Λίγο πριν φύγει το 2023 μια επιλογή από τα τελευταία διαβάσματά μας μαζί με τις ευχές για ένα καλό- καλύτερο 2024
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου- Γιάννης Μπασκόζος
Αλεξάνδρα Σαμοθράκη, Ψυχοστασία, εκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα
Ένα χιουμοριστικό/ αστυνομικό/ γκροτέσκο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Αθήνα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του είναι «παρεξηγημένοι» συγγραφείς, παραλοϊσμένοι ποιητές, επίδοξοι Νομπελίστες. Στην αφήγηση παίρνουν μέρος κριτικοί λογοτεχνίας, περιοδικατζήδες, εκδότες εφημερίδων και άλλοι του πεδίου της αγοράς το βιβλίου. Κεντρική φιγούρα είναι ο Δαμιανός Ανδρέου, βιτριολικός κριτικός λογοτεχνίας (συνήθως κρίνει χωρίς να διαβάζει τα βιβλία για να μη χαλάσει το γούστο του, όπως λέει ο ίδιος), ο οποίος ερωτεύεται μια σέξυ περσόνα, την Ντάρσυ Παπαλεξάνδρου, που κινείται με ευλυγισία ανάμεσα σε επίδοξους άλλα άδοξους λογοτέχνες και εκδότες. Η ιστορία αρχίζει και τελειώνει με σειρά φόνων. Πρώτος δολοφονημένος ο ποιητής Λαμπρόπουλος και δεύτερος βαριά τραυματισμένος ο Σούρσος, εκδότης της εφημερίδας Ο Κλειδοκράτορας ενώ μια τρομοκρατική οργάνωση με τον ντίσκο τίτλο «Γιάφκα 1968» πυρπολεί την εφημερίδα του. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι φόνοι. Στην κηδεία των θυμάτων εμφανίζεται πάντα ένα στεφάνι με ομηρικούς στίχους, οι οποίοι όμως περιέχουν σε διάφορες εκδοχές τη λέξη «Κηρ». Ο Ανδρέου θα θελήσει από ένα γινάτι να εξιχνιάσει τους φόνους αυτούς έχοντας συμπαραστάτη την Ντάρσυ ενώ απέναντι του θα βρει τον αστυνόμο Καραμαλάκο, που υποπτεύεται τον Δαμιανό για δολοφόνο. Το κείμενο τρέχει γρήγορα διανθισμένο με πολλές αιχμές για το συγγραφικό κατεστημένο, τόσες που νομίζεις ότι μάλλον έχει γραφτεί γι αυτό το θέμα. Η συγγραφέας γνωστή για τα χιουμοριστικά κείμενά της στον Αναγνώστη το γλεντάει, δίνοντας σπαρταριστές χιουμοριστικές σελίδες.
Γ.Ν.Μ.
Ο Σωτήρης Πατατζής (1914–1991) είναι ένας από τους πρώτους μεταπολεμικούς πεζογράφους οι οποίοι έσπευσαν να αναδείξουν την Κατοχή και τον Εμφύλιο σε κεντρικά ζητούμενα της θεματογραφίας τους. Πριν από την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος, ο Πατατζής έδειξε, τόσο με τις συλλογές διηγημάτων του Ματωμένα χρόνια (1946), Νεράιδα του βυθού (1952) και Χαμένος παράδεισος (1965) όσο και με το μυθιστόρημά του Μεθυσμένη πολιτεία (1948), την προσήλωσή του στο πνεύμα της εποχής, συνταιριάζοντας την πίστη του στη δυνατότητα μιας άλλης κοινωνίας με την απογοήτευση η οποία προέκυψε από τις ιδεολογικές του διαψεύσεις. Η ανθολόγηση των διηγημάτων του Πατατζή, με βάση τις συλλογές του, από τον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη και τον Δημήτρη Χριστόπουλο, διαθέτει την αρετή ότι παρουσιάζει, μετά την επιλεκτική περιδιάβαση σε ένα σχετικά εκτεταμένο υλικό, κείμενα ικανά να αποκαλύψουν ξεκάθαρα το διηγηματογραφικό του στίγμα, αποδεικνύοντας εκ παραλλήλου ανεμπόδιστα τις ικανότητες, το εύρος και την αντοχή της γραφής του. Με τα επιλεγόμενά τους οι ανθολόγοι διαγράφουν σφαιρικά την τροχιά την οποία διέγραψε ο Πατατζής ως διηγηματογράφος μα και ως μυθιστοριογράφος, υπογραμμίζοντας την ιστορική σημασία της, που όπως σύντομα θα δούμε δεν μόνο ιστορική, αλλά και σύγχρονη, υπό την έννοια πως τα διηγήματά του, φτάνοντας τώρα σε ένα πλατύτερο, σίγουρα καινούργιο κοινό (κατά πάσα πιθανότητα και νεανικό) έχουν πολλά να πουν και να ομολογήσουν.
Β.Χ.
Γιάννης Μαρής, Μπούμεραγκ, ΑΓΡΑ
Μια από τις πολύ όμορφες αθηναϊκές ιστορίες του Γιάννη Μαρή, εν πολλοίς όχι πολύ γνωστή. Ο άσημος αλλά με μεγάλα σχέδια πολιτικός μηχανικός Αλέκος Κομνηνός βλέπει από το μπαλκόνι του φίλου του Μάκη Κωνσταντινίδη ένα φόνο, ή νομίζει ότι είδε. Λίγες ημέρες μετά επιβεβαιώνεται ότι στην κατεύθυνση που κοίταζε ο Αλέκος όντως διαπράχθηκε φόνος και γι αυτόν συλλαμβάνεται ένας νεαρός που κλήθηκε να πάει στο διαμέρισμα, είδε το πτώμα και η αστυνομία τον έχρισε ένοχο. Κάποιοι μελλοντικοί κεφαλαιούχοι συνεργάτες του Αλέκου βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο αναμιγμένοι στην υπόθεση και προσπαθούν να τον απομακρύνουν από την Αθήνα. Ο Αλέκος, μια νεαρή ενζενύ , ένας φίλος του κατηγορούμενου για τον φόνο κι ένας σφαιροβόλος αναλαμβάνουν να λύσουν το μυστήριο. Η έμπνευση μάλλον προέρχεται από το έργο του Χίτσκοκ «Σιωπηλός Μάρτυς»(1954) αλλά αναπτύσσεται στο κέντρο της Αθήνας. Ο Γιάννης Μαρής θα μεταφέρει τους ήρωες του σε όλα τα γνωστά στέκια της Αθήνας, στο τέλος της δεκαετίας του ΄60: Παπασπύρου, Γερο-Φοίνικας, Ελληνικό, Βυζαντινό του Χίλτον αλλά και σε μικρές ταβέρνες όπως και στα νυχτερινά μαγαζιά, τα Δειλινά΄, το Στορκ, το Μιρμάρε και καμπαρέ με ωραία εξωτικά ονόματα όπως Ροζ-Ρουζ, Παβιγιόν κ.ά. Ντυσίματα, αυτοκίνητα, συνήθειες, νέα από τις εφημερίδες της εποχής είναι το πεδίο μέσα στο οποίο εξελίσσεται η αφήγηση. Αυτό που αξίζει ακόμα περισσότερο να προσέξει ο αναγνώστης είναι η γλώσσα του Γιάννη Μαρή. Στρωτή, λιτή, με μικρές προτάσεις, λελογισμένη χρήση μεταφορών ενώ θαυμάζεις αυτό στο οποίο είναι σπουδαίος ο Μαρής: τους ακριβείς διάλογους.
Γ.Ν.Μ.
Δημοσθένης Βουτυράς, Παραρλάμα κι άλλες ιστορίες. Αιώρα
Το μικρό και κομψό αυτό βιβλιαράκι ξαναφέρνει στο προσκήνιο τον Δημοσθένη Βουτυρά, έναν μεγάλο συγγραφέα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Πρωτοπόρος, μοντέρνος, ρηξικέλευθος στα θέματά του έγραψε πάνω από 500 διηγήματα. Το «Παραρλάμα» είναι το πιο γνωστό από τα οκτώ διηγήματα του τομίδιου αυτού, καθώς περιέχεται και στα σχολικά βιβλία αλλά έχει γίνει και graphic novel. To διήγημα αυτό ακόμα και σήμερα προξενεί λογοτεχνικό ενδιαφέρον με την πολυσημία του καθώς είναι δύσκολο να καταταχτεί κινούμενο μεταξύ ρεαλισμού, φανταστικού, γκόθικ και εξπρεσιονισμού. Από τα υπόλοιπα διηγήματα στέκεται κανείς με δέος στο «Ο θρήνος των βοδιών», ένα συνταρακτικό κείμενο για τις σφαγές των ζώων, στη σχέση μας με τον χρόνο στο «Οι αχώριστοι», στην παραβολή που έχει τίτλο «Κατ΄εικόνα» στην έννοια του φόβου στο «Ο ταξιδιώτης», στη σχέση θάρρους και δειλίας μπροστά στο θάνατο στο «Είχε τα μέτρα του» κ.τ.λ. Η μικρή αυτή συλλογή είναι αφορμή ώστε ο καλός αναγνώστης να ψάξει να βρει και το υπόλοιπο έργο του διάσπαρτο σε πολλές εκδόσεις, πολλές εξ αυτών ήδη εξαντλημένες.
Γ.Ν.Μ.
Δημήτρης Μαμαλούκας, Η απαγωγή του εκδότη, Κέδρος
Πληθαίνουν τα αστυνομικά που περιλαμβάνουν εκδότες με απαγωγές και φόνους. Ο Μαμαλούκας διακεκριμένος στα αστυνομικά μυθιστορήματα με εκδότες και συγγραφείς μας δίνει μια άλλη παλιότερη και τώρα σε επανέκδοση εκδοχή. Ο ήρωας, ο Πάολο, εξειδικευμένος πωλητής ρολογιών εργάζεται σε μια μεγάλη επιχείρηση ρολογιών που έχουν δύο ιταλοί. Προσπαθώντας να πουλήσει ένα σπάνιο δείγμα ρολογιού στον Περούτσι, ένα μεγιστάνα του υποκόσμου, θα κάνει ένα λάθος με την κόρη του μαφιόζου, Κάρλα, και ο τελευταίος θα τον κυνηγήσει με αποτέλεσμα ο Πάολο να καταφύγει στη νότια Ιταλία. Εκεί θα αρχίσει από την αρχή τη ζωή του ενώ παράλληλα βρίσκει διέξοδο στη συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο γίνεται μπεστ σέλερ. Κατά σύμπτωση εκδότης του είναι η Κάρλα, που έχει παντρευτεί έναν πρώην οδηγό φόρμουλας, τον Αντόνιο, που διευθύνει τον εκδοτικοί οίκο και με τον οποίον ο Πάολο γίνεται φίλος. Στο μυαλό του Πάολο σχηματίζεται το σχέδιο εκδίκησης της Κάρλας. Βοηθούς του θα έχει δύο αδέλφια, μάγκες του ιταλικού Νότου. Η αφήγηση αρχίζει στη Νέα Υόρκη, μεταβαίνει στην Ιταλία, βόρεια και νότια, διασχίζει το Ιόνιο για να καταλήξει στην Λευκάδα. Πρόκειται για το χρονικό μιας αργής, βασανιστικής εκδίκησης, με πολλά κεφάλαια και πολλές περιπέτειες. Ο Μαμαλούκας χειρίζεται με σφικτό τρόπο το υλικό του οδηγώντας την υπόθεση στην κάθαρση.
Γ.Ν.Μ.
Αντώνης Πάσχος, Αδελφομοίρι και άλλες ιστορίες. Διηγήματα. Εκδόσεις Στερέωμα.
Μετά από δύο μυθιστορήματα σχετικά με την ηρωική φαντασία και την εφηβική ενηλικίωση, ο Αντώνης Πάσχος επανέρχεται στην πεζογραφική παραγωγή με μια εντελώς διαφορετικού ύφους και προσανατολισμού συλλογή διηγημάτων, το Αδελφομοίρι, που διαδραματίζεται κατά τη δεκαετία του 1940 στο τοπικό ιστορικό περιβάλλον της Δράμας και έχει ως φόντο την εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της βουλγαρικής κατοχής. Η εξέγερση ξέσπασε στις 28 Σεπτεμβρίου και διήρκεσε μέχρι τις 2 Οκτωβρίου του 1941. Μέσα σε ένα τριήμερο οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέβαλαν τους Έλληνες εξεγερμένους, αλλά η διάρκεια της εξέγερσης στα διηγήματα του Πάσχου περιλαμβάνει τα προανακρούσματα του ελληνικού Εμφυλίου, τις αδιάκοπες συγκρούσεις ανάμεσα στην ελληνική και τη βουλγαρική πλευρά, όπως και τις διαρκείς μετακινήσεις Βουλγάρων και Ελλήνων από τη μεριά των συνόρων στην άλλη. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως ο αέρας που κυκλοφορεί μεταξύ των κειμένων του Πάσχου είναι βαριά φορτισμένος τόσο από τη βία των αντιθέσεων με τους Βούλγαρους όσο και από τη δυσβάστακτη ατμόσφαιρα του επερχόμενου Εμφυλίου. Η χρησιμοποίηση του τοπικού ιδιώματος μας εξοικειώνει πάραυτα με αυτό το κλίμα, αποδεικνύοντας πως η συζήτηση η οποία ξεκίνησε πρόσφατα για τη χρήση τοπικών ιδιωμάτων στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία θα πρέπει να λάβει υπόψη της, προτού καταλήξει σε συμπεράσματα (αν χρειάζεται να καταλήξει οπωσδήποτε σε συμπεράσματα), τις περίπλοκες δραματουργικές ανάγκες τις οποίες μπορεί να εξυπηρετήσει η ιδιωματική γλώσσα, ιδίως όταν ανάλογες ανάγκες καλούνται να εκφράσουν καίριες στιγμές του ιστορικού μας βίου.
Β.Χ.
Νικόλας Σεβαστάκης, Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Πατάκη.
Το δεύτερο μυθιστόρημα του Νικόλα Σεβαστάκη κολυμπά στα νερά της νεότερης πολιτικής ιστορίας και ειδικότερα της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), όπως και στον ελληνικό κόσμο της δεκαετίας του 1990. Πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα είναι ένας σημερινός πενηντάρης, αλλά η αφήγηση εστιάζει τον φακό της στη δεκαετία του 1990 (με μουσικές, ταινίες και λογοτεχνικά βιβλία της εποχής), όταν ο ίδιος ζει από τα φιλολογικά μαθήματα τα οποία δίνει σε ένα φροντιστήριο. Ο Άρης Χειμωνίτης κάνει μια αθόρυβη καθημερινή ζωή, όντας κάπως ερωτευμένος με ένα κορίτσι, που γρήγορα θα φύγει στη Γερμανία, καθώς και αρκετά απομονωμένος από τους ανθρώπους της γενιάς του, οι οποίοι απολαμβάνουν την οικονομική ασφάλεια και την ξεγνοιασιά μιας ανέφελης Ελλάδας. Αδιάφορος για τον πολιτικό του περίγυρο και αμέτοχος από πεποίθηση στα δημόσια πράγματα, ο Άρης σκαρώνει διηγήματα του φανταστικού και είναι επίδοξος συγγραφέας όταν γνωρίζεται με δυο συνομηλίκους των γονιών του, που τον σπρώχνουν εκόντα άκοντα να βουτήξει το κεφάλι στην ιστορία των διώξεων και των βασανισμών της χούντας, οπότε και η μάνα του, διορθώτρια τυπογραφικών δοκιμίων λογοτεχνίας, υπέστη σοβαρό σωματικό και ψυχικό τραυματισμό. Με προσεγμένο γράψιμο, με αντιηρωικούς πρωταγωνιστές, με πολλαπλές παράλληλες ξεχωριστές ιστορίες, οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, με ευρεία πλην κάθε άλλο παρά χαλαρή συνθετική επιφάνεια, με σωστά υπολογισμένες και κατανεμημένες χρονικές μετακινήσεις από τη δεκαετία του 1990 προς την ιστορία της χούντας και από εκεί προς το παρόν και των ημερών μας, ο Σεβαστάκης δείχνει με ποιον τρόπο το τραύμα των παλαιότερων μεταβιβάζεται στους νεότερους, τροφοδοτημένο εξαρχής και ριζικά πλέον μετασχηματισμένο.
Β.Χ.
Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, επίμετρο: Δημήτρης Πολυχρονάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Από τα πιο παλιά μυθιστορήματα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας παρουσιάζεται εδώ στην πολύ επιτυχημένη σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης με φιλολογικές επιμέλειες παλαιότερων κειμένων. Ο Λουκής Λάρας είναι η ιστορία ενός χιώτη από πλούσια οικογένεια της Σμύρνης , η οποία μετά την επανάσταση του 1821 και υπό τον φόβο αντιποίνων περνά απέναντι στη Χίο. Η μετέπειτα εισβολή των Τούρκων στη Χίο και η καταστροφή της αναγκάζει την οικογένεια να μεταφερθεί με πλοιάριο στη Μύκονο και από εκεί στις Σπέτσες και μετά στην Τήνο με διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς. Ο Λουκής θα είναι πια ένας φτωχός ψαράς της Τήνου και θα προτιμήσει να ξαναπάει στη Χίο να βρει κρυμμένα τιμαλφή της οικογένειας του. Μετά από περιπέτειες θα τα καταφέρει αλλά θα προτιμήσει να δώσει τα χρήματα για να ελευθερώσει από ένα τοπικό χαρέμι μια μικρή σκλάβα, μακρινή συγγενή του, την Δέσποινα. Θα επιστρέψουν στην Τήνο και η περιπέτεια του ζεύγους θα έχει ευτυχή κατάληξη στο Λονδίνο με γάμο και πολλά χρήματα. Ο επιμελητής του τόμου Δημήτρης Πολυχρονάκης, ειδικός στον 19ο αιώνα, σημειώνει ότι το κείμενο αυτό είχε χαρακτηριστεί από ορισμένους αντιπατριωτικό, καθώς πρόκειται για την ιστορία ενός έλληνα που αγνοεί τον πατριωτικό πόλεμο του 1821 και ενδιαφέρεται μόνον για την ατομική του ευτυχία. Ο Πολυχρονάκης όμως σημειώνει ότι η ιστορία του Λουκή Λάρα είναι ή ιστορία των άδοξων και ταλαιπωρημένων αμάχων του 1821. Σε αυτό βοηθάει πολύ η απλή γλώσσα, το συγκινησιακά αποφορτισμένο κείμενο και οι μετριοπαθείς τόνοι του. Το μυθιστόρημα του Βικέλα γραμμένο το 1879 σηματοδοτεί μαζί με τα κείμενα του Βιζυηνού το πέρασμα από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό και την ηθογραφία. Είναι θα λέγαμε ένα ευρωπαϊκό μυθιστόρημα.
Γ.Ν.Μ.
Μάκης Καραγιάννης, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται. Μυθιστόρημα. Μεταίχμιο.
Με το πρώτο του μυθιστόρημα Το όνειρο του Οδυσσέα (2011), ο Μάκης Καραγιάννης θα αναθέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ έναν ήρωα που μεταμορφώνεται από αντικαθεστωτικό φοιτητή την εποχή της χούντας σε διεφθαρμένο πανεπιστημιακό της Ελλάδας του 21ου αιώνα. Με το δεύτερο μυθιστόρημα και τρίτο πεζογραφικό του βιβλίο (προηγήθηκε η συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα του 2007), υπό τον τίτλο Πόλη χωρίς θεούς (2017), ο Καραγιάννης θα μπει στην καρδιά της κρίσης, ανατέμνοντας όλες τις συνιστώσες της. Με το τωρινό του μυθιστόρημα Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, ο συγγραφέας ολοκληρώνει την τριλογία του δια της αναγωγής σε μια από τις ρίζες του κακού που τρώνε τη μεταπολεμική Ελλάδα: στις τελευταίες ώρες του Εμφυλίου, εν έτει 1949, στη Δυτική Μακεδονία. Εικάζεται αμέσως η ένσταση: πάλι ένα μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο; Σύμφωνοι, αλλά ο Εμφύλιος είναι ακόμη ένα τραύμα υπό επεξεργασία – και πιθανόν όχι μόνο για τη γενιά του Καραγιάννη, που διασώζει κάποιες εμφυλιοπολεμικές διηγήσεις στην παιδική της μνήμη, αλλά και για τους νεότερους, τουλάχιστον για όσους εξ αυτών θέλουν να μάθουν μέσω της λογοτεχνίας για τις πρόσφατες (ούτε ενενήντα χρόνια) ιστορικές τους ρίζες. Πατώντας πάνω στη γραμμή της Καθόδου των εννιά (1963) του Θανάση Βαλτινού και του Κιβωτίου (1975) του Άρη Αλεξάνδρου, πιάνοντας ίσως το νήμα και από την επανεκκίνηση του Παναγιώτη Σ. Χατζημωυσιάδη με το Χιόνι των Αγράφων (2021), ο Καραγιάννης ξεδιπλώνει τις τελευταίες ώρες μιας ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού, που έχοντας αποκοπεί από το κύριο σώμα της οδηγείται σε βέβαιο θάνατο αφού πρώτα διαμελιστεί εις τα εξ ων συνετέθη. Όπως σε όλα τα μυθιστορήματα της τελευταίας πεντηκονταετίας για τον Εμφύλιο, η σύρραξη διεκδικεί εδώ μια διπλή αλήθεια, μια συστέγαση του λόγου των νικητών και των ηττημένων.
Β.Χ.
Μιχάλης Μοδινός, Τα θαύματα του κόσμου. Εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρώτη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μοδινού μετά από πλήθος μυθιστορημάτων. Η μορφή του διηγήματος προετοιμάστηκε σίγουρα με τις ομόκεντρες ιστορίες καθημερινότητας του μυθιστορήματος Το πλέγμα (2018), αλλά εδώ ο συγγραφέας μοιάζει να επιχειρεί ένα είδος επιτομής της μυθιστορηματικής του παραγωγής ενόσω αναμιγνύει πολλαπλές αφηγηματικές γωνίες και πληθώρα αφηγηματικών προσώπων (να προσθέσω και τις δοκιμιακού τύπου μεταμφιέσεις) προκειμένου να ξετυλίξει τις διηγήσεις του. Και τις ακριβώς μας λένε αυτές οι διηγήσεις; Μετακινούμενος από το Βόρειο Πακιστάν, τις Βρυξέλλες, την Αλβανία, την Ελβετία, το Σουδάν, την Αιθιοπία και την Γκάνα μέχρι τη Μέση Ανατολή, τα νησιά του Αιγαίου, την Αρναία και το Περθ, και ταξιδεύοντας εκ παραλλήλου εντός του ιστορικού χρόνου από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και τις ημέρες μας, ο Μοδινός θα ανατρέξει σε όλα τα μυθιστορηματικά του μοτίβα: στη γεωγραφία και στην οικονομία, στην πολιτική και στην Ιστορία, στην άγρια φύση και στον κοσμοπολιτισμό, στην κριτική της Δύσης, καθώς και στην απόρριψη του εθνικισμού και του εθνικολαϊκισμού, στον τόπο και στο τοπίο, αλλά και στην ουτοπία και στο όνειρο ή στην ποιητική γλώσσα της φυγής, της απόδρασης και της λύτρωσης (αναφέρω μόνο τα βασικά), βάζοντας από πίσω τους, χάρη και στην πολυθεματική ευχέρεια την οποία προσφέρει το διήγημα ως είδος, μια δέσμη υπαρξιακών απολήξεων: την κούραση των επαγγελματιών των διεθνών συμφωνιών και των διεθνών σχέσεων, τον έρωτα νεότερων και γηραιότερων (σπουδαστών, χρηματιστών, εταιρικών στελεχών και εξερευνητών) για τις πιο διαφορετικές γυναίκες, τον φόβο ενώπιον της αρρώστιας και του θανάτου ή τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται και λειτουργούν στον νου μας το παρελθόν και η μνήμη.
Β.Χ.
Γεωργία Τάτση, Χορός στα ποτήρια, Βακχικόν
Μια νουβέλα σαν ηπειρώτικό μοιρολόι. Ιστορία δύο οικογενειών σε δυόμιση διηγήματα ή αλλιώς μια ολοκληρωμένη νουβέλα. Ο Αλεξάντερ ζει ως μετανάστης στη Σουηδία. Η ζωή του είναι δύσκολη, αυτή του ξένου, του αποσυνάγωγου. Η γνωριμία του με την Κιμ τον εισάγει σε μια κανονική κοινωνική ζωή. Ζει με την αγαπημένη του και την κόρη της Σεσίλια. Τον τυραννάει το παρελθόν. Στο χωριό του, το Κλειστό στην Ήπειρο, έχει αφήσει πάνω του σκληρά τα σημάδια του. Από την αδελφή του μαθαίνει ότι ο ξάδελφός του Δημήτρης έχει μείνει παράλυτος μετά από βασανιστήρια στη διάρκεια της χούντας. Μετά την μεταπολίτευση κατεβαίνει στην Αθήνα για το γάμο της αδελφής του. Εκεί θα συναντήσει τον Τάσο, τον αστυνομικό που ευθύνεται για το σακάτεμα του ξαδέλφου του. Πάνω σε ένα χορό θα προσπαθήσει να τον εκδικηθεί αλλά θα χάσει και πάλι, θα δολοφονηθεί από τον Τάσο. Στη δεύτερη νουβέλα βρίσκουμε τον Τάσο, μόνο του- έχει πεθάνει η γυναίκα του – να ζει μια άθλια ζωή. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Θα έρθει και θα έχει τη μορφή της Σουηδής κόρης του Αλεξάντερ. Ο θάνατος κάνει κύκλους σε αυτή τη νουβέλα και πληγώνει όλους τους χορευτές ενός προαναγγελθέντος ματωμένου χορού. Οι μνήμες δεν εξαλείφονται, τα τραύματα κυριαρχούν πάνω στη ζωή και η ευτυχία είναι άπιαστη.
Γ.Ν.Μ.
Ζωρς Περέκ, Ζωή οδηγίες χρήσεως, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον
Το αστραφτερό αυτό μυθιστόρημα εξαίρετο δείγμα του κινήματος της δυνητικής λογοτεχνίας (OuliPo), επανεκδίδεται από τον ίδιο εκδότη και μεταφραστή με την προσθήκη ενός χρηστικού επιμέτρου του δεύτερου, Αχιλλέα Κυριακίδη. Το μυθιστόρημα Ζωή οδηγίες χρήσεως είναι κάθε άλλο παρά οδηγίες ζωής ή ανάγνωσης. Πιστοποιεί ότι κάθε ανάγνωση είναι μοναδική κι αυτό μπορεί να το διαπιστώσεις εύκολα αν ρωτήσεις διάφορους αναγνώστες του να σου πουν τη γνώμη τους. Η ιστορία αποτελείται από ιστορίες των ανθρώπων και των πραγμάτων (ναι, των πραγμάτων0, που ζουν και βρίσκονται στα διαμερίσματα μιας πολυκατοικίας, από το υπόγειο έως το ρετιρέ. Αν ο Οδυσσέας του Τζόυς είναι μια τεράστια αφήγηση μέσα σε μια μόνο ημέρα, το Ζωή οδηγίες χρήσεως είναι πολλές αφηγήσεις σε μια και μοναδική νοητή στιγμή. Ο Περέκ συλλαμβάνει όλους τους ενοίκους της πολυκατοικίας, ακόμα και τα πράγματα, σε μία και μοναδική στιγμή σα να τους φωτογραφίζει με μια στιγμιαία Kodak, μόνο που, όπως επισημαίνει ο Αχ.Κυριακίδης, προσθέτει τη διάσταση του βάθους και εξηγεί: ένα παιδάκι που κάθεται στα σκαλιά και διαβάζει ένα βιβλίο είναι κι αυτά που σκέπτεται εκείνη τη στιγμή το παιδάκι, κι αυτά που διαβάζει στο βιβλίο, κι αυτά που σκέπτονται οι ήρωες του βιβλίου και οι συγκυρίες που έφεραν το παιδάκι να κάθεται στα σκαλιά και να διαβάζει το βιβλίο. Καλή μοναχική απόλαυση!
Γ.Ν.Μ.
Μάγκι Νέλσον, Σπουδή στο μπλε, μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Αντίποδες
Ένα ποιητικό βιβλίο που μοιάζει με πεζό αλλά θα μπορούσε να είναι συλλογή στοχασμών ή μια (όχι κανονική) διατριβή πάνω στο χρώμα μπλε. Τι είναι τελικά το μπλε για την Νέλσον; Το χρώμα απλώς που της αρέσει; Που την κάνει να σκέφτεται; Που διευρύνει τις αισθήσεις της; Ένα υποκατάστατο της πιθανής κατάθλιψης της; Μια αυτοβιογραφία; Μια σπονδή σε έναν χαμένο έρωτα ; To μικρό και κομψό αυτό βιβλίο αποτελείται από 240 καταγραφές ελάχιστων σειρών. Στοχασμοί διάσημων καλλιτεχνών και στοχαστών και άλλων όχι τόσο γνωστών που συμπλέουν ή αποκλίνουν με τις προσωπικές απόψεις της συγγραφέως. Ο Γκαίτε έλεγε ότι «μας αρέσει το μπλε, όχι γιατί μας πλησιάζει, αλλά γιατί μας έλκει εκείνο προς του μέρος του». Το μπλε στις διάφορες εκδοχές του είναι ένα φετίχ πίσω από το οποίο κρύβεται με χιλιάδες προσωπεία ο εκπεσών έρωτας. Στοχαστές όπως ο Βιτκενστάιν ή ο Ντεριντά, σκηνοθέτες όπως ο Κορνέλ ή ο Γουόρχολ, ποιητές όπως ο Μαλαρμέ ή ο Γκαίτε βοηθούν την Μάγκι Νέλσον να απλώσει ένα μπλε μετείκασμα στη συνείδησή της.
To μπλε χρώμα γίνεται ένα μέσο για να στοχαστεί η Νέλσον για την επώδυνη γραφή των γυναικών όταν γράφουν για την απώλεια, την κατάθλιψη, τη σεξουαλική πράξη(το πήδημα , όπως το μεταφράζει η ΚΓ) και τον σωματικό πόνο. Είναι η εξερεύνηση της αγάπης και του προσωπικού πόνου όπως διαθλάται μέσα από το μπλε χρώμα. Ένα ιδιαίτερο βιβλιαράκι για απαιτητικούς αναγνώστες.
Γ.Ν.Μ.
Μπέρτραρντ Μάλαμουντ, Ο βοηθός. Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο σημαντικότερος χαρακτήρας στο μυθιστόρημα του Μάλαμουντ δεν είναι ο Μόρις, αλλά ο Φρανκ. Μικροαπατεώνας, δίχως πεντάρα στην τσέπη, αδαής περί τα πάντα, μίζερος και τρομοκρατημένος, ο Φρανκ, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τον Μόρις που τον περιέθαλψε και όντας ερωτευμένος με την κόρη του, μπαίνει σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης, που αποτελεί και το μυθιστορηματικό κλειδί για το μήνυμα του Βοηθού. Το κλουβί στο οποίο έχουν κλειστεί ο Μόρις και η οικογένειά του, που δεν θα αποφύγουν εντέλει τη χρεοκοπία, τη μοίρα της φτώχιας τους και την υπεροχή των μεγαλομπακάληδων, θα το ανοίξει μόνο ο Φρανκ, αλλάζοντας τον εαυτό του και τους προσανατολισμούς του (ακόμα και ολόκληρο τον ψυχισμό του) από ώρα σε ώρα και από ημέρα σε ημέρα: θα δουλέψει σαν σκλάβος στο μαγαζί, θα ομολογήσει τις ενοχές για το κακό παρελθόν του στον Μόρις και την κόρη του, θα πιάσει δεύτερη δουλειά για να συντρέξει το μπακάλικο και να βοηθήσει τις σπουδές της Έλεν, και θα σώσει τους εβραίους από την καταστροφή, την κατάθλιψη και τον ντετερμινισμό, καταλήγοντας να γίνει ο ίδιος ένας άλλος. Στις δυο τελευταίες αράδες του βιβλίου μαθαίνουμε πως ο ήρωας κάνει περιτομή, όμως ο εξαιρετικά δουλεμένος αυτός πρωταγωνιστής δεν αναζητεί τη λύτρωση μεταξύ των εβραίων – διεκδικεί και πετυχαίνει τη δική του σωτηρία εξαιτίας του πόθου του να μεταβάλει όπως και όσο κανένας άλλος τη ζωή του. Ο Μάλαμουντ είναι μέγας μάστορας στον τρόπο με τον οποίο φωτίζει τόσο τα αφηγηματικά του πρόσωπα όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Ο μελαγχολικός Μόρις και η αγχώδης σύζυγος, η αθώα, γεμάτη ηθικούς φραγμούς και φυσική ομορφιά κόρη και ο έτοιμος να αντικρίσει με διαφορετικό βλέμμα τον κόσμο Φρανκ. Με μια γραφή ικανή να αναδείξει υπόκωφα το μέγεθος του οικονομικού κινδύνου, παίζοντας ακατάπαυστα με τις αποχρώσεις του στην ψυχολογία του κάθε ήρωα ξεχωριστά, και με λόγο πρόθυμο να υποδείξει με τις ελάχιστες λέξεις του το πού τελειώνει ο κυνισμός και το πότε ξεκινά η κοινωνική ηθική, ο Μάλαμουντ επιβεβαιώνει το κύρος και την αξία του. Πλαστική και ευαίσθητη η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
Β.Χ.
Κέντρο του κειμένου του Σκλόφσκι, σε ωραία μετάφραση, με λεπτομερή υπομνηματισμό, καθώς και με ένα πυκνό διαφωτιστικό επίμετρο (τουλάχιστον για τις νεότερες γενιές) της Νιόβης Ζαμπούκα, αποτελεί η περιοχή του Ζωολογικού Κήπου του Βερολίνου, όπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 ξεκίνησαν, υπό την πίεση της θυελλώδους πολιτικής αλλαγής στον τόπο τους, να εγκαθίστανται κατά συρροήν ρώσοι εμιγκρέδες. Εμιγκρές είναι τότε και ο Σκλόφσκι, που δημοσιεύει το Ζοο. Γράμματα όχι για την αγάπη εν έτει 1923 (εκατό χρόνια πριν). Παραλήπτρια των επιστολών του Σκλόφσκι είναι η μυθιστορηματική Άλια, που αντιστοιχεί στην αληθινή Έλσα Τριολέ, κατοπινή σύζυγο του Λουί Αραγκόν και πρώτη γυναίκα πεζογράφο η οποία απέσπασε το βραβείο Γκονκούρ (αδερφή της Λίλια Μπρικ, μούσας της ρωσικής avante-garde, και συζύγου του Όσιπ Μπρικ, επίσης διακεκριμένου κριτικού του φορμαλισμού). Στις επιστολές του Σκλόφσκι υπάρχει μια χλιαρή ανταπόκριση της Άλια, πάντοτε για το δικό του κακό αφού όχι μόνο δεν καλοδέχεται την ερωτική του φλόγα μα και φροντίζει πάντοτε να τον περιλούζει με παγωμένο νερό, με όγκους ψυχρότητας και, το χειρότερο, με αποστροφές διαρκούς υποβάθμισης και απαξίωσης. Όσα ερωτικά τολμά να ψελλίσει ο επιστολογράφος, υποφέρουν για την Άλια από έναν αθεράπευτο εγωκεντρισμό ο οποίος δεν του δίνει καν το δικαίωμα να μιλάει για αγάπη. Μα, η Άλια δεν υπάρχει. Τα πραγματικά της γράμματα καταστράφηκαν νωρίς. Όπως κι αν έχει με το ανεκδοτολογικό μέρος του έρωτα του Σκλόφσκι, τα πάντα στο βιβλίο του συνιστούν μυθοπλαστική επινόηση, της Άλια συμπεριλαμβανομένης. Όσο για το ίδιο το μυθιστόρημα, γρήγορα θα καταλάβουμε πως προβάλλει εξ ολοκλήρου ως μια προωθημένη μοντέρνα φόρμα (η εμφάνιση του ρωσικού φορμαλισμού συμπίπτει ιστορικά με την κορύφωση του ευρωπαϊκού μοντερνισμού), που συγκεράζει ήδη πολύ διαφορετικά μεταξύ τους είδη και μεθόδους γραφής (πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη μυθιστορηματική αφήγηση, δοκίμιο, διήγημα, ακόμα και ποίηση), για να αναδυθεί εντέλει μπροστά στα μάτια μας ως πεδίο εφαρμογής της θεωρίας του φορμαλισμού – ως αγώνας για την επίτευξη της λογοτεχνικότητας.
Β.Χ.
Pierre Assoulin, Το υπερωκεάνιο. Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Μαριάνθη Παράσχου. Πόλις.
Τον Μάιο του 1932, το υπερωκεάνιο «Ζορζ Φιλιππάρ», κορωνίδα της γαλλικής ναυσιπλοΐας, βυθίζεται μετά από πυρκαγιά στις ηλεκτρικές του εγκαταστάσεις στα ανοικτά του Περσικού Κόλπου, θυμίζοντας το ναυάγιο του «Τιτανικού». Το καράβι θεωρείται, όπως και μια εικοσαετία νωρίτερα ο «Τιτανικός», αβύθιστο λόγω των υψηλών τεχνικών προδιαγραφών του. Επιστρέφει από την παρθενική του κρουαζιέρα στην Ιαπωνία. Πενήντα σχεδόν επιβάτες χάνουν τη ζωή τους και ανάμεσά τους βρίσκεται ο διάσημος ρεπόρτερ Αλμπέρ Λοντρ. Αυτή είναι η ιστορία την οποία ξεδιπλώνει ο κατ’ επανάληψη μεταφρασμένος στα ελληνικά μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος Πιέρ Ασουλίν στο μυθιστόρημά του «Το υπερωκεάνιο», που μόλις κυκλοφόρησε σε εξαιρετική μετάφραση της Μαριάνθης Πάσχου από τις εκδόσεις Πόλις. Ο Λοντρ ρίχνει τη σκιά του στο βιβλίο του Ασουλίν (έχει ασχοληθεί ως βιογράφος μαζί του), αλλά την πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ αναλαμβάνει ο μυθιστορηματικός Ζακ Μαρί Μποέρ, βιβλιοπώλης σπάνιων εκδόσεων και συλλέκτης.
Β.Χ.
M. Goetzee, Ο Πολωνός. Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Χριστίνα Σωτηροπούλου. Δόπτρα.
Το νέο μυθιστόρημα του Κουτσί μιλάει για τον έρωτα σε προχωρημένη ηλικία, για την αγάπη και για τον θάνατο, αλλά και για το θερμό ή ψυχρό ρίγος της ύπαρξης, σε μεγαλύτερους και μικρότερους, ακουμπώντας στις πιανιστικές μελωδίες του Σοπέν και στo «La vita nuova» του Δάντη, και περνώντας από τη Μαγιόρκα (όπου στάθμευσε και ο Σοπέν), από τη Βαρσοβία (η Πολωνία αποτελεί την πατρίδα του τελευταίου) και (εμμέσως πλην σαφώς) από την Ιταλία. Η Μπεατρίθ είναι μια πενηντάχρονη Ισπανίδα, που εργάζεται στον Κύκλο Κονσέρτων της Βαρκελώνης, διοργανώνοντας ρεσιτάλ μουσικής στην πόλη. Εκεί θα γνωρίσει και τον Βίτολντ, εβδομηντάχρονο Πολωνό πιανίστα, διάσημο για την εκτέλεση έργων του Σοπέν. Ο πιανίστας ερωτεύεται την Μπεατρίθ με τον τρόπο που ερωτεύτηκε ο Δάντης τη Βεατρίκη, ξαπλώνουν μαζί στη Μαγιόρκα, αλλά η Ισπανίδα παραμένει απαθής μέχρι και τον θάνατό του στην Πολωνία. Δεν θέλει να διαλύσει τον γάμο της και να ταράξει τα δύο αγόρια της; Δεν τον έχει ερωτευτεί, είναι πολύ πραγματίστρια ή τον βρίσκει μέχρι και αποκρουστικό; Μήπως πάλι απαιτεί εκ μέρους του ισχυρότερη έκφραση της λατρείας του και καταδήλωση της αγάπης του; Ό,τι κι αν είναι, τα ποιήματα (γραμμένα στα πολωνικά) που της αφήνει ως κληροδότημα, την κάνουν να προσηλωθεί στη θύμησή του ή εν πάση περιπτώσει να δυσκολευτεί να τον ξεχάσει. Γραμμένος από την οπτική γωνία της Μπεατρίθ (αν και σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο), «Ο Πολωνός» δεν καταπιάνεται με τις παλαιότερες πρωτοποριακές αναζητήσεις του Κουτσί, αν και τις κρατάει εγγεγραμμένες στον πυρήνα της αφήγησης με την ειρωνεία, την αμφιβολία και τον σκεπτικισμό να διατρέχουν κάθε σκέψη της Μπεατρίθ.
Β.Χ.
Yukio Mishima, Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, ΑΓΡΑ
Επανακυκλοφορεί το πρώτο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Γιούκιο Μισίμα σε νέα μετάφραση. (Παλιότερη του Λουκά Θεοδωρακόπουλου στις εκδόσεις Οδυσσέας). Ο ήρωας του, Κοτσάν, ένας έφηβος νιώθει την ανάγκη να «συνομιλήσει» με τον πόθο του. Τον εξιτάρει η ομορφιά του γυμνού σώματος του Αγίου Σεβαστιανού που την παρατηρεί σε ένα λεύκωμα τέχνης. Στον δρόμο τον ελκύουν τα αρσενικά, ναύτες ή κακοποιοί. Στο σχολείο τον ελκύει ένας χαρισματικός συμμαθητής του. Το να αισθάνεσαι έλξη για το ανδρικό φύλο όντας άνδρας είναι ένα τεράστιο εμπόδιο σε μια συντηρητική κοινωνία. Θα προσπαθήσει να υπερβεί τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα κάνοντας μια προσπάθεια προσέγγισης της ευαίσθητης και προσηνούς Σονόκο αλλά θα αποτύχει. Οι προσπάθειες του να καθυποτάξει τον πόθο του και ταυτόχρονα να βρει την ταυτότητά του μπορούν να ευοδωθούν μόνον αν βρει τη δύναμη να πάει κόντρα στον περίγυρο και να κατακτήσει μια άλλη προσωπική και κοινωνική ζωή. Ο ίδιος ο Μισίμα έχει περιγράψει το πόσο δύσκολη ήταν η προσπάθεια επικύρωσης της ταυτότητάς του λέγοντας χαρακτηριστικά «προτού γράψω αυτό το βιβλίο η ζωή που ζούσα ήταν η ζωή ενός πτώματος».
Γ.Ν.Μ.
Τόμας Χάρντυ, Μακριά απ΄το αγριεμένο πλήθος, μτφρ.Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτης
Για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά το περίφημο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ, γνωστό και από την όμορφη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη από τον Τζον Σλένσιτζερ με την Τζούλι Κρίστι στον ρόλο της βασικής ηρωίδας του Μπαθσίμπα Έβερντιν. Η Έβερντιν είναι μια δυναμική νεαρή ανεξάρτητου χαρακτήρα γυναίκα, την οποίαν διεκδικούν τρεις άνδρες. Ο Γκάμπριελ Όουκ, βαθιά ερωτευμένος μαζί της. Ο λοχίας Τρόι, γοητευτικός, ελαφρώς ανήθικος και γι αυτό επικίνδυνος. Και ο μεσήλικας κτηματίας Μπόλντγουντ, σίγουρο μέλλον αλλά χωρίς έρωτα. Το όλο σκηνικό παίζεται στον φανταστικό τόπο Ουέσεξ. Γύρω τους οι θαμώνες μιας παμπ που λειτουργούν ως χορός, σχολιάζουν και σηματοδοτούν την κοινωνία της εποχής. Ο Μπόλντγουντ θα κάνει πρόταση στην Μπαθσίμπα μην αντέχοντας άλλο τον πόθο που τον ταλανίζει λέγοντας «Αν μπορείτε να μ΄αγαπήσετε δεσποινίς Έβερντιν , πείτε μου. Κι αν όχι, μην πείτε όχι» για να του απαντήσει «Μη συνεχίζετε άλλο- σας παρακαλώ. Δεν το αντέχω να αισθάνεστε εσείς τόσα πολλά κι εγώ να μη νιώθω τίποτα». Η αφήγηση του τρίο που πολιορκεί την Μπαθσίμπα διακρίνεται από μια ευγένεια και τρυφερότητα ώστε τα αισθήματα και των τριών ακόμα κι όταν κονταροχτυπιούνται δίνουν την αίσθηση μιας πολυφωνικής μουσικής παράτας. Ο Τόμας Χάρντυ έγινε δημοφιλής με αυτό το μυθιστόρημα αν και κυρίως ήταν καλός ποιητής.
Γ.Ν.Μ.