του Σπύρου Κακουριώτη
Η επικαιρότητα, σχεδόν πάντα θλιβερή, υπερβαίνει μια στήλη που γράφεται με άλλους ρυθμούς και αγγίζει τα καθ’ ημέραν χωρίς να ταυτίζεται μαζί τους. Αν άρχιζε να γράφεται σήμερα, θα περιλάμβανε μελέτες περιβαλλοντικής ιστορίας, φυσικών καταστροφών, επιδημιών και ασθενειών… Αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί όταν ηχούσε το πληκτρολόγιο – μολονότι η μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων έπρεπε να μας είχε κάνει όλους περισσότερο υποψιασμένους… Όμως, εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.
Αλέξανδρος Μακρής, «Οι κήρυκες της ιδέας του έθνους», Εστία
Την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου, 60 εκατομμύρια άνδρες έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής από τα πεδία των μαχών ή τα νοσοκομεία, ενώ 10 εκατομμύρια οικογένειες θρηνούσαν όσους δεν θα επέστρεφαν. Ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων αναζητούσε τρόπους για την ουσιαστική αποστράτευση και την επανένταξη στην κοινωνία, ως διακριτή κοινωνική ομάδα, αυτή των «παλαιών πολεμιστών». Για πολλούς η αποστράτευση δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί· είναι η περίπτωση όσων εντάχθηκαν στα γερμανικά Freikorps ή στις ιταλικές Squadre και αποτέλεσαν τη μαγιά για τη γιγάντωση του ναζισμού και του φασισμού. Στην Ελλάδα, όπως καταδεικνύει η παρούσα μελέτη, οι αποστρατευμένοι των πολέμων 1912-1922 αρχικά συγκροτούν ένα μαχητικό παλαιοπολεμιστικό κίνημα, που συνδέεται στενά με το κομμουνιστικό κόμμα, αλλά και τους αρχειομαρξιστές. Όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, υπό την επίδραση σημαντικών κρατικών ευεργετημάτων, θα κυριαρχήσει ένα νέο κύμα παλαιοπολεμιστικών οργανώσεων, νομιμόφρον και αντικομμουνιστικό, και ταυτόχρονα κατακερματισμένο. Αντικείμενο ελάχιστα μελετημένο στην ελληνική ιστοριογραφία, εξετάζεται εδώ από τον συγγραφέα μέσα από δύο οπτικές: τους προνοιακούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν για τους παλαιούς πολεμιστές και τις οργανώσεις που δημιούργησαν οι ίδιοι διεκδικώντας υλικά και ηθικά οφέλη, κατά την περίοδο 1912-1940. Επιπλέον, εξετάζονται οι διεθνείς επαφές των παλαίμαχων, καθώς και η θέση τους στην υπό διαμόρφωση μνήμη των πολέμων.
Ηλίας Βουτιερίδης, «Η Ιστορία ουδέποτε θα λησμονήση», 1921-1922, ΣΩΒ
Δημοσιογράφος και δημοτικιστής, λόγιος γνωστός για την ενασχόλησή του με την ιστοριογραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Ηλίας Π. Βουτιερίδης (1874-1941), αν και πρόεδρος της Ενώσεως Συντακτών (ΕΣΗΕΑ) τότε, βρέθηκε στη Μικρασία ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός, ακολουθώντας τα ελληνικά στρατεύματα στην πορεία τους προς την Άγκυρα και στην αναδίπλωση μπροστά στον Σαγγάριο, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνση του Συναδέλφου, επίσημης εφημερίδας της Στρατιάς μέχρι τον Αύγουστο του 1922 και την κατάρρευση του μετώπου. Με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων εξέδωσε σε έναν τόμο τα κείμενα αυτά που βρέθηκαν στο αρχείο του, μαζί με 17 επιστολές προς τη σύζυγό του Ναταλία, καθώς και δύο εκτενείς μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν στην Καθημερινή, σχετικά με την άτακτη οπισθοχώρηση του στρατού μπροστά στη σφοδρή τουρκική επίθεση και το τέλος της «ελληνικής Σμύρνης». Στις ανταποκρίσεις του, εκτός από τις πολεμικές επιχειρήσεις, καταγράφονται ανάγλυφα πτυχές της καθημερινής ζωής των φαντάρων και των αξιωματικών, σε μια περίοδο ψυχοφθόρου απραξίας και αναμονής, αλλά και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να αιχμαλωτίσει την προσοχή του αναγνώστη, όπως τα τοπία της Ανατολίας και οι κάτοικοί τους, τα απομεινάρια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού κ.ά. Παράλληλα, στα άρθρα του στον Συνάδελφο παρακολουθεί τις διπλωματικές εξελίξεις και τις κινήσεις των Συμμάχων, τις παλινωδίες και τις κωλυσιεργίες τους. Τα κείμενα πλαισιώνονται από εισαγωγή και σχόλια της Αννίτας Παναρέτου, που επιμελήθηκε τον τόμο.
Σταύρος Ανεστίδης κ.ά., Η συμμετοχή των μικρασιατών προσφύγων στην εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας, Εταιρεία Σπουδών
Τις ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν στην ομότιτλη διημερίδα που διοργάνωσε, με αφορμή την εκατονταετηρίδα, η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, που ιδρύθηκε πριν από 50 χρόνια από τη Σχολή Μωραΐτη, περιλαμβάνει στις σελίδες του ο ανά χείρας συλλογικός τόμος. Οι συγγραφείς στις συμβολές τους κινούνται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: Η πρώτη αφορά την αποτύπωση της προσφυγικής μνήμης στη νεανική λογοτεχνία και την πεζογραφία (Μαρίζα Ντεκάστρο, Γιώργος Περαντωνάκης), στις μαρτυρίες, ιδιαίτερα όσες αποθησαύρισε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Ίρις Τζαχίλη, Σταύρος Ανεστίδης), αλλά και στη μετατροπή της μνήμης σε ιστορία μέσα από τη διεργασία του πένθους (Μιχάλης Πέτρου). Στη δεύτερη το βάρος πέφτει στις αποτυπώσεις της προσφυγικής εμπειρίας στον χώρο και τις μεταμορφώσεις του μέσα σε αυτήν την εκατονταετία, τόσο στην Αθήνα (Γιάννης Πολύζος, Ευγενία Μπουρνόβα – Γιώργος Σεραφειμίδης) ή στη Θεσσαλονίκη (Ελίνα Καπετανάκη, Γιώργος Κουμαρίδης, Χάρης Τσαβδάρογλου, Ελένη Κυραμαργιού) όσο και στην αγροτική ύπαιθρο (Δημήτρης Παναγιωτόπουλος). Ο τόμος ολοκληρώνεται με το μελέτημα του Λάμπρου Λιάβα για τις μουσικές των προσφύγων, από τη Σμύρνη στην Αθήνα και τον Πειραιά. Τις δύο ενότητες που συγκροτούνται προλογίζουν οι ιστορικοί Τάσος Σακελλαρόπουλος και Χριστίνα Κουλούρη, αντίστοιχα.
Πέτρος Φύτρος, Ελληνική Πολιτεία, 1941-42, Εκτός Γραμμής
Η εγκατάσταση κυβερνήσεων συνεργασίας εκ μέρους των ναζιστικών στρατευμάτων, σε μεγάλο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης, είχε στόχο τη διοίκηση του εκάστοτε κράτους χωρίς την επιβάρυνση των κατακτητών, ενώ, παράλληλα, οι κατακτημένες χώρες διατηρούσαν, τυπικά, την κρατική τους υπόσταση. Στην Ελλάδα τον ρόλο αυτό ανέλαβαν, αρχικά, οι στρατηγοί που υπέγραψαν τη συνθηκολόγηση, παρά τις περί του αντιθέτου διαταγές, με επικεφαλής τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Η πρώτη «κυβέρνηση» της Ελληνικής Πολιτείας, όπως μετονομάστηκε το κατεχόμενο κράτος, διατήρησε την αρχή για ενάμιση χρόνο περίπου, κατά τη διάρκεια του οποίου διαχειρίστηκε τον τρομακτικό λιμό του χειμώνα του 1941-1942, χωρίς αποτελέσματα άλλα από την εφαρμογή μιας σκληρά μεροληπτικής ταξικής πολιτικής. Η πρώτη κατοχική «κυβέρνηση», στη διάρκεια της θητείας της παρήγαγε ένα εξαιρετικά μεγάλο αριθμό νομοθετημάτων κάθε είδους, αναδεικνύοντας την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σε μια πολύτιμη ιστορική πηγή, που ο συγγραφέας του ανά χείρας τόμου εκμεταλλεύτηκε με εξαιρετικά παραγωγικό τρόπο, καλύπτοντας ένα σημαντικό ιστοριογραφικό κενό, αφού μέχρι σήμερα είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι μελέτες που διερευνούν το φαινόμενο του διοικητικού δωσιλογισμού, σε αντίθεση με όσες καταπιάνονται με την ένοπλη μορφή της συνεργασίας. Ο συγγραφέας προσεγγίζει το αντικείμενό του θεματολογικά, με κεντρικό άξονα τις ποικίλες πτυχές των πολιτικών αντιμετώπισης της επισιτιστικής κρίσης, τη μαύρη αγορά, τα δίκτυα διανομής, αλλά και την εργατική πολιτική, την οικονομία, την κοινωνική πρόνοια, αναδεικνύοντας μέσα από αυτό τη συνέχεια του κράτους που ανέλαβε να υπηρετήσει ο Τσολάκογλου, δηλαδή τη διατήρηση του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος…
Γιάννης Σκαλιδάκης, Η Κρήτη στα χρόνια της Κατοχής (1941-1945), Ασίνη
«Δεν υπάρχει πόλις ή χωρίον που να μη εληστεύθη, να μη ηγγαρεύθη, να μη πενθή ολίγους ή πολλούς τυφεκισμένους και ομήρους αποσταλέντας εις την Γερμανίαν». Με αυτά τα λόγια αποτιμά τις 1.522 ημέρες της γερμανικής κατοχής η κυβερνητική «Επιτροπή διαπιστώσεως ωμοτήτων εν Κρήτη», μέλη της οποίας ήσαν, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Ιωάννης Κακριδής. Αυτή την περισσότερο μακροχρόνια από κάθε άλλο ελληνικό τόπο κατοχή, που κράτησε από τις 20 Μαΐου 1941 μέχρι τις 20 Ιουλίου 1945, δηλαδή υπερέβη και την ημερομηνία συνθηκολόγησης της Γερμανίας, διερευνά διεξοδικά ο συγγραφέας, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Έπειτα από μακρόχρονη έρευνα σε γερμανικά, βρετανικά και ελληνικά αρχεία, αλλά και ενδελεχή επισκόπηση της βιβλιογραφίας, τόσο της ιστοριογραφίας όσο και της απομνημονευματογραφίας –πεδίο εξαιρετικά συγκρουσιακό και αμφιλεγόμενο αυτή η τελευταία– προσφέρει στον αναγνώστη μια προσιτή εξιστόρηση της Κατοχής και της Αντίστασης στην Κρήτη, εστιάζοντας, κυρίως, στις πολιτικές μεταβολές που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στο «Φρούριο Κρήτη» και στην ερμηνεία τους. Συνεκτιμώντας το ιστορικό παρελθόν του νησιού, τη γεωγραφική του θέση και άλλους παράγοντες, επιχειρεί να ερμηνεύσει τις διαφορές με ανάλογες εξελίξεις που παρουσιάζονται την ίδια περίοδο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Έπειτα από ένα πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο του πολέμου και μια σύντομη ματιά στην προπολεμική κατάσταση της Κρήτης, ο συγγραφέας εξετάζει τους βασικούς παράγοντες των πολιτικών μεταβολών: διοικητικός και ένοπλος δωσιλογισμός, λαϊκές επιτροπές και αντίσταση, βρετανικές αποστολές και η πολιτική τους. Στη συνέχεια αναφέρεται αναλυτικότερα στην οικονομία του πολέμου, τις αγγαρείες και τις επιτάξεις, το βρετανικό κατασκοπευτικό δίκτυο και τις απαρχές της αντίστασης, την διάσπαση των αντιστασιακών οργανώσεων εξαιτίας των βρετανικών σχεδιασμών, τη γερμανική αντίδραση με μπλόκα, εκτελέσεις και την Τελική Λύση. Ακόμη, τον συμβιβασμό των αντίπαλων οργανώσεων ενόψει της απελευθέρωσης, την παράταση της Κατοχής στα Χανιά έπειτα από απόφαση των Βρετανών και την προετοιμασία των δυνάμεων της δεξιάς για εμφύλιο πόλεμο.
Χρήστος Κανελλόπουλος, Η δίκη της Στενής Αυτοάμυνας, Επίκεντρο
Μια ιδιαίτερα σκοτεινή πτυχή της δεκαετίας του ’40 επιχειρεί να αναβιώσει ο δημοσιογράφος Χρήστος Κανελλόπουλος στον παρόντα τόμο: αυτόν της «τρομοκρατικής» βίας της ΟΠΛΑ, με τη μορφή που πήρε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, της Στενής Αυτοάμυνας. Ήταν η πρώτη μορφή «αντάρτικου πόλης» που έκανε την εμφάνισή της στην Ελλάδα, με ηχηρές, πλην βραχύβιες και εντέλει ασήμαντες, επιτυχίες, όπως η δολοφονία του υπουργού Χρήστου Λαδά στην Αθήνα και του μοίραρχου Δημήτριου Κωφίτσα στη Θεσσαλονίκη ή η επίθεση με χειροβομβίδες σε λεωφορείο που μετέφερε αεροπόρους, στις 30 Απριλίου 1947. Αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης, με θύματα πέντε νεκρούς και οκτώ τραυματίες, υπήρξε η δίκη, τα πρακτικά της οποίας μεταφέρει εδώ ο συγγραφέας, 67 κατηγορουμένων, από τους οποίους 52 καταδικάστηκαν σε θάνατο και 47 εκτελέστηκαν. Στον παρόντα τόμο τα πρακτικά αναδημοσιεύονται από έκδοση που κυκλοφόρησε αμέσως μετά το πέρας της δίκης, τα οποία όμως έχουν αναδιαταχθεί θεματολογικά από τον συγγραφέα, εμπλουτισμένα με διακριτικές αναφορές στην ατμόσφαιρα της εποχής, αντλημένες από τα ελάχιστα σχετικά κείμενα που έχουν δημοσιευτεί. Το υλικό συμπληρώνουν χρονολόγιο των επιθέσεων της Στενής Αυτοάμυνας στη Θεσσαλονίκη, αναφορά στη μεθοδολογία των ανακρίσεων, αλλά και κατάλογος των παραγόντων της δίκης με φωτογραφίες και σύντομα βιογραφικά σημειώματα.
Ποθητή Χαντζαρούλα, Τα παιδιά θυμούνται το Ολοκαύτωμα, Πλέθρον
Οι εμπειρίες των παιδιών από το Ολοκαύτωμα και η επανένταξή τους στη μεταπολεμική κοινωνία, θέμα με το οποίο ασχολείται η ανά χείρας μελέτη, αποτελούν ένα σχετικά πρόσφατο ερευνητικό αντικείμενο, όχι μόνο στην ελληνική αλλά στη διεθνή βιβλιογραφία. Επικεντρώνοντας σε αυτό, η συγγραφέας, καθηγήτρια ιστορικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, διερευνά τις διαφορετικές μνήμες των επιζώντων, αλλά και τις πολιτικές που δεν επέτρεψαν σε αυτές τις μνήμες να νομιμοποιηθούν και να γίνουν ορατές στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα. Ακόμη, μελετά τις διαδικασίες συγκρότησης ταυτότητας των νεαρών εβραιόπουλων, που συχνά, εξαιτίας του ρόλου της απόκρυψης για την επιβίωση, μπορούσε να περιλαμβάνει και ένα στοιχείο αποταύτισης ως προς την εβραϊκότητα. Στη μελέτη της, η συγγραφέας, αρχικά, διερευνά τον ρόλο του αρχείου στη διαμόρφωση της αντίληψής μας για το Ολοκαύτωμα, δηλαδή τις μαρτυρίες και το αντίκτυπο των δημόσιων λόγων σε αυτές. Επίσης, μελετά μαρτυρίες παιδιών, εξετάζοντας το κατά πόσον οι αναμνήσεις τους φανερώνουν ένα διαφορετικό τρόπο βίωσης της γενοκτονίας, διαμορφώνοντας νέες ταυτότητες και τρόπους αντίληψης της εβραϊκότητας. Στη συνέχεια εξερευνά τις διαδρομές απόδρασης οικογενειών από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, δείχνοντας πόσο μικρές πιθανότητες επιβίωσης είχαν και, παράλληλα, εστιάζει στη μνήμη παιδιών από το Βόλο που έμειναν κρυμμένα στο Πήλιο, συγκρίνοντας την εμπειρία τους με εκείνων από τη Θεσσαλονίκη και εξετάζοντας τις διαφορετικές ταυτότητες που πηγάζουν από τις διαφορετικές αυτές εμπειρίες, καθώς στην πρώτη περίπτωση σώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ακόμη, εξετάζει τα εβραιόπουλα που κρατήθηκαν στο Μπέργκεν Μπέλσεν, μια σπάνια ομάδα παιδιών που δεν θανατώθηκε αμέσως μετά την άφιξή της στο στρατόπεδο. Προχωρώντας, η ιστορικός εξετάζει τις ιδιαιτερότητες του αντισημιτικού λόγου και τους αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των εβραίων ως εχθρών ενός κράτους, του ελληνικού, που ορίζεται από τον χριστιανισμό, καθώς ο στιγματισμός τους υπήρξε καθοριστικός για τη συγκρότηση της ταυτότητάς τους. Περαιτέρω, παρουσιάζει τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση των εβραϊκών κοινοτήτων και την επανένταξη των εβραιόπουλων μέσω της δράσης διεθνών και κοινοτικών οργανώσεων, ενώ, τέλος, ασχολείται με τη μνήμη και τη μετάδοσή της, αναδεικνύοντας τη σχέση ανάμεσα στις γενιές που βίωσαν το Ολοκαύτωμα και σε εκείνες που «υιοθέτησαν» τις αναμνήσεις των προγόνων τους. Το έργο της Ποθητής Χαντζαρούλα αποτελεί, έτσι, μια σημαντική συμβολή στη διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση, για ένα ζήτημα που βρίσκεται στην αιχμή της έρευνας, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα.
Δημήτρης Ελευθεράκης, Το Ολοκαύτωμα στην ελληνική κουλτούρα μνήμης, Αλεξάνδρεια
Η ανά χείρας έκδοση αποτελεί μια post mortem απόδοση τιμής εκ μέρους φίλων και συναδέλφων στον ποιητή και στοχαστή Δημήτρη Ελευθεράκη, που ο αιφνίδιος θάνατός του το 2020, σε ηλικία 42 ετών, έβαλε πρόωρο τέλος σε μια πολυσχιδή και εξαιρετικά δημιουργική διαδρομή. Στις σελίδες του τόμου αυτού περιλαμβάνεται η διατριβή που εκπόνησε στο Πανεπιστήμιο του Ρουρ, στο Μπόχουμ, του οποίου αναγορεύτηκε διδάκτορας. Θέμα της η μνήμη του Ολοκαυτώματος και η διαχείρισή της από την ελληνική κοινωνία, ενόψει του διχασμού της, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και σε αυτό της κουλτούρας μνήμης. Η μνήμη του αφανισμού της εβραϊκής κοινότητας, μεταπολεμικά, καθυποτάχτηκε στις ανάγκες νομιμοποίησης διαφόρων παραγόντων, όπως ήταν η κομμουνιστική Αντίσταση ή η ελληνική Εκκλησία. Ο συγγραφέας αμφισβητεί την κρατούσα αντίληψη, ότι το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα απωθήθηκε διά της σιωπής· αντιθέτως, υποστηρίζει ότι υπήρξε το αντικείμενο σειράς παραλλαγών επιλεκτικού λόγου. Επιδιώκει να καταδείξει σε ποιο βαθμό το εκάστοτε εθνικό φαντασιακό, καθώς και οι ερμηνείες που έδωσαν διαφορετικές κοινότητες κουλτούρας μνήμης επηρέασαν τη διαχείριση του Ολοκαυτώματος και, παράλληλα, με ποιο τρόπο οι εξιστορήσεις του ενσωματώθηκαν σε διάφορα αφηγήματα, ιδιαίτερα το εθνικό αφήγημα. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρώτη ενότητα της μελέτης του αφιερώνεται στις αποτυπώσεις του Άουσβιτς στην ελληνική δημόσια σφαίρα, από το 1945 και τα πρώτα δημοσιεύματα των ελληνικών εφημερίδων, την επιστροφή των πρώτων επιζώντων, τις δίκες των δωσιλόγων κ.ά. Η δεύτερη ενότητα εξετάζει τη διάσωση των εβραίων από την κομμουνιστική Αντίσταση και τη συμμετοχή τους σε αυτήν, καθώς και πτυχές του αντισημιτισμού και του αντισιωνισμού στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς. Τέλος, στην επόμενη ενότητα διερευνάται η κατασκευή του μύθου της διάσωσης των εβραίων από την Εκκλησία και ο ρόλος του προκαθημένου της, αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού.
Χρήστος Τσάκας, Με το βλέμμα στην Ευρώπη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Αν για αρκετά χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας οι ελληνοαμερικανικές υπήρξαν οι περισσότερο μελετημένες διμερείς σχέσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά την υποστήριξη του χουντικού καθεστώτος και τον ρόλο τους στο Κυπριακό ή στα ελληνοτουρκικά, η ελληνική χρεοκοπία αλλά και ο ηγεμονικός ρόλος της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδήγησαν σε ένα αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον για τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Εξαιρετικό δείγμα αυτού του κύματος ανανεωμένου ενδιαφέροντος ο ανά χείρας τόμος, που διερευνά τις μεταπολεμικές σχέσεις των δύο χωρών, με ορόσημα, αφενός, το οικονομικό σύμφωνο του 1953, που προέβλεπε τη χρηματοδότηση της ελληνικής βιομηχανίας από επενδύσεις δυτικογερμανικών επιχειρήσεων και, αφετέρου, την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Η μελέτη του ιστορικού και καθηγητή στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Χρήστου Τσάκα ξεκινά εστιάζοντας στις προϋποθέσεις της μετάβασης από το δολάριο στο μάρκο, δηλαδή από την αμερικανική βοήθεια στις δυτικογερμανικές χρηματοδοτικές πηγές. Στη συνέχεια, παρακολουθεί τους κραδασμούς που προκάλεσε η πρόωρη αποκατάσταση των ελληνογερμανικών σχέσεων και ο τρόπος με τον οποίο έγινε, ενώ στη συνέχεια αναλύεται το σκεπτικό και η πορεία αυτής της στρατηγικής ελληνογερμανικής προσέγγισης στις νέες συνθήκες που διαμόρφωνε η ελληνική σύνδεση με την ΕΟΚ, αλλά και η αντίδραση της Γερμανίας στην επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Τέλος, εξετάζεται η πορεία της Ελλάδας από τη μεταπολίτευση μέχρι και την ένταξη στην ΕΟΚ και ο ρόλος που διαδραμάτισε η Δυτική Γερμανία ως βασικός σύμμαχος σε αυτή τη διαδικασία.
Εύη Γκοτζαρίδη, Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη, ΚΨΜ
Γοητευμένη από νεαρή ηλικία από τον «μαραθωνοδρόμο της ειρήνης», τον βαλκανιονίκη, γιατρό και βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, η συγγραφέας, ιστορικός σε γαλλικό πανεπιστήμιο, επιχειρεί, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της, να ανασυστήσει τη ζωή αλλά και τον θάνατο ενός ειρηνιστή στη δίνη του εμφύλιου διχασμού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο υπότιτλος. Δοκιμάζοντας με επιτυχία τις δυνάμεις της σε αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό ιστοριογραφικό είδος, για το οποίο η παράδοση στην ελληνική βιβλιογραφία είναι ισχνή, η ιστορική αφήγηση κατανέμεται σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία έχει διαφορετικό βάρος μέσα στη συνολική αφήγηση. Το τελευταίο, όπως εύκολα μπορεί να εικάσει ο αναγνώστης, αφορά τη δολοφονία του Λαμπράκη και όσα ακολούθησαν την 22α Μαΐου 1963: την αποκάλυψη της συνωμοσίας, το παρακράτος, τη δίκη των δολοφόνων… Προηγουμένως, στο εκτενέστερο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας έχει αναφερθεί στον Λαμπράκη ως βουλευτή της Αριστεράς, παρακολουθώντας τον από τα πρώτα πολιτικά του βήματα με την ΕΔΑ, τη σύγκρουσή του μέσα στη Βουλή με τους δωσίλογους που είχαν βάλει απλώς τη γερμανική στολή στη ναφθαλίνη, την εμπλοκή του στο φιλειρηνικό κίνημα που γιγαντώνεται εκείνη την εποχή στη σκιά της ατομικής βόμβας, τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, τη σύγκρουση με τη Φρειδερίκη κ.λπ. Όμως είναι το πρώτο μέρος αυτό που πλουτίζει τις γνώσεις μας και φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της νεανικής ζωής του, όταν δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική και ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένος στον αθλητισμό και την επιστήμη, διαμορφώνοντας υπόγεια, ανεπίγνωστα, τον μετέπειτα αγωνιστή της ειρήνης.
Τάσος Αγγελόπουλος, Η συμβολή της πνευματικής Θεσσαλονίκης στην ίδρυση του ΚΘΒΕ, Σοφία
Η ιδεολογία της πόλης, το θεατρικό πεδίο και ο Κυριαζής (Ζήζος) Χαρατσάρης, ο θεατράνθρωπος από την Αλεξάνδρεια που ταύτισε τη δημιουργική του διαδρομή με τη Θεσσαλονίκη, είναι οι πρωταγωνιστές της εξαιρετικά φιλόδοξης μελέτης του θεατρολόγου και καθηγητή Τάσου Αγγελόπουλου· εξαιρετικά φιλόδοξη γιατί ο συγγραφέας, μέσα από το πρίσμα της βιογραφικής εξέτασης της δημιουργικής δράσης του Ζήζου Χαρατσάρη (1912-1971) στη Θεσσαλονίκη, επιχειρεί να μελετήσει τη συγκρότηση του θεατρικού πεδίου στην πόλη, που αρθρώνεται, σταδιακά, γύρω από τη διεκδίκηση θέσπισης, αλλά και την ίδρυση κρατικής σκηνής στη Θεσσαλονίκη, του ΚΘΒΕ. Πρωταγωνιστές της διαμόρφωσης του θεατρικού πεδίου σε αυτά τα πρώτα βήματα οι «πνευματικοί άνθρωποι» της πόλης (που στην αρχή της μελετώμενης περιόδου συσπειρώνονται γύρω από τη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη») και η ιδεολογία που τους συγκροτεί σε λίγο-πολύ διακριτή και συνεκτική ομάδα: το αίτημα της εντοπιότητας ως βορειοελλαδική μετάφραση του αιτήματος της ελληνικότητας. Η μελέτη των τριών αυτών αλληλοδιαπλεκόμενων αξόνων ενοποιείται μέσα από τη χρήση της έννοιας του πολιτιστικού πεδίου, έτσι όπως την επεξεργάστηκε ο Πιερ Μπουρντιέ, επιτρέποντας στον συγγραφέα να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε μια τριπλή «βιογραφία», που η μία εμπεριέχεται μέσα στην άλλη: Ξεκινώντας από την πνευματική Θεσσαλονίκη και την ιδεολογία της οδηγείται στη συγκρότηση του πολιτιστικού και ειδικότερα του θεατρικού πεδίου, για να ακολουθήσει στη συνέχεια τα βήματα του Ζήζου Χαρατσάρη από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Βραζιλία, και ξανά στη Θεσσαλονίκη, όπου θα διεκδικήσει και θα κατακτήσει μια θέση στο διαμορφούμενο θεατρικό πεδίο, η οποία, στο τέλος, θα τον οδηγήσει στη συνεργασία με το ΚΘΒΕ.
Τριαντάφυλλος Δούκας, Το Πανεπιστήμιο Αθηνών στη δικτατορία (1967-1974), Μωβ Σκίουρος
Τα πανεπιστήμια αναδείχθηκαν σε κομβικούς χώρους αντίστασης κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, λόγω, κυρίως, του φοιτητικού κινήματος στα τελευταία χρόνια της χούντας, αλλά και της θαρραλέας στάσης ένιων πανεπιστημιακών δασκάλων που αρνήθηκαν να χειροκροτήσουν τον δικτάτορα, όπως έκανε η πλειονότητα των συναδέλφων τους. Το πανεπιστήμιο ως θεσμός βρέθηκε σε μια σχέση διαρκούς έντασης με το καθεστώς, σε άλλο μήκος κύματος όμως. Αυτή τη σχέση επιχειρεί να ερμηνεύσει ο συγγραφέας στην ανά χείρας μελέτη του. Έπειτα από μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του ελληνικού πανεπιστημίου και ιδιαίτερα του Αθήνησι έως την κήρυξη της δικτατορίας, εξετάζει τόσο τη στάση του Πανεπιστημίου και των φορέων του απέναντι στις νομοθετικές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων της χούντας όσο και της ίδιας της δικτατορικής εξουσίας απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Διαρθρωμένη θεματολογικά, η έρευνά του ξεκινά μελετώντας τη στάση του Πανεπιστημίου απέναντι στο φοιτητικό κίνημα και στις διώξεις φοιτητών και μεμονωμένων καθηγητών. Στη συνέχεια διερευνάται η χαλαρή στάση της διοίκησης του ΕΚΠΑ απέναντι στις απολύσεις καθηγητών από το υπουργείο Παιδείας, η αντίδραση των καθηγητών για τη μείωση του ηλικιακού ορίου αποχώρησης στα 65 έτη και για τη «συνταγματική» πρόβλεψη τοποθέτησης κυβερνητικού επιτρόπου στα ΑΕΙ, που κατέλυε την αυτονομία των ιδρυμάτων. Ακόμη, αναλύονται οι νομοθετικές προβλέψεις για το βοηθητικό διδακτικό προσωπικό, οι παρεμβάσεις του καθεστώτος στην εκλογή καθηγητών, το ζήτημα των επικουρικών καθηγητών αλλά και η καθιέρωση της υποχρεωτικής διανομής «δωρεάν συγγραμμάτων». Στο τελευταίο κεφάλαιο εξετάζονται οι προτάσεις που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της επταετίας για την αλλαγή της δομής των ΑΕΙ, οι οποίες, καθώς δεν προέρχονταν από το ΕΚΠΑ, άφησαν το Αθήνησι φαινομενικά αδιάφορο…
Κώστας Βογιατζής, Νοέμβρης ’73… Πάτρα, Το Δόντι
Πενήντα χρόνια μας χωρίζουν, πλέον, από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το ιδρυτικό γεγονός της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η φοιτητική εξέγερση, στο μυαλό των περισσοτέρων, έχει ταυτιστεί με την πρωτεύουσα και, βέβαια, με το κτίριο του ΕΜΠ στην οδό Πατησίων. Γνωρίζουμε όμως ότι οι κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις δεν περιορίστηκαν στον στενό αυλόγυρο του Μετσόβιου, όσο κι αν αυτός υπήρξε ο κατεξοχήν τόπος του δράματος. Όμως, καθώς το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (για να περιοριστούμε μόνο σε αυτό) υπήρξε πανελλήνιο φαινόμενο, ανάλογες εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν και σε άλλες πόλεις όπου υπήρχαν ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Έτσι, το δικό τους «Πολυτεχνείο» είχαν η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και η Πάτρα, όπου από το 1972 οι φοιτητές κινητοποιούνται και αγωνίζονται ενάντια στη χούντα. Στη μαρτυρία του, ο Κώστας Βογιατζής, φοιτητής Μαθηματικού τότε και στέλεχος του αντιδικτατορικού κινήματος στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στον ευρύτερο κύκλο του Ρήγα Φεραίου, αποτυπώνει την πορεία της κινητοποίησης των νέων από την άνοιξη του 1972, με συλλογή υπογραφών, αποχή κ.λπ., που θα κορυφωθεί με την κατάληψη του κτιρίου του Πανεπιστημίου στο κέντρο της πόλης, ταυτόχρονα με αυτήν του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Μολονότι εδώ η κατάληψη έληξε χωρίς επέμβαση των δυνάμεων καταστολής, πολλοί από τους συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων και ο συγγραφέας, δεν απέφυγαν τη σύλληψη, που θα τους οδηγήσει στην Αθήνα και τις φυλακές Κορυδαλλού.
Άρνε Τρέχολτ, Ο Νορβηγός που πολέμησε τη χούντα, Ψηφίδες
Νορβηγός δημοσιογράφος στρατευμένος στην αριστερά, ο Άρνε Τρέχολτ (1942-2023) υπήρξε μία από εκείνες τις όχι σπάνιες μορφές στον ευρωπαϊκό χώρο που αγωνίστηκαν σθεναρά και με πάθος ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα. Στο ανά χείρας βιβλίο αφηγείται την «περίπτωση Μαρκετάκη», ενός πρώην πολιτικού κρατούμενου που η χούντα μετέφερε στο Στρασβούργο προκειμένου να καταθέσει υπέρ του καθεστώτος στην περίφημη «Ελληνική Υπόθεση» ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες, ο Μαρκετάκης μετεστράφη και μετατράπηκε σε μάρτυρα κατηγορίας, προτού ζητήσει άσυλο στη Νορβηγία. Η μαρτυρία του αυτή, μαζί με εκείνες άλλων αγωνιστών, όπως ο Περικλής Κοροβέσης, οδήγησαν στην αποχώρηση της χουντικής Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης – ίσως η σημαντικότερη νίκη της αντιδικτατορικής αντίστασης στο εξωτερικό. Το κείμενο αυτό εμπλουτίζεται, επίσης, με τη μαρτυρία του Τρέχολτ για τη συνεισφορά του ίδιου και πολλών συμπατριωτών του στην εκστρατεία συμπαράστασης προς τους έλληνες δημοκράτες, αναδεικνύοντας μια συχνά παραμελημένη διάσταση του αντιδικτατορικού αγώνα, αυτήν της πανευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η αφήγηση ολοκληρώνεται με ένα εκτενές αυτοβιογραφικό σημείωμα, με το οποίο ο συγγραφέας επιδιώκει να αποσείσει τις κατηγορίες για κατασκοπία υπέρ της ΕΣΣΔ, για την οποίν καταδικάστηκε από τη νορβηγική δικαιοσύνη. Στον Άρνε Τρέχολτ, τις συνθήκες της εμπλοκής του στα ελληνικά πράγματα και το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έδρασε αναφέρονται εκτενώς στην εισαγωγή τους οι ιστορικοί Κωστής Κορνέτης και Νικόλας Μανιτάκης, που επιμελήθηκαν τον τόμο.
Σίμος Κουτσολιούτσος, Και τι να πούμε εμείς οι τρομοκράτες;, Άγρα
Στη γειτονική Ιταλία και πιο συγκεκριμένα στο Μιλάνο, στα χρόνια της χούντας, μεταφέρει τον αναγνώστη αυτών των αναμνήσεων ο συγγραφέας, φοιτητής Οικονομικών τότε και μετέπειτα επιτυχημένος επιχειρηματίας και στις δύο χώρες. Αναπλάθει την ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στον Σύλλογο Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων Φοιτητών της πόλης, μέσα στη συγκυρία του ιταλικού «θερμού φθινόπωρου» και της αντιδικτατορικής αντίστασης. Ο μόνος ελληνικός χώρος όπου η πολιτική δράση μπορούσε να εκτυλίσσεται σχετικά ανοιχτά, παρά τις απειλές της ελληνικής πρεσβείας για στέρηση διαβατηρίου και την παρακολούθηση από τις ιταλικές υπηρεσίες, βλέπουμε να κυριαρχούν οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα μέλη του ΚΚΕ εσωτερικού, αφενός, και των ποικίλων μαοϊκών οργανώσεων, αφετέρου. Φοιτητική καθημερινότητα και πολιτική στράτευση, εντάσεις ανάμεσα στην ιταλική και την ελληνική κουλτούρα που αποφορτίζονται, συχνά με αστείο τρόπο, μέσα από το νεανικό πάθος για ζωή των πρωταγωνιστών του αφηγήματος, απόπειρες οργάνωσης δυναμικής αντίστασης ενάντια στη χούντα, αλλά και ταξίδια στην Ελλάδα με τον φόβο της κράτησης, είναι μερικά από τα επεισόδια που συγκροτούν αυτή τη μαρτυρία. Όμως, αυθεντικοί, ίσως, ήρωές της είναι ο κύπριος Γιώργος Τσικουρής και η ιταλίδα Έλενα Αντζελόνι, νεαροί φοιτητές που θυσιάστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1970, επιχειρώντας να τοποθετήσουν βόμβα στον περίβολο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας, καθώς είχε γνωριστεί μαζί τους στο Μιλάνο.
Θόδωρος Σούμας, Ο Βασίλης –ψευδώνυμο Γιάννης– στην αριστερά, Επίκεντρο
Μετανάστης φοιτητής και ο Βασίλης, alter ego του κριτικού κινηματογράφου Θόδωρου Σούμα και ήρωας του αυτοβιογραφικού αυτού πεζογραφήματος. Στο Βέλγιο, αρχικά, αυτός, και στη συνέχεια στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, κυρίως, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Σπουδάζοντας χημεία αρχικά και κινηματογράφο στη συνέχεια, θα πειστεί για την ανάγκη αντίστασης στη δικτατορία, πλησιάζοντας το ΠΑΜ και μετά την οργάνωση του ΚΚΕ εσωτερικού. Σε αντίθεση όμως με τους «υπεραριστερούς» συντρόφους του στην οργάνωση του Παρισιού του ΚΚΕ εσ. (όπως ο Άγγελος Ελεφάντης ή ο Νίκος Πουλαντζάς), ο Βασίλης τάσσεται με τους πλέον μετριοπαθείς – τόσο που μεταπολιτευτικά θα γοητευτεί από τους «Στόχους του έθνους», το κείμενο του Λεωνίδα Κύρκου που αποτέλεσε, τρόπον τινά, την πολιτική θεμελίωση της γραμμής της «Εθνικής Αντιδικτατορικής Ενότητας». Γοητευτική η αφήγηση, συχνά χιουμοριστική, ξεναγεί τον αναγνώστη στη μικροπολιτική (και όχι μόνο) καθημερινότητα της φοιτητικής μετανάστευσης στο Παρίσι, σε μια εποχή, μετά τον Μάη του ’68, που στο φαντασιακό των περισσότερων επανάσταση και κουλτούρα έδειχναν να ταυτίζονται. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει αυτό το παρελθόν αποστασιοποιημένα και εκ των υστέρων, από τη σκοπιά του σήμερα (μιας και η αφήγησή του συνεχίζεται μέχρι το 2008 τουλάχιστον), υιοθετώντας μια μάλλον ισοπεδωτικά απορριπτική στάση απέναντι σε προηγούμενες στρατεύσεις, ταυτίσεις και επιλογές.
Κ. Ράπτης – Σ. Μητραλέξης (επιμ.), Εκλογές 1981, Τόπος
Σαράντα χρόνια μετά την ιστορική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981, τις σημαντικότερες όχι απλώς της μεταπολιτευτικής αλλά συνολικά της μετεμφυλιακής περιόδου, φαίνεται πως είναι αισθητή η ανάγκη ιστορικοποίησης της μεγάλης αυτής τομής της πρόσφατης ιστορίας μας. Επέτειος που χάθηκε μεταξύ εκείνων της Επανάστασης και της Μικρασιατικής Καταστροφής, αποτέλεσε την ευκαιρία για το mέta, το Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού του ΜΕΡΑ 25, να διοργανώσει μια σχετική ημερίδα, με το βλέμμα, όπως είναι αναπόφευκτο, σε μια άλλη ιστορική εκλογική αναμέτρηση, εκείνη του Γενάρη του 2015 και την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτιμώντας ένα κρίσιμο ορόσημο της μεταπολιτευτική ιστορίας –όπως είναι ο υπότιτλος του μικρού αυτού τόμου– πολιτικοί επιστήμονες και εκλογικοί αναλυτές (όχι όμως, ακόμη, ιστορικοί) καταθέτουν τη δική τους συμβολή. Ο Βασίλης Ασημακόπουλος εξετάζει τη «στιγμή» 1981, τοποθετώντας το ΠΑΣΟΚ στη μακρά διάρκεια της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, η Σίσσυ Βελισσαρίου διερευνά τις σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την κομμουνιστική Αριστερά την περίοδο 1974-1981, εστιάζοντας στην κρίση της αριστερής εκπροσώπησης, ενώ ο Γιάννης Μαυρής αναφέρεται εκτενώς στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 και τη σημασία τους για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Τέλος, ο Χρύσανθος Τάσσης μελετά την οργανωτική δομή του ΠΑΣΟΚ, που στη συγκυρία των εκλογών του 1981 μετατρέπεται σε μαζικό κόμμα με σοσιαλιστικές αναφορές. Τον τόμο συμπληρώνει η μαρτυρία του αξέχαστου Μίμη Λιβιεράτου για την αυτοοργάνωση στο ΠΑΣΟΚ το 1974-75, καθώς και η παρέμβαση του Γιάνη Βαρουφάκη για την οικονομική συγκυρία της αποβιομηχάνισης και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Ρίτσαρντ Λ. Τζάκσον, Μακριά κι αγαπημένοι, Εστία
Την ευκαιρία στον αναγνώστη να δει ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής πολιτικής ιστορίας μέσα από τα μάτια των αμερικανών διπλωματών που υπηρέτησαν στη χώρα δίνει ο τόμος που συνέθεσε και επιμελήθηκε ο συγγραφέας, διπλωμάτης και ο ίδιος, που πέρασε πάνω από είκοσι χρόνια στην Ελλάδα, υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις αμερικανικού ενδιαφέροντος. Το βιβλίο βασίζεται στο ιδιαίτερα εκτεταμένο πρόγραμμα προφορικής ιστορίας της Ένωσης Διπλωματικών Σπουδών και Κατάρτισης. Σε αυτό αφυπηρετήσαντες διπλωμάτες καταθέτουν τη μαρτυρία για τη διαδρομή τους, συγκροτώντας ένα πολύτιμο αρχείο διπλωματικής ιστορίας, που ενδιαφέρει όχι μονάχα τις ΗΠΑ αλλά τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μολονότι το πρόγραμμα δεν ελέγχεται, τυπικά, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, είναι σαφές ότι ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να περιμένει κάτι περισσότερο από την επίσημη θέση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής· άλλωστε ένας διπλωμάτης παραμένει πάντοτε διπλωμάτης, ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή του. Με δεδομένο αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο, ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει εκτενή αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που αφορούν την Ελλάδα και κατανέμονται σε έξι μέρη, ξεκινώντας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, την επιστροφή στην «κανονικότητα», όπως ονομάζει τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τη χούντα, που απασχολεί τις αφηγήσεις του τρίτου μέρους. Η μεταπολίτευση, με έμφαση στις εξελίξεις στο τρίγωνο Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία, αλλά και η δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη απασχολούν, αν και όχι αποκλειστικά, τα δύο επόμενα μέρη, στα οποία κυρίαρχη προσωπικότητα είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου και η δύσκολη σχέση του με τις ΗΠΑ. Η αφήγηση τελειώνει με την δισεκατοντετηρίδα της Επανάστασης, προσφέροντας μια επισκόπηση 80 χρόνων αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα (1940-2020) με τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών της.
Ζέτα Παπανδρέου, Χώρος και τραυματική μνήμη, Κουκκίδα
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας αριθμός τουρκοκρητικών, σπρωγμένοι από τις συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κρήτη, αναζήτησαν περισσότερη ασφάλεια στη Ρόδο, που αποτελούσε ακόμη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένα μέρος τους, η οθωμανική διοίκηση το εγκατέστησε στον οικισμό Κρητικά, στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, λίγα χιλιόμετρα έξω από την τειχισμένη πόλη. Ελληνόφωνοι, οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί αποτέλεσαν μια «μειονότητα μέσα στη μειονότητα», τόσο ως προς τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους όσο και ως προς τους ελληνόφωνους ορθόδοξους που ζούσαν στο νησί. Η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα παρέμεινε περιθωριακή, ακόμη και μετά την ενσωμάτωση του νησιού στο ελληνικό κράτος, κατάσταση η οποία εγγράφεται στον χώρο, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσα από τις αλλεπάλληλες (μη) παρεμβάσεις των διαφόρων υπηρεσιών, δημοτικών και κρατικών. Η συγγραφέας, ιστορικός που δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στη Ρόδο, στην παρούσα έρευνα εξετάζει την κοινότητα των τουρκοκρητικών στη συγχρονία της, μελετώντας τις «μετέωρες» ταυτότητές τους, καθώς σε καμία από αυτές που τους προσφέρονται δεν κατορθώνουν να ενταχθούν ολοκληρωτικά, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους ο χώρος του οικισμού μαρτυρά τη μετέωρη βίωση αυτή της συλλογικής ετερότητας. Μέσα από ένα παλίμψηστο δημιουργημένο από απομεινάρια άλλων εποχών, ο χώρος που μελετά η συγγραφέας μαρτυρά την αμφίσημη σχέση παρελθόντος και παρόντος.
James Heneage, Η πιο μικρή ιστορία της Ελλάδας, Πατάκης
Αν, έχοντας φτάσει μέχρι εδώ, νιώθετε ότι οι διαφορετικών κατευθύνσεων αφηγήσεις σάς δίνουν την αίσθηση του κυκεώνα, μέσα στον οποίο αδυνατείτε να προσανατολιστείτε, ο βρετανός συγγραφέας Τζέιμς Χένεϊτζ, που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Αγγλία και την Καρδαμύλη, προτείνει όχι απλώς μια «μικρή» αλλά την πιο μικρή ελληνική ιστορία, επιδιώκοντας να χωρέσει μια αφήγηση από την εποχή του Ομήρου μέχρι τα χρόνια της πρόσφατης χρεοκοπίας μέσα σε 340 σελίδες. Μια τέτοια αφήγηση είναι υπονομευμένη εξαρχής, καθώς προϋποθέτει μια αδιάλειπτη και επιπλέον συμπυκνωμένη «τρισχιλιετή» συνέχεια – άλλωστε, το σχήμα που ακολουθεί ο συγγραφέας δεν άλλο από το τριμερές παπαρηγοπούλειο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αφήγησης: το πρώτο (και μεγαλύτερο) μέρος αφορά την περίοδο μέχρι το 1453, όπου οι ήρωές του αποκαλούνται, αδιαφοροποίητα, «κυρίαρχοι του (μισού) κόσμου»· η λεγόμενη «μεταβυζαντινή» περίοδος αποκαλείται «ο μεγάλος ύπνος»· η ιστορία του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του έως και το 1949 χαρακτηρίζεται από την «άνοδο και την πτώση της Μεγάλης Ιδέας», ενώ, τέλος, τα χρόνια από το β’ μισό του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα αποτελούν ένα ξεχωριστό μέρος. Φιλίστορας αλλ’ όχι ιστορικός, ο συγγραφέας συγκροτεί μια έντιμη αφήγηση, χρήσιμη για ένα κοινό που αποζητά να τοποθετήσει στοιχειωδώς τα ιστορικά γεγονότα σε μια χρονολογική σειρά, ειδικά εκείνο που δεν έχει άλλη επαφή με την ελληνική ιστορία.