Δήμητρα Ρουμπούλα
Η περίοδος 1983 -1984 υπήρξε, για όσους θυμούνται, έντονα ταραγμένη για τη Μεγάλη Βρετανία. Η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων και κατόπιν των λιμενεργατών, η σκληρή οικονομική αλλά και η εξωτερική πολιτική της Θάτσερ, όπως και το άλυτο πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας συνέθεταν την μεγάλη ζοφερή εικόνα της χώρας. Κορύφωση εκείνης της κατάστασης στάθηκε η ισχυρή βομβιστική επίθεση από την στρατιωτική πτέρυγα του IRA, τον Οκτώβριο του 1984, στο ξενοδοχείο «Γκραντ» του Μπράϊτον, όπου διεξαγόταν το Συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος. Στόχος της επίθεσης του IRΑ, που βρισκόταν σε ανοιχτή διαμάχη με την Θάτσερ, ήταν η ίδια η «σιδηρά κυρία» κι όσα μέλη των Τόρις είχαν σκοτεινό άστρο.
Η Πρωθυπουργός ετοιμαζόταν για έναν πύρινο λόγο εναντίον των ανθρακωρύχων, χαρακτηρίζοντάς τους «εσωτερικό εχθρό», μαζί με τον ηγέτη του πανίσχυρου συνδικάτου τους, Άρθουρ Σκάργκιλ, αλλά και εναντίον των Εργατικών, οι οποίοι τους υποστήριζαν. Ο εκρηκτικός μηχανισμός εξερράγει σκοτώνοντας πέντε ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους.
Η Θάτσερ βγήκε αλώβητη από αυτήν την ιστορία. Προς έκπληξη των πάντων, ενίσχυσε την εικόνα της ως «σιδηρά κυρία», συνεχίζοντας τις εργασίες του συνεδρίου και αφαιρώντας βέβαια από την ομιλία της τα προκλητικά σχόλια.
«Ότι κι αν κάνει από δω και πέρα, δεν θα έχει σημασία. Θα είναι για πάντα η γυναίκα που της βάλανε βόμβα κι εκείνης ούτε που ίδρωσε το αυτί της», θα πει ένας ήρωας του βιβλίου, με αφορμή το οποίο αναφερόμαστε σε εκείνην την περίοδο της Μεγάλης Βρετανίας.
Τέτοια εκρηκτικά πραγματικά γεγονότα, τα οποία μάλιστα εμπλουτίστηκαν τα τελευταία χρόνια με νέα στοιχεία, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας με την δημοσιοποίηση κρατικών εγγράφων, αποτελούν μιας πρώτης τάξεως υλικό για έναν συγγραφέα που θα ήθελε να το αξιοποιήσει ως αφηγηματική ύλη. Όμως ο Τζόναθαν Λη έκανε κάτι άλλο στο μυθιστόρημά του «Κατάδυση» (εκδ. Καστανιώτη), ίσως πιο δύσκολο και περισσότερο ενδιαφέρον: Βασιζόμενος σε ένα υπόβαθρο ιστορικών γεγονότων και χωρίς να παραλείπει τα πολιτικά σχόλια, επιχειρεί μια κατάδυση στα εσώτερα των ηρώων που είτε εμπλέκονται άμεσα στα γεγονότα είτε εκείνος επιλέγει για την ανάπτυξη της πλοκής. Βουτάει βαθιά στην ψυχή και στο μυαλό τους, για να περιγράψει προσωπικές στιγμές και σκέψεις που η μεγάλη Ιστορία δεν περιλαμβάνει στην αφήγησή της.
Οι βασικοί ήρωες είναι τρεις: Ο Νταν από τη Βόρεια Ιρλανδία, ένας νεαρός εθελοντής του ΙRΑ, ειδικός στα εκρηκτικά, στον οποίο ανατίθεται η τοποθέτηση της ωρολογιακής βόμβας στο «Γκραντ». Ο Μους, πρώην υπεραθλητής και νυν υποδιευθυντής στο ξενοδοχείο, που ελπίζει με την επιτυχία και την προβολή του συνεδρίου των κυβερνώντων Συντηρητικών να πάρει την πολυπόθητη προαγωγή στη θέση του γενικού διευθυντή του λαμπρού βικτωριανού τύπου ξενοδοχείου. Και η έφηβη κόρη του τελευταίου, η Φρέγια, που ακόμη δεν έχει αποφασίσει τι θα κάνει μετά το σχολείο και βιώνει τα διλήμματα της ηλικίας της, μαζί με την απώλεια της μητέρας της, η οποία τους έχει εγκαταλείψει. Η αφήγηση κινείται ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες, σε ένα αλλεπάλληλο μπρος πίσω στον χρόνο και μέσα σε ένα μείγμα ιστορικών και φανταστικών γεγονότων, δοσμένων δεξιοτεχνικά με σωστές δόσεις κωμικού και τραγικού στοιχείου.
Ενώ φαινομενικά τίποτα δεν μπορεί να ενώσει τους τρεις ήρωες, εντούτοις τους δένουν η απώλεια, οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι χαμένες ευκαιρίες, οι ματαιωμένες ελπίδες, η κατάρρευση των βεβαιοτήτων. Καθώς η μέρα άφιξης της Πρωθυπουργού πλησιάζει, άρα και η έκρηξη του εκρηκτικού μηχανισμού, που σημειωτέον συμβαίνει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, παρακολουθούμε την σταδιακή αλλαγή της ζωής και της ψυχικής κατάστασης του καθενός. Ο αφηγηματικός χρόνος διαρκεί μόλις τέσσερις εβδομάδες, ενώ η βόμβα έχει προγραμματιστεί να εκραγεί σε είκοσι τέσσερις μέρες. Ο Νταν, με το ψευδώνυμο Ρόι Ουόλς (ίδιο ψευδώνυμο με τον πραγματικό εθελοντή Πάτρικ Μαγκί, εθελοντή του IRA, που είχε τοποθετήσει την βόμβα στο «Γκραντ»), επισκέπτεται ως ένοικος το ξενοδοχείο τρεις βδομάδες πριν, εκπληρώνοντας τον στόχο του και παίρνοντας τις κατάλληλες πληροφορίες από την αφελή Φρέγια, η οποία εργάζεται στη ρεσεψιόν και βλέπει στο πρόσωπό του ένα χαριτωμένο νεαρό…
Ο Νταν μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που σημάδεψαν τα οδοφράγματα ανάμεσα στις κοινότητες των Προτεσταντών και των Καθολικών – «Εσείς Βρετανοί – Εμείς ΙRA». Βίωσε τον άδικο χαμό του πατέρα του, όταν τον χτύπησαν μέχρι θανάτου Άγγλοι αστυνομικοί, χωρίς να έχει κάνει κάτι. «Τι κάνεις όταν εκείνοι που φτιάχνουν τους κανόνες δεν ενδιαφέρονται για το τι είναι δίκαιο; Όταν αποφασίζουν ποιόν θα προστατέψουν βασιζόμενοι στο θρήσκευμα, στη ράτσα, στην Ιστορία;» Φροντίζει τη μητέρα του που σταδιακά βυθίζεται στα νερά του παραλόγου και η ένταξη στον IRA αποτελεί γι΄ αυτόν, λίγο μετά τα είκοσι του χρόνια, μονόδρομο. Διαθέτει ως ηλεκτρολόγος την κατάλληλη τεχνογνωσία για τις τρομοκρατικές επιθέσεις που σχεδιάζουν οι «Μαχητές της ελευθερίας».
Η Φρέγια είναι ένα κορίτσι που περνά περίεργα την εφηβεία της. Η έλλειψη της μητέρας της, η οποία έφυγε από την οικογενειακή εστία για να ζήσει με άλλον άνδρα, και ο φόβος μήπως χάσει και τον πατέρα της λόγω της εύθραυστης υγείας του, της δημιουργούν απότομες μεταβολές στη διάθεση και στα συναισθήματά της. Βαριέται τη δουλειά στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, όταν δεν έχει σχολείο, ενώ διατηρεί μια αμφίρροπη στάση στο «κόλλημα» του πατέρα της: «Αν θες να ζήσεις μια άνετη ζωή στις μέρες μας, πρέπει να έχεις σπουδάσει». Τα ερωτικά σκιρτήματα, σαν αυτό που ένιωσε φευγαλέα με τον Νταν, αντί να της δημιουργούν ανάταση, μάλλον την βυθίζουν σε σκοτεινά μονοπάτια και την κάνουν περισσότερο άβουλη. Ούτε οι πολιτικού τύπου παροτρύνσεις, όπως από την φίλη της Σούζι, που ετοιμάζει με ομάδα «Δυσαρεστημένων» διαδήλωση έξω από το ξενοδοχείο με την άφιξη της Θάτσερ, την κινητοποιούν.
Ο πατέρας της Φρέγια, ο τραγικότερος ίσως από όλους τους ήρωες, βιώνει με εσωστρέφεια τους δικούς του δαίμονες. Με έναν αποτυχημένο γάμο, με τα μάτια καρφωμένα στο μέλλον και στα τραύματα της κόρης του, με σκόρπιες επαγγελματικές δουλειές στην τροχιά του βίου του, με ένα αθλητικό παρελθόν κι ένα έμφραγμα που αλλάζει τα δεδομένα, αυτός ο ωραίος κατά τα άλλα άνδρας με τη χαμηλή αυτοπεποίθηση, όντας στη μέση ηλικία, προσδοκά την υλοποίηση μιας υπόσχεσης από την διοίκηση του «Γκραντ»: να μετακομίσει στον πάνω όροφο στο γραφείο του γενικού διευθυντή. Φυσικά μετά την τεράστια επιτυχία που αναμένεται να έχει η επίσκεψη της Πρωθυπουργού και του υπουργικού συμβουλίου. Μία ακόμη ματαίωση.
Όταν η βόμβα εκρήγνυται, μόλις στις τελευταίες σελίδες, κι ενώ η Πρωθυπουργός ανασυσταίνει αμέσως τις δυνάμεις της, προβάλλοντας την ισχύ της, κορυφώνεται και η τραγική υπόσταση των ηρώων: Του στραπατσαρισμένου υποδιευθυντή με την απέλπιδα προαγωγή στην οποία έχει επενδύσει τόση ενέργεια, της κόρης του που νιώθει τη νιότη της να συμπιέζεται ακόμη περισσότερο και του Νταν που γεύεται σκληρά τις πρώτες συνέπειες.
Ο Τζόναθαν Λη, ο οποίος γεννήθηκε το 1981 στο Σάρεϊ της Αγγλίας, ελάχιστα χρόνια μετά τα γεγονότα τα οποία περιγράφει, αλλά ζει στη Νέα Υόρκη, σ΄ αυτό το τρίτο του μυθιστόρημα, κατορθώνει με τόλμη να βασιστεί σε ένα μνημειώδες ιστορικό γεγονός προκειμένου να βυθιστεί σε διπλοκλειδωμένα σημεία του εαυτού των ηρώων του, δίνοντας βήμα στις εσωτερικές φωνές τους και καταγράφοντας «προσωπικές στιγμές που τόσο σπάνια καταγράφει η Ιστορία, κι όμως, χτίζουν τα λεπτά των ωρών», όπως αναφέρει στην τελευταία σελίδα. Κι όλα αυτά με λεπτό χιούμορ, συχνά και σαρκασμό, αναμεμειγμένο με οδύνη.
info: «Κατάδυση» του Τζόναθαν Λη, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 477