή ή αυτοί ή εμείς. Ωστόσο αυτό αποτελεί ένα αδύνατο. Με ποιον τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την ολοκληρωτική άρνηση; Τι επιπλέον αντιπροσωπεύει ένας μετανάστης πέρα από το να θεωρείται άρπαγας δουλειών ή φορέας μικροβίων; Πρόσφατα ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέφερε πως η Ευρώπη πολιορκείται. Στην πραγματικότητα αναφέρθηκε σε κάτι που γνωρίζουμε από καιρό. Αναφέρθηκε στο Σύμπτωμα πολιορκίας της Ευρώπης. Στη βάση αυτού του συμπτώματος είναι ένα διπλό αδύνατο και μια επιθυμία πολιορκίας. Είναι τα δύο χαρακτηριστικά των τειχών που με γοργούς ρυθμούς απλώνονται στον κόσμο.

 

 Δεύτερο Μέρος – Η καθαυτό γνώση του ψυχαναλυτή

Και το υποκείμενο; Το υποκείμενο πρωτίστως χρειάζεται να γίνει υποκείμενο. Πολλαπλώς λαβωμένο από τον κοινωνικό Άλλο, τα λόγια του Άλλου, την απόλαυση του Άλλου, την επιθυμία του Άλλου, διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη και στην επιθυμία, ανάμεσα στην επιθυμία και στην απόλαυση, δυσφορεί. Και επιζητά την λύση. Κάνει την δική του πολιτική με την επιθυμία, την απόλαυση, με τον Άλλον. Συμπτώματα, βραχυκυκλώματα της επιθυμίας, παιχνίδια με την απόλαυση, ολοκληρωτική άρνηση του Άλλου. Απέναντι σε όλα αυτά υπάρχει η καθαυτό γνώση του ψυχαναλυτή, πως το ασυνείδητο γνωρίζει για τα καλά την αλήθεια του υποκειμένου. Πως το υποκείμενο που προσέρχεται στην αναλυτική διαδικασία για ίαση χρειάζεται να κάνει κάτι με αυτή την αλήθεια του ασυνειδήτου του.

[… Η ηθική της ψυχανάλυσης που δρα στην θεραπεία οδηγεί τον αναλυόμενο να ανακαλύψει το όφελος που αποκομίζει όταν «η απόλαυση συγκατατίθεται στην επιθυμία» … σημαίνει δηλαδή πως η απόλαυση πρέπει να τροποποιείται από την επιθυμία. Τούτο απαιτεί μια θυσία απόλαυσης. Είναι αυτό που προδίδει το σύμπτωμα του όταν το υποκείμενο δεν συγκατατίθεται[11]]

Με άλλα λόγια να αποδεχτεί τον ευνουχισμό του και να αρνηθεί την φαντασίωση της απόλυτης, καθαρής απόλαυσης.

Το υποκείμενο προσέρχεται στην αναλυτική διαδικασία με την δυσφορία του, με ένα παράπονο, με τα συμπτώματά του. Κανείς δε προσέρχεται για να βρει πώς γεννήθηκε το Σύμπαν. Προσέρχεται με την επιθυμία ίασης, με βραχυκυκλωμένη επιθυμία, με έναν συγκεκριμένο τρόπο που απολαμβάνει το ασυνείδητό του. Χωρίς να το ξέρει προσέρχεται με ένα θεμελιακό ερώτημα, τι θέλει ο άλλος από εμένα. Προσέρχεται με μία φαντασίωση, μία πρωταρχική φαντασίωση απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Είναι η ασυνείδητη απάντησή του, που συνήθως το μπλοκάρει.

Και ο ψυχαναλυτής; Όπως αναφέρει ο Μπλανσέ, ο ψυχαναλυτής επιδιώκει να θέσει ένα καινούργιο καθεστώς στην απόλαυση, ώστε το υποκείμενο να συναινέσει σε μια επιθυμία που δεν θα είναι απλώς θέληση για απόλαυση[12]. Και σε ένα άλλο σημείο:

[… Ο λακανικός προσανατολισμός σκοπεύει να παράγει ένα υποκείμενο που αναλαμβάνει το ασυνείδητό του και ως εκ τούτου αναλαμβάνει έναν τρόπο απόλαυσης που είναι δικός του χωρίς αυτό να αντιβαίνει στο να είναι επιθυμούν ον[13]… Ο αναλυτής δεν καθοδηγεί τον ασθενή, καθοδηγεί την διαδικασία, στην πρόοδο της οποίας συμβάλλει και ο ίδιος πολύ προσωπικά αλλά με όχι οποιονδήποτε τρόπο. Η θέση του προϋποθέτει να βάλει σε ενέργεια την επιθυμία του, αλλά μια ειδική βερσιόν αυτής της επιθυμίας, που έχει διαμορφωθεί μέσω της προσωπικής του ανάλυσης. Αυτή η ιδιαίτερη επιθυμία, την οποία ο Λακάν ξεχωρίζει ως «επιθυμία του αναλυτή», συνιστά φραγμό σε μια καθοδήγηση της θεραπείας ως άσκηση εξουσίας … Η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι κυριολεκτικά μια εμπειρία, μια περιπέτεια, μια ζωντανή διαδικασία. Στην καρδιά της δεσπόζει η μεταβίβαση. Δηλαδή δρα η ενόρμηση. Εκδηλώνεται με μορφή συναισθημάτων, στην ουσία αγάπης και μίσους[14]]

Είναι χαρακτηριστικό το παραπάνω απόσπασμα. Συνομιλεί με την φράση του Φρόυντ: οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Οι περιπτώσεις που παρουσιάζονται αποσκοπούν στο να καταδείξουν τι είναι μια ανάλυση. Μια λακανική ανάλυση η οποία στοχεύει στο να θεραπεύσει το υποκείμενο και όχι το σύμπτωμα. Αναδεικνύεται η κατασκευή του ασυνειδήτου, η μεταβίβαση, η ταύτιση, ο ρόλος της ερμηνείας, τα τερτίπια και οι τροπικότητες της επιθυμίας, το σώμα που μιλάει, το καθεστώς του Άλλου, οι δομές των υποκειμένων. Η ανάλυση είναι μια πορεία, ένας δρόμος για το υποκείμενο, που στην πραγματικότητα συνιστά την ασυνείδητη ερμηνεία που μπόρεσε να δώσει στο αδύνατο[15]. Το υποκείμενο κατασκευάζει εκ νέου έναν κοινωνικό δεσμό, έναν κρίκο με την ζωή. Και αυτό έχει ένα τίμημα. Δεν υπάρχει δωρεάν ψυχανάλυση.

[… Ο Φρόυντ έλεγε πως το μόνο πράγμα που μπορούμε να απαιτήσουμε από τον υποψήφιο αναλυόμενο είναι η ψυχική δύναμη, το κουράγιο. Γιατί; Επειδή το να εγκαταλείψει κανείς το σύμπτωμά του σημαίνει να εγκαταλείψει την απόλαυση που το σύμπτωμα του προσφέρει και που συνιστά ακριβώς το είναι του. Αυτή η απόλαυση είναι που μας κάνει να υποφέρουμε, αλλά αυτός ο πόνος επίσης μας ικανοποιεί … Το να εγκαταλείψει κανείς αυτή την (νοσηρή) απόλαυση που συνιστά το σύμπτωμά του είναι πάντα κάτι το επώδυνο … Αυτό ακριβώς είναι το τίμημα της ψυχανάλυσης … Ε λοιπόν, αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε: την θυσία της απόλαυσης του συμπτώματος[16]]

Όλα τα παραπάνω ορίζουν την ηθική του ψυχαναλυτικού λόγου. Η ηθική του ψυχαναλυτικού λόγου αφορά κατά βάθος την πράξη:

[… Η πράξη είναι πάντοτε ενική (διαφεύγει της καθολικότητας), αποτελεί πάντοτε ενδεχόμενο (διαφεύγει υπολογισμών) … Πρόκειται για πράξη πρωτόγνωρη (καινοφανή) στην τάξη του πολιτισμού που ανατρέπει την λογική του ελέγχου … Αυτό είναι το άλυτο παράδοξο της ψυχανάλυσης που την καθιστά ανατρεπτική και την κάνει να αντιστέκεται στον λόγο του κυρίου. Η ηθική που την διέπει είναι άλλης τάξεως[17] …]

Ένας επίλογος

Ο ψυχαναλυτικός λόγος στις Πολιτικές του Ψυχαναλυτή του Ρεζινάλντ Μπλανσέ δεν είναι κανονιστικός, δεν διεκδικεί θέση κυρίου. Δεν είναι στις προθέσεις του κάτι τέτοιο. Δεν στοχεύει να προτείνει τον έναν ή τον άλλο τρόπο κοινωνικού δεσμού ή στάσης του υποκειμένου στη δυσφορία που αισθάνεται απέναντι στον πολιτισμό και στον διχασμό του. Εάν συνέβαινε αυτό θα υπονόμευε το ίδιο το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος. Ωστόσο οφείλει κάτι να κάνει:

[… Ανάμεσα στον λόγο του ψυχαναλυτή και στον λόγο του Κυρίου υπάρχει ασυμβατότητα. Όμως ο λόγος του αναλυτή πρέπει να επενδύσει, και άρα οφείλει να το κάνει, τη ρωγμή του λόγου του Κυρίου ώστε να τον εμποδίσει να ξανακλείσει μέσα από μια παρέκκλιση πολιτικού αυταρχισμού ή κοινωνικού ολοκληρωτισμού ως απάντηση στο αδύνατο του κυβερνάν. Ο ψυχαναλυτής οφείλει έτσι να καταστεί εμπράκτως ο φρουρός του αδύνατου και του πραγματικού του[18]]

Το βιβλίο είναι πολυσήμαντο, πυκνό, πολυεπίπεδο. Έχει το ιδιαίτερο πλεονέκτημα κάθε κεφάλαιο να θέτει το ερώτημα και στη συνέχεια η ανάλυσή του οδηγεί στο να θέτει κανείς εκ νέου το ερώτημα με διαφορετικό τρόπο. Υπό αυτή την έννοια η ανάγνωση είναι μια διαρκής εργασία σε εξέλιξη. Αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του ψυχαναλυτικού λόγου για να παραμένει το ερώτημα της επιθυμίας ανοιχτό και να υποσκάπτει βεβαιότητες. Είναι σίγουρο πως κατά την ανάγνωση του ανακύπτουν αντιρρήσεις, κάποιος θα επέλεγε διαφορετική προσέγγιση, έναν άλλο λόγο, αλλά είναι επίσης σίγουρο πως το χαρακτηρίζει η συνέπεια. Η συνέπεια της ηθικής του ψυχαναλυτή που είναι το άλλο όνομα της ηθικής της επιθυμίας. Και για να μπορέσει να λειτουργήσει η ηθική του ψυχαναλυτή, η ηθική της επιθυμίας, απαιτείται η δημοκρατία. Αυτό είναι και το μυστικό στον τίτλο, Πολιτικές και όχι Πολιτική.

Κάθε βιβλίο είναι μία κατασκευή, ως εκ τούτου η δομή του δεν είναι τυχαία. Ξεκινά με το βλέμμα στραμμένο στον Άλλο και καταλήγει με το βλέμμα στραμμένο στο υποκείμενο. Δεν απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ψυχαναλυτικού λόγου και μάλιστα λακανικού προσανατολισμού. Είναι αναγκαίες ωστόσο κάποιες, για άλλες λειτουργεί ως αίτιο επιθυμίας. Γίνεται έτσι το ίδιο το βιβλίο ο τόπος μιας συνάντησης για όσους επιθυμούν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του λόγου, και την αναζήτηση μιας τέτοιας αλήθειας, ενός τρόπου που θα επιτρέπει στον καθένα να ζήσει με τον Άλλον χωρίς η ζωή να καταντάει απόλαυση του αλληλοσπαραγμού.

(*) Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι συγγραφέας. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος. Ασχολείται συστηματικά με την ψυχανάλυση.

 

Info: Ρεζινάλντ Μπλανσέ[1], Πολιτικές του ψυχαναλυτή, [Χρονογραφήματα της κρίσης (2011-2017) και άλλες μελέτες εφαρμοσμένης ψυχανάλυσης]Εκκρεμές, 2019|Σελίδες 440

 

[1] Ο Ρεζινάλντ Μπλανσέ είναι ψυχαναλυτής, μαθητής του Ζακ-Αλέν Μιλέρ. Έλαβε την ψυχαναλυτική του εκπαίδευση στη Γαλλία στο πλαίσιο της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, της οποίας είναι μέλος. Είναι επίσης μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής και της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης. Σπούδασε φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχανάλυση και νέα ελληνικά στο Παρίσι. Διδάσκει στην Ακαδημία Κλινικών Σπουδών της Αθήνας. Άρθρα και εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε γαλλικά και ελληνικά περιοδικά.

 

[2] Σελ. 17

[3] Σελ. 179, 180, 181

[4] Σελ. 392

[5] Απόσπασμα από γράμμα του Ρεζινάλντ Μπλανσέ στον Ζακ-Αλέν Μιλέρ, σελίδα 43

[6] Σελ. 140

[7] Σελ. 198

[8] Σελ. 21

[9] Σελ. 32

[10] Σελ. 32

[11] Σελ. 21

[12] Σελ. 229

[13] Σελ. 295

[14] Σελ. 296

[15] Σελ. 236

[16] Σελ. 380

[17] Σελ. 428

[18] Σελ. 29

Προηγούμενο άρθροΌνειρα “γλυκιάς ζωής” στην κοινωνία τού θεάματος (του Ελευθέριου Μακεδόνα)
Επόμενο άρθροΕξήντα αστυνομικά μυστήρια με 100 λέξεις το καθένα (Τρίτη, Public, 8.30μμ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ