του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Τα βιβλιοπωλεία πλημμυρίσανε νέες εκδόσεις. Όσοι βρίσκεστε στη Θεσσαλονίκη για την 18η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου θα έχετε την χαρά να δείτε πολλές νέες εκδόσεις. Παραθέτω μια πρώτη επιλογή από μυθιστορήματα ελληνικής και μεταφρασμένης λογοτεχνίας, επίσης δοκιμίων και μαρτυριών όπως και ενός γκράφικ που κερδισαν το ενδιαφέρον μου. Για αρκετά από αυτά θα επανέλθει ο Αναγνώστης αναλυτικότερα. Καλές αγορές και ευτυχισμένα διαβάσματα.
Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, Πόλις
Μη σας ξεγελάει το «κάμπος» είναι τα camps, τα στρατόπεδα των άγγλων που δημιούργησαν στη Κύπρο μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου για να τσουβαλιάσουν εβραίους πρόσφυγες λίγο πριν την ίδρυση του κράτους του Ισράηλ. Οι κύπριοι τα στρατόπεδα αυτά τα ονόμασαν «κάμπους» , κατά πολύ γνωστή συνήθεια τους (μέχρι σήμερα) να μεταγλωττίζουν παραφθαρμένες στα ελληνικά αγγλικές λέξεις. Ο Φαίδων, δημοσιογράφος που πιστεύει στο ντοκουμέντο καλείται από τους βρετανούς να πάρει συνεντεύξεις από κρατουμένους. Είναι αγωνιστές που προέρχονται από πολύ διαφορετικά μέρη, Βουλγαρία, Πολωνία, Ελλάδα, Κύπρο, Ουγγαρία και πολέμησαν ή διώχτηκαν. Τώρα αισθάνονται πληγωμένοι. «Δεν ζητάμε τίποτα άλλο από το να μην ξεχάσουμε ποιοι ήμασταν», θα του πει μια γυναίκα κρατούμενη. Στη διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή του Αγίου Λουκά, κοντά στο κάμπο του Καράολο ο Φαίδων κατατρύχεται από εφιάλτες που ανακαλούν μνήμες, κυρίως της ναζιστικής τραγωδίας. Μια απόδραση θα τερματίσει την αποστολή του. Γλυκιά και τρυφερή λογοτεχνία για ένα τόσο σκληρό θέμα. Η συγγραφέας διαπραγματεύεται τα θέματα μνήμης, ταυτότητας και αξιών με ευαισθησία και ενσυναίσθηση χωρίς να μπορεί να κρύψει ότι πίσω από όλα κρύβεται το κυπριακό τραύμα.
Γιάννης Καισαρίδης, Ώρες αιώρες, Κέδρος
Σπονδή στην αγάπη για τον τόπο αποτελούν αυτά τα μικρά σε μέγεθος διηγήματα- κάποια από αυτά είναι μόνον δυο ή τρεις σειρές. O συγγραφέας εκ Βερροίας αναζητά τον πόνο των απλών ανθρώπων καταγράφοντας πολύ μικρά γεγονότα που όμως κατέστρεψαν, άλλαξαν, τροποποίησαν, εκτροχιάσανε τη ζωή τους. Οι μνήμες πάνε πολύ πίσω στην αρχή του αιώνα και ιδιαιτέρως στα χρόνια του πολέμου και συνεχίζονται έως τη σύγχρονη εποχή. Φονικά ένθεν και ένθεν των δύο μεγάλων παρατάξεων, απαγωγές, φόνοι για λόγους τιμής αλλά και η ζωή με τα ζώα, ο λόγος των μικρών παιδιών, αλβανοί, τούρκοι, ιταλοί, γερμανοί, όλη η πανσπερμία των φυλών που περάσανε από τα ορεινά χωριά σαν κατακτητές ή σαν πρόσφυγες. Επίσης μύθοι σύγχρονοι και παλιοί, μοναστήρια, δοξασίες, πατροπαράδοτες παραδόσεις που επιβιώνουν ή χάνονται. Και ανάμεσα σε όλα αυτά η φύση δεσπόζει με τα ρουμάνια, τις χαράδρες, τις λασπουριές, τα ψηλόκορμα δένδρα, τα ποτάμια, τις βρύσες, τα στενά δρομάκια οδοιπορίας. Λιτότητα στην έκφραση, μικρές νύξεις μια νοσταλγίας που θάλπει τις πληγές, αισθήματα αλλοτινών εποχών, μνήμες αλλού θολές και αλλού δυναμικές σαν καρφιά στο σώμα της σημερινής εποχής.
Θανάσης Χειμωνάς, Ο κύριος τέλειος, Πατάκης
Η ιστορία του Φώτη που έρχεται αντιμέτωπος με τον «κύριο Τέλειο». Ο Φώτης είναι ένας «ρεμπεσκές», εργένης, σαραντάρης, ζει με αέρα και πουλώντας αέρα. Ιδιοκτήτης μιας καντίνας που την διαχειρίζεται ο συνέταιρός του Αποστόλης. Περνάει τον καιρό του κυνηγώντας εφήμερες σχέσεις ενώ εμπιστεύεται τις πιο απόκρυφες σκέψεις του στον φίλο του Πάνο και σε μία Ρουμάνα πόρνη μέχρι που συναντά την Ματίνα, την οποία και ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Η σχέση αυτή δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί η ίδια είναι σύντροφος ενός εξαιρετικού ευφυούς έλληνα αλλά διεθνούς κύρους επιχειρηματία, ο οποίος φημίζεται για την ευσπλαχνία του και την κρυφή φιλανθρωπία του. Ο Φώτης καταλαβαίνει ότι είναι αδύνατον να τον ανταγωνιστεί στην καρδιά της Ματίνας. Η λύση έρχεται με το απροσδόκητο τέλος. Ο Θ.Χ. γράφει απλά, λιτά, μένοντας κυρίως στην εξέλιξη της αφήγησης, περιδιαβαίνοντας στα στέκια του κέντρου της Αθήνας και δίνοντας στους ήρωες του μικρά καθημερινά χαρακτηριστικά.
Χρήστος Χωμενίδης, Ο Τζίμης στην Κυψέλη, Πατάκης
Ο Χ.Χ. βουτάει την πένα του στην καθημερινότητα της Κυψέλης- και γενικότερα της Αθήνας. Έχει δύο κεντρικούς ήρωες τον Τζίμη, έναν μάγκα παλιάς κοπής και τον Δάνη Σωπάστε, έναν απροσάρμοστο, ψυχοπαθή νεαρό. Ο Τζίμης είναι γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, κληρονομεί ένα θέατρο στην Κυψέλη το οποίο συντηρεί ανεβάζοντας μπαλαφάρες και αισθηματικά έργα. Η κρίση τον βοηθάει να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, να μισθώσει τους καλύτερους ηθοποιούς (που κρίση και πανδημία τους έριξαν στην ανεργία) και να ανεβάσει ένα σπουδαίο έργο παίρνοντας την εκδίκησή του από όλους όσοι τον σνομπάριζαν τα προηγούμενα χρόνια. Ο Δάνης Σωπάστε έχει στείλει ένα έργο του σε σχετικό διαγωνισμό που έχει διοργανώσει ο Τζίμης με σκοπό την ανάδειξη νέων ταλέντων. Το έργο θα απορριφθεί. Και εκεί ο Τζίμης, ο large τύπος, ο έξω καρδιά, ο κιμπάρης, ο άνθρωπος της παλαιάς κοπής που κάποιες αξίες υπάρχουν ακόμα μέσα του θα σκοντάψει στην αδηφαγία των ψηφιακών μέσων. Τα δίκτυα δεν θα τον ανεχτούν, δεν έχουν την πολυτέλεια να σκύβουν σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Μπορούν να αποθεώσουν ή να γκρεμίσουν στα τάρταρα οποιονδήποτε φανεί στο διάβα τους και προσφέρει ύλη για κάτι τέτοιο. Μεγάλος storyteller ο Χ.Χ. γράφει με τον οίστρο ενός Τσιφόρου απογειώνοντας και ταυτόχρονα αποδομώντας τις νοσηρές, παράλογες, αθηναϊκές πλευρές της ζωής μας.
Παναγιώτα Δημοπούλου, Κίτρινη ουρά, Εντευκτήριον
Ατμοσφαιρική νουβέλα με εγκιβωτισμούς και σασπένς. Μια γυναίκα εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω της. Μια ερευνήτρια θα αναλάβει να συναντήσει ανθρώπους που την γνώριζαν και ίσως ξέρουν κάτι γι΄ αυτήν. Οι τελευταίοι συνεισφέρουν ελάχιστα στην υπόθεση, απλώς τονίζουν μερικές αδιόρατες λεπτομέρειες από τη ζωή της. Ο άνδρας της στην αρχή πιστεύει ότι όπου να είναι η Μαρία (η εξαφανισμένη) θα επιστρέψει. Η έρευνα κλείνει χωρίς να λυθεί το μυστήριο. Σε ένα δεύτερο μέρος οι άνθρωποι που μπλέχτηκαν με την υπόθεση αναρωτιόνται τι έχει γίνει ενώ βλέπουν την Μαρία κοιμισμένη σε ένα δωμάτιο. Στο τρίτο μέρος η ίδια η συγγραφέας αναρωτιέται αν όλη αυτή η ιστορία είχε ανάγκη να υπάρξει, ποιος είναι ο λόγος του να δημιουργηθεί για να παρουσιαστεί ως γραπτό. Το μόνο που μένει τελικά είναι η οθόνη ενός υπολογιστή και μια γάτα με κίτρινη ουρά που εξαφανίζεται. Ένα μπορχεσιανού τύπου παιχνίδι για τη συγγραφική αλήθεια. (πρωτοεμφανιζόμενη)
Bernhard Schlink, Χρώματα του αποχαιρετισμού, μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, Κριτική
Ο πολύ γνωστός και αγαπητός στο ελληνικό κοινό Σλινκ (Διαβάζοντας στην Χάννα) δημοσιεύει μια σειρά διηγημάτων λεπτών αποχρώσεων. Κεντρικό τους θέμα «ο αποχαιρετισμός», ενός φίλου ή μιας αγαπημένης, χωρισμός όμως που συνοδεύεται συνήθως με ενοχές, τύψεις, αλλόκοτα αισθήματα. Ο αφηγητής αποχαιρετάει τον φίλο του Αντρέας αλλά μέσα από την αναπόληση της φιλίας του και με παρέμβαση της κόρης του Αντρέας, Λένα, αναδεικνύεται ο σκοτεινός ρόλος που ο ίδιος είχε παίξει προδίδοντας τον πιο κολλητό του φίλο. Σε άλλο διήγημα ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής γνωρίζεται με την μικρή Άννα, την οποία παρακολουθεί από μικρό παιδί μέχρι την ενηλικίωσή της. ¨Ένας κρυφός έρωτας φουντώνει μέσα του και όταν αυτή δολοφονηθεί από ένα αγόρι της ηλικίας της θα σκεφτεί την εκδίκηση, ως καλύτερο τρόπο αποχαιρετισμού της αγαπημένης του. Στο διήγημα με τίτλο «αδελφική μουσική» ο Φίλιπ είναι ιστορικός της μουσικής και συναντά τυχαία μια παλιά του συμμαθήτρια , την Σουζάνε, την πιο όμορφη τότε της τάξης τους. Με την Σουζάνε και τον ανάπηρο αδελφό της Έντουαρντ διέτρεξαν μια μεγάλη περίοδο της νιότης τους, ο Φίλιπ ερωτευμένος με την Σουζάνε και κολλητός με τον Έντουαρντ. Η τριπλέτα θα χαλάσει όταν ο Φίλιπ καταφύγει στην Αμερική. Χρόνια πολλά μετά η Σουζάνε θα του αποκαλύψει την αλήθεια γι αυτόν τον χωρισμό. Σε όλα τα διηγήματα, αρκούντως μεγάλα, υπάρχουν αποχαιρετισμοί που στοιχίζουν υπαρξιακά, ψυχολογικά, συναισθηματικά σε όσους την βιώνουν. Συνήθως βγαίνουν όλοι ηττημένοι. Από τα πιο ωραία βιβλία του Σλινκ.
Σαμάντα Σβέμπλιν, Επτά άδεια σπίτια, μτφρ.Έφη Γιαννοπούλου, Πατάκης
Συγγραφέας από την Αργεντινή η Σβέμπλιν (που ζει πια στο Βερολίνο) έχει μπει στη μικρή λίστα του Διεθνούς Βραβείου Man Booker ενώ τα Επτά άδεια σπίτια έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ribera del Duero. Επτά διηγήματα όπου τα επτά σπίτια τους κατοικούν άδειοι από ζωή άνθρωποι. Ψυχές με τραύματα, αλλοπαρμένοι, άτομα με προσωπικές απώλειες, με εμμονές, με αλλοπρόσαλλες μικρές αποφάσεις. Μια γυναίκα βγαίνει χωρίς λόγο από το σπίτι της και συνομιλεί με έναν άλλον άνδρα, μια οδηγός ποδοπατάει ένα κήπο, μπαίνει στο ξένο σπίτι και κλέβει μια ζαχαριέρα, μια ηλικιωμένη πιστεύει ότι κινδυνεύει από το αγόρι του διπλανού σπιτιού κ.τ.λ. Συμβάντα μικρά, αναπάντεχα για τον ήρωες αυτών των διηγημάτων αλλά και για τον αναγνώστη. Μένει η ατμόσφαιρα του αλλόκοτου, του ανοίκειου που υποδηλώνει πάντα ότι ίσως δεν γνωρίζουμε τους διπλανούς μας ακόμα και τον εαυτό μας.
Ζαν Κριστόφ Ντεριέν, Ρεμί Τορεγκρασά, 1984, βασισμένο στο έργο του Όργουελ, μτφρ. Καίρ Νερβέ, Μίνωας
Ίσως το πιο ωραίο γκράφικ νόβελ που διάβασα για το πασίγνωστο έργο του Όργουελ που φέτος γνώρισε απανωτές εκδόσεις από πολλούς εκδοτικούς οίκους (τουλάχιστον δέκα). Ένα γκραφικ νόβελ κρίνεται από την ικανότητα του σκίτσου, την οικονομία των λόγων δηλαδή τη δυνατότητα των συντελεστών να μεταφέρουν το πνεύμα και την ουσία του στα μετρημένα καρέ μιας γραφίστικης απόδοσης. Ο Ζαν Κριστόφ Ντεριέν, υπεύθυνος για το σενάριο, κράτησε τον κορμό της γνωστής ιστορίας, το ερωτικό ιντερμέδιο των δύο κεντρικών χαρακτήρων, και μέσα από τις δυσκολίες να υπάρξει αυτός ο απαγορευμένος έρωτας ανέδειξε το ανελεύθερο καθεστώς και την φιλοσοφία του. Οι διάλογοι σύντομοι κρατάνε τη ζωντάνια της αφήγησης χωρίς χαλαρότητα και ενδιάμεσα κατεβατά ενώ το νευρικό ασπρόμαυρο σκίτσο δίνει το κατάλληλο φαιό χρώμα μιας σκοτεινής εποχής.
Κάρλος Ρουϊθ Θαφόν, Η πόλη της Καταχνιάς, μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Ψυχογιός
Για όσους αγαπήσανε (μαζί τους κι εγώ) τον διάσημο ισπανό βιβλιόφιλο συγγραφέα της περίφημης σειράς μυθιστορημάτων υπό τον γενικό τίτλο Το Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων, σε αυτή την μεταθανάτια έκδοση των διηγημάτων του θα βρουν το ίδιο βιβλιοφιλικό θεματολόγιο μαζί με το παραμυθένιο ύφος και την αγάπη του Θαφόν για την μυστική ιστορία της Βαρκελώνης. Στα διηγήματά του ο Θαφόν παίζει με τους ήρωες που δημιούργησε και αγάπησε στο Κοιμητήριο αφού τους εμφανίζει σε διαφορετικές καταστάσεις και σε διάφορα χρονικά σημεία να συνομιλούν ή και να συμπληρώνουν κατά κάποιο τρόπο τις γνωστές από την τετραλογία του ιστορίες. Όπως κάνει με τον βασικό του ήρωα τον φιλαναγνώστη νεαρό Νταβίντ Μαρτίν, τον τυπογράφο Σεμπέρε , τον μυθικό Κορέλι. Ίσως το πιο συγκινητικό διήγημα είναι αυτό που παρουσιάζει την πρώτη έλευση του Θερβάντες στην Βαρκελώνη συνοδεύοντας την καλλονή Φρατζέσκα και την προσπάθεια του να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο « Ένας ποιητής στην Κόλαση». Και οι υπόλοιπες ιστορίες, με φόντο οι περισσότερες την Βαρκελώνη του 17ου αιώνα, διακρίνονται για την παραμυθική φαντασία που συνδιαλέγεται με θρύλους και την γκόθικ ατμόσφαιρα.
Ντέιβιντ Μίτσελ, Utopia Avenue, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο
Το Utopia Avenue του Ντέιβιντ Μίτσελ είναι η ιστορία μιας μπάντας με αυτό το όνομα που θα μπορούσε να είχε υπάρξει στη μουσική σκηνή του Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια μπάντα όσο κι αν το καλύπτει η φιλολογία γύρω από αυτό το βιβλίο καθώς ο Μίτσελ φροντίζει με τον δικό του τρόπο να την δημιουργήσει και να της δώσει ψυχή, όνομα, μέλη, είδος μουσικής που παίζει, συναισθήματα και ενέργεια. Γνωστός από τα παιχνίδια που κάνει με τον χρόνο (O Άτλας του Ουρανού ή Τα Κοκάλινα Ρολόγια) εδώ εμφανίζεται πιο γραμμικός σε μια ιστορία με στρωτή ίσως και προβλέψιμη αφήγηση. Ο χρόνος όμως ως μυθοπλαστική ενασχόληση επανέρχεται στον Μίτσελ καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο μια υποτίθεται χαμένη ροκ μπάντα για να ξαναβάλει στο μυαλό τού αναγνώστη να αναγνώσει τη δεκαετία του ΄60 με άλλα γυαλιά. Οι Utopia Avenue διασχίζουν την πολυθρύλητη αυτή δεκαετία και ανάμεσα σε άλλους «συναντώνται» με διάσημα ονόματα όπως τον Τζίμι Χέντριξ, τον Τζόν Λένον, τον Λέοναρντ Κοέν και άλλους θέτοντας τον Μίτσελ στη θέση ενός αθέατου παρατηρητή πολλαπλών οπτικών. Ο Μίτσελ βεβαίως κάνει μυθοπλασία, ελέγχει απόλυτα αυτά που γράφει και ίσως τον εκφράζει τέλεια αυτό που ο ίδιος λέει για τη γλώσσα : «Σαν στρώση βερνικιού με εφέ παλαίωσης σε καινούργια σιφονιέρα, είναι συνθετική αλλά και το μη χείρον βέλτιστον ταυτόχρονα».
Thomas Melle, 3.000 ευρώ, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, Άγρα
Δεν διαβάζουμε συχνά νεότερη γερμανική λογοτεχνία, γνωρίζουμε πιο πολύ τους παλιότερους. Ο Τόμας Μέλλε (γεν.1975) μας συστήνει μια όμορφη, σύγχρονη ιστορία. Οι κεντρικοί χαρακτήρες του ζουν δύσκολες ζωές. Ο Άντον είναι άεργος και άστεγος, μένει προσωρινά σε μία δομή Κοινωνικής Πρόνοιας και πάσχει από μανιώδη συμπεριφορά. Το μεγάλο του πρόβλημα είναι τα 3.000 ευρώ που χρωστάει σε μια τράπεζα και αναμένει την έκβαση μιας δίκης πιστεύοντας ατεκμηρίωτα πώς θα δικαιωθεί. Η Ντενίζ, μοναχική μητέρα εργάζεται στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς που μένει και ο Άντον, και βγάζει κάποια χρήματα επιπλέον γυρίζοντας πορνό βιντεάκια. Περιμένει πληρωμή από μία πορνοταινία με όνειρο να πάει στη Ν. Υόρκη. Το πρόβλημά της είναι η Λίντα , η 6χρονη κόρη της που πάσχει από έλλειψη συγκέντρωσης, και η οποία την εκνευρίζει σε σημείο που να σκέφτεται όχι πάντα ψύχραιμα γι αυτήν. Οι δύο τους θα γνωριστούν στο σούπερ μάρκετ όπου ο Άντον πηγαίνει να εξαργυρώσει άδειες μποτίλιες. Η σχέση τους αρχίζει δειλά, με επιφύλαξη και από τις δύο μεριές, αλλά υπάρχει μια τρυφερότητα που την κρατά ζωντανή. Διπλά τους, ο περίγυρός κινείται και αυτός στα όρια της υπόγειας, περιθωριακής, ανερμάτιστης ζωής ή της επίσημης στεγνής γραφειοκρατίας. Ένα γενναίο μυθιστόρημα για την ανάγκη της αγάπης με τρυφερότητα.
Fernando Pessoa, Ο Οδοιπόρος, εισαγωγή-σχόλια-μτφρ :Μαρία Παπαδήμα, Gutenberg
Ακόμα ένα κείμενο από το αστείρευτο μπαούλο με τα κατάλοιπα χειρόγραφα ενός από τους πιο επιδραστικούς λογοτέχνες της δυτικής Ευρώπης. Το διήγημα αυτό , που ανακαλύφθηκε το 2009, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της σκέψης του πορτογάλου συγγραφέα. Ένα κείμενο για το μυστήριο της ύπαρξης. Ο νεαρός ήρωας ξυπνάει μια μέρα από αυτό που ονομάζει «μεσημεριανό ύπνο της ζωής» που συνίστατο «στις αναρίθμητες βραδιές που περνούσε, μόνος κοιτάζοντας από τον τοίχο του πευκώνα τη ζωή να κατευθύνεται προς την πολιτεία και να επιστρέφει». Μέχρι που ξαφνικά βλέπει από μακριά να πλησιάζει μια σκιά, ένας άντρας με μαύρα. Κι ενώ μέχρι τότε ζούσε σε ένα καθεστώς «ευγενούς ανησυχίας» νοιώθει πως αυτό το προσωπικό στίγμα δεν τον αντιπροσωπεύει καθώς η συμβίωση του με τους άλλους γίνεται αγωνιώδης και ανυπόφορη. Η σκιά του άντρα με τα μαύρα επανέρχεται στην θύμηση του και ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι πρέπει να φύγει. Για πρώτη φορά χαράζει μπροστά του μια προσταγή: «Μην κοιτάζεις τον Δρόμο. Ακολούθησέ τον». Θα οδοιπορήσει προς την πολιτεία. Εκεί θα γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα αλλά λίγο πριν τον ολοκληρώσει με γάμο θα ακολουθήσει και πάλι τον δρόμο της φυγής. Θα συνεχίσει τον δρόμο του και θα συσχετιστεί και με άλλες κοπέλες , όλες με μια δική τους ξεχωριστή χάρη. Το διήγημα είναι βασισμένο στο κυνήγι της ύπαρξης και της ανακάλυψης του μυστικού της ζωής. Από αυτή την οπτική θα έλεγα ότι ταιριάζει πολύ με τα ρομαντικά συμβολικά παραμύθια ενώ είναι διάχυτος ο ποιητικός λόγος του Πεσσόα, που εμείς προσλαμβάνουμε χάρις και στην συστηματική μεταφράστρια του Μ.Παπαδήμα.
Juan Gabriel Vasques, Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, μτφρ. Αχιλλέας Κυρακίδης, Ίκαρος
Κολομβιανός συγγραφέας – χρωστάμε χάρη στον μεταφραστή του Α.Κυριακίδη και στις εκδόσεις Ίκαρος που μας τον γνώρισαν (Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Οι υπολήψεις από τα καλύτερά του). Ο κεντρικός ήρωας είναι ο σκηνοθέτης Σέρχιο Καμπρέρα, που βρίσκεται σε μια δύσκολη στιγμή στη ζωή του. Όντας γνωστός με αρκετές ταινίες στο ενεργητικό του περνά απανωτές κρίσεις με τον χωρισμό του, τον θάνατο του δημοφιλούς πατέρα του και την ψυχολογική επίδραση από την αδυναμία λήξης του εμφύλιου στην γενέτειρά του. Ο αφηγητής επιχειρεί μια αναδρομή στα τελευταία πενήντα χρόνια της οικογένειας, τρεις γενιές πίσω, φέρνοντας στο προσκήνιο την κολομβιανή ιστορία και τα φιλικά του πρόσωπα που ενεπλάκησαν σε αυτήν. Ο Καμπρέρα είναι υπαρκτό πρόσωπο, φίλος του Βάσκες και το υλικό του μυθιστορήματος προέκυψε από απανωτές συναντήσεις τους και τριάντα ώρες μαγνητοφωνημένων συζητήσεων. Ο εμφύλιος, τα ταξίδι στην Κίνα, η επιρροή από τα λατινοαμερικάνικα αντάρτικα αλλά και η τέχνη και ο έρωτας δεσπόζουν σε αυτή την πολύ γοητευτική οικογενειακή/πολιτική σάγκα.
Julie Orringer, Φάκελος απόδρασης, μτφρ. Θεοδώρα Δαρβίρη, Gutenberg/ σειρά Aldina
Η ιστορία του δημοσιογράφου Βάριαν Φράι που δημιούργησε την Επιτροπή Επείγουσας Διάσωσης (ΕΕΔ) φυγαδεύοντας διανοούμενους και στρατιωτικούς από την Μασσαλία προς τις ΗΠΑ. Με χορηγό μια πλούσια αμερικανίδα ίδρυσε και εξόπλισε την ΕΕΔ και ενώ το αρχικό σχέδιο ήταν να φυγαδευτούν 200 διανοούμενοι τελικά βρήκαν την έξοδο με την βοήθεια του 2.000 εβραίοι και αρκετοί βρετανοί σταρτιώτες. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο μιας και το αμερικάνικο Προξενείο στη Μασσαλία δεν ήταν φιλικό προς το σχέδιο έχοντας καλές σχέσεις με την κυβέρνηση του Βισύ. Ο Φράι έμεινε στη Μασσαλία, πριν τον απελάσουν, για δεκαπέντε μήνες και σε αυτό το διάστημα πέρα από τις φυγαδεύσεις οργάνωσε κοινότητες στην περιοχή του Γκρας και του Βαρ όπου οι πρόσφυγες μπορούσαν να ζουν και να εργάζονται κρυπτόμενοι. Φυσικά το κείμενο της Όριντζερ είναι μυθοπλασία που χρησιμοποιεί τα γεγονότα, μένοντας πιστή στην πραγματικότητα. Ανάμεσα στα αληθινά γεγονότα υπάρχει και η προσωπική ζωή του Φράι με τον έρωτά του για τον Έλιοτ Γκραντ, κάτι που αμφισβητήθηκε εν μέρει από την μετέπειτα γυναίκα του. Ο «αμερικανός Σίντλερ», όπως χαρακτηρίστηκε ο Φράι, ανάμεσα σε αυτούς που βοήθησε να διασωθούν βρέθηκαν διάσημοι καλλιτέχνες και φιλόσοφοι όπως ο Μπρετόν, ο Σαγκάλ, ο Μαξ Ερνστ, ο Χάινριχ Μαν, η Χάνα Αρεντ, ο Βικτόρ Σερζ και άλλοι. Μια πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας, όχι τόσο γνωστή, που διαβάζεται μονορούφι σε αυτό το γλαφυρό μυθιστόρημα.
Ουίλλιαμ Φώκνερ, Κόκκινα φύλλα, μτφρ. Γιάννης Παλαβός, Κίχλη
Αν και πρώιμο είναι ένα από τα πιο γνωστά διηγήματά του Φώκνερ. Εκτυλίσσεται στην φανταστική περιοχή Γιοκναπατάουφα, την οποία έχει χρησιμοποιήσει και άλλοτε ο συγγραφέας ως τόπο εξέλιξης των αφηγήσεων του. Η ιστορία που αφηγείται βάζει στη θέση των δουλοκτητών τους αυτόχθονες αμερικανούς και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια μελέτη των τριών φυλών : μαύρων, λευκών και αυτόχθονων. Η υπόθεση στηρίζεται στην απόδραση ενός μαύρου υπηρέτη, στις προσπάθειες ανεύρεσής του, στη σύλληψη και στην εκτέλεση του φυγά. Σκληρό διήγημα που κινείται στα όρια παρωδίας και δράματος. Οι μαύροι είναι τα θύματα, οι αυτόχθονες μαλθακοί και αλλοτριωμένοι, που θα καταλήξουν τελικά θύματα των λευκών. Ο Φώκνερ έχει και αλλού ασχοληθεί με την σχέση του θανάτου με τη ζωή έχοντας σημειώσει ότι όσο σου δίνεται η δυνατότητα να ζήσεις θα επιλέξεις να υποφέρεις ακόμα κι αν ξέρεις ότι ο θάνατος θα είναι μια «ανώδυνη» λύτρωση. Αν και ρεαλιστικά σκληρό διήγημα εντούτοις αποπνέει τη θέληση της ανθρώπινης ύπαρξης να υπάρξει σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων. Γραμμένο δε ποιητικά «δια του πλούσιου συμβολισμού του και τρομακτικό δια των ρεαλιστικών περιγραφών του», όπως το χαρακτήρισε ένας κριτικός, κερδίζει τον αναγνώστη που νοιώθει να πάλλεται η στιβαρή πένα του Φώκνερ.
Joachim Maria Machado de Asis, Δον Κασμούρο, μτφρ. Μιχαήλ Χατηζδημητρίου, Έναστρον
Ο Ντε Άσις είναι ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της Βραζιλίας. Αν και με έξι βιβλία του μεταφρασμένα στην χώρα μας θα λέγαμε ότι μόλις τώρα τον γνωρίζουμε. Το μυθιστόρημά του Δον Κασμούρο είναι μια ελεγεία της ζήλειας και κυρίως της ψυχοπαθολογίας της ζήλειας. Πρωταγωνιστούν ο Μπεντσίνιο, η αγαπημένη του Καπιτού και ο κοινός φίλος τους Εσκομπάρ. Ο Μπεντσίνιο είναι ερωτευμένος με την Καπιτού από τα παιδικά τους χρόνια. Δεν μπορεί να την παντρευτεί γιατί η μητέρα του τον έχει τάξει στην εκκλησία. Έτσι θα γραφτεί στην Ιερατική Σχολή όπου όμως θα γνωρίσει τον Εσκομπάρ και θα γίνουν στενοί φίλοι. Ο τελευταίος θα απελευθερώσει τον Μπεντσίνιο από τις ενοχές, θα τον εισάγει στην κοσμική ζωή και θα καταλήξει επιτυχημένος επιχειρηματίας. Τότε θα μπορέσει να παντρευτεί την παιδική του αγαπημένη Καπιτού ενώ ο φίλος του παντρεύεται μια φίλη της, την Σάντσα. Όμως το μικρόβιο της ζήλεια θα κατατρώει τον Μπεντσίνιο καθώς υποπτεύεται ότι το παιδί του μοιάζει φυσιογνωμικά με τον φίλο του. Η ζήλεια θα τρελάνει τον Μπεντσίνιο ενώ τα πραγματικά γεγονότα της απιστίας θα παρατείνουν την αγωνία και τις μαύρες του σκέψεις μέχρι το τέλος της αφήγησης.
ΕΡΕΥΝΕΣ – ΜΕΛΕΤΕΣ- ΔΟΚΙΜΙΑ
Θανάσης Γιοχάλας- Ζωή Βάιου, Η Αθήνα τον 19ο αιώνα, Εστία
Το συγγραφικό δίδυμο είναι οι «χαρτοπόντικες» που ερευνούν τα αρχεία της Αθήνας και μας έχουν δώσει το αξεπέραστο Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία και το Ο Κίτσος ο λεβέντης και άλλες αγγελίες. Στο Η Αθήνα τον 19ο αιώνα ανιχνεύουν μικροσυνήθειες και ευτράπελα που χαρακτήριζαν την αθηναϊκή κοινωνία εκείνη την εποχή. Πρόκειται για τα ίχνη της πόλης στον εφήμερο χρόνο και χώρο. Τους συγκινούν πολλά και διάφορα όπως τα Θερμά Θαλάσσια Λουτρά που κάποιος επιτήδειος διαφήμιζε στην λασπουριά του Ιλισού, τις διαμαρτυρίες προς τον δήμαρχο γιατί η βάση της Πύλης του Αδριανού είχε καταντήσει δημόσιο αποχωρητήριο, διαμαρτυρίες για τον ελλιπή φωτισμό της οδού Ακαδημίας, τα γυμνά αγάλματα της οικίας Σλήμαν που σκανδαλίζουν τις περαστικές γυναίκες, οι ψηφοθηρικές εκδρομές που καθιέρωσαν οι υποψήφιοι για τη δημαρχία Αθηνών, κουρεία που διαφημίζουν ότι προσφέρουν μουσική κατά την διάρκεια των νυχτερινών κουρεμάτων και άλλα πολλά αλιευμένα με πολλή προσοχή και αγάπη από τις εφημερίδες τη εποχής.
Don Ariely, Jeff Kreiser, μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος, Αιώρα
Άκουγα πρόσφατα στο ραδιόφωνο έναν πωλητή αυτοκινήτων να λέει «εγώ δεν πουλάω αυτοκίνητα αλλά γκάτζετ. Όσοι έρχονται να αγοράσουν με ρωτούν μόνον για τις ευκολίες που έχει η οθόνη και ποτέ για τα φρένα και την παθητική ασφάλεια». Η σωστή χρήση των χρημάτων είναι το αντικείμενο του βιβλίου των δύο συγγραφέων. Το ερώτημα που θέτουν οι συγγραφείς είναι το πως διαχειριζόμαστε τα χρήματα μας και αν οι οικονομικές πράξεις μας είναι σύμφωνες με την αξία του χρήματος που ξοδεύουμε. Οι συγγραφείς τονίζουν ιδιαίτερα την ψυχολογία της χρήσης του χρήματος λέγοντας ότι πολλές φορές «έχουμε την τάση να αποτιμούμε την αξία με τρόπους που δεν συνδέονται αναγκαστικά με αυτήν». Παράδειγμα: Ο Τ. πάει στο Καζίνο με 100 ευρώ. Στη διάρκεια της βραδιάς κερδίζει ένα εκατομμύριο ευρώ. Τα παίζει όλα σε έναν αριθμό και τα χάνει. Γυρνώντας στο σπίτι η γυναίκα του τον ρωτάει πόσα έχασε και αυτός: «τα εκατό ευρώ μου». Οι συγγραφείς συζητάνε για το πως κατηγοριοποιούμε τις αξίες, πότε εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, πώς τα διάφορα τελετουργικά ή οι ψευδοδιαφημίσεις μάς κάνουν να χάνουμε τον λογαριασμό, τι είναι η νοητική λογιστική και πόσο την χρησιμοποιούμε. Σίγουρα ο άνθρωπος είναι εν μέρει ανορθολογικό όν αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποκύψει σε ανορθολογικές πρακτικές. Το βιβλίο αυτό λειτουργεί σαν σήμα κινδύνου, σαν σωσίβιο, σαν οδηγίες προς μελλοντικούς ναυαγούς, σαν υπενθύμιση της λογικής σκέψης. Σε όποια α κατηγορία και να το εντάξετε είναι χρήσιμο σε τέτοιους δύσκολους καιρούς.
Βασίλης Πισιμίσης, Βούρλα- Τρούμπα, εκδόσεις Μωβ
Με υπότιτλο «Μια περιήγηση στον χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)» ο ερευνητής- συγγραφέας παραθέτει ντοκουμέντα, μαρτυρίες και βιογραφίες προσώπων που χαρακτήρισαν την ανάπτυξη της πορνείας μέχρι το 1968, οπότε επισήμως η χούντα έκλεισε τα «σπίτια». Παράλληλα παρακολουθούμε τις γενικές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις καθώς αλλάζουν οι νόμοι και οι συνθήκες στην πορνεία στα μέρη του Πειραιά. Ο συγγραφέας με πλούσιο αρχειακό υλικό αφηγείται τη γέννηση των δύο περιοχών ως χώροι εγκατάστασης της πορνείας, κάτι που υπαγορεύτηκε και από την ραγδαία ανάπτυξη του πειραιώτικου πληθυσμού, και ειδικότερα του ανδρικού (εργάτες, μετανάστες, ναυτικοί). Ο υπόκοσμος χαρτογραφείται με τις κατηγορίες των προσώπων που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο (κακοποιοί, λαθρέμποροι, σωματέμποροι, ποινικοί διαφόρων ειδών κ.ά) αλλά και στο προσωπικό που υπηρετεί την πορνεία (μαστροποί, πόρνες, μαντάμες, κλπ.). Ταυτόχρονα ο Β.Π. χαρτογραφεί ονομαστικά τους δρόμους, τις γειτονιές αλλά και τα μαγαζιά, μπαρ, καφέ σαντάν, ρεμπετάδικα, ξενοδοχεία, καμπαρέ) που υπηρέτησαν το αρχαιότερο επάγγελμα. Ξεχωριστή αναφορά υπάρχει για τα τραγούδια που γράφτηκαν για την Τρούμπα και για το πως την είδε ο ελληνικός κινηματογράφος. Πολλές λεπτομέρειες υπεισέρχονται στις επί μέρους αφηγήσεις προσώπων που έζησαν την περιοχή με μαρτυρίες που φανερώνουν την ιδιαιτερότητα ανθρώπων και συνθηκών ζωής. Είναι ένα κομμάτι της δημόσιας ιστορίας που βρίσκει στέγη στο ερευνητικό σύστημα και πιθανόν προκαλεί σε νέες έρευνες. Ήδη ο Β.Π. προαναγγέλλει τη συνέχεια του βιβλίου με νέα στοιχεία και μαρτυρίες.
Άλμπέρτος Ναρ, Τα τραγούδια μας, IANOS
Μια μεγάλη παράδοση επανέρχεται στο φως μέσα από την ανανεωμένη επανέκδοση της συλλογής του Αλβέρτου Ναρ με τα σεφαραδίτικα τραγούδια. Είναι τα τραγούδια των ισπανοεβραίων της Θεσσαλονίκης, τα τραγούδια που τους συνέδεαν με την ανάμνηση της μακρινής πατρίδας, της Ισπανίας- οι δικές τους «χαμένες πατρίδες». Τα τραγούδια αυτά ήταν κυρίως romances, λαϊκές μπαλάντες, από τα αρχαιότερα τραγούδια της ισπανικής μουσικής που διατηρήθηκαν κυρίως μέσω της προφορικής παράδοσης. Στη Θεσσαλονίκη οι μελωδίες αυτές ανανεώθηκαν στο διάβα του χρόνου, συμπλέχτηκαν με την βυζαντινή μουσική αλλά και τα τουρκικά «γκαζέλ» και «σαρκίς» δίνοντας μια νέα άνθηση στο είδος. Τα περισσότερα από αυτά κίνησαν το ενδιαφέρον των λαογράφων και των ερευνητών της ισπανικής γλώσσας μερικοί εκ των οποίων τα κατέγραψαν διασώζοντας τα. Ο Γιώργος Ιωάννου στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης εκτιμούσε ότι τα σεφαραδίτικα των εβραίων της Θεσσαλονίκης είχαν την ικανότητα να τους συνδέουν με τους χριστιανούς, όμως μεσολάβησε ο σκληρός χρόνος και η εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου της πόλης, τα τραγούδια αυτά σώπασαν και να που σήμερα ακούγονται και πάλι και αυτή η συλλογή έρχεται να μας τα γνωρίσει πιο συστηματικά.
Enzo Traverso, Ιδιότυπα παρελθόντα, Το «εγώ» στη γραφή της ιστορίας, μτφρ.Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Ένας από τους πιο διεισδυτικούς ιστορικούς της εποχής μας που παρεμβαίνει συχνά στις σύγχρονες αναζητήσεις και διαμάχες αναρωτιέται σε αυτό το δοκιμιακό του βιβλίο τι είναι αυτό που κάνει τους ιστορικούς να γράφουν σε πρώτο πρόσωπο λες και είναι λογοτέχνες. Ο εικοστός αιώνας έφερε στη μυθοπλασία το «εγώ» σε αντίθεση με τις μεγάλες εικόνες της κοινωνίας που σχεδίαζαν οι κλασικοί πια του 19ου αιώνα. Ο Τραβέρσο παρατηρεί ότι η ιστορία εμπνέεται από αυτή τη τάση, η οποία εμφανίζεται ως αυτοβιογραφία, όχι μόνον των γνωστών προσώπων αλλά και των καθημερινών ατόμων. Είναι μια ιστορία τύπου «σέλφι» που γράφεται πια και επηρεάζει όλη την ιστοριογραφία. Δεν πρόκειται μόνον για απομνημονεύματα αλλά και για αυτοβιογραφίες. Ειδικά για τους ιστορικούς σημειώνει την τάση να θέτουν τον εαυτό τους μέσα στην αφηγούμενη υπόθεση λες και «δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς να εκτεθεί η μυχιότητα εκείνων που την κάνουν αλλά και επίσης εκείνων που την γράφουν». Αποτέλεσμα να έχουμε ένα νέο υβριδικό κείμενο όπου η λογοτεχνία συμπλέει με την ιστορία και ορισμένες φορές συγχωνεύονται σε μία «ναρκισιστική», περισσότερο ή λιγότερο» μορφή. Πολύ ενδιαφέρον το κεφάλαιο όπου εξετάζει την άποψη Ζαμπλονκά «Η ιστορία είναι σύγχρονη λογοτεχνία», σημειώνοντας πως η υποκειμενική γραφή της ιστορίας αποτελεί σημαντική καινοτομία , η οποία εκπορεύεται τόσο από την εποχή όσο όσο και από τις δυναμικές του ιστοριογραφικού πεδίου. Ακόμα και να κριθούν αυστηρά οι ιστορικοί που λογοτεχνίζουν ο Τραβέρσο παραδέχεται πως κάποιες φορές έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από εκείνους της απρόσωπης ιστορίας.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μαθητικές εργασίες 1943-1948, University Studio Press
Θα σκεφτόταν κάποιος τι νόημα έχει να διαβάσουμε τις εκθέσεις που έγραψε ο πολύ καλός και αγαπητός Θεσσαλονικιός ποιητής Ντίνος Χρσιτιανόπουλος σήμερα; Μια ματιά στα κείμενα αυτά της πρώιμης και της ύστερης εφηβείας τού ποιητή θα μας δώσει την εικόνα μιας συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας που πολύ νωρίς είχε δείξει τον δρόμο που θα ακολουθούσε. Στα κείμενα αυτή θα αναγνώσει κάποιος την αφέλεια και την αθωότητα της νεανικής ψυχής αλλά θα εντυπωσιαστεί από την ευαισθησία, την χαμηλότονη αφηγηματικότητα, την αγάπη για τα καθημερινά της ζωής, την κλίση προς μια ποιητική όσο και ρεαλιστική αντιμετώπιση δύσκολων ή ακόμα και τραγικών γεγονότων, στοιχεία δηλαδή που θα δούμε να φανερώνονται πιο ολοκληρωμένα στην μετέπειτα δημιουργική πορεία του ποιητή. Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι αφηγήσεις και οι περιγραφές των μικροπωλητών στη Λαϊκή αγορά ( Ο μικροπωλητής), της καθημερινότητας του κουρασμένου εργαζόμενου (Καλοκαιρινές βραδιές), της φύσης (Φθινοπωρινές εικόνες), των ανθρώπινων τύπων (Ο ιδιότροπος) και άλλα πολλά. Πολλά θέματα βεβαίως τα αναπτύσσει κάτω από την επίδραση του δασκάλου , κυρίως ζητήματα επετείων, εθνικών γιορτών, αλλά ακόμα και εκεί κάποιες φορές αποκλίνει ή θέτει κάτι «παραβατικό». Έχει επίσης ένα αρκετό μοντερνίστικο προσόν καθώς ο ίδιος ως συγγραφέας παρεμβαίνει και συνομιλεί με τον αναγνώστη του. Τέλος το σώμα αυτών των εκθέσεων του Ν.Χ. διαβάζεται ως εμπειρία παιδαγωγική καθώς αναγνωρίζουμε τις εκπαιδευτικές προσεγγίσεις σε διάφορα θέματα αγωγής των νεαρών μαθητών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Όλα τα βιβλία μπορείτε να τα βρείτε και στα Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης πατώντας πάνω στον τίτλο