του Σπύρου Κακουριώτη
Μια ακόμα νέα χρονιά ξεκίνησε και, βαδίζοντας προς τη συμπλήρωση του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα, πολλές από τις κυρίαρχες τάσεις που τον χαρακτηρίζουν έχουν πια ξεδιπλωθεί μπροστά μας. Εντοπίζοντας όσες σημαδεύουν το παρόν των κοινωνιών μας και προδιαγράφουν το μέλλον τους, τα δοκίμια που επισημαίνονται εδώ και κυκλοφόρησαν πρόσφατα μπορούν να μας βοηθήσουν να στοχαστούμε το σήμερα και το αύριο…
Vaclav Smil, Πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος, Διόπτρα
«Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος. Είμαι επιστήμονας που προσπαθεί να εξηγήσει πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος», διευκρινίζει στην εισαγωγή του βιβλίου του ο τσεχο-καναδός καθηγητής Βάτσλαβ Σμιλ, ειδικευμένος στη διεπιστημονική έρευνα σε τομείς όπως η ενέργεια, το περιβάλλον, η παραγωγή τροφίμων, οι πληθυσμιακές μεταβολές, η ιστορία της τεχνολογικής καινοτομίας, αλλά και οι δημόσιες πολιτικές. Ο στόχος που θέτει στη μελέτη του αυτή είναι πολύ πιο δύσκολος απ’ όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Όχι μονάχα εξαιτίας του γεγονότος ότι η διαθέσιμη γνώση σε κάθε τομέα του επιστητού αυξάνεται εκθετικά, καθιστώντας ουτοπική οποιαδήποτε απόπειρα σύνοψής της, ακόμη και εντός στενά περιχαρακωμένων ειδικοτήτων· αλλά, πολύ περισσότερο, λόγω του ότι η πλειονότητα του αστικοποιημένου πληθυσμού του πλανήτη είναι πλέον τόσο απομακρυσμένη από τους χώρους της υλικής παραγωγής, αγροτικής και βιομηχανικής, που έχουν μια πολύ αφηρημένη ιδέα για την προέλευση του ψωμιού ή του κρέατος που καταναλώνουν. Στις σελίδες της εκλαϊκευτικής αυτής μελέτης, ο διακεκριμένος επιστήμονας σκιαγραφεί τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο πλανήτης προκειμένου να επιβιώσει: τη σταθερά αυξανόμενη εξάρτηση των σύγχρονων κοινωνιών από τα ορυκτά καύσιμα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις σε ενέργεια, κάτι που κάνει ουτοπικό τον στόχο της ταχείας πλήρους απανθρακοποίησης· την ανάλογη εξάρτηση της παραγωγής τροφίμων από ολοένα μεγαλύτερες εισροές ενέργειας· τον ρόλο των υλικών που παρήγαγε η ανθρώπινη επινοητικότητα, ειδικότερα του χάλυβα, της αμμωνίας, του σκυροδέματος και των πλαστικών, για τη συντήρηση των σύγχρονων κοινωνιών, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς περί «αποϋλοποίησης» των μοντέρνων οικονομιών· την παγκοσμιοποίηση και τις ρίζες της στο απώτερο παρελθόν, αλλά και την αβέβαιη και διόλου νομοτελειακή πορεία της στο μέλλον· τους κινδύνους φυσικών και βιολογικών καταστροφών· την υπερθέρμανση του πλανήτη, διεργασία την οποία οι επιστήμονες παρακολουθούν εδώ και 150 χρόνια· τέλος, επιχειρεί να στραφεί προς το μέλλον, αποφεύγοντας τόσο τη δυστοπία του καταστροφισμού, του επικείμενου Αρμαγεδδώνα, όσο και την τεχνο-οπτιμιστική ουτοπία.
Oded Galor, Το ταξίδι της ανθρωπότητας, Ψυχογιός
Ένα ταξίδι στις απαρχές του πλούτου και της ανισότητας υπόσχεται στον αναγνώστη του ο ισραηλινο-αμερικανός οικονομολόγος Όντετ Γκάλορ, σε αυτή τη μελέτη του στην οποία παρουσιάζει, σε εκλαϊκευμένη μορφή, τη δικής του έμπνευσης Ενοποιημένη Θεωρία Οικονομικής Μεγέθυνσης. Προκειμένου να ανιχνεύσει κανονικότητες στις διαδικασίες ανάπτυξης και να ερμηνεύσει τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της ανισότητας μεταξύ των εθνών κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, η θεωρία αυτή εξετάζει τη διαδικασία ανάπτυξης καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, επισημαίνοντας τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει ο διαφορετικός χρόνος μετάβασης από μια κατάσταση μαλθουσιανής στασιμότητας στην οικονομική μεγέθυνση και την ανισομέρεια που τη συνοδεύει, η οποία χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή. Έτσι, το ταξίδι που προτείνει ο συγγραφέας ξεκινά από την εμφάνιση του Homo Sapiens στην Αφρική και τη γεωργική επανάσταση μέχρι την πρώιμη βιομηχανοποίηση, την αγροτική έξοδο και τη δημογραφική μετάβαση – μια εποχή που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «οικονομική εποχή των παγετώνων». Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την εποχή μας, τους τελευταίους δύο αιώνες, όταν σημειώνονται μείζονες αποκλίσεις στην ανάπτυξη των περιοχών του πλανήτη. Εδώ ο συγγραφέας αναζητεί την προέλευση του πλούτου και της ανισότητας, διερευνώντας παράγοντες όπως το εμπόριο, η αποικιοκρατία και η άνιση ανάπτυξη, ο ρόλος των θεσμών και της κουλτούρας, αλλά και η βαρύνουσα σημασία του γεωγραφικού παράγοντα. Η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με μια επιστροφή στην αρχή, καθώς ασχολείται με την παρακαταθήκη της γεωργικής επανάστασης και την κοινή προέλευση της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, την οποία και θεωρεί παράγοντα ευημερίας. Το ταξίδι που περιγράφει στις σελίδες του ο Γκάλορ δεν συνιστά κάποια αμείλικτη πορεία προς την ουτοπία ή τη δυστοπία, ούτε στοχεύει να αντλήσει ηθικά μαθήματα από την κατεύθυνσή του· αναγνωρίζει τις τεράστιες ανισότητες μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες και προσπαθεί να δώσει στον αναγνώστη του να κατανοήσει τις ενέργειες που θα απαιτούνταν για να αντιμετωπιστούν.
Alain Badiou, Παρατηρήσεις για τον αποπροσανατολισμό του κόσμου, Άγρα
Προϊόν στοχασμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το σύντομο αυτό δοκίμιο του ριζοσπάστη γάλλου φιλοσόφου εκκινεί από την «προφανή αταξία του σύγχρονου κόσμου», από ποικίλα επεισόδια φανερού αποπροσανατολισμού της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής ζωής, προκειμένου να τα φωτίσει μέσα από το πρίσμα του «αμετάβλητου προσανατολισμού» της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σε αυτό διαπιστώνει την κυριαρχία μιας «γενικής αταξίας», μιας σύγχυσης των συνειδήσεων και μιας γενικευμένης αβεβαιότητας για το μέλλον, οι οποίες συνιστούν το φαινόμενο του αποπροσανατολισμού, το οποίο πηγάζει, αφενός, από την υποχώρηση της αλήθειας προς όφελος των «γνωμών», των απόψεων –σύμφωνα με τη σωκρατική διάκριση– και, αφετέρου, από την κυρίαρχη ιδεολογία. Εμμένοντας στο κομμουνιστικό πρόταγμα, ο Αλέν Μπαντιού εξετάζει κριτικά (και μάλλον επικριτικά) μια σειρά από τάσεις και κινήματα που πρωταγωνιστούν στον γαλλικό δημόσιο βίο, από τα Κίτρινα Γιλέκα έως τον σύγχρονο φεμινισμό και από την οικολογία έως την κρίση της δημόσιας εκπαίδευσης και τις χρήσεις της «ανεξιθρησκείας», της περίφημης laïcité. Για τον φιλόσοφο, τα περισσότερα από αυτά τα φαινόμενα αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αποπροσανατολισμού, καθώς παραμένουν εσωτερικά και εξαρτημένα από την κυρίαρχη πολιτική, από το αστικό καθεστώς, ουσιαστικά, δηλαδή, ρεφορμιστικά. Επισημαίνοντας, ορθά, την αδυναμία των περισσότερων από αυτά τα κινήματα να αναχθούν στο καθολικό, ο Μπαντιού τονίζει εμφατικά τους κινδύνους μιας ταυτοτικής αναδίπλωσης, ιδιαίτερα εμφανείς στην κινητικότητα της ακροδεξιάς (Ζεμούρ κ.λπ.) Δεν είναι απαραίτητο να συμμερίζεται κανείς όλες τις επισημάνσεις του συγγραφέα για τους αποπροσανατολισμούς που διακρίνει –για παράδειγμα, οι αιτιάσεις του για το φεμινιστικό ή το οικολογικό κίνημα μάλλον θα απογοητεύσουν αρκετές και αρκετούς– για να απολαύσει τη δύναμη της επιχειρηματολογίας και τη διορατικότητα της ανάλυσής του· ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής του δοκιμίου αυτού βλέπουμε τάσεις που διαγιγνώσκει σε αυτό ο Μπαντιού να αποτελούν ήδη πραγματικότητες του κόσμου όπως τον ζούμε σήμερα, από τον υψηλό πληθωρισμό μέχρι τον ανασχεδιασμό του ενεργειακού χάρτη.
Δέσποινα Καταπότη (επιμ.), Black Mirror: Ο μαύρος καθρέφτης της ψηφιακότητας, Καστανιώτης
Όψεις των προβλημάτων που θέτει η έννοια της «ψηφιακότητας», ιδωμένη μέσα από την έννοια του «δυνητικού» (virtual), εξετάζουν στις συμβολές τους οι συγγραφείς των 24 κεφαλαίων που συγκροτούν τον ανά χείρας τόμο. Σε αυτόν τον «τόπο» συνάντησης, που θέλει να είναι κάτι σαν μια «μαγική εγκυκλοπαίδεια» της ψηφιακότητας (όπως θα την εννοούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν), φιλοξενούνται συζεύξεις διαφορετικών τύπων δημόσιου λόγου, καθώς οι συντελεστές του προέρχονται από τον ακαδημαϊκό, αλλά και τον καλλιτεχνικό και τον δημοσιογραφικό χώρο. Η αρχική ιδέα για τη σύνθεση του τόμου βρίσκεται στις ακαδημαϊκές αίθουσες διδασκαλίας, αλλά εκτείνεται πολύ πέραν αυτών: η επιμελήτρια του τόμου χρησιμοποίησε επεισόδια της δημοφιλούς σειράς Black Mirror, της βρετανικής τηλεόρασης, προκειμένου να θέσει στους φοιτητές, η ίδια και οι προσκεκλημένοι της ομιλητές και ομιλήτριες, μια σειρά ζητημάτων που θέτει η ψηφιακή συνθήκη: από τη σύγκρουση της πολιτικής και μιντιακής εξουσίας με τα σύγχρονα ψηφιακά δίκτυα και τα ζητήματα της μνήμης και της σχέσης με το παρελθόν και τον χρόνο, στη μετα-αποκαλυπτική πραγματικότητα, τη συγκρότηση ετεροτοπιών, τη δημιουργία μετανθρώπινων cyborgs και την κατασκευή «έτερων εαυτών», μέχρι τον έρωτα στην ψηφιακή συνθήκη και τη σύνδεση των πρακτικών διαμόρφωσης ταυτότητας με τις νέες μορφές εξουσίας και επιτήρησης που αναδύονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.ά. Κοινό χαρακτηριστικό των κειμένων που συγκεντρώνονται στις σελίδες του τόμου, η επιθυμία ενασχόλησης με την ψηφιακότητα πέρα από το όποιο δίλημμα μεταξύ «τεχνοφοβίας» και «τεχνοφιλίας», αλλά με την πίστη στη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολλών τρόπων προσέγγισης της δυνητικής πραγματικότητας που υπόσχεται…
C. Arruzza – T. Bhattacharya – N. Fraser, Φεμινισμός για το 99%: Μανιφέστο, Εκτός Γραμμής
Πώς θα είναι ο φεμινισμός του 21ου αιώνα; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει, κατά βάθος, το σύντομο αυτό κείμενο, που επιδιώκει να αποτελέσει το μανιφέστο του νέου κύματος μαχητικού φεμινισμού, αυτού που αναδύθηκε μέσα από την απεργία γυναικών στην Πολωνία ενάντια στην κατάργηση του δικαιώματος στην έκτρωση το 2016, τη φεμινιστική απεργία στην Αργεντινή το 2017 και στην Ισπανία τα επόμενα χρόνια, τις κινητοποιήσεις ενάντια στις γυναικοκτονίες με το σύνθημα «Ni una menos» ή το διεθνές #MeToo. Οι συγγραφείς του, καθηγήτριες σε αμερικανικά πανεπιστήμια και στρατευμένες στο φεμινιστικό και το ευρύτερο ριζοσπαστικό κίνημα, συνδέουν άμεσα τις διεκδικήσεις του «φεμινισμού για το 99%» και τους αγώνες για την ανατροπή της έμφυλης καταπίεσης με τον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Με αυτή τους τη θέση τοποθετούνται ευθέως ανταγωνιστικά απέναντι στον φιλελεύθερο φεμινισμό, ο οποίος μιλά για ίσες ευκαιρίες στην κυριαρχία, μεταθέτοντας την καταπίεση στις λιγότερο προνομιούχες. Οι επεξεργασίες των τριών συγγραφέων εντάσσονται στις θεωρητικές αντιλήψεις για την κοινωνική αναπαραγωγή, καθώς οι εργασίες παραγωγής ανθρώπων και προετοιμασίας τους για την ένταξη στον κύκλο του συστήματος παραγωγής –τις οποίες κατεξοχήν αναλαμβάνουν, χωρίς αποζημίωση, οι γυναίκες– απαλλοτριώνονται σιωπηρά προς όφελος του καπιταλισμού. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο «φεμινισμός για το 99%» νοηματοδοτεί με διαφορετικό τρόπο και διευρύνει την έννοια της εργασίας και της εργατικής τάξης, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριο των εργατικών αγώνων και διατυπώνοντας εκ νέου την ανάγκη συγκρότησης νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Στις 11 θέσεις του μανιφέστου τους, οι συγγραφείς επικεντρώνονται στην επανεφεύρεση της απεργίας από το φεμινιστικό κίνημα, στην ανάγκη ξεπεράσματος του φιλελεύθερου φεμινισμού προς αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, στη συνολική κοινωνική κρίση που προκαλεί ο καπιταλισμός και στην έμφυλη καταπίεση, τη βία και τον έλεγχο της σεξουαλικότητας, στη ρατσιστική και αποικιακή βία, την οικολογική καταστροφή, τον φεμινιστικό διεθνισμό, ενώ καταλήγουν με μια έκκληση προς τα ριζοσπαστικά κινήματα για μια κοινή αντικαπιταλιστική εξέγερση.
Η δύναμη της μη βίας, Αλεξάνδρεια
Σε μια παρεξηγημένη πρακτική, η οποία, ιδιαίτερα στους χώρους της κινηματικής αριστεράς, αντιμετωπίζεται συχνά ως παθητική στάση, εστιάζει τον προβληματισμό της η αμερικανίδα φιλόσοφος στο ανά χείρας δοκίμιο. Προκειμένου όμως να μιλήσει για τη μη βία, η Μπάτλερ δεν περιορίζεται στη διατύπωση ηθικών επιχειρημάτων, αν πρέπει να είναι κανείς υπέρ ή κατά της βίας, αλλά επικεντρώνεται αρχικά στον ορισμό της βίας και στο ποιος μπορεί να χαρακτηριστεί βίαιος, από ποιον και γιατί. Και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα πεδία, ο ορισμός δεν είναι άλλο παρά μια διαμάχη ερμηνειών, καθώς η βία εξεικονίζεται και καταλογίζεται στο πλαίσιο μιας λογοθετικής, κοινωνικής και κρατικής εξουσίας, με τελικό στόχο τη δικαιολόγηση και νομιμοποίηση της κρατικής βίας. Αφού αποδεχθεί τη δυσκολία της διατύπωσης ενός επαρκούς ορισμού της βίας, η φιλόσοφος στρέφεται στα δημοφιλή επιχειρήματα που διατυπώνονται στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς προκειμένου να δικαιολογηθεί η προσφυγή στη βία ως «αντιβία» απέναντι στην κρατική καταστολή. Θεωρώντας ότι εκείνος που εφαρμόζει πρακτικές μη βίας σχετίζεται με εκείνον ενάντια στον οποίο ασκείται βία (καθώς η άσκηση βίας στον άλλο είναι συγχρόνως βία που ασκείται στον εαυτό), συμπεραίνει ότι η μη βία προϋποθέτει την κριτική της ηθικής και της πολιτικής κληρονομιάς του ατομικισμού. Παράλληλα, η Μπάτλερ, επιστρέφοντας στο ζήτημα της αντιβίας ή της αυτοάμυνας, θέτει το ερώτημα ποιος είναι ο «εαυτός» που «αμύνεται» και ποιες ζωές αποκλείει η επίκληση αυτή, για να καταλήξει ότι μια τέτοια «αυτοάμυνα» προϋποθέτει και παράγει ανισότητες και προνόμια. Η χρήση βίας αντιγράφει τη βία, προειδοποιεί η φιλόσοφος, και μάλιστα προς κατευθύνσεις που δεν μπορούν πάντοτε να χαλιναγωγηθούν. Η υιοθέτηση της πρακτικής της μη βίας μπορεί να είναι μια ηθική θέση, είναι όμως, πολύ περισσότερο, μια κοινωνική φιλοσοφία των έμβιων και βιώσιμων δεσμών, οι οποίοι απειλούνται από τη βία.
Άρης Στυλιανού, Γνώση και πάθος στη νεότερη φιλοσοφία, Πόλις
Στις σχέσεις της γνώσης και της εμπειρίας, της επιστήμης και της ιδεολογίας, του υποκειμένου και της πράξης, έτσι όπως αντιμετωπίζονται από την πολιτική φιλοσοφία, εστιάζει την πραγμάτευσή του το ανά χείρας δοκίμιο. Κίνητρο γι’ αυτή τη γνωσιολογική πραγμάτευση, όπως ομολογεί ο συγγραφέας της, η γοητεία που ασκούν όλο και περισσότερο στην εποχή μας οι θεωρίες συνωμοσίας, που δεν είναι παρά ένας αληθοφανής τρόπος ερμηνείας του κόσμου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από «πολύ έντονο πάθος για γνώση, χωρίς όμως αυτό να συμβαδίζει με μια επαρκή γνώση του πάθους», κάτι που οδηγεί σε γενικευμένη παθολογία. Μολονότι η επιστήμη και ο ορθός λόγος αποτελούν τα εφόδια για την κατανόηση του εαυτού και του γύρω του κόσμου, δεν είναι επαρκή· τα ανθρώπινα πάθη και η συναισθηματικότητα δεν μπορούν να καλυφθούν πλήρως από αυτά, έτσι συχνά ορίζουν συμπεριφορές που θεωρούνται «ανορθολογικές». Προκειμένου, έτσι, να εξετάσει τις σχέσεις γνώσης και άγνοιας, επιστήμης και ιδεολογίας, εμπειρίας και πράξης, ο συγγραφέας καταφεύγει στον Σπινόζα και τον τρόπο με τον οποίο αναλύει τη γνωσιακή διαδικασία και τα είδη της γνώσης (εμπειρική, επιστημονική, ενορατική). Διαμορφώνοντας, έτσι, μια πιο σύνθετη εικόνα για τη γνώση, οδηγείται στην πολιτική, καθώς, στη νεότερη φιλοσοφία, η θεωρία για τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα σχετίζεται σταθερά μαζί της. Αντλώντας από στοχαστές και φιλοσόφους όπως ο Μακιαβέλλι, ο Πασκάλ, ο Χομπς, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτς, επιχειρεί να ανιχνεύσει ένα δρόμο για την εύρεση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ ορθολογικότητας, γνώσης, πάθους, εμπειρίας και πράξης. Ισορροπία απαραίτητη προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, τα πράγματα και τον κόσμο, νοηματοδοτώντας τη ζωή μας, ανοίγοντας μια απελευθερωτική προοπτική.
Vicente Ordonez Roig, Το γελοίο ως πολιτικό εργαλείο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Την ικανότητα του ανθρώπου να εξαναγκάζει μέσω του γέλιου που γελοιοποιεί, του γέλιου που, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, λειτουργεί ως μηχανισμός αποκλεισμού, επιχειρεί να αναδείξει, μέσα από την αναδρομή του στην ιστορία της φιλοσοφίας, από τον Πλάτωνα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ο συγγραφέας του ανά χείρας δοκιμίου, καθηγητής φιλοσοφίας στο ισπανικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Η γελοιοποίηση αποτελεί μία από τις πιο λεπτές μορφές περιορισμού της ελευθερίας και, υπ’ αυτήν την έννοια, είναι ένα γέλιο κατεξοχήν πολιτικό, καθώς επιτρέπει την κυριαρχία κάποιων ανθρώπων επί κάποιων άλλων, υποβαθμίζοντας και μειώνοντας, εξαναγκάζοντας και επιβάλλοντας κυρώσεις. Αφήνοντας στην άκρη την καρναβαλική και οιονεί ανατρεπτική πλευρά του γέλιου, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο γελοίο ως εργαλείο στο χέρια της εξουσίας: ένα χειρουργικό εργαλείο στα χέρια εκείνων που επιδιώκουν να εξουδετερώσουν τους διαφορετικούς, τους εκκεντρικούς, εκείνους που δεν θέλουν ή δεν ξέρουν πώς να κινούνται στους ρυθμούς του κυρίαρχου ομογενοποιητικού λόγου. Όποιος υφίσταται μια τέτοια επίθεση, αν δεν αναγκαστεί να επανέλθει στην τάξη, μένει στιγματισμένος ως άλλος, ως καθαρή ετερότητα, ως εκείνος τον οποίο είναι δυνατό όχι μόνο να πολεμήσεις αλλά και να μισήσεις. Γι’ αυτό, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, το γελοίο στα χέρια των κυρίαρχων δεν είναι παρά το προανάκρουσμα για μια οξύτερη επίθεση, της οποίας συνήθως προηγείται η ικανότητα του γελοίου να απαξιώνει και να περιορίζει την ατομική ελευθερία. Με αυτήν την έννοια, το γελοίο στην υπηρεσία του καταναγκασμού, της εξουσίας και του κράτους αποτελεί ένα πολιτικό εργαλείο.
Σάββας Πατσαλίδης, Κωμωδίας εγκώμιον, University Studio Press
Θέτοντας το ερώτημα γιατί στην ιστορία της θεατρικής τέχνης σπάνια βρίσκουν τη θέση τους έργα κωμικά, τα οποία έχουν, συνήθως, και τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στους θεατές, ο ομότιμος καθηγητής ιστορίας και θεωρίας του θεάτρου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ασχολείται στη μελέτη του αυτή με ένα είδος για το οποίο, όπως ομολογεί, «δεν υπάρχει κάποιος σαφής και σταθερός ορισμός». Τονίζοντας τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της κωμωδίας απέναντι στους κανόνες της σοβαρότητας και τις καταπιεστικές αφηγήσεις, επισημαίνει ότι η μελέτη της απαιτεί την ιστορικοποίηση και εδαφικοποίηση του είδους, καθώς η κωμωδία διαρκώς επαναπροσδιορίζει τον τόνο και το ύφος της, ανάλογα με το περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται και με το κοινό που την υποδέχεται· απαιτείται, με άλλα λόγια, να αντιμετωπιστεί ως μέρος μιας μακράς και διαρκώς εξελισσόμενης παράδοσης. Φιλοδοξώντας να αντιμετωπίσει την κωμωδία έκκεντρα, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στους τρόπους προσέγγισης και αξιολόγησής της, αλλά προχωρά σε σκέψεις για κείμενα ή διαδικασίες αναπαράστασης που κρύβουν μέσα τους ποικίλες κωμικές δυνατότητες. Μέσα από τα έξι μέρη στα οποία διαρθρώνεται η μελέτη επιχειρείται, αρχικά, ο ορισμός του κωμικού και του χιούμορ, καθώς και του θεατρικού είδους της κωμωδίας, σε διάκριση προς το τραγικό, το δραματικό, το σοβαρό κ.λπ. Στη συνέχεια, η μελέτη επικεντρώνεται στη δομή και τους χαρακτήρες της κωμωδίας, ενώ ένα μεγάλο μέρος αφιερώνεται στο σώμα και τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην κωμωδία, από το καρναβαλικό έως το μεταμοντέρνο σώμα και από το παρενδυτικό σώμα στο μη σώμα του θεάτρου του παραλόγου. Η κωμωδία και ο πολιτικός της ρόλος, η αντιμετώπιση μορφών κωμωδίας, όπως η stand-up comedy, ως πολιτικού λόγου, απασχολούν το επόμενο μέρος, ενώ το ακροτελεύτιο τμήμα είναι αφιερωμένο στην άλλη πλευρά της σκηνής: στον θεατή και τον θεατρικό κριτικό, δηλαδή στους όρους και στα κριτήρια βάσει των οποίων (και) οι κωμωδίες κρίνονται και αξιολογούνται. Η έκδοση συμπληρώνεται με δύο χρήσιμα παραρτήματα, ένα λεξικό εκδοχών του κωμικού και ένα γλωσσάρι όρων.
Μισέλ Ουελμπέκ, Σοπενάουερ παρόντος, Εστία
«Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθαν τα πάνω κάτω»… Με αυτά τα λόγια περιγράφει την πρώτη του συνάντηση με το έργο του Άρθουρ Σοπενάουερ και την αντίδρασή του σε αυτό ο γάλλος «προφήτης της παρακμής» Μισέλ Ουελμπέκ. Η συνάντησή του με τους Αφορισμούς για τη σοφία της ζωής και, λίγο αργότερα, με το γνωστότερο έργο του γερμανού φιλοσόφου, Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, υπήρξε ένα «φιλοσοφικό σοκ». Μολονότι αργότερα στράφηκε προς άλλες ατραπούς, ο Ουελμπέκ συνέχιζε να επιστρέφει σε αυτή τη φιλοσοφική πρόζα που χαρακτηρίζει «άμεσα ευχάριστο και ανακουφιστικό ανάγνωσμα». Επιδιώκοντας να εκφράσει το βαθύ αίσθημα ευγνωμοσύνης που νιώθει κανείς για τα γραπτά του Σοπενάουερ, ακόμη κι αν διαφωνεί μαζί του, επιχειρεί να δείξει, μέσα από επιλεγμένα, μεταφρασμένα και σχολιασμένα από τον ίδιο αποσπάσματα των δύο έργων που προαναφέρθηκαν, γιατί η διανοητική στάση του Σοπενάουερ παραμένει «πρότυπο για κάθε φιλόσοφο του μέλλοντος». Ειδικός της οδύνης, ριζικός πεσιμιστής, μοναχικός μισάνθρωπος, ο γερμανός στοχαστής αναδεικνύεται σε alter ego για τον γάλλο λογοτέχνη, σε σημείο που ο αναγνώστης του έργου του να αναρωτιέται αν «ήταν σοπεναουερικός ο Ουελμπέκ πριν διαβάσει Σοπενάουερ ή η ανάγνωση αυτή τον έκανε έτσι όπως τον ξέρουμε;» όπως σημειώνει στο προλογικό της σημείωμα («Ιστορία μιας επανάστασης») η Agathe Novak-Lechevalier, μελετήτρια του έργου του γάλλου πεζογράφου. Όπως σημειώνουν άλλοι κριτικοί, ο Ουελμπέκ, στο ολιγοσέλιδο αυτό δοκίμιο, παραμένει ένας αυθεντικός σχολιαστής του φιλοσοφικού έργου του Σοπενάουερ· θα ήταν λάθος να το διαβάσει κανείς ως αυτοσχόλιο, ως έμμεση αναφορά στο δικό του λογοτεχνικό έργο.
Όσιπ Μαντελστάμ, Για τον συνομιλητή. Δοκίμια για την τέχνη και τον πολιτισμό, Οροπέδιο
Ο Όσιπ Μαντελστάμ (1891-1938) υπήρξε ένας από τους χαρισματικότερους ρώσους ποιητές του 20ού αιώνα, που έζησε, αλλά και πέθανε, για την ποίηση: η σύνθεση ενός επικριτικού επιγράμματος για τον Στάλιν, με τίτλο «Ένας βουνίσιος στο Κρεμλίνο», θα σταθεί αφορμή, αρχικά, για την εξορία και, αργότερα, τη φυλάκιση του ποιητή σε στρατόπεδο εργασίας, όπου και θα πεθάνει από τις κακουχίες. Στη σύντομη ζωή του, ο Μαντελστάμ θα κατακτήσει την εκτίμηση των ομοτέχνων του ήδη με την πρώτη του συλλογή, πολύ σύντομα όμως, μέσα στο ζοφερό κλίμα της δεκαετίας του 1930, θα απομονωθεί και θα βρεθεί στο στόχαστρο του σταλινικού καθεστώτος, ξεκινώντας μια κάθοδο προς την καρδιά της κόλασης, που για τον Μαντελστάμ τοποθετείται σε ένα στρατόπεδο στο μακρινό Βλαδιβοστόκ. «Ο θάνατος του ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των επιτευγμάτων του», έγραφε ο ίδιος προφητικά στο μελέτημά του «Σκριάμπιν και χριστιανισμός» (1915), που περιλαμβάνεται στο ανά χείρας τομίδιο. Όπως αυτό, έτσι και τα υπόλοιπα δοκίμια που περιέχει, μεταφρασμένα όλα από την Ευγενία Κριτσέφσκαγια, είναι γραμμένα κατά τη δεκαετία 1913-1922, περίοδο η οποία σηματοδοτεί την εγκατάλειψη των «συμβολιστικών συνηθειών» και το πέρασμα στον ακμεϊσμό, ποιητικό ρεύμα το πρόγραμμα του οποίου παρουσιάζεται σε κάποια από τα δημοσιευόμενα κείμενα («Η αυγή του ακμεϊσμού», «Για τον συνομιλητή»). Παράλληλα, αντανακλούν τα ποιητικά ενδιαφέροντα του Μαντελστάμ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι («Φρανσουά Βιγιόν»), ενώ αναμφίβολα το 1917 συνιστά μια τομή και εδώ, όπως δείχνουν τα κείμενα του 1921-1922, μέσω των οποίων ο ποιητής επιχειρεί να προσανατολιστεί και να αναζητήσει μια θέση στη νέα κατάσταση που δημιούργησε η Επανάσταση, εκφράζοντας την ελπίδα για μια νέα κοινωνία, η οποία θα διαψευστεί πολύ σύντομα («Ανθρώπινο σιτάρι», «Λόγος και πολιτισμός» κ.ά.)
G. K. Chesterton, Ουτοπία τοκογλύφων και άλλα δοκίμια, Κίχλη
«Τα τελευταία … χρόνια, οι πλουτοκράτες που κυβερνούν … δεν επέτρεψαν να υπάρξει παρά μόνον κακή δημοσιογραφία στη χώρα. Πολύ κακή δημοσιογραφία, δημοσιογραφία μόνο κατ’ όνομα». Όσο επίκαιρη κι αν φαντάζει αυτή η διαπίστωση, περισσότερα από εκατό χρόνια μας χωρίζουν από τη στιγμή που διατυπώθηκε, προκειμένου να καυτηριάσει τις εφημερίδες των (άγγλων) πολυεκατομμυριούχων, που «είναι χυδαίες και ανόητες επειδή οι πολυεκατομμυριούχοι είναι χυδαίοι και ανόητοι». Αν τα κείμενα αυτά, που ο ακατάβλητος χιουμορίστας Gilbert Keith Chesterton έγραψε στα 1913-1915 για τη σοσιαλιστική εφημερίδα Daily Herald, θυμίζουν οικεία κακά, πιθανόν αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι οι κοινωνικές ανισότητες στη χώρα μας έχουν πλησιάσει αρκετά εκείνες της Βρετανίας των αρχών του 20ού αιώνα. Δοκιμιογράφος, λογοτέχνης και πολιτικός στοχαστής, ο συγγραφέας υπήρξε μια ξεχωριστή φυσιογνωμία των αγγλικών γραμμάτων, με προνομιακό πεδίο του τη δημοσιογραφία. Μάλιστα, κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του εξέδιδε ο ίδιος την G.K.’s Weekly, έντυπο στο οποίο και δημοσίευσε τα περισσότερα από τα τέσσερις χιλιάδες περίπου άρθρα που έγραψε. Επικριτής του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού, όπως εμφανίζεται και στο εκτενέστερο από τα τρία κείμενα που περιλαμβάνονται στην ανά χείρας έκδοση, από το οποίο προέρχεται και ο τίτλος της, υπήρξε φιλελεύθερος και αντίπαλος του ιμπεριαλισμού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ αργότερα ριζοσπαστικοποιήθηκε, για να καταλήξει προσήλυτος στο καθολικό δόγμα, με βάση το οποίο διατύπωσε τις ιδέες του περί αναδιανομής του πλούτου και ιδιαίτερα της γης. Στο παρόν δοκίμιό του, ο συγγραφέας αναλύει την επίδραση της καπιταλιστικής νοοτροπίας στην τέχνη, τον πολιτισμό, την οικογενειακή ζωή, την εργασία, επισημαίνοντας ότι η ανθρώπινη καθημερινότητα υποβαθμίζεται από την τυφλή επιδίωξη του κέρδους, προβλέποντας τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η αποδοχή της ανηθικότητας στον δημόσιο βίο. Ο τόμος, σε μετάφραση και εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά, συμπληρώνεται με τα συντομότερα άρθρα «Η κόπωση της Φλητ Στρητ» και «Η τυραννία της κακής δημοσιογραφίας», στα οποία σχολιάζονται οι παθογένειες της βιομηχανίας του τύπου.
Άρης Χατζηστεφάνου, Προπαγάνδα και παραπληροφόρηση, Τόπος
Η κατάταξη της Ελλάδας στην 108η θέση, όσον αφορά την ελευθερία του τύπου, στον κατάλογο των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα υπήρξε, για όσους, τουλάχιστον, θέλουν να ακούσουν, μια ηχηρή προειδοποίηση για την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα μας. Η κατάρρευση της παραδοσιακής δημοσιογραφίας και η απορρύθμιση του επαγγέλματος, ως αποτέλεσμα της δεκαετούς κρίσης, αφενός, μετέφερε όλη την εξουσία εντός των μέσων και διά των μέσων στα χέρια πάμπλουτων ολιγαρχών που τα μετέτρεψαν σε όργανα προπαγάνδας και, αφετέρου, εξαιτίας της κατακόρυφης πτώσης της αξιοπιστίας τους, έστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χώρο κυριαρχίας της παραπληροφόρησης και των αλγορίθμων. Το νέο τοπίο που έχει διαμορφωθεί στον χώρο των media αναδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο –για όποιον και όποιαν θέλει να το αντιληφθεί, τουλάχιστον– την επείγουσα ανάγκη επαγγελματικής δημοσιογραφίας που έχει η δημοκρατία προκειμένου να επιζήσει. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το βιβλίο του γνωστού δημοσιογράφου Άρη Χατζηστεφάνου, που αποτελεί έναν πρακτικό οδηγό που βοηθά τον αναγνώστη να εντοπίζει τις τεχνικές παραπληροφόρησης και προπαγάνδας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στον καθημερινό λόγο πολιτικών, διαφημιστών και συμβούλων επικοινωνίας. Αντλώντας από τη μακρόχρονη δημοσιογραφική εμπειρία του και με το χαρακτηριστικό προσωπικό του ύφος, καταγράφει και κατηγοριοποιεί ορισμένα από τα συνηθέστερα προβλήματα που συναντώνται στον δημοσιογραφικό λόγο, αλλά και στις πρακτικές πολιτικών και επιχειρηματιών, στην Ελλάδα και διεθνώς. Χρησιμοποιώντας μια σειρά από προσωπικές επαγγελματικές εμπειρίες, δίνει στον αναγνώστη τα «εργαλεία» προκειμένου να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές και να μπορεί να ξεχωρίζει πότε τα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να τον καθοδηγήσουν με τρόπους ανεπαίσθητους, αλλάζοντας απλώς τη σύνταξη μιας πρότασης… Πέραν του τυπωμένου κειμένου, στο τέλος κάθε κεφαλαίου περιλαμβάνεται QR-code που οδηγεί περαιτέρω τον αναγνώστη σε βίντεο, φωτογραφίες, podcast και ενεργά link για όλες τις πηγές και τη βιβλιογραφία.
Χάρης Αθανασιάδης, Η μνήμη και η πόλις, Ασίνη
Μια τέχνη λησμονημένη, αυτή του χρονογραφήματος, τέχνη που υπηρέτησαν σπουδαίοι γραφιάδες πριν απ’ αυτόν, θεραπεύει ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης μέσα από τις 40+1 δημόσιες ιστορίες που περιλαμβάνει στις σελίδες του το ανά χείρας βιβλίο. Δημοσιευμένες κάθε Κυριακή επί δεκαπέντε μήνες στην εφημερίδα Documento (τι χρονογραφήματα θα ήταν διαφορετικά;), στη στήλη υπό τον τίτλο «Δημόσιος λόγος», αναμετριούνταν –και συνεχίζουν πλέον και από τις σελίδες του βιβλίου να αναμετριούνται– με τις συλλογικές μας μνήμες, όπως διαχέονται στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή στην πόλιν και στα ίχνη που άφησε πάνω της το παρελθόν, αλλά και στην πόλιν ως κοινότητα πολιτών που διαλέγονται, αντιπαρατίθενται και προσπαθούν να ορίσουν το παρόν και το μέλλον τους. Από τον Μεγαλέξαντρο, τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη στον Άρη, τον Πλουμπίδη και τον Θεοδωράκη, αλλά και το Πολυτεχνείο ή τον Πουλαντζά, ο Αθανασιάδης ανασύρει ίχνη του παρελθόντος που αναδείχθηκαν σε σύμβολα, για να μιλήσει για το παρόν ασκώντας δημόσια ιστορία και ταυτόχρονα αναλύοντας τον τρόπο κατασκευής της. Οι ιστορίες του είναι δημόσιες, όπως ο υπότιτλος τις ορίζει, όχι μονάχα γιατί θέλουν να είναι εύληπτες και ελκυστικές, ώστε να απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό, αλλά και γιατί, όπως κάθε καλό χρονογράφημα, είναι καίριες και ευθύβολες, φωτίζοντας την ηχώ των περασμένων με τον τρόπο του πολίτη, δηλαδή με συνείδηση των διακυβεύσεων του παρόντος. Είναι ιστορίες βγαλμένες από την πένα καλού και εμπειροπόλεμου γραφιά, που δεν διστάζει να κάνει δημόσια, με τρόπο συγκινητικό μάλιστα, την ιστορία του παππού που δεν γνώρισε – υπερατλαντικού μετανάστη, όπως χιλιάδες άλλοι στην αρχή του 20ού αιώνα, που γύρισε στην πατρίδα για να πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα· ή την ιστορία του πατέρα του και του «μικρού θαύματος», της μηχανής DKW που οδηγούσε, ιστορία που θα σταθεί αφορμή για τον ιστορικό να μιλήσει τρυφερά για την κουλτούρα της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, της οποίας, άλλωστε, και ο ίδιος μετέχει…
Ματίνα Πούλου, Πολιτικός φόβος και έγκλημα, Εύμαρος
Η καλλιέργεια και η διαχείριση του φόβου ως πολιτικού εργαλείου βρίσκεται στο επίκεντρο της μελέτης της Ματίνας Πούλου, νομικού και μέλους, κατά την περίοδο 2016-2019, του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών, η οποία εξετάζεται μέσα από μια μελέτη περίπτωσης: αυτής του «νόμου Παρασκευόπουλου». Από την πολιτική «μηδενικής ανοχής» στο μοντέλο της υπερτροφικής φυλακής και την καθημερινή σωφρονιστική πραγματικότητα που οδηγεί σε διαρκείς καταδίκες της χώρας μας, η συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο έναν κόσμο που για τον συνηθισμένο αναγνώστη παραμένει στο ημίφως: τους κρατούμενους χωρίς δικαιώματα, τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, την απουσία περίθαλψης, τον υπερπληθυσμό των φυλακών κ.ά. Μιλά για τις πραγματικότητες που επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο «νόμος Παρασκευόπουλου» μετά λόγου γνώσεως, καθώς η ίδια συμμετείχε, ως επιστημονική συνεργάτιδα, στη σύνταξή του. Παράλληλα, όμως, εξετάζει τον τρόπο που ο νόμος αυτός αντιμετωπίστηκε από τα ΜΜΕ και τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, τα fake news και την καλλιέργεια της αντίληψης ότι ο συγκεκριμένος νόμος, όπως και κάθε προσπάθεια αποσυμφόρησης των φυλακών, αποτελούσε απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Μάλιστα, ακόμα και όταν οι πλέον αρμόδιες αρχές, όπως το υπουργείο Δικαιοσύνης, παρέθεταν τα πραγματικά στοιχεία, η επίδραση της διάψευσης ήταν τόσο περιορισμένη σε σχέση με την αρχική είδηση, που δεν μπορούσε πλέον να πείσει, καθώς τα fake news είχαν μετατραπεί σε εδραίες πεποιθήσεις. Όμως αυτού του είδους οι «βεβαιότητες», που στερούν ακόμα και το δικαίωμα της διαφωνίας, δεν είναι άλλο παρά προϊόν της δημαγωγίας. Αναδεικνύοντας τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτόν τον χωρίς κανόνες πόλεμο επικοινωνίας, η συγγραφέας καταδεικνύει με εύστοχο τρόπο πώς ο φόβος μετατρέπεται, τελικά, σε όπλο κατά της ίδιας της δημοκρατίας.
Δέσπω Κριτσωτάκη – Βάσια Λέκκα, Μεταξύ «κανονικού» και «παθολογικού», Ψηφίδες
Μια ιστορική και κοινωνιολογική προσέγγιση της κατασκευής της έννοιας της παιδικής ηλικίας και της νεότητας μέσω του νευροψυχιατρικού λόγου, έτσι όπως αυτός αποτυπώνεται στα αρχεία των εξωτερικών ιατρείων του Αιγινήτειου Νοσοκομείου κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1915-1939), αποτελεί η ανά χείρας μελέτη. Με οδηγό αυτό το αρχείο, οι δύο συγγραφείς αναδεικνύουν την εντατικοποίηση του ενδιαφέροντος και της μέριμνας της ελληνικής κοινωνίας για το παιδικό/νεανικό σώμα, καθώς και τη συγκρότηση της «κανονικής» και της «παθολογικής» παιδικής ηλικίας και νεότητας μέσω της ψυχιατρικοποίησής της. Η μελέτη επικεντρώνεται στο Αιγινήτειο, τον κυρίαρχο νευροψυχιατρικό θεσμό της εποχής, καθώς υπήρξε η πρώτη νευρολογική και ψυχιατρική πανεπιστημιακή κλινική στην Ελλάδα. Αφού παρουσιάσει τις σύγχρονες ιστορικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις για τις μορφές συγκρότησης της έννοιας της παιδικής ηλικίας, η μελέτη εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους έγινε αντικείμενο γνώσης και παρέμβασης στο πλαίσιο της ιατρικής, της παιδαγωγικής, αλλά και των πολιτικών πρόνοιας στα τέλη του 19ου και κατά τον πρώιμο 20ό αιώνα. Στη συνέχεια, γίνεται συνοπτική αναφορά στην πορεία της ελληνικής νευρολογίας και ψυχιατρικής και στην ίδρυση του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, καθώς και παρουσίαση των αρχειακών πηγών, μέσα από τις οποίες σκιαγραφείται η κοινωνική φυσιογνωμία των ασθενών. Ακολούθως, παρουσιάζονται οι κύριες διαγνώσεις και τα συμπτώματα που καταγράφονταν, μέσα από τα οποία επιχειρείται η ανίχνευση των διαταραχών που εντόπιζαν και προσπαθούσαν να θεραπεύσουν οι γιατροί των εξωτερικών ιατρείων. Εδώ η μελέτη επικεντρώνεται στην περίπτωση των διαταραχών της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα, για να εξετάσει τις απαρχές της ψυχιατρικοποίησης της παιδικής και νεανικής ηλικίας, καθώς και διαστάσεων της προσωπικότητας και της διαγωγής. Τέλος, επιχειρείται να μελετηθεί το πώς βίωναν την εξέταση στα εξωτερικά ιατρεία, αλλά και την ίδια την κατάστασή τους, τα παιδιά, οι νέοι και οι νέες, αλλά και ο κοινωνικός τους περίγυρος. Μέσα από την περίπτωση των ψυχικά πασχόντων παιδιών, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει την πολλαπλότητα τόσο της βιωμένης εμπειρίας όσο και των νοηματοδοτήσεων και των εννοιολογήσεων της παιδικής ηλικίας.
Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, Δρομοκαΐτειο, Λέρος, Δαφνί, Εκδόσεις των Συναδέλφων
Μια ακόμα «μεταρρύθμιση που δεν έγινε» εξετάζει στα κείμενα που συγκεντρώνονται στον ανά χείρας τόμο ο ψυχίατρος Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, βασισμένος στην εμπειρία του από τα τρία μεγάλα ψυχιατρικά ιδρύματα της χώρας, στα οποία εργάστηκε διαδοχικά: το Δρομοκαΐτειο (1986-1990), το Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου (1990-1999) και το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το Δαφνί (1999-2014). Ξεκινά από τη δεκαετία του 1980 και τον θόρυβο που ξέσπασε για τη «ντροπή της Λέρου», που οδήγησε στη συσπείρωση μιας ομάδας ψυχιάτρων οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για την εμπειρία της υπέρβασης των ιδρυματικών πρακτικών και την εναλλακτική ψυχιατρική, έτσι όπως είχε εφαρμοστεί στην Ιταλία από τον Φράνκο Μπαζάλια. Ο συγγραφέας και οι συνάδελφοί του ενεπλάκησαν τότε σε εγχειρήματα που βρίσκονταν σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της επίσημης κρατικής πολιτικής, καθώς και της παθητικής (ή και ανοιχτά αρνητικής) στάσης της πλειονότητας της ψυχιατρικής κοινότητας. Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά, η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» που ξεκίνησε τότε «μόνο μεταρρύθμιση δεν ήταν και δεν έγινε ποτέ», σύμφωνα με τον συγγραφέα. Το αποτέλεσμα των διάφορων προγραμμάτων ήταν ένα νεοϊδρυματικό μόρφωμα, που αναπαρήγαγε αμετάβλητη τη λειτουργία του παραδοσιακού ψυχιατρικού κυκλώματος. Το ψυχιατρείο δεν μετασχηματίστηκε, τονίζει· απλώς «αδειάζει» και ξεφορτώνεται τους έγκλειστους στον χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού, μέσα από μια πληθώρα στεγαστικών δομών που δεν συνιστούν κοινωνική επανένταξη αλλά μια γκρίζα ζώνη ανάμεσα στον αποκλεισμό και τον εγκλεισμό. Τα κείμενα που παρατίθενται στο βιβλίο με χρονολογική σειρά αποτελούν ένα αποτύπωμα της πορείας που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», καθώς και των προβληματισμών, των αγκυλώσεων και των παλινωδιών που σημειώνονταν κάθε φορά. Ακόμη, εξετάζεται το ζήτημα των κατασταλτικών ψυχιατρικών πρακτικών, η νομοθεσία, οι διαστάσεις της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, αλλά και θέματα όπως η επικινδυνότητα, η τοξικοεξάρτηση, η αστεγία κ.ά.
Han Ryner, Μανιφέστο του ατομικισμού, Ροές
Η πρώτη αντίδραση του αναγνώστη μπροστά στο έργο του άγνωστου στο ελληνικό κοινό συγγραφέα θα ήταν να το εκλάβει ως ένα ακόμη νεοφιλελεύθερο mantra, που επαναλαμβάνει έως εξαντλήσεως αφορισμούς όπως το θατσερικό «there is no such thing as society». Μολονότι ανάλογες αποφάνσεις, περισσότερο εκλεπτυσμένες, δεν λείπουν από τις σελίδες του (ο σοφός «αισθάνεται κοινωνικός όπως αισθάνεται και θνητός»), το ανά χείρας «μικρό ατομικιστικό εγχειρίδιο», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, αποτελεί μια σύνοψη της φιλοσοφίας του γάλλου αναρχικού στοχαστή και λογοτέχνη Henri Ner (1861-1938), η οποία είναι βασισμένη στην παράδοση των στωικών και των επικούρειων. Ο συγγραφέας εντάσσεται στο ιδιότυπο εκείνο ρεύμα αναρχικών στοχαστών των αρχών του 20ού αιώνα που αντλούν τις θέσεις τους από τη σκέψη του Στίρνερ και του Τολστόι. Αρχικά δημοσιογράφος και λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Han Ryner (το οποίο ακούγεται σχεδόν όπως και το πραγματικό του όνομα), στο γύρισμα του αιώνα συνεργάζεται στενά με διάφορα αναρχικά έντυπα και η σκέψη του αρχίζει να ασκεί ευρύτερη επιρροή, ιδιαίτερα σε αναρχικούς κύκλους της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής. Γράφει το Μανιφέστο το 1903, σε μορφή ερωταποκρίσεων (θέτοντας «ερωτήσεις στον εαυτό του»), συμπυκνώνοντας σε αυτό τις θέσεις του για τον ατομικισμό και την πρακτική του, για τις σχέσεις των ατομικιστών μεταξύ τους, για την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις, για τις «θυσίες στα είδωλα» και, τέλος, για τη σχέση ηθικής και μεταφυσικής. Η ηθική φιλοσοφία του Ryner θεωρεί τον ατομικιστικό αναρχισμό πάνω από όλα ως στάση ζωής. Γι’ αυτό και ο ίδιος ενεπλάκη ενεργά σε πολιτικούς αγώνες προκειμένου να στηρίξει το αντιπολεμικό κίνημα ή να υπερασπιστεί τους φυλακισμένους αναρχικούς Σάκο και Βαντζέτι, ενώ τη δεκαετία του 1930 δεν δίστασε να συμμετάσχει ακόμα και στην τριτοδιεθνιστικής έμπνευσης Διεθνή Επιτροπή Ενάντια στον Πόλεμο και τον Φασισμό.
Λούθηρος, Περί της ελευθερίας του χριστιανού, Άρτος Ζωής
«Ζούμε στον κόσμο που διαμόρφωσε η Μεταρρύθμιση», επισημαίνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρο της έκδοσης του ολιγοσέλιδου αυτού βιβλίου, στο οποίο, όμως, περιέχεται ένα από τα σημαντικότερα μεταρρυθμιστικά κείμενα, γραμμένο από τον Μαρτίνο Λούθηρο, το 1520, σε δύο εκδοχές, λατινική και γερμανική. Παρά την αρχική παραδοχή, παραδόξως, το παρόν αποτελεί μόλις το δεύτερο κείμενό του μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα (έχει προηγηθεί το Για την εγκόσμια εξουσία και μέχρι πού εκτείνεται η υπακοή μας σ’ αυτήν, από τις εκδόσεις Πόλις, το 2004). Η έλλειψη αυτή, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ιδρύματος Βιβλικών Σπουδών «Άρτος Ζωής», είναι ενδεικτική της παχυλής άγνοιας όχι μονάχα του γενικού κοινού αλλά και των ανά την χώρα θεολογούντων («το γνωρίζω πολύ καλά, με ονοματεπώνυμα, αυτό που ισχυρίζομαι», επισημαίνει…) Το μικρό κείμενο που δημοσιεύεται εδώ είναι μετάφραση (από τον Μιχάλη Παπανικολάου) της γερμανικής εκδοχής, η οποία απευθύνεται στο ευρύ κοινό και είναι πιο ζωντανή. Αποτελεί την επιτομή του χριστιανικού βίου, όπως τον εννόησε ο προτεσταντισμός, αλλά και το πρώτο φιλοσοφικό κείμενο της γερμανικής γλώσσας. Για τον Λούθηρο, ο χριστιανός είναι ταυτόχρονα ελεύθερος, κύριος όλων των πραγμάτων, και δούλος, υποτακτικός όλων των πραγμάτων· την αντίφαση αυτή επιδιώκει να εξηγήσει στη σύντομη αυτή πραγματεία και να την επιλύσει μέσω της πίστης, η οποία ταυτίζεται με την ελευθερία, αλλά και απαλλάσσει από την υποχρέωση των έργων, δηλαδή την τήρηση κανόνων. Όμως, λόγω της πίστης του, ο πιστός γίνεται με τη θέλησή του δούλος του πλησίον του, ζώντας, δηλαδή, μια ζωή ελευθερίας και δουλείας αξεχώριστα. Το θεμέλιο πάνω στο οποίο βασίζεται η επίλυση αυτής της αντίφασης είναι η σωτηρία διά της πίστεως και όχι διά των έργων, η οποία αποτελεί κεντρική ιδέα της Μεταρρύθμισης.
Gaston Dorren, 60 γλώσσες: Ένα ταξίδι στην Ευρώπη, Μεταίχμιο
«Γλωσσικός τουρισμός»: αυτός ήταν ο τίτλος που επέλεξε ο συγγραφέας για την αρχική έκδοση αυτού του βιβλίου στα ολλανδικά, προσφέροντας στον αναγνώστη του, οποιαδήποτε κι αν είναι η γλώσσα στην οποία θα το διαβάσει, ένα σύντομο ταξίδι στη γλωσσική ποικιλομορφία της ευρωπαϊκής ηπείρου. Δημοσιογράφος και συγγραφέας για γλωσσικά θέματα, ο Γκαστόν Ντόρεν παρουσιάζει με χιούμορ και εύστοχα παραδείγματα τις μεγάλες και μικρές οικογένειες των ευρωπαϊκών γλωσσών και τα παρακλάδια τους, την ιστορία των γλωσσών και τη σχέση τους με την πολιτική, τη σχέση γραπτών και προφορικών, αλλά και το λεξιλόγιο και τη γραμματική τους. Ακόμη, αφιερώνει ένα τμήμα του βιβλίου στις ευρωπαϊκές γλώσσες υπό εξαφάνιση, όπως τα μονεγασκικά, μια γλώσσα μητρική για εκατό ομιλητές περίπου, στο πάμπλουτο Μονακό, ή ήδη εξαφανισμένες, όπως τα δαλματικά, ο τελευταίος ομιλητής των οποίων πέθανε το 1898. Ακόμη, αναφέρεται σε γλωσσολόγους που άφησαν σημαντικό έργο για τις εθνικές τους γλώσσες, αλλά και σε πορτρέτα συγκεκριμένων γλωσσών, όπως τα αρμενικά ή τα φινλανδικά. Στα εξήντα σύντομα κεφάλαια που αποτελούν το βιβλίο του συγγραφέα της Βαβέλ: Ο γύρος του κόσμου σε 20 γλώσσες (Μεταίχμιο, 2021) παρουσιάζονται γνωστές και άγνωστες ευρωπαϊκές γλώσσες και διάλεκτοι, με τις παραξενιές και τις ιδιορρυθμίες τους, τα κοινά σημεία και τις συγγένειές τους, με τρόπο επιστημονικά έγκυρο αλλά και λογοτεχνικά απολαυστικό. Στη μετάφραση, όμως, υπάρχει μια παρέμβαση που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη: Αφορά τον απαράδεκτο «εθνοπρεπή» κομφορμισμό που κάνει τη μακεδονική γλώσσα σλαβομακεδονική, με επίκληση, μάλιστα, της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία όμως προβλέπει τα αντίθετα! Αν κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο ως μεταφραστική ή επιμελητική πρακτική για οποιοδήποτε κείμενο, όταν αφορά ένα επιστημονικό (και μάλιστα γλωσσολογικό!) κείμενο είναι πολλαπλώς απαράδεκτο.