του Σπύρου Κακουριώτη
Ιστορικές μελέτες, οι περισσότερες γραμμένες από έλληνες και ελληνίδες ιστορικούς, η πλειονότητα των οποίων προχώρησε, εμβάθυνε και ολοκλήρωσε την έρευνα γι’ αυτές στο πλαίσιο του δημόσιου πανεπιστημίου, κάτι που ισχύει και για τους περισσότερους ξένους συναδέλφους τους. Κοντολογίς, σχεδόν κανένα από τα βιβλία που παρουσιάζονται εδώ δεν θα είχε υπάρξει –ή δεν θα είχε υπάρξει με την επιστημονική πληρότητα που διαθέτει– χωρίς το δημόσιο πανεπιστήμιο, αυτόν τον τόσο συκοφαντημένο θεσμό, που πάνω από σαράντα χρόνια τώρα βοηθά τη δημοκρατία μας να σταθεί στα πόδια της…
Α. Μαχαιρά, Σ. Μπουρνάζος, Λ. Παπαστεφανάκη (επιμ.), Το πνεύμα, πρωτοξάδελφος του γιακωβινισμού…, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Η έκδοση και η τελετουργική επίδοση ενός τόμου προς τιμήν αφυπηρετήσαντος πανεπιστημιακού δασκάλου είναι ένα από τα ομορφότερα έθιμα της ακαδημαϊκής ζωής, αποτελώντας ένδειξη αναγνώρισης οφειλομένων εκ μέρους των ομοτέχνων, συνήθως συναδέλφων του τιμώμενου στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ο ανά χείρας ογκωδέστατος τόμος, άνω των 900 σελίδων, με κείμενα αφιερωμένα στον Χρήστο Χατζηιωσήφ, πρωτοτυπεί διπλά, τόσο ως προς την προέλευση των συγγραφέων του, συναδέλφων και μαθητών του τιμωμένου, που καλύπτουν όχι μονάχα τα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της επικράτειας αλλά και αρκετά της αλλοδαπής, όσο και ως προς την τελετή επίδοσης, που πραματοποιήθηκε με τρόπο χαρακτηριστικά… κρητικό: όχι στις αίθουσες του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου υπηρέτησε σχεδόν από την ίδρυσή του (1983-2014) και του οποίου είναι, πλέον, ομότιμος καθηγητής, αλλά σε χαλαρή συνεύρεση, με ομοτράπεζους τους επιμελητές και τις επιμελήτριες και αρκετούς από τους συγγραφείς. Στον τόμο δημοσιεύονται 34 συμβολές από τα γνωστικά πεδία της ιστορίας, της ιστορίας της τέχνης, της αρχαιολογίας, της νομικής και των οικονομικών, πεδία που βρίσκουν τη σύνδεση και τις αναφορές τους στο έργο και τα ενδιαφέροντα του τιμώμενου. Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονται μελέτες που επικεντρώνονται στους θεσμούς, τις ιδεολογίες και τις πολιτικές, από τον 18ο έως τον 21ο αιώνα. Στο δεύτερο συγκεντρώνονται κείμενα για την πολιτική στη συνάφειά της με την οικονομία και την κοινωνία στο ίδιο χρονικό άνυσμα, ενώ το τρίτο μέρος περιέχει συμβολές για την ιστοριογραφία και τις θεωρητικές πλευρές της δουλειάς του ιστορικού, από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη περίοδο. Οι συμβολές στον χαριστήριο τόμο, με το εύρος και την ποικιλία τους αντανακλούν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο τις πολλαπλές συνδέσεις που χαρακτηρίζουν τη δουλειά και την παρουσία του Χρήστου Χατζηιωσήφ στον χώρο των ιστορικών σπουδών.
Α. Λαΐου – C. Morrisson (επιμ.), Ο βυζαντινός κόσμος (13ος-15ος αιώνας), Πόλις
Με την έκδοση του παρόντος τρίτου τόμου ολοκληρώνεται ένα μνημειώδες συλλογικό έργο που ο σχεδιασμός του ξεκίνησε το 1990, με στόχο να προσφέρει στο ακαδημαϊκό κοινό μια περιεκτική εισαγωγή στην ιστορία του βυζαντινού κόσμου, που θα ενσωματώνει την πρόοδο των σχετικών ερευνών κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Με την κυκλοφορία του τόμου Η ελληνική αυτοκρατορία και οι γείτονές της (13ος-15ος αιώνας) ολοκληρώνεται η έκδοση της σειράς στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις, ενώ ορισμένοι από τους συντελεστές της, όπως η Αγγελική Λαΐου, δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή. Όπως και οι προηγούμενοι δύο τόμοι, ο ανά χείρας αποτελείται από τέσσερα διακριτά μέρη, στα οποία εξετάζονται το πλαίσιο των γεγονότων, η εξέλιξη των θεσμών, ο πολιτισμός της περιόδου και η ιστορία των γειτόνων της Αυτοκρατορίας (Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων, Δυτικών). Αδιαμφισβήτητη τομή, από την οποία εκκινεί η αφήγηση, η Άλωση του 1204, που οδηγεί το συγκεντρωτικό βυζαντινό κράτος σε μια ακραία διάσπαση. Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι εμφύλιοι και ο σταδιακός περιορισμός της αυτοκρατορίας σε μια περιοχή πέριξ της πρωτεύουσας αποτελούν το νήμα της ιστορικής αφήγησης. Όμως το πλέον ενδιαφέρον τμήμα της πραγμάτευσης αφορά την οικονομική και κοινωνική ιστορία της περιόδου – στην οποία ειδικεύονταν και οι δύο επιμελήτριες του τόμου: δημογραφική εξέλιξη, αγροτικές και αστικές κοινωνίες, το εμπόριο κ.ά. εξετάζονται εκτενώς, ενώ στη συνέχεια οι συγγραφείς του τόμου εξετάζουν ζητήματα όπως οι θεσμοί, η διοίκηση, οι άρχουσες τάξεις, ο στρατός, το νόμισμα, η εκκλησία, η πνευματική και θρησκευτική ζωή, αλλά και η λεγόμενη Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Τέλος, στο τέταρτο μέρος μελετώνται περιφερειακές εξουσίες, όπως το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, αλλά και οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους γείτονές της. Ο τόμος ολοκληρώνεται με πλουσιότατο βιβλιογραφικό οδηγό, πίνακες αυτοκρατόρων και πατριαρχών, γλωσσάρι, ευρετήριο κ.λπ.
Ηλίας Κολοβός, Στους καιρούς των Σουλτάνων, Ασίνη
Σχεδόν μισή χιλιετία, από τον 14ο έως τον 19ο αιώνα, διατρέχει η παρούσα μελέτη, εστιάζοντας σε ένα περιορισμένο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ελληνική χερσόνησο, το οποίο όμως δεν αντιμετωπίζει ως χωρική ενότητα. Αφηγείται, έτσι, μια ιστορία πολλών και διαφορετικών τόπων, περισσότερο των πόλεων παρά της υπαίθρου, εστιάζοντας στις υπό οθωμανική κυριαρχία κοινωνίες τους και στοχεύοντας στη σύνθεση των επιμέρους ιστοριών τους. Αρχικά, η αφήγηση εστιάζει στα χρόνια γύρω από την Άλωση, εξετάζοντας τις κατακτήσεις που γίνονται στο πλαίσιο της τουρκομουσουλμανικής μετανάστευσης και στη συνέχεια από τους απογόνους του Οσμάν, με σημαντικότερη αυτή της Κωνσταντινούπολης. Στην αυτοκρατορική διοίκηση στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς εστιάζει κατόπιν ο συγγραφέας, εξετάζοντας την αποτύπωση των πόλεων και της υπαίθρου στο «συγκεντρωτικό κατάστιχο», ένα είδος απογραφής της εποχής, από το οποίο αντλεί σημαντικά δημογραφικά, κοινωνικά κ.ά. στοιχεία. Στη συνέχεια ακολουθεί τα βήματα του Εβλιά Τσελεμπή, του διάσημου περιηγητή του 17ου αι., που διέσχισε την ελληνική χερσόνησο προκειμένου να κατευθυνθεί στον πολιορκούμενο Χάνδακα, στην Κρήτη. Από την Αδριανούπολη στη Θεσσαλονίκη, από εκεί στα Τρίκαλα, το Ζητούνι και την Αθήνα, στον Μοριά, τη Μάνη, αλλά και τα Γιάννενα και νησιά του Αιγαίου, ο «ταξιδιώτης του κόσμου» προσφέρει πολύτιμες μαρτυρίες για την ανασύσταση και κατανόηση των κοινωνιών του καιρού του. Το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης βασίζεται σε ένα ελληνικό βιβλίο της εποχής του Διαφωτισμού, τη Γεωγραφία Νεωτερική, προκειμένου να μελετήσει την εξέλιξη των κοινωνιών της χερσονήσου στον «αιώνα των αγιάνηδων», των προυχόντων που πρωταγωνίστησαν στις τοπικές εξεγέρσεις κατά του σουλτάνου, μεταξύ των οποίων και η Ελληνική Επανάσταση.
Μερόπη Αναστασιάδου, Οι Ρωμηοί της Πόλης κατά τον 19ο αι., Εστία
Πίσω από τη συγγραφή της ανά χείρας μελέτης βρίσκεται η συνάντηση της συγγραφέως με ένα αρχείο, αυτό των ορθόδοξων ενοριών του Πέρα, της περιοχής που αποτέλεσε το επίκεντρο της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της Πόλης, από τα μέσα του 19ου αιώνα, στην οποία η ρωμαιορθόδοξη κοινότητα διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο. Μέσα από την έρευνα των αρχείων αυτών, τα οποία καλύπτουν χρονική περίοδο δύο σχεδόν αιώνων, η ιστορικός στο βιβλίο της επιχειρεί να ανασυνθέσει την κοινωνική και πολιτιστική ιστορία της κοινότητας, που αποτελεί, συνεκδοχικά, και ιστορία του συνόλου των Ρωμηών της οθωμανικής πρωτεύουσας. Στην πραγμάτευσή της, η συγγραφέας εξετάζει αρχικά τη φυσιογνωμία της συνοικίας και τη σφραγίδα που έθεσε η παρουσία των Ρωμηών στον αστικό χώρο, μέσα από τα κυριότερα τοπόσημα, τις πολεοδομικές μεταμορφώσεις της περιοχής αλλά και τα κτίρια των μορφωτικών ιδρυμάτων με τον μνημειακό χαρακτήρα τους. Στη συνέχεια εξετάζει τη δημογραφική εξέλιξη της κοινότητας από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ού, τη διοίκησή της μέσα από τους κεντρικούς της θεσμούς, κοσμικούς και εκκλησιαστικούς. Παράλληλα, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις μεγάλες οικογένειες που συγκροτούν μέρος της ελίτ της κοινότητας, τους επιχειρηματίες και τραπεζίτες, καθώς και τα διανοούμενα εκείνα στρώματα (γιατροί, δάσκαλοι, αρχιτέκτονες, νομικοί) με τα οποία συμπληρώνεται η ποικιλομορφία της κοινοτικής ηγεσίας. Η αφήγηση ολοκληρώνεται με το φιλανθρωπικό και κοινωφελές έργο που οι Ρωμηοί του Πέρα εκπληρώνουν μέσα από μια σειρά αγαθοεργών θεσμών, όπως τα νοσοκομεία και τα ορφανοτροφεία, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον δίνεται σε όψεις της φτώχειας και της αθλιότητας. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εκπαίδευση της ρωμαιορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, με αναφορά στο περιεχόμενο της διδασκαλίας, αλλά και στην ίδρυση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου, που υπήρξε η αιχμή του δόρατος για τον εξελληνισμό της κοινότητας, καθώς και στα κοινοτικά σχολεία και την εκπαίδευση στο Μπέγιογλου, όπως είναι γνωστή η περιοχή. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τις διαβρωτικές συνέπειες του εθνικισμού, τουρκικού και ελληνικού, για τη συνέχιση της ύπαρξης της κοινότητας, από το 1922 και μετά.
Α. Αθανασούλη, Β. Ράπτη, Β. Σαράφης (επιμ.), Εννέα επεισόδια από την Επανάσταση του 1821, ΕΜΝΕ-Μνήμων
Έχοντας το προνόμιο να αποτελεί σχεδόν τη μοναδική επιστημονική εταιρεία που συντήρησε τις μελέτες για την Επανάσταση του 1821 σε καιρούς ερευνητικής ξηρασίας, η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού κατάρτισε, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων, ένα πλούσιο συνεδριακό και εκδοτικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου δρομολόγησε και την ανά χείρας έκδοση. Στον μικρό αυτό τόμο περιλαμβάνονται εννέα σύντομα μελετήματα, που κινούνται, χρονολογικά, πέριξ του 1821, τα οποία αφορούν ισάριθμα σύντομα επεισόδια, τα οποία οι συγγραφείς των κεφαλαίων αναλύουν και τοποθετούν στην ιστορική τους συνάφεια. Δίνοντας έμφαση στην ανάδειξη αναξιοποίητου αρχειακού υλικού, αλλά και στην πρωτοτυπία της πραγμάτευσης, τα κείμενα εξετάζουν ζητήματα όπως ο πολιτικός χαρακτήρας της διαμάχης Κοραή – Κορδικά (Κ. Ηροδότου), η δικτύωση της Φιλικής Εταιρείας στην Αίγυπτο (Β. Σαράφης), οι αντιλήψεις περί «έθνους» και «ελευθερίας» των οθωμανικών αρχών (Γ. Ζιγιά Καραμπατσάκ), η οθωμανική κατασκοπία και αντικατασκοπία (Λ. Μοίρας), η τύχη των αιχμαλώτων γυναικών (Β. Ράπτη), ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής των ελίτ της Ερμούπολης, όπως αποτυπώνεται στη δραστηριότητα μιας διάσημης μοδίστρας της πόλης (Ό. Ευαγγελίδου), οι μαρτυρίες για τη δράση του υποπρόξενου του Βασιλείου των Δύο Σικελιών στην Αθήνα (Φ. Σκαλόρα) και του πρόξενου της Γαλλίας στη Σμύρνη (Ά. Αθανασούλη), αλλά και τα ίχνη των οικισμών της Πελοποννήσου που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου (Μ. Φέστας). Τον τόμο, με τον οποίο εγκαινιάζεται μια νέα σειρά, που θα περιλαμβάνει «Μικρές Μελέτες», με αφορμή ένα συμβάν, ένα τεκμήριο, μια μικρή ιστορία, προλογίζει ο ιστορικός Χρήστος Λούκος, ιδρυτικό μέλος της ΕΜΝΕ, προβαίνοντας σε έναν πρώτο ερευνητικό και ιστοριογραφικό απολογισμό των δράσεων της δισεκατοντετηρίδας.
Π. Κιμουρτζής – Α. Μανδυλαρά, Φιλέορτο βασίλειο, Gutenberg
Η πολιτική, όπως λέγεται συχνά με αφοριστικό τρόπο, είναι «διαχείριση συμβόλων». Σε αυτό το πεδίο η εκάστοτε εξουσία οργανώνει κατεξοχήν την κυριαρχία της, δημιουργώντας –ή εξαναγκάζοντας– συναινέσεις μέσα από μια σειρά τελετών, μοναδικών ή σταθερά επαναλαμβανόμενων. Πρώτοι διδάξαντες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπως δείχνουν στην ανά χείρας μελέτη τους οι ιστορικοί Παναγιώτης Κιμουρτζής και Άννα Μανδυλαρά, ο βασιλιάς Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία, που καθιέρωσαν μια μακρά σειρά επίσημων εορτών, με ποικίλες αφορμές, προκειμένου να στερεώσουν τη δυναστεία τους αλλά και να ανταποκριθούν, με τους δικούς τους όρους, στις προσδοκίες των ελλήνων πολιτών. Η στερέωση της συμβολικής εξουσίας που εγκαθίδρυαν αυτές οι επίσημες εορτές ήταν αναγκαία σε μια χώρα που όχι μόνο έβγαινε από έναν δεκαετή πόλεμο αλλά, επίσης, είχε δει να δολοφονείται ο προηγούμενος κυβερνήτης της. Οι εορτές γίνονταν ένα πεδίο συνάντησης διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού με το Στέμμα, ένα πεδίο ανταγωνισμού και πάλης των συμβολισμών. Οι δύο ιστορικοί, αφού ανασκοπήσουν την υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με τις τελετές και τους εορτασμούς, εξετάζουν, αφενός, εορτές που σχετίζονται με την εγκαθίδρυση νέων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών, όπως, π.χ., η ίδρυση του Οθώνειου Πανεπιστημίου ή ο πρώτος εορτασμός της 25ης Μαρτίου ως επετείου της Επανάστασης, αφετέρου δε, επαναλαμβανόμενους εορτασμούς μέσα στον χρόνο, όπως ήταν οι ποικίλες εορτές, θρησκευτικές και δυναστικές, που γιορτάζονταν στο παλάτι, η εορτή των Τριών Ιεραρχών ή οι ποιητικοί διαγωνισμοί του Πανεπιστημίου. Διαμορφωνόταν, έτσι, ένα σύνολο τελετουργικών εορτασμών που στόχο είχαν να κινητοποιούν την αφοσίωση των πολιτών προς τα πρόσωπα των βασιλέων και την λοιπή κρατική ιεραρχία, γύρω από την οποία καλούνταν το έθνος να συσπειρωθεί.
Ελισάβετ Παπαχρήστου, Ο αντιβενιζελισμός (1917-1920), Ασίνη
Οι πολιτικοί σχηματισμοί της Δεξιάς υπήρξαν ένα πεδίο ιστορικής έρευνας που μάλλον δεν προσήλκυε πολλούς μελετητές κατά την τελευταία πεντηκονταετία, με αποτέλεσμα οι γνώσεις μας γύρω από αυτούς να περιορίζονται στις συχνά στερεοτυπικές και σπανίως καινοτόμες αναγνώσεις της πολιτικής και ενίοτε διπλωματικής ιστορίας. Φυσικά εξαιρέσεις, και μάλιστα λαμπρές, υπάρχουν, αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Με αυτό ως δεδομένο, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει κανείς ιδιαίτερα θετικά έρευνες όπως η ανά χείρας, που επιχειρεί να μελετήσει την περίοδο της αποκρυστάλλωσης της παράταξης της Δεξιάς, όπως την γνωρίσαμε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, εδώ με την πρωταρχική της μορφή, αυτή του αντιβενιζελισμού. Η συγγραφέας επιχειρεί να ανιχνεύσει τη συγκρότηση του αντιβενιζελισμού σε δομημένο πολιτικό λόγο –ή, μάλλον, αντίλογο– κατά τη διάρκεια της αυταρχικής διακυβέρνησης του Βενιζέλου, μετά την επιστροφή του στην εξουσία το 1917 με τη στήριξη της Αντάντ. Εξετάζοντας την περίοδο αυτή, που χαρακτηρίζεται από την εξορία μεγάλου μέρους των ηγετών του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, λογοκρισία του Τύπου, διώξεις των αντιπολιτευομένων κ.λπ., επιχειρεί να εντοπίσει τις διαδικασίες διαμόρφωσης συγκροτημένης αντιπολίτευσης, τους μηχανισμούς σταδιακής συσπείρωσης ενός χώρου κατακερματισμένου και τους παράγοντες που επέτρεψαν τον μετασχηματισμό του σε νικηφόρα παράταξη στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Η έρευνα στηρίζεται στις συζητήσεις στη «Βουλή των Λαζάρων», που είχε τη σύνθεση του 1915, αλλά και τεκμηριωτικό υλικό από ελληνικά και ξένα αρχεία, σε μεγάλο βαθμό όμως αξιοποιείται ο αντιβενιζελικός Τύπος, στον οποίο αποτυπώνεται η εξέλιξη του αντιβενιζελικού λόγου και οι μεταβολές της γραμμής της εκάστοτε εφημερίδας. Με τον τρόπο αυτό το έργο της Ελισάβετ Παπαχρήστου είναι ταυτόχρονα και μια πολύτιμη μελέτη του Τύπου της εποχής που ο Εθνικός Διχασμός αρχίζει και παγιώνεται ως διαιρετική τομή στην πολιτική ζωή της χώρας.
Jay Winter, 24 Ιουλίου 1923: Η μέρα που τελείωσε ο Μεγάλος Πόλεμος, Πεδίο
Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο βρετανός ιστορικός, σημειώνει, στο ανά χείρας έργο του, ότι η ιστοριογραφική έκρηξη που συνόδευσε την εκατονταετηρίδα του Μεγάλου Πολέμου οδήγησε σε δύο θεμελιώδεις μεταβολές του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται: αφενός, το κέντρο βάρους της μεγάλης σύγκρουσης μετατοπίστηκε προς την ανατολική Ευρώπη, εκεί όπου σημειώθηκαν και οι ριζικότεροι μετασχηματισμοί, αφετέρου, τα χρονολογικά όρια του πολέμου διευρύνθηκαν, ώστε να συμπεριλάβουν τις πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου 1911-1914 (ιταλική εισβολή στη Λιβύη, Βαλκανικοί κ.λπ.) και 1918-1924, θεωρώντας ως απώτερο όριό του την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, της τελευταίας συνθήκης για τον τερματισμό των εχθροπραξιών του Μεγάλου Πολέμου, στις 24 Ιουλίου 1923, η οποία προέβλεπε και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Μολονότι έλυσε με τρόπο επώδυνο αλλά ειρηνικό το πρόβλημα της απειλής κατά των αλλόθρησκων μειονοτήτων στις δύο χώρες, δεν παύει να αποτελεί πτυχή μιας πραγματικότητας που χαρακτήριζε συνολικά τον Α’ Παγκόσμιο: τη στοχοποίηση, όλο και περισσότερο, των αμάχων, η οποία θα λάβει τεράστιες διαστάσεις στον επόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο… Από εκεί ξεκινά την πραγμάτευσή του ο Τζέι Γουίντερ, εξετάζοντας αρχικά τη διαδικασία σύνταξης και προσαρμογής του κειμένου της 6ης Σύμβασης της Συνθήκης, αυτής δηλαδή που προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή ως μέτρο «απο-ανάμειξης» των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, και τον ρόλο που έπαιξε στη νομιμοποίηση περαιτέρω τέτοιων διαδικασιών, ενώ στη συνέχεια καταγράφονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις των διαφόρων εθνικών αντιπροσωπειών. Στο δεύτερο μέρος η μελέτη εστιάζει στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Αρμενία (που συμμετείχε μόνο με παρατηρητές στη διάσκεψη), ενώ στο τρίτο ο φακός στρέφεται στις αυτοκρατορικές δυνάμεις που συγκάλεσαν τη διάσκεψη, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
C.M. Woodhouse, Εις οιωνός, Παπαδόπουλος
Γνωστός για τα βιβλία που έγραψε βασισμένος στην εμπειρία του στα ελληνικά βουνά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και από την εμπλοκή του στα ελληνικά πράγματα ως επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ο Κρίστοφερ Μόνταγκιου Γουντχάουζ, γνωστός με το χαϊδευτικό «Κρις», μετά την αφυπηρέτησή του από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες εξελίχθηκε σε έναν ιστορικό συγγραφέα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξοικείωση για θέματα ελληνικής ιστορίας. Πασίγνωστος για το Μήλο της έριδος, την καταγραφή της εμπειρίας του από τον κόσμο των ελληνικών βουνών και του αντάρτικου, που εξέδωσε το 1948, φαίνεται πως, ως συγγραφέας, ένιωσε την ανάγκη με κάποιον τρόπο να ξεφύγει από την «αντικειμενικότητα», αλλά και τις δουλείες που επέβαλλε η υπηρεσιακή του ιδιότητα, καταφεύγοντας στη λογοτεχνία. Το Εις οιωνός αποτελεί το μοναδικό μυθοπλαστικό έργο που έγραψε ποτέ ο Γουντχάουζ, αν και η αυτοβιογραφική διάθεση φαίνεται να υποσκελίζει τη μυθοπλαστική. Άλλωστε, ο ίδιος προειδοποιεί τον αναγνώστη του ότι «κανένας από τους χαρακτήρες … δεν αποτελεί αμιγώς προϊόν μυθοπλασίας, ούτε τα περιστατικά που περιγράφονται είναι εντελώς φανταστικά». Οι δώδεκα «άγνωστες ιστορίες από την Αντίσταση και την Κατοχή», που περιλαμβάνονται στο έργο, διατηρούν τη σχετική αυτονομία τους, συνδέονται όμως χάρη στους (ανώνυμους) πρωταγωνιστές τους, που είναι ο «Άγγλος» και ο «Αμερικάνος», καθώς και ο «μπαρμπα-Σταύρος», ο μόνος επώνυμος χαρακτήρας. Γραμμένο αμέσως μετά το Μήλο της έριδος, αλλά και την ανέκδοτη έως τώρα, αλλά αποχαρακτηρισμένη πλέον, έκθεσή του για την ιστορία της ΒΣΑ, το Εις οιωνός (One omen) κυκλοφόρησε το 1950, χωρίς να προσελκύσει ιδιαίτερη προσοχή – είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως δεν επανεκδόθηκε έκτοτε και είναι πλέον δυσεύρετο, συνεπώς, η ελληνική του έκδοση είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη…
Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι δωσίλογοι, Αλεξάνδρεια
Η ενασχόληση της κοινότητας των ιστορικών με το φαινόμενο του δωσιλογισμού, δηλαδή της συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής, κυρίως αλλ’ όχι αποκλειστικά γερμανικές, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι σχετικά πρόσφατη· ελάχιστοι ιστορικοί ασχολήθηκαν με αυτό πριν από τις αρχές του 21ου αιώνα. Μέχρι και σήμερα είναι η ένοπλη πτυχή της συνεργασίας, τα Τάγματα Ασφαλείας και τα ανάλογα, οπλισμένα από τους Γερμανούς, σώματα σε όλη την Ελλάδα, που προσελκύουν, εύλογα, το ενδιαφέρον. Στην ανά χείρας μελέτη του, ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, γνωστός στο κοινό των φιλιστόρων και για τη συστηματική διοργάνωση ιστορικών περιπάτων, επιχειρεί να διευρύνει την οπτική μας, εντάσσοντας πλάι σε αυτό που προσφυώς αποκλήθηκε από δημοσιογράφους μεταπελευθερωτικά «ελληνική κατοχή», δηλαδή την ένοπλη μορφή του δωσιλογισμού, εκείνες τις μορφές συνεργασίας που επέτρεψαν τη δημιουργία και, κυρίως, τη διόγκωση του φαινομένου της ένοπλης εκδοχής της. Η πολιτική συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε από την πρώτη στιγμή της κατοχής επιλογή των στρατηγών που συνθηκολόγησαν και των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που τους στήριξαν, εξοικειώνοντας σταδιακά την ελληνική κοινωνία με αυτήν. Το ίδιο και η στρατιά επιχειρηματιών και άλλων τυχοδιωκτών που έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να εκμεταλλευτούν την κρίση ως ευκαιρία (όπως έκαναν, πολλά χρόνια αργότερα, και οι απόγονοί τους…) και να κάνουν μεγάλες ή μικρότερες δουλειές με τις αρχές κατοχής – εδώ αισθητή είναι η έλλειψη μιας συστηματικότερης αναφοράς στο φαινόμενο της πνευματικής (ιδίως δημοσιογραφικής) συνεργασίας. Η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, και η αθρόα στρατολόγηση σε αυτά κάθε είδους αποβράσματος, ιδιαίτερα όμως η φονική δράση της Χωροφυλακής και της Ειδικής Ασφάλειας στα μεγάλα μπλόκα στις γειτονιές της πρωτεύουσας, το 1944, υπήρξαν το αιματηρό αποτέλεσμα των διεργασιών που είχαν προηγηθεί και τις οποίες αναλύει διεξοδικά και με λεπτομερέστατη τεκμηρίωση (έως φυσικού προσώπου) ο ιστορικός στη μελέτη του. Στα δύο πρώτα μέρη της εξετάζονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας και οι οικονομικοί συνεργάτες των Γερμανών, ενώ στο εκτενέστερο τρίτο μέρος διερευνώνται διεξοδικά οι έλληνες συνεργάτες των γερμανικών αρχών κατοχής, τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας (Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων), τα Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας και, τέλος, τα δολοφονικά μπλόκα σε Αθήνα και Πειραιά.
Ανδρέας Μπουρούτης, Οι εβραϊκές περιουσίες, Αλεξάνδρεια
Σε μια ιδιαίτερη πτυχή του φαινομένου της συνεργασίας εστιάζει το παρόν, καθώς και το αμέσως επόμενο βιβλίο, αυτή του οικονομικού δωσιλογισμού, με την ιδιαίτερη μορφή που πήρε στη Θεσσαλονίκη: τη λεηλασία των περιουσιών της εβραϊκής κοινότητας μετά την βίαιη εκτόπισή της από την πόλη και την εξόντωση, σχεδόν του συνόλου της, στο Άουσβιτς Μπιρκενάου. Γερμανικές αρχές, δωσιλογικό κράτος, ένοπλοι συνεργάτες και εκατοντάδες εύποροι ή λιγότερο εύποροι χριστιανοί «μεσεγγυούχοι», συγκρότησαν ένα άτυπο δίκτυο μέσω του οποίου οι περιουσίες των μελών της εβραϊκής κοινότητας πέρασαν στα χέρια ανθρώπων που μετά το τέλος της Κατοχής θα βρεθούν να έχουν πλουτίσει, χωρίς, τις περισσότερες φορές, να ενοχληθούν από τη μεταπολεμική δικαιοσύνη… Ακριβώς αυτές τις σχέσεις κράτους και δωσιλογισμού στη Θεσσαλονίκη, την περίοδο 1943-1949, εξετάζει στην παρούσα μελέτη του ο συγγραφέας, επιστρατεύοντας τόσο την ιστορική όσο και την οικονομολογική του σκευή. Αφού αναφερθεί στις κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες που οδήγησαν, κατά τον Μεσοπόλεμο, στην υποχώρηση της εβραϊκής επιχειρηματικότητας στην πόλη, στη συνέχεια αναλύει τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν για την ισραηλιτική κοινότητα της πόλης κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εξετάζοντας τον ρόλο της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ) και παρουσιάζοντας πτυχές της δράσης των μεσεγγυούχων, βασισμένος σε πληθώρα αρχειακού υλικού. Στο τρίτο μέρος, εξετάζεται αναλυτικά η μεταπολεμική τύχη των εβραϊκών περιουσιών και η απροθυμία των δημόσιων υπηρεσιών να συνδράμουν τους ελάχιστους που επέστρεψαν στη διεκδίκηση των περιουσιών που τους άρπαξαν, ενώ παράλληλα αναλύεται ο ρόλος των μεσεγγυούχων και η απονομή ή όχι δικαιοσύνης για το έγκλημα του οικονομικού δωσιλογισμού. Η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με την περιπετειώδη ίδρυση του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος, που θα γίνει ο φορέας διαχείρισης και διεκδίκησης των εβραϊκών περιουσιών μεταπολεμικά.
Γιάννης Καρατζόγλου, Μεσεγγυούχοι και δοσίλογοι, Επίκεντρο
Εξετάζοντας την ίδια ακριβώς μορφή δωσιλογισμού, την οικονομική συνεργασία με στόχο τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών στη Θεσσαλονίκη, ο συγγραφέας της ανά χείρας μελέτης, με σπουδές οικονομικών και πολιτικών επιστημών, εστιάζει την έρευνά του στην περίοδο της γερμανικής κατοχής της πόλης. Ξεκινώντας από τα πρώτα αντιεβραϊκά μέτρα των γερμανικών αρχών, σκιαγραφεί την οικονομική ζωή της πόλης, την αγορά, το εμπόριο, τη βιομηχανία, όπως αποτυπώνονται στις τοπικές δωσιλογικές εφημερίδες, για να στραφεί, στη συνέχεια, στις λεηλασίες των Γερμανών και των μεσεγγυούχων συνεργατών τους, ιδιαίτερα στις κάθε είδους εβραϊκές επιχειρήσεις, μετά την εκτόπιση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Στη συνέχεια παρουσιάζει το φαινόμενο των δωσιλόγων που στράφηκαν κατά των ομοθρήσκων τους, εβραίων αλλά και Αρμένιων, Ιταλών κ.ά., ενώ εξετάζει και το ζήτημα των εργολάβων και μηχανικών που εργάστηκαν για τους Γερμανούς και κατηγορήθηκαν για δωσιλογισμό. Κατόπιν εξετάζει τις μεταπολεμικές εξελίξεις και ιδιαίτερα το εκτεταμένο φαινόμενο των «πλουτισάντων κατά την πολεμική περίοδο», τη φορολογία που τους επεβλήθη και τους τρόπους με τους οποίους πλείστοι εξ αυτών απέφυγαν την καταβολή της. Τέλος, ο συγγραφέας εξετάζει τις προσπάθειες του ΕΑΜ, κατά τη σύντομη περίοδο της κυριαρχίας του στην πόλη, να αποδοθούν κάποιες περιουσίες στους πρώην κατόχους τους που επέστρεψαν αλλά και τη σύλληψη και την απαγγελία κατηγοριών εναντίον εκατοντάδων δωσιλόγων από το Δικαστικό του ΕΛΑΣ, ενώ, τέλος, εξετάζονται οι προσπάθειες των εβραίων που επέστρεψαν να πάρουν πίσω τις επιχειρήσεις τους ή να δημιουργήσουν νέες κ.λπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εξέταση των ονομάτων των Θεσσαλονικέων εκείνων που το 1949 θα υποβληθούν στην «εφάπαξ φορολογία των ευπόρων τάξεων», ειδικά μάλιστα στη σύγκρισή τους με τα ονόματα των «πλουτισάντων επί Κατοχής» και με εκείνα των μεσεγγυούχων. Από την ανάλυσή του ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πλήθος των μεσεγγυούχων δεν απορροφήθηκε από την επιχειρηματική ζωή της πόλης, διότι σε αυτήν επικράτησε, τελικά, η προπολεμική εμποροβιομηχανική τάξη.
Ρίκα Μπενβενίστε, Ναυαγοί, Πόλις
Ιστορίες (οικογενειακές και άλλες) μέσα στην Ιστορία (του μεταπολεμικού κόσμου) διερευνά στην ανά χείρας μελέτη της η ιστορικός Ρίκα Μπενβενίστε, συναιρώντας τη θεματολογία και τη μεθοδολογική προσέγγιση που χαρακτήριζαν τις δύο προηγούμενες βραβευμένες μελέτες της (Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή, Πόλις 2014 και Λούνα: Δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, Πόλις 2017). Πρωταγωνιστής της παρούσας αφήγησης ο συνεπώνυμός της Μωρίς Μπενβενίστε (1906-1994), το επιστολικό αρχείο του οποίου επιτρέπει στην ιστορικό να ανασυνθέσει την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Καβάλας –από την οποία σήμερα δεν έχει μείνει κανένα μέλος στην πόλη– τα καπνεμπορικά δίκτυα και τη μεταπολεμική εβραϊκή επιχειρηματικότητα, τις γαμήλιες και τις λοιπές στρατηγικές επιβίωσης όσων λίγων επέστρεψαν, είτε από τα στρατόπεδα είτε από την καταφυγή στο εξωτερικό, όπως εδώ ο Μωρίς. Παράλληλα, η μελέτη της αποτελεί και ένα, εν σμικρώ, δοκίμιο για την επιστολογραφία και τις χρήσεις της, αφού στο ερευνώμενο αρχείο επαγγελματικές και προσωπικές, οικογενειακές και φιλικές, επιστολές συμφύρονται και αλληλεπικαλύπτονται, προσφέροντας έναν πλούτο πληροφοριών για ζητήματα που αφορούν την ιστορία των νοοτροπιών ή, όπως ονομάζονται σήμερα, της υποκειμενικότητας, των ευαισθησιών, των συναισθημάτων. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, η συγγραφέας επιχειρεί και εδώ από το ατομικό να αντλήσει το συλλογικό· να αποτυπώσει προσωπικές διαδρομές, προκειμένου να διακρίνει τις συνδέσεις τους με εκείνες άλλων ανθρώπων, συνδέσεις οι οποίες καθιστούν ένα βίο κοινωνικό. Πρόκειται για μια μικροϊστορική προσέγγιση που περνά διαρκώς από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα, προκειμένου να επιτρέψει την πληρέστερη κατανόηση της εποχής την οποία εξετάζει. Με τον τρόπο αυτό, φέρνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη τον κόσμο που βγήκε από τα συντρίμμια του πολέμου· τους «ναυαγούς» που κατόρθωσαν, παρά το «ναυάγιο», να επανεκκινήσουν τη ζωή από την αρχή· έναν κόσμο όπου το πριν εισέβαλλε αδιάκοπα στο μετά…
Νίκος Συρμαλένιος, Bologna 1969-1974: Ήμουν κι εγώ εκεί, Εύμαρος
Σελίδες από τον αντιδικτατορικό αγώνα και το φοιτητικό κίνημα στην Ιταλία ξεδιπλώνει ο συγγραφέας, αγωνιστής της ανανεωτικής αριστεράς από τα χρόνια των σπουδών του στη Μπολόνια μέχρι και σήμερα. Μέσα από την αφήγησή του, ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία του νεαρού φοιτητή στην πρώτη του έξοδο από την Ελλάδα, που βρισκόταν κάτω από την καταθλιπτική εξουσία των στρατιωτικών, προκειμένου να σπουδάσει στην «κόκκινη» Μπολόνια, πόλη όπου κυριαρχούσε το Ιταλικό Κ.Κ. Εμπειρία απελευθερωτική, καθώς συναντά όχι μονάχα την αλληλεγγύη των προοδευτικών ευρωπαίων προς τον ελληνικό λαό –κάτι που θα επιτρέψει στους έλληνες φοιτητές στην πόλη, όπως και στην υπόλοιπη Ιταλία, να εγγραφούν στο πανεπιστήμιο χωρίς καλά-καλά να ξέρουν ιταλικά– αλλά και ένα χώρο ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών και παραγωγής γνώσης, την πανεπιστημιακή αίθουσα. Σύντομα, αυτός ο χώρος ανταλλαγής ιδεών θα μετατοπιστεί: ο νεαρός φοιτητής θα γεύεται αυτή την ελευθερία μέσα στις οργανωμένες δομές του ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο μόλις είχε δημιουργηθεί και την πορεία συγκρότησής του στην Ιταλία παρακολουθούμε μέσα από την αφήγηση. Από την καθημερινή δουλειά ανάμεσα στο πλήθος των ελλήνων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα των πρωτοετών, ο νεαρός φοιτητής θα βρεθεί σύντομα να προετοιμάζει παράνομες αποστολές υλικού στην Ελλάδα, κατασκευάζοντας βαλίτσες με διπλό πάτο κ.λπ., ενώ σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος στη χώρα με πλαστό ιταλικό διαβατήριο –αφού οι χουντικές προξενικές αρχές του είχαν στερήσει το δικό του– προκειμένου να στήσει πυρήνες του ΚΚΕ εσ. Από τις σελίδες της μαρτυρίας του περνούν πολλά από τα μέλη και στελέχη του κόμματος της ανανεωτικής Αριστεράς στην Ιταλία, αλλά και οι διαφορετικές γραμμές που το ταλάνιζαν και το έφεραν στα πρόθυρα της εσωτερικής σύγκρουσης λίγο πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η αφήγηση, αντιμέτωπη διαρκώς με το άγχος της μνήμης που φθίνει, ολοκληρώνεται με την επιστροφή του νεαρού φοιτητή στην Ελλάδα, έπειτα από πέντε χρόνια αναγκαστικής απουσίας, με νόμιμο αυτή τη φορά διαβατήριο. Το πραξικόπημα και η εισβολή στην Κύπρο, και στη συνέχεια η Μεταπολίτευση, τα είχαν αλλάξει όλα…
Κωνσταντίνος Στράτος, Το «Κίνημα του Ναυτικού», 1972-1973, Θεμέλιο
Αναθεωρώντας, φωτίζοντας άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές και ανασυνθέτοντας τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως «Κίνημα του Ναυτικού», το οποίο κορυφώθηκε με την ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλος», η ανά χείρας μελέτη προτείνει μια νέα ανάγνωση για τη ναυτική συνωμοσία του 1973, αμφισβητώντας, σε πολλά σημεία του, το κυρίαρχο, μέχρι σήμερα, σχήμα ερμηνείας της. Αρχικά, ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τα αίτια που οδήγησαν στο «Κίνημα του Ναυτικού», τις πολιτικές επιδιώξεις των πρωταγωνιστών του αλλά και την υποδοχή του από το αντιδικτατορικό κίνημα και ιδίως τις συντηρητικές δυνάμεις μέσα σε αυτό. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρεται στον πολιτικό ρόλο του Βασιλικού Ναυτικού μεταπολεμικά και στη σχέση του με τη δικτατορία, εντοπίζοντας τις απαρχές αυτού του ρόλου στην κρίσιμη δεκαετία του 1940. Μετά το εκτενές εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο, ο ιστορικός παρακολουθεί την πορεία του «Κινήματος» από τη Μεταπολίτευση μέχρι την κρίση, αναδεικνύοντας τη συμβολή των συνωμοτών στη θεμελίωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, με την επιστροφή τους στο Ναυτικό και τον τρόπο με τον οποίο ο ρόλος που έπαιξαν κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής μετάβασης διαμόρφωσε τη μνήμη της ναυτικής συνωμοσίας. Στη συνέχεια εξετάζει την αποχουντοποίηση στο Πολεμικό Ναυτικό και τον τρόπο που οι «κινηματίες» επηρέασαν αυτή τη διαδικασία. Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται η πολιτική χρήση του αφηγήματος για το «Κίνημα του Ναυτικού» κατά την περίοδο 1975-1989, όταν, δηλαδή, η διαίρεση Δεξιά/Αντιδεξιά κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή, από τις δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις, ιδιαίτερα μάλιστα από το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να μπορέσει να εφαρμόσει την πολιτική του στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων. Τέλος, ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία του «Κινήματος», της μνημόνευσης και των τελετών σχετικά με αυτό στην περίοδο που εκκινεί από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ολοκληρώνεται λίγο πριν την κρίση, με την παρουσία, για πρώτη φορά, του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τον εορτασμό της επετείου της ανταρσίας του «Βέλους» – μια περίοδο μεταβατική, με κρίσιμες πολιτικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις, μέσα από τις οποίες ανανοηματοδοτήθηκε και το ίδιο το «Κίνημα».
Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Παναγής Παπαληγούρας, Ίδρυμα της Βουλής
Το όνομά του υπήρξε συνώνυμο της «σοσιαλμανίας» – της κρατικοποίησης, δηλαδή, επιχειρήσεων οι ιδιοκτήτες των οποίων βαρύνονταν, συνήθως, με αμαρτίες της χουντικής επταετίας, όπως, για παράδειγμα το συγκρότημα Ανδρεάδη ή η «Ολυμπιακή» του Ωνάση. Ανεξαρτήτως της θετικής ή αρνητικής αποτίμησης της πολιτικής αυτής της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή, που ο Παναγής Παπαληγούρας (Κέρκυρα, 1917 – Αθήνα, 1993) εφάρμοσε ως υπουργός Συντονισμού, θα ήταν λάθος η πνευματική και πολιτική διαδρομή του να περιοριστεί σε αυτήν την, ασφαλώς κρίσιμη, τετραετία. Μολονότι, από τη στιγμή που αποφάσισε να υπηρετήσει την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, το 1942, εγκαταλείποντας τις σπουδές του στο Δίκαιο, τη Φιλοσοφία και τις Διεθνείς Σχέσεις και την προοπτική μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, υπήρξε άνθρωπος της πράξης, παρέμεινε, παράλληλα, «ένας διανοούμενος στην πολιτική», όπως τον χαρακτηρίζει στον υπότιτλο ο βιογράφος του. Επί τριάντα και πλέον χρόνια εκλεγόταν διαρκώς βουλευτής, αρχικά με το ΕΕΚ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και στη συνέχεια με τον Συναγερμό του Παπάγου, την ΕΡΕ και τη Ν.Δ. του Καραμανλή – από τον οποίο απομακρύνθηκε προσωρινά μονάχα το 1958, οπότε πολιτεύτηκε με το Λαϊκό Κόμμα. Ανέλαβε διάφορες θέσεις ευθύνης, κυρίως σε οικονομικά υπουργεία, με αποτέλεσμα να πολιτογραφηθεί οικονομολόγος, και μάλιστα επιτυχημένος, αφού σε αυτόν οφείλεται η προετοιμασία της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ. Η βιογράφησή του διερευνά την πορεία του στη δημόσια ζωή της χώρας, αφενός, ως νεαρού διανοούμενου, εμπλεκόμενου στις πνευματικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις της εποχής του Μεσοπολέμου, αφετέρου, ως ανθρώπου της πολιτικής πράξης, μεταπολεμικά, εντάσσοντάς τον στο διεθνές και ελληνικό ιστορικό πλαίσιο, εξετάζοντας τις εξελίξεις στον χώρο των οικονομικών ιδεών, αλλά και τον λόγο και τη δράση του, με την οποία υπερασπίστηκε τον ρόλο του δημοσίου, ως εκφραστή της δημοκρατικής αρχής έναντι ποικίλων ομάδων πίεσης. Ακριβώς γι’ αυτό, το παράδειγμά του παραμένει, ιδιαίτερα σήμερα, επίκαιρο.
Μαρία Καρδαρά (επιμ.), Οι φωνές των χαμένων παιδιών της Ελλάδας, Ποταμός
Σπάνια η ακαδημαϊκή έρευνα έχει την ευκαιρία να δώσει, κυριολεκτικά, φωνή σε όσους δεν έχουν φωνή. Μέσα από μια τέτοια αναζήτηση γεννήθηκε η προφορική ιστορία· μέσα από μια τέτοια διαδρομή συναντήθηκαν η έρευνα της νεοελληνίστριας Gonda Van Steen για τις υιοθεσίες παιδιών από την Ελλάδα στο εξωτερικό κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 με την επώδυνη και συχνά σιωπηλή και μοναχική αναζήτηση υιοθετημένων, στις ΗΠΑ και αλλού, για τους βιολογικούς τους γονείς, τις ρίζες τους, την ιστορία τους. Η ευτυχής αυτή συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε, βοηθούσης και της σύγχρονης τεχνολογίας, κατά τη διάρκεια της έρευνας της Gonda Van Steen για το βιβλίο Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα (Ποταμός, 2021), είχε απελευθερωτικά αποτελέσματα για πολλούς και πολλές υιοθετημένους και υιοθετημένες, που διαπίστωσαν ότι δεν είναι μόνοι στην αναζήτησή τους ούτε είναι καταδικασμένοι στη σιωπή. Η πρωτοβουλία της Μαρίας Καρδαρά, να συγκεντρώσει σε αυτό το βιβλίο καταγραφές σε πρώτο πρόσωπο από μια ομάδα υιοθετημένων που σπάνια ακούγονται, είναι η απόδειξη της δύναμης που προσφέρει στους ανθρώπους η συνειδητοποίηση ότι στο δρόμο που χαράσσουν, καθένας και καθεμιά με τους δικούς του όρους, δεν είναι μόνοι. Δεκατέσσερις από αυτές τις φωνές, αυθεντικές, ακατέργαστες κι ατόφιες, μοιράζονται δημόσια με αυτόν τον τρόπο τις ιστορίες τους, συγκροτώντας βήμα-βήμα την ιστορία της πρώτης συστηματικής εξαγωγής παιδιών που δόθηκαν μαζικά για υιοθεσία. Η Gonda Van Steen, στο πρώτο κεφάλαιο, προσφέρει στον αναγνώστη το ιστορικό πλαίσιο όπου τοποθετείται αυτή η πτυχή της ιστορίας της Ελλάδας του Ψυχρού Πολέμου, πτυχή που μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να γνωρίζουμε και με την οποία οι ανοιχτοί λογαριασμοί κάθε άλλο παρά έχουν κλείσει. Ακολουθεί η γενναία καταγραφή της βιωμένης εμπειρίας των τόσο διαφορετικών, αλλά και παρόμοιων, ταυτόχρονα, υιοθετημένων, ενώ στο ακροτελεύτιο κεφάλαιο η επιμελήτρια σκιαγραφεί το διεθνές κίνημα εκατομμυρίων υιοθετημένων που αναζητούν τους βιολογικούς τους γονείς, απαιτούν ανοιχτά αρχεία υιοθεσίας, ζητούν να μην υπάρχουν πλέον μυστικά στην υιοθεσία και προασπίζουν τη δικαιοσύνη σε θέματα ταυτότητας, ως αναφαίρετο δικαίωμα κάθε παιδιού.
Jeremy Black, Μικρή ιστορία του πολέμου, Πατάκης
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μια λιγότερο δυτικοκεντρική στρατιωτική ιστορία, που θα αποφεύγει την παγίδα της «πρωτογονοποίησης» των μη δυτικών δυνάμεων και των στρατιωτικών τους ικανοτήτων, ο συγγραφέας της ανά χείρας «μικρής ιστορίας», ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, επιχειρεί να αφηγηθεί μια ιστορία του πολέμου, από τις απαρχές του, πριν ακόμη και από τον Τρωικό Πόλεμο, μέχρι την τρέχουσα σύγκρουση στην Ουκρανία, στην οποία αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, εν είδει «υστερογράφου». Στην πραγμάτευσή του αυτή επιλέγει να ξεφύγει από την επικέντρωση, αφενός, στο τρίγωνο Γερμανίας – Γαλλίας – Βρετανίας ή ΗΠΑ, που αφήνει εκτός κάδρου την Ανατολική Ευρώπη ή τη Λατινική Αμερική (για να μη μιλήσουμε για την Ασία ή την Αφρική), αλλά και, αφετέρου, να μην ακολουθήσει την πεπατημένη της ανάλυσης της εξέλιξης των οπλικών συστημάτων και της τεχνολογικής ικανότητας των κρατών στην παραγωγή τους, την οποία θεωρεί έναν συμβατικό τρόπο κατάταξης, που ενισχύει την αίσθηση ότι η πολεμική σύγκρουση είναι μια υπόθεση πραγμάτων που προσφέρουν ισχύ στους ανθρώπους. Αντιθέτως, ο ιστορικός θεωρεί ότι την προσοχή μας απαιτεί η μη δυτική στρατιωτική ιστορία, διότι η μελέτη της ανατρέπει τις καθιερωμένες αναλυτικές προσεγγίσεις, επιτρέποντάς μας να ξεφύγουμε από τη συνήθη εξελικτικιστική σκυταλοδρομία, όπου ένα σημαντικό όπλο, ηγέτης, κράτος ή στρατιωτικό σύστημα αντικαθίσταται από ένα καινούργιο μέσα από δήθεν αποφασιστικές μάχες που σηματοδοτούν αυτές τις μεταβάσεις. Ακόμη, ιδιαίτερο βάρος δίνει στη διαλεκτική διακρατικού πολέμου και ενδοκρατικών συγκρούσεων, θεωρώντας πως η ενδελεχής μελέτη των δεύτερων μπορεί να προσφέρει μια πιο εμπεριστατωμένη κατανόηση του πολέμου.
J. Bradford DeLong, Στον δρόμο προς την ουτοπία. Η οικονομική ιστορία του 20ού αι., Μεταίχμιο
Αν οι ιστορικοί της κοινωνίας ή της πολιτικής ακολουθούν το σχήμα του Έρικ Χόμπσμπαουμ για τον «σύντομο 20ό αιώνα» προκειμένου να αφηγηθούν την ιστορία του, ο συγγραφέας της ανά χείρας οικονομικής ιστορίας επιλέγει ένα διαφορετικό χρονικό άνυσμα προκειμένου να ορίσει τον 20ό αιώνα. Ξεκινά από το 1870, όταν αναδύονται οι διαδικασίες και οι θεσμοί εκείνοι που θα χαρακτηρίσουν ολόκληρη την περίοδο που θα ονομάσει «μακρό» 20ό αιώνα, δηλαδή η παγκοσμιοποίηση, η βιομηχανική έρευνα και η σύγχρονη εταιρεία. Το άνυσμα αυτό απολήγει στο 2010, όταν πλέον οι χώρες της Δύσης, η μέχρι τότε εμπροσθοφυλακή της οικονομίας, αδυνατούν να υπερβούν τις συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης και να επανέλθουν στο δρόμο της ανάπτυξης που χαρακτήριζε τα προηγούμενα 140 χρόνια. Μέσα σε αυτόν τον «μακρό» αιώνα, το μέσο παγκόσμιο κατά κεφαλήν εισόδημα μεγάλωσε 8,8 φορές, όμως το 2010 ήταν πολύ πιο άνισα κατανεμημένο απ’ ό,τι το 1870. Σε όλη αυτήν την περίοδο αναδείχθηκαν πέντε διαδικασίες οι οποίες αποτελούν και τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους στηρίζεται η αφήγηση: Καταρχάς, η ίδια η ιστορία έγινε οικονομική, κυρίως ως προς το ότι η οικονομία ήταν το πεδίο των σημαντικότερων μετασχηματισμών· επίσης, ο κόσμος παγκοσμιοποιήθηκε, αποτελώντας ένα «πλανητικό χωριό»· τρίτον, η έκρηξη της ανθρώπινης τεχνολογικής γνώσης επέτρεψε την τεράστια αύξηση του υλικού πλούτου· τέταρτον, απέναντι σε μια αγορά που δεν αυτορυθμιζόταν, οι κυβερνήσεις απέτυχαν να τη ρυθμίσουν ώστε να διατηρήσουν την ευημερία και να επιτύχουν ουσιαστική ισότητα, συνεπώς, η τυραννική διακυβέρνηση αυξήθηκε, καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου. Ο συγγραφέας, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, επιχειρεί, όπως και ο ίδιος ομολογεί, να οικοδομήσει τη δική του «μεγάλη αφήγηση», πρωταγωνιστές της οποίας είναι η ανάπτυξη χάρη στην τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση, ο ρόλος των ΗΠΑ και η πίστη πως η ανθρωπότητα μπορούσε να σύρει τα βήματά της προς την ουτοπία, ακόμη και με τρόπο άνισο.
Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν, Σκόρπια: Ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας, Νήσος
Ίχνη σε μια ιστορία όπου όλα μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί αναζητεί ο συγγραφέας, φιλόσοφος και ιστορικός της τέχνης, ο οποίος εστιάζει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στα νοήματα και στις χρήσεις των εικόνων στον σύγχρονο πολιτισμό. Οι έγκλειστοι εβραίοι του γκέτο της Βαρσοβίας, παρά την οργάνωση της αντίστασής τους, παρά την ένοπλη εξέγερση ενός μήνα ενάντια στους Γερμανούς, εκτελέστηκαν ή εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα· το ίδιο το γκέτο ισοπεδώθηκε από τους ναζί μετά την ήττα της εξέγερσης· αλλά και οι ίδιοι οι θάλαμοι αερίων όπου δολοφονήθηκαν με βιομηχανικό τρόπο εκατομμύρια, καταστράφηκαν από τα Ες Ες καθώς πλησίαζε ο Κόκκινος Στρατός στο Άουσβιτς. Κι όμως, δεν κατάφεραν να σβήσουν τα πάντα. Ήδη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ο Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ, ηγέτης μιας από τις παράνομες οργανώσεις αλληλεγγύης που δρούσαν στο γκέτο, αντιλαμβάνεται την ανάγκη της διατήρησης της μνήμης σαν μια άλλη μορφή σωτηρίας και οργανώνει την κατάχωση των αρχείων της οργάνωσής του – στην πραγματικότητα, πρόκειται για αρχεία που αποτυπώνουν, σε σπαράγματα, την καθημερινή ζωή στο γκέτο. Ο συγγραφέας, αφού περιγράφει τη διάσωση και τη μεταπολεμική ανάκτηση των κρυμμένων αρχείων, εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ένα μικρό σώμα με φωτογραφίες, που διασώθηκαν μέσα στο Αρχείο Ρίνγκελμπλουμ. Εξετάζοντας τις φωτογραφίες αυτές, αναστοχάζεται για τον τρόπο που βλέπουμε και τον τρόπο που θυμόμαστε, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε το αρχείο, ανασυστήνοντας, με έναν λοξό τρόπο, την ίδια την ιστορία του γκέτο, της εβραϊκής αντίστασης και εξέγερσης, αλλά και της κατοπινής του μνήμης. Η συγγραφή υπήρξε ένας τρόπος για την επινόηση πιθανών συνδέσεων πραγμάτων που είναι σκόρπια, διασκορπισμένα… Ή, απλώς, «μια χειρονομία για να ξαναμπούν όλα στο παιχνίδι».
Timothy Garton Ash, Πατρίδες, Ψυχογιός
Μια προσωπική ιστορία της Ευρώπης, ιδιοσυγκρασιακή αλλά όχι εξαιτίας αυτού λιγότερο ιστορία, αφηγείται στο βιβλίο του αυτό ο βρετανός ιστορικός και καθηγητής Τίμοθι Γκάρτον Ας, συγγραφέας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ευρώπη, και δη την κεντρική και ανατολική, και σταθερός συνεργάτης εφημερίδων όπως The Guardian ή The New York Review of Books. Μακρά η θητεία του, ως εκ τούτου, σε ένα στυλ γραφής έντονα αφηγηματικό, που δανείζεται πολλά από τη λεγόμενη «νέα δημοσιογραφία» και στοχεύει στο να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη του μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, την ανάδειξη των καθημερινών ανθρώπων σε πρωταγωνιστές των αφηγήσεών του κ.λπ. Τα χαρακτηριστικά αυτά δημιουργούν ένα υβριδικό αφηγηματικό ύφος, που μόνο προσθέτει στην πραγμάτευση του θέματος, που παραμένει μια ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, από τα ερείπια που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην ψυχροπολεμική διαίρεση, κι από εκεί στην ανοδική πορεία που θα οδηγήσει την ήπειρο, μέσα από τις εξεγέρσεις του ’68 και την πτώση του Τείχους, στην επανένωση. Η ενωμένη Ευρώπη και οι κρίσεις που αντιμετώπισε, από τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου, απασχολούν το προτελευταίο κεφάλαιο, στο οποίο η Ευρώπη χαρακτηρίζεται «θριαμβεύουσα». Το ακροτελεύτιο μέρος της αφήγησης αφορά την παγκόσμια οικονομική κρίση και όσα ακολούθησαν, με το Brexit, την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία να αποτελούν τους τελευταίους κρίκους μιας αλυσίδας κλονισμών που συνταράσσουν και θέτουν εν αμφιβόλω την ενότητα της ηπείρου… Μπορεί αυτή η «προσωπική ιστορία» της Ευρώπης να ολοκληρώνεται κάπως απαισιόδοξα, με ένα γάλλο αμπελουργό, ψηφοφόρο της Λεπέν, να προκρίνει τον δρόμο του Brexit και για τη Γαλλία, όμως ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι η σημερινή Ευρώπη, παρόλα αυτά, είναι ένας πολύ καλύτερος τόπος όχι μόνο από την κόλαση που είχε ζήσει ο πατέρας του αλλά και από εκείνη που ξεκίνησε να ανακαλύπτει ο ίδιος στις αρχές της δεκαετίας του 1970…