200 χρόνια, το γαλλικό παράδειγμα (του Σάκη Παπαδημητρίου)

0
293

 

του Σάκη Παπαδημητρίου

Αφορμή ο εορτασμός των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ξέρουμε εκ γενετής και θα το εμπεδώσουμε πλήρως κατά τη διάρκεια του 2021. Πριν από 32 χρόνια η Γαλλία γιόρτασε κι αυτή τους δύο αιώνες από την Γαλλική Επανάσταση του 1789. Τώρα, το Παρίσι ετοιμάζεται για του Ολυμπιακούς 2024 και οι διοργανωτές δηλώνουν ότι η Γαλλία παραμένει « μια χώρα που σέβεται το παρελθόν αλλά έχει μια θέση και στην πρωτοπορία». Κι αυτό το μάθαμε.

Επόμενη κίνηση σε κάτι πιο συγκεκριμένο, σε ένα άλμπουμ LP του Steve Lacy με τον τίτλο Anthem, Novus PL 83079, 1990. Πρόκειται για το έργο Prelude and Anthem το οποίο είχε αναθέσει το Υπουργείο Πολιτισμού στον Steve Lacy για να τιμήσει με ένα δικό του «Ύμνο» την επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης. Πρώτη παρουσίαση, 29 Ιουνίου 1989.Μόλις δύο μέρες πριν έγιναν οι ηχογραφήσεις του δίσκου στο Παρίσι. Στις δύο πλευρές του βινυλίου περιλαμβάνονται και άλλα τρία κομμάτια. Η επίσημη Γαλλία προσκαλεί τον σαξοφωνίστα και συνθέτη Steve Lacy (1934 – 2004 ), έναν Αμερικανό εβραϊκής καταγωγής ο οποίος είχε ζήσει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στο Παρίσι, και είχε συνδεθεί με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της περιόδου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Steve Lacy είναι από τους κορυφαίους δημιουργούς της σύγχρονης τζαζ και της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής. Ξεχωρίζουν τρεις συμμετοχές του: Το 1957 στο κουαρτέτο του Cecil Taylor που τότε έπαιζε στα όρια της free jazz, το 1957 επίσης στην ορχήστρα του Gil Evans και το 1960 – 1963 μέλος συγκροτημάτων του Thelonious Monk. Από αυτούς τους τρεις διαμορφώθηκε, παρόλο που απέκτησε την προσωπική του φωνή. Ακόμη και στα τελευταία του κομμάτια αναγνωρίζουμε τις ασύμμετρες φράσεις του Monk, την ποικιλία των ηχοχρωμάτων του Evans και, τέλος, την ενέργεια και την ελευθερία στους αυτοσχεδιασμούς που παραπέμπουν στον Taylor. Το επιπρόσθετο στοιχείο είναι η επαφή του Steve Lacy με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, με την ζωγραφική, την ποίηση, το μπαλέτο, το σύγχρονο θέατρο – performance. Με δυο λόγια είναι από τους λίγους οι οποίοι έφεραν την τζαζ κοντά στις καλλιτεχνικές εξελίξεις του 20ού αιώνα και της έδωσε ένα διαφορετικό, και στην ουσία πνευματικό, περιεχόμενο.

Steve-Lacy

Τι έκανε λοιπόν ο Steve Lacy; Πρώτα απ’ όλα πήρε δίπλα του τους συνεργάτες μιας ζωής, αυτούς που ζυμώθηκαν με το έργο του και κινήθηκαν μέσα στο ύφος του σαξοφωνίστα διαμορφώνοντας και αυτοί το τελικό αποτέλεσμα. Μια μικρή σχετικά ομάδα πιστών, όπως λειτουργούσε παλαιότερα o  Duke Ellington ή ο Sun Ra. Το σεξτέτο συν τρεις: Bobby Few πιάνο, Steve Potts άλτο σαξόφωνο, J.J. Avenel κοντραμπάσο, John Betsch ντραμς, Irene Aebi φωνή. Οι επιπλέον: La Velle φωνή, Sam Kelly κρουστά, Glen Ferris τρομπόνι. Με την ομάδα ο Steve lacy έχει ήδη αποκτήσει αναγνωρίσιμο ήχο εδώ και δεκαετίες. Παρτιτούρες σύντομες με οδηγίες σε ορισμένα μέρη και κυρίως σόλο και ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς, δηλαδή προσαρμογή, ελευθερία, προσωπική ιδιαιτερότητα. Στο έργο Anthem κρατάει κάτι από τον γαλλικό εθνικό ύμνο. Τι ακριβώς, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Μια ιδέα βηματισμού στη ροή γίνεται αισθητή, ο ρυθμός όμως είναι εμφανώς πιο πολύπλοκος από τα απλοϊκά δύο μέρη του μαρς. Διαρκής αντιπαράθεση στοιχείων, ανισότητες φράσεων. Χαρακτηριστικά της μουσικής του τα οποία ανεβάζουν την ένταση.

Για τον «Ύμνο» του δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξε το ποίημα του Ρώσου Osip Mandelstam (1891 – 1938 ) «Το λυκόφως της ελευθερίας». Το ποίημα αυτό στην γαλλική μετάφραση αποτελεί τον άξονα της σύνθεσης και των αυτοσχεδιασμών. Οι δύο φωνές κινούνται σε γραμμές σαξοφωνικές, όπως ο Lacy και ο Potts. Μην περιμένει κανείς να ακούσει ένα τραγούδι που να μπορεί και να το πει μια άλλη φωνή. Οι μουσικοί ξέρουν τη δουλειά τους και φαίνεται ότι το απολαμβάνουν, άλλωστε μιλούμε για τη γιορτή της Ελευθερίας. Οι δύο φωνές επαναλαμβάνουν κλείνοντας τον τελευταίο στίχο « Το κόστος αυτής της γης; Δέκα ουρανοί».

 

Υ.Γ. Για το τι τράβηξε ο Osip Mandelstam στην πατρίδα του, επειδή έγραψε ένα ποίημα κατά του Στάλιν, αναφέρεται η Ευγενία Κριτσέφτσκαγια στο «Πλανόδιον», τεύχος 30, 1999.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροMarc Ferro: Ένας δημόσιος ιστορικός (της Έλλης Λεμονίδου)
Επόμενο άρθροΤο καρφί, η πατρίδα μου (διήγημα της Μένης Πουρνή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ