22 βήματα στον γκρεμό της ποίησης (του Γιώργου Φράγκογλου)

0
313

 

του Γιώργου Φράγκογλου (*)

 

 

Ζούμε στον κόσμο της γραφής και των αναρτήσεων, και μαζευτήκαμε εδώ για να μιλήσουμε για ποιητική γραφή· για μια χειρωνακτική τέχνη, που χαρακτηρίζεται από μοναδικότητα.

Και έχει μοναδικότητα, γιατί για τον καθένα μας ισχύει ότι:

«Ζούμε πάρα πολλά ταυτόχρονα.

Οδύνες και Πάθη.

Μια θάλασσα γεμάτη τρικυμίες,

μια Οδύσσεια!» [i]

Αλλά και γιατί μέσα μας κάτι μας παροτρύνει:

«Να γράφεις ό,τι δεν έχει γραφτεί ποτέ, να γράφεις ό,τι γράφεται από την αρχή του χρόνου. Ιερογλυφικά γράμματα, λέξεις ταξιδεύουν από το όνειρο στη σκέψη, από τη σκέψη στο χαρτί […]

Και συνεχίζεις

Ή μήπως επιστρέφεις…¨[ii]

Και έτσι ανοίγουμε τα σεντούκια της λήθης και τινάζουμε στον αέρα τις αλήθειες μας, τις απλώνουμε στον ήλιο και, σταγόνα σταγόνα το αίμα, τις ξαπλώνουμε στο χαρτί. Κι αποφασίζουμε να τις χαρίσουμε στον κόσμο, παίρνοντας οι περισσότεροι τη στράτα την πλατιά, όπου:

«….. ήλιος ή σελήνη το φως και η λάμψη

που ανακλούσε το ψηλόστεγο παλάτι του μεγαλόψυχου Αλκίνοου.

Χάλκινοι οι τοίχοι πέρα ως πέρα […] και το διάζωμα ολόγυρα από σμάλτο· χρυσές οι θύρες του σπιτιού […] οι παραστάτες από ασήμι […]

το υπέρθυρο κι αυτό ασημένιο, της πόρτας η λαβή μάλαμα καθαρό».[iii]

 

Και θαυμάζει ο κόσμος τα έργα των ανθρώπων, τα δομικά υλικά τους, του οικοδόμου την τέχνη, την υποδομή του καλλιτέχνη.

Υπάρχουν όμως, και άλλοι, λίγοι αυτοί που παίρνουν τον δρόμο τον απόκρημνο, προς το μεγάλο περιβόλι, το φυτεμένο

«… δένδρα ψηλά και φουντωμένα

ροδιές και απιδιές, μηλιές με μήλα χρυσοκόκκινα

συκιές με σύκα μέλι και καρπερές ελιές. […]

Εκεί ριζώνει, δικό του και πολύκαρπο, το αμπέλι».[iv]

Και τότε:

«Έρχονται οι μέρες βαστώντας πιατέλες με φρούτα.

Σταφύλια πέφτουνε στα χέρια μας

ροδάκινα μπλέκονται σε κάθε βήμα

δαγκώνουμε το καλοκαίρι.

Στάζει το καρπούζι.

Χυμούς

αγαπίνουμε

χυμένοι

στα χείλη.

Σοδειά και η φετινή

ικανή θαρρείς μια ζωή να θρέψει».[v]

 

Κι έτσι, εκεί στο περιβόλι, μας βρίσκει η ποίηση. Άξιζε η περιπέτεια στο απόκρημνο μονοπάτι. Άξιζε η αναμονή, μέχρι να αντικρίσουμε το περιβόλι του Αλκίνοου. Γιατί το ανθρώπινο σώμα είναι για τα μονοπάτια. Οι λεωφόροι ταιριάζουν στην επίσημη ιστορία. Κι όπως λέει η Marija Dejanovic:

«Το σώμα περιέχει περισσότερες αναμνήσεις από την παγκόσμια ιστορία. Η ιστορία περιέχει μια χρυσή πατάτα».[vi]

 

Και τώρα εγώ πρέπει με την «ευνουχισμένη από τους γραμματικούς γλώσσα μας, που έτσι κι αλλιώς είναι τόσο φτωχή, τόσο σεμνότυφη από μόνη της, να εκφράσω όλη την ευωδία ενός λουλουδιού, όλο το χλόισμα του χόρτου στο λιβάδι», που είναι οι τριάντα κάτι σελίδες της ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου. Αλήθεια, «η λέξη μπορεί να αποδώσει εξολοκλήρου τη σκέψη;»[vii]

Αρχίζω, λοιπόν, ανάποδα. Αν «ο ρόλος του ποιητή και του ποιήματος είναι να βοηθήσουν τον καθένα να ανακαλύψει την προσωπική του ποίηση, να διασφαλίσουν ότι θα ζήσει τη ζωή του ποιητικά ως προς τη σχέση του με τον εαυτό του και τα πράγματα, ενώ καταπιάνεται με τις κοινότερες ασχολίες: ενώ φτιάνει καφέ μόνος του το πρωί στην κουζίνα, ενώ πηγαίνει στην δουλειά, ενώ παρατηρεί ένα περιστέρι που φτερουγίζει εμπρός του, μια πέτρα που κυλά…»[viii] , τότε τι καλύτερο από το να πάρουμε οδηγό στον απόκρημνο δρόμο του τα λόγια ενός άλλου ποιητή, που πάτησε κι αυτός σε κακοτράχαλα βράχια, για να επιστρέψει στην πηγή της ποίησης. Εμπρός ας αρχίσουμε, με βήματα προσεχτικά· οι πέτρες γλιστράνε και κόβουνε. Πού θα μας βγάλουν άραγε;

 

Βήμα πρώτο:           «Ανάβω από χθες μνήμη τον άνθρωπο»[ix]

Και η Αδαλόγλου εισβάλλει στην ερωτική καθημερινότητα του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, και νιώθει τα παγωμένα πόδια της, το κράτημα των χεριών της από τον άντρα, το σκέπασμά του με το νυχτικό της, μυρίζει το τσάι, τα πανκέικς και τη χορτόσουπα βελουτέ και βλέπει τα κεντήματα, τεχνάσματα για να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος.

 

Βήμα δεύτερο:       «Μέσα από τα κομμάτια των ποιητών επιμένει ο ήλιος να ανατέλλει».

«Λαστιχένιο μπαλάκι» η ποίηση στα χέρια της ποιήτριας·την ηρεμεί ακόμη και στις άβολες θέσεις των αεροπλάνων. Στο άγχος των πτήσεων αντιπαραθέτει τα «βαμπακένια σύννεφα» χαλαρώνει και «ξεχειλώνει το νόστο».

 

Βήμα τρίτο:      «Η ποίηση γεφυρώνει την άβυσσο που κουβαλάνε οι άνθρωποι».

Η Αδαλόγλου ξέρει πως «θέλουν προσοχή οι αναδρομές». Παρατήρηση προσεχτική με την άκρη του ματιού. Οι λεπτομέρειες μετρούν. Τα «άψυχα χείλη» δίνουν ψυχή στο ποίημα. Τα τριχάκια από το μούσι στο νιπτήρα καρφώνουν το βλέμμα στο κενό. Ή στο παρελθόν;

 

Βήμα τέταρτο:        «Ανατίναξαν την καρδιά […]να μην μείνει τίποτα που να θυμίζει Άνθρωπο».

Κι όμως, με την ποίηση ζωντανεύει σκιές και δημιουργεί γοητευτικά φαντάσματα και τον βλέπει, «ίδια κοψιά, ίδιο μπόι», και του χαμογελά και πλησιάζει. Μη σε νοιάζει, Κούλα, που διαπιστώνεις το αυτονόητο. Το ουσιώδες είναι που χαμογέλασες και πλησίασες.

 

Βήμα πέμπτο:         «Πρώτα κοιτάχτηκε στο όνειρο και μετά συνέβη η ζωή της».

Και τότε είναι η «καλύτερη στιγμή», καθώς θα πέφτει η νύχτα, να ταΐσει τους φακέλους των διαγνώσεων με «μπουκιές σοκολατένιες», και να τους ποτίσει με δυνατό ποτό, για να την παραπέμψουν πάλι στη ζωή.

 

Βήμα έκτο:               «Γυρνάει στον ύπνο και φυτεύει όνειρα».

Και γίνεται ακροθαλασσιά, δροσερό αεράκι μαγικό τοπίο και τόσα άλλα. Και παλεύει τα παράξενα όνειρα κι αλλάζει δέρμα. «Φρέσκια πληγή» η ποίηση. Τα σκυλιά που τη γλείφουν ζουν –ίσως– τον πιο πολύτιμο βίο.

 

Βήμα έβδομο:         «Καταλήγουμε στο θάνατο φορτωμένοι ζωή»

Ζωή· «χιόνι πάλλευκο, Απρίλη μήνα». Ή μήπως από κάτω «διασκεδάζει σαρκαστικά ο θάνατος;» Κι εσύ, Κούλα, χαμογελάς γιατί παρέμειναν στην ύλη τριάντα τέσσερις σελίδες. Δεν είναι λίγο.

 

Βιβλίο όγδοο: «Τελευταίο άφησα τον ήλιο τονίζοντάς του με έμφαση ότι είναι ανάγκη η Ποίηση στις ψυχές των ανθρώπων να φτάσει, ότι είναι ανάγκη η Ποίηση τις καρδιές των ανθρώπων να κάψει» […]

Και γίναμε όλοι –εν δυνάμει– «Οδυσσείς με ταυτότητα». Εξοργισμένοι και μισούμενοι· δίσημοι με πολύσημη Ιθάκη. Και προσδοκούμε τη μία υπαγορευμένη απάντηση. Αλλά η ποίηση δεν έχει απαντήσεις. Θέτει μόνον ερωτήματα· και, ενίοτε, τελείες…

 

Βήμα ένατο:            «Ορίστηκε το πλησιέστερο στον άνθρωπο είδος αμέσως μετά τον                                                                                                       πόλεμο ο θάνατος».

Γι’ αυτό και επιστρέφουν οι νεκροί στον ύπνο της ποιήτριας. Όνειρα θολά; πικρά; προφητικά; όνειρα, πάντως, που πετούν πάνω από το χείλος του γκρεμού, καθώς κατηφορίζει τον  απόκρημνο δρόμο.

 

Βήμα δέκατο:          «Η ζωή είναι του θανάτου ζωή».

Κι έτσι η επιστροφή θα συνεχιστεί, όταν η κλεψύδρα θα αφηγείται μια μαύρη ιστορία με νεραιδένιο, καλοκαιρινό τέλος. Εξάλλου το «ζω» από το «θνήσκω» απέχει ένα «ήτα». Σα να λέμε: ζωή ή θάνατος.

 

Βήμα ενδέκατο:      «Υποφέροντας την έρημο που κατοικεί τον πλανήτη».

Η ποιήτρια πρέπει εξάπαντος να βρει την ερμηνεία της ερήμου, και να αφήσει στην άκρη τις  «απανωτές  παρερμηνείες» των φιλολογικών λεωφόρων. Όλοι έχουμε –  μοιάζει να μας λέει – μια έρημο μέσα μας. Ας ψάξουμε, λοιπόν, ας ψηλαφίσουμε, ας αναμοχλεύσουμε μνήμες κι ας αποφύγουμε την αδέσποτη σφαίρα που μας κυνηγάει.

 

Βήμα δωδέκατο:                «Η ποίηση μοιάζει με τον ήλιο[…] Η έλλειψή τους είναι σκοτάδι                                                                                                                  και θάνατος».

Και οι δυο μάς πλανεύουν, μας κοιτάνε πονηρά, παίζουν μαζί μας. Την απάντηση δεν θα μας την δώσουν. Δεν υποκύπτουν σε ευαισθησίες. Είναι αναίσθητοι, για να γίνουμε επιτέλους ευαίσθητοι, όπως η ποιήτρια.

 

Βήμα δέκατο τρίτο:           «Στάζοντας την ψυχή μου μπήκα στη ζωή»

Και από τότε «προτιμώ να πετώ μέσα μου», μας ψιθυρίζει η Αδαλόγλου

 

Βήμα δέκατο τέταρτο:      «Είναι πιο πέρα η μοναξιά μου από το φεγγάρι για αυτό θα μείνω μέσα μου και σήμερα […] φτιάχνοντας ποιήματα, των λυγρών καιρών σήματα».

Ώστε νιώθει «αίσθημα πνιγμού» κλεισμένη στο καβούκι της. Δεν μπορεί να γυρίσει, καθώς είναι πεσμένη ανάσκελα, όπως και το ποίημα. Το γυρνά προσεκτικά και το αφήνει να περπατήσει. Θα διαλέξει και πάλι, τον απόκρημνο δρόμο. Πίσω του εμείς.

 

Βήμα δέκατο πέμπτο:       «Γινόμαστε τον άνθρωπο σωρεύοντας χρόνο που υπάρχει στη σιωπή».

Και δημιουργεί ανθρώπους με «ροζ μαλλί γριάς, στο κεφάλι», με «φτερωτά πέδιλα», σπάζοντας γέφυρες, πίνοντας καφέδες όλων των ειδών, σεργιανώντας σε παγκάκια, κοιτώντας στο μέλλον με επιείκεια και ονειρευόμενη γοργόνες.

 

Βήμα δέκατο έκτο:            «Ένας τάφος ανοιγμένων ουρανών που χάνονται μέσα στ’                                                                                                        αγάλματα είναι η ζωή».

Και στρογγυλεύει τα παραμύθια, ταιριάζοντας γελάκια, ψιθύρους, αναστεναγμούς, λυγμούς.

 

Βήμα δέκατο έβδομο:      «Κι ο πόνος, το ξέρεις, είναι αναχώρηση που πρέπει να πιστέψεις».

Κοιτάζει τη ρωγμή της πορσελάνινης τσαγιέρας, και φυτεύει σ’ αυτήν λουλούδια· γιατί ρωγμή σημαίνει ζωή.

 

Βήμα δέκατο όγδοο:         «Και υπάρχει αύριο η ζωή το όνειρο η ζωή που σκάει σαν                                                                                                                    καρπούζι».

Κι από μέσα βγαίνουν κουκουβάγιες και κοτσύφια και οσμή σήψης και ουρλιαχτά σκύλου· πετρωμένο ανοιξιάτικο τοπίο, για να βγάλει βόλτα το φόβο της. Και να ξορκίσει το κακό, να το αντέξει.

 

Βήμα δέκατο ένατο:          «Έπεσε μες στα σκουπίδια ψάχνοντας να φάει και δίπλα του τα                                                                               τριαντάφυλλα σκεπασμένα με φως».

Μένει τσαλακωμένη η ποιήτρια , παγωμένη, ακίνητη, ασφυκτικά κλεισμένη, άφωνη, τρωτή, με μόνη διέξοδο την ποίηση, που τρέφεται από αντιθέσεις, σπάει καραντίνες, σκίζει μάσκες, χύνει στο πάτωμα αντισηψίες και τραγουδά.

 

Βήμα εικοστό:                     «Το γνωρίζεις καλά, τώρα. Αυτό είναι η ζωή. Όχι λυγμός, όχι κραυγή, αλλά γκριμάτσα στο σταυρό».

Και βγάζει φωτογραφίες όλο χαμόγελα, χάρτινες μνήμες του νόστου.

 

Βήμα εικοστό πρώτο:       «Ποίηση είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να κηδεύει την καρδιά                                                                                             του ο εραστής της ζωής».

Κατρακυλόντας τα τελευταία μέτρα του απόκρημνου δρόμου, η ποιήτρια δεν φεύγει, δεν κρύβεται. Έχει πια επιστρέψει και λέει: «Είναι καιρός ν’ αναμετρηθώ με το δικό μου πάθος».

 

Βήμα εικοστό δεύτερο (και τελευταίο): «Στην πηγή της σιωπής η ποίηση ντύθηκε την                                                                                                                ύπαρξή μου».

Έφτασε στο τέλος. Φτάσαμε στο τέλος, στο στόχο. Τώρα:

«Βαδίζει δύσκολα κι αργά,

γιατί στο βάθος φαίνεται ένα πλάτωμα

και μια αυλή με δένδρα και τραπέζια».

Λέτε να ‘ναι το μαγικό περιβόλι του Αλκίνοου; Να ’ναι αυτό η πηγή της σιωπής, η σαρμανίτσα της ποίησης; Και να τη ρωτήσουμε, η Αδαλόγλου δεν θα απαντήσει. Γιατί;

«Η ποίηση δεν έχει στόμα […]

Λέει γρουτς, γρουτς, γρουτς

ή κλακ, κλακ, κλακ.

Η ποίηση έχει μόνο δάχτυλα.

Εσύ ακούς αυτό που δεν ακούγεται».[x]

 

Και αυτή η σιωπή είναι ό,τι κερδίζεις από την ανάγνωση του «απόκρημνου δρόμου της επιστροφής». Αρκεί, αγαπητέ αναγνώστη, να τηρήσεις κάποιες προϋποθέσεις: ησυχία, έναν απρόσμενα ιδιωτικό χώρο (σαν το πίσω μπαλκόνι στον ακάλυπτο), νύχτα αστερόεσσα, ψιθυριστή ανάγνωση και μολύβι στο χέρι, μπαστούνι απαραίτητο για την πορεία στον απόκρημνο δρόμο της επιστροφής. Τότε μπορεί και να βρεις το κλειδί, για να μπεις στο μαγικό περιβόλι του Αλκίνοου.

 

(*) Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση της συλλογής στις 14/6 /2023, στο καφέ Baraka στη Θεσσαλονίκη.

 

[i] Βάγγιους Σιάνο, Περισυλλογή, Οδός Πανός, 2023, σ.62

[ii] Ζωή Σαμαρά, Πεζοπορία στα δάση του ποιητικού λόγου,  Ρώμη, 2023, σ.99

[iii] Ομήρου Οδύσσεια, μτφρ Δ.Ν. Μαρωνίτης, Στιγμή, 1992, σ.15

[iv] Ό.π., σ.17

[v] Πέτρος Πολυμένης, Και με την ελάχιστη υγρασία θ’ ανθίζουμε, Περισπωμένη, 2023, σ.48

[vi] Marija Dejanovic, Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα, Θράκα, 2023, σ.53 (μτφρ. Irena Gavranovic Luksic)

[vii] Γκουσταύος Φλωμπέρ, Σμαρ, Σοκόλη, 2007, σ.148

[viii] Γκιλβίκ, Η θάλασσα, μτφρ Γιάννης Παλαβός,  Gutenberg, 2023, σ. 148

[ix] Όλοι οι στίχοι – αφορμές των είκοσι δύο βημάτων, περιλαμβάνονται στις ποιητικές συλλογές της Ναζής Χατζημωυσιάδου Εγγύς από το μέλλον, Σήματα των λυγρών καιρών και Η απόσταση που συνέβη, που εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη, από τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν» το 2013, το 2014 και το 2017 αντίστοιχα.

[x] Αντώνης Μπαλασόπουλος, Το βιβλίο των χεριών, Θράκα, 2023, σ.53

 

 

Κούλα Αδαλόγλου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, Mελάνι, 2022

Προηγούμενο άρθροΔημοκρατία και πόλεμοι μνήμης στην Εθνική Πινακοθήκη (του Δημήτρη Σαραφιανού)
Επόμενο άρθρο13 σπέσιαλ βιβλία για το αποκαλόκαιρο (Νο3) [του Γιάννη Ν.Μπασκόζου]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ