Της Λίλας Κονομάρα.
Σ’ ένα από τα μικρά σοκάκια του λιμανιού των Καταπόλων, μια ευχάριστη έκπληξη περιμένει τον επισκέπτη του νησιού. Τυλιγμένο σε μια βουκαμβίλια, ένα καλαίσθητο μαγαζί, που εναρμονίζεται απόλυτα με την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική: σ’ αυτό το χώρο όπου επικρατεί το ξύλο και δεν υπάρχει τίποτα το κραυγαλέο, βιβλία, μουσική και επιλεγμένα παιχνίδια συνυπάρχουν κεντρίζοντας το ενδιαφέρον κάθε ηλικίας. Στην προθήκη, ιστιοπλοϊκοί χάρτες, οι τελευταίοι ελληνικοί και ξενόγλωσσοι τίτλοι μα και τα ποιήματα του Γκάτσου. Στους τοίχους, αφίσες από τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης της Αμοργού, δημιούργημα και αυτή ενός ανθρώπου με πολύ μεράκι και αγάπη για το βιβλίο, του Τάσου Πέππα. Μετά από μακρόχρονη θητεία στο χώρο του βιβλίου, έχοντας δικό του βιβλιοπωλείο στην Αθήνα καθώς και τον εκδοτικό οίκο Index με τις τόσο προσεγμένες εκδόσεις του Robert L. Stevenson, της αυτοβιογραφίας του Louis Armstrong, της βιογραφίας της Έντιθ Πιάφ και άλλων, ο Τάσος Πέππας αποφάσισε, αρχές της δεκαετίας του ’90, να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο στην Αμοργό.
1. Πώς αποφασίσατε να ανοίξετε βιβλιοπωλείο στην Αμοργό;
Επισκέφθηκα την Αμοργό πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1989, με τη σύζυγό μου για διακοπές. Απίθανες συγκυρίες που δεν είναι του παρόντος, οδήγησαν στην εγκατάστασή μας στο νησί την επόμενη χρονιά. Η σύζυγος, συμβολαιογράφος και υποθηκοφύλακας κι εγώ βοηθός της τρόπον τινά. Δηλαδή δεν ήρθα στην Αμοργό για να ανοίξω βιβλιοπωλείο. Αυτό προέκυψε μερικά χρόνια αργότερα, το 1996, επειδή ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που νόμιζα πως ήξερα και που θα ήθελα να κάνω.
2. Πώς αντιμετωπίστηκε το γεγονός από την τοπική κοινωνία; Υπήρχε τότε άλλο βιβλιοπωλείο στο νησί;
Γύρω στο ’90, ένας φίλος από τη Χώρα Αμοργού, ο Γιάννης Δεσποτίδης, αυτοδίδακτος φωτογράφος, είχε κάνει μια προσπάθεια μ’ ένα μικρό μαγαζάκι, μερικά βιβλία, λίγα χαρτικά. Δεν προχώρησε.
Έξι χρόνια αργότερα κλείνω οριστικά το μικρό βιβλιοπωλείο – αποθήκη που είχα στα Εξάρχεια και ανοίγω ένα άλλο, στο λιμάνι της Αμοργού, τα Κατάπολα. Η υποδοχή ήταν εντυπωσιακή, παρ’ ότι δεν υπήρξαν εγκαίνια και τέτοια. Μια μέρα, εκεί που δούλευα προετοιμάζοντας τον χώρο, καλοκαίρι του 1996, ξαφνικά άρχισαν να μπαίνουν άνθρωποι και να ζητούν βιβλία! Άνοιγα τα κιβώτια και τους έδινα ό,τι έβρισκα μπροστά μου! Οι εξ Αθηνών Αμοργιανοί, κατενθουσιασμένοι. Το χωριό τους (αλλά και το νησί) είχε για πρώτη φορά στην ιστορία του, βιβλιοπωλείο!
3. Ποιο είναι το κοινό του βιβλιοπωλείου; Αλλάζει, φαντάζομαι με τις εποχές. Τι είδους βιβλία κινούνται περισσότερο;
Το κοινό αλλάζει με τις εποχές αλλά και χρόνο με τον χρόνο. Τον πρώτο καιρό οι Έλληνες επισκέπτες του καλοκαιριού ήταν η κινητήρια δύναμη. Αγόραζαν τα πάντα, λογοτεχνία ελληνική και ξένη, ιστορία, δοκίμια, ειδικά βιβλία. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός τους βαίνει μειούμενος. Κι από αυτούς που έρχονται, όλο και λιγότεροι διαθέτουν κάποιο ποσό για την αγορά ενός βιβλίου που θα τους συντροφέψει στις διακοπές τους. Επίσης παρατηρείται μια αλλαγή ως προς την ηλικία των επισκεπτών. Οι νεαρότεροι είναι σταθερά περισσότεροι και όπως είναι αναμενόμενο πιο πολύ ξεφαντώνουν στις διακοπές τους παρά διαβάζουν. Την κατάσταση σώζουν, προς το παρόν, οι αλλοδαποί πελάτες στους οποίους απευθυνόμαστε με τα ξενόγλωσσα λογοτεχνικά βιβλία, τα μεταφρασμένα σε ξένες γλώσσες ελληνικά βιβλία, τους ψηφιακούς δίσκους ελληνικής και ξένης μουσικής, καθώς και με τον διεθνή τύπο που παραλαμβάνουμε καθημερινά από την Αθήνα. Τέλος υπάρχουν και οι λίγοι “πιστοί” που θα αγοράσουν δυό – τρία βιβλία κάθε χρόνο εν είδει στήριξης.
4. Κάποια περιστατικά, σχετικά με το βιβλιοπωλείο, που σας έμειναν στη μνήμη;
Φέτος το βιβλιοπωλείο στην Αμοργό συμπληρώνει 20 χρόνια λειτουργίας. Τα περιστατικά ουκ ολίγα. Σταχυολογώ δυο – τρία από τα ευτράπελα.
Φλεβάρης του ’93. Έξω ψόφος, δεν περνάει ψυχή. Αίφνης, γκλιν-γκλον, το κουδουνάκι της πόρτας. Πελάτισσα, ντόπια. “Παρακαλώ μήπως έχετε το Κοράνιο στα ινδονησιακά; Το θέλω για δώρο στη νύφη μου”. “Λυπάμαι, πριν από 5 λεπτά πούλησα το τελευταίο!”
Καλοκαίρι. Μεσημεράκι, ζέστη. Κοσμοσυρροή αλλά και κάποια αναστάτωση ανεξήγητη. Πριν προλάβω να ρωτήσω τι τρέχει, να τος μπροστά μου ο λόγος της περίεργης κινητικότητας. Ο Τομ Χανκς μπαίνει στο μαγαζί κι αρχίζει να διαλέγει μερικά παιχνίδια για τα παιδιά του, όπως είπε. Η σύζυγός μου που τον εξυπηρετούσε, δράττεται της ευκαιρίας και του ζητά αυτόγραφα για τις δύο μας κόρες. Πράγματι ο άνθρωπος ρωτάει τα ονόματα και υπογράφει δύο σημειώματα με ευχές. Στη συνέχεια παίρνει την τσάντα με τα πράγματα και φεύγει χωρίς να πληρώσει. “Sorry sir, you did not pay”. “Oh! Shit, you confused me with these autographs”.
Κι ένα τελευταίο, περσινό. Πίσω από το ταμείο, σ’ ένα ράφι, υπάρχει εκτεθειμένη προς πώληση, μία τρομπέτα. Κυρία αλλοδαπή, φιλόμουσος: “ Αυτή η τρομπέτα τίνος είναι;” “Του Louis Armstrong”. “Α κι εγώ νόμιζα πως ήταν δικιά σας”.
- 5. Κάνοντας έναν απολογισμό, μετά από είκοσι χρόνια, τι θα λέγατε ότι έχετε αποκομίσει από αυτήν την εμπειρία;
Απολογισμός. Δεν μου αρέσουν οι απολογισμοί, προτιμώ τα σχέδια για το μέλλον. Οι απολογισμοί προϋποθέτουν το κλείσιμο ενός κύκλου, το τέλος μιας περιόδου. Είναι σαν μικροί επικήδειοι ενός κομματιού της ζωής μας. Πιθανόν να μην κοιτάω πίσω για να μη βλέπω τα λάθη μου.
Δεν ξέρω αν και πόσο με έχει αλλάξει αυτή η 20ετής ενασχόλησή μου με το βιβλιοπωλείο στην Αμοργό. Το γεγονός ότι βρίσκομαι πάρα πολλές ώρες καθημερινά σ’ ένα χώρο που μου αρέσει, με βιβλία και δίσκους, κάτι καλό θα μου έχει κάνει τόσα χρόνια! Θέλω να πιστεύω επίσης, ότι οι θυγατέρες μας έγιναν συστηματικές αναγνώστριες λόγω της επαφής τους, από πολύ μικρή ηλικία, με τη διαδικασία της λειτουργίας του βιβλιοπωλείου.
Ακόμη μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους – με κάποιους γίναμε φίλοι. Μας φιλοξένησαν στο εξωτερικό, τους φιλοξενήσαμε σπίτι μας. Αναπτύχθηκαν στέρεες φιλικές σχέσεις στην Αμοργό με ντόπιους και αλλοδαπούς. Σχηματίστηκε μια μικρή ομάδα από φίλους που ίδρυσε και λειτουργεί την Κινηματογραφική Λέσχη της Αμοργού εδώ και 20 χρόνια.
- 6. Όντας τόσα χρόνια στο χώρο – τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αμοργό – πώς βλέπετε συνολικότερα την πορεία του βιβλίου και των βιβλιοπωλείων στην Ελλάδα;
Είναι σαν να με ρωτάτε πώς βλέπω την πορεία της πατρίδας μας. Ακρισία και ταραχή επικρατούν και στο χώρο του βιβλίου, το δε μέλλον, ζοφερό και αβέβαιο.
Έχω την αίσθηση ότι παρα-“σοβάρεψε” το πράγμα, τόσο που κατάντησε γελοίο. Παλιά υπήρχε χώρος για όλους. Και για τους ενθουσιώδεις λάτρεις του βιβλίου εκδότες και βιβλιοπώλες και για τους εκκολαπτόμενους επαγγελματίες μεγαλοεκδότες. Το κοινό πρώτα απ’ όλα διψούσε για καινούργια πράγματα. Το 1974 απελευθερώθηκαν πολλές και για πολλά χρόνια καταπιεσμένες δυνάμεις της κοινωνίας, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές. Όλα τότε ήταν πρωτόγνωρα και γι’ αυτό άκρως ενδιαφέροντα. Ο αντίκτυπος στο χώρο του βιβλίου υπήρξε εκκωφαντικός. Ξαφνικά μπορούσες να εκδίδεις, να διαθέτεις και να διαβάζεις ό,τι τραβούσε η ψυχή σου.
Η έκρηξη αυτή της μεταπολίτευσης θόλωσε για πολλούς από μας την εικόνα. Θεωρούσαμε ότι τα βιβλία είναι πάνω απ’ όλα πολιτιστικά αγαθά. Παραβλέπαμε την οικονομική διάσταση του θέματος και πορευόμασταν αναλόγως. Τα τσακάλια όμως καραδοκούσαν. Και όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός της μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας, αποκαλύφθηκε ο ” θαυμαστός καινούργιος κόσμος” των εξωφρενικών εκπτώσεων και των φαντασμαγορικών τεχνασμάτων. Το τοπίο στο χώρο του βιβλίου άλλαξε άρδην. Η γιγάντωση δύο αθηναϊκών βιβλιοπωλείων, η οποία βασίστηκε κυρίως στην πολιτική των αθέμιτων εκπτώσεων, προκάλεσε σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ εκδοτών, βιβλιοπωλών, χονδρεμπόρων και μεγάλες ανακατατάξεις. Η “πρωτοποριακή” μαύρη τρύπα κατάπιε εν ριπή οφθαλμού, μερικούς μικρούς και μεγάλους εκδότες με πολλούς και ενδιαφέροντες τίτλους.
Κι ύστερα ήρθαν οι εκσυγχρονιστές, οι managers με τα projects. Εταιρίες διανομής βιβλίων στήθηκαν εν μια νυκτί με κοινοτικές επιδοτήσεις, προγράμματα για τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών χρηματοδοτημένα επίσης από κοινοτικά κονδύλια. Τι απέμεινε απ’ όλα αυτά; Στάχτη και burberry και τα λεφτά στις τσέπες των επιτηδείων.
Άνθρωποι άσχετοι με τα βιβλία, εκπαιδευμένοι να πωλούν τη μία μέρα οδοντόκρεμες, την άλλη ελαστικά αυτοκινήτων ή απορρυπαντικά, ανέλαβαν την “προώθηση των πωλήσεων” και στη συνέχεια την οργάνωση των εκδοτικών οίκων στη βάση της αύξησης των πωλήσεων. Το ζήτημα πια δεν είναι το τι εκδίδεις αλλά το πόσο πουλάς.
Τελευταίο (;) σκαλί στου κακού τη σκάλα, τα στοκατζίδικα, οι χωματερές των βιβλίων. Ένα μέρος του κοινού, βοηθούσης και της οικονομικής συγκυρίας, εθίζεται στην επιλογή βιβλίων με μοναδικό κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή. Όλο και περισσότεροι πελάτες αναζητούν καλάθια προσφορών για να αγοράσουν “κάτι σε βιβλίο”. Η πρωτοφανούς έκτασης πολιτική και οικονομική πανώλη που πλήττει τη χώρα, όπως ήταν φυσικό, δεν άφησε αλώβητο ούτε το χώρο του βιβλίου. Όλη τους η παρέμβαση εξαντλήθηκε στη θέσπιση μιας δήθεν ενιαίας τιμής για τα βιβλία και στην επιβολή νέων φόρων. Ανίκανοι; Άσχετοι; Αδιάφοροι; Απατεώνες; Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο για τον κόσμο των βιβλίων. “Μηδέν εις το πηλίκιον” για να θυμηθούμε και τον άλλο υπέρλαμπρο αστέρα του παγκόσμιου πολιτικού στερεώματος. Καταρρημάχτες παιδί μου, που λένε και στην Αμοργό. Και εμείς πως αντιδρούμε σ΄αυτή τη λαίλαπα; Με τις “προσφορές” και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Βέβαια υπάρχουν πάντα και οι φωτεινές εξαιρέσεις εκδοτών και βιβλιοπωλών με μεράκι, που γνωρίζουν, αγαπούν το βιβλίο και συνεχίζουν τον αγώνα τον καλό.
Θέλω να σας ευχαριστήσω για το βήμα που μου προσφέρατε στον Αναγνώστη και να σας συγχαρώ για την άρτια εμφάνιση και παρουσίαση καθώς και τη γόνιμη παρέμβαση του περιοδικού στα θέματα του βιβλίου αλλά και του πολιτισμού γενικότερα. Εύχομαι μακροημέρευση στον Αναγνώστη, στους καλούς εκδοτικούς οίκους και στα καλά βιβλιοπωλεία ανά την Ελλάδα.