της Φρύνης Κωσταρά (*)
Ένα μακραίωνο ποιητικό οδοιπορικό στο διάβα των αιώνων, ένα ταξίδι στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ξεδιπλώνεται στις σελίδες της πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Αντώνη Δ. Σκιαθά «Ευγενία», που κυκλοφόρησε ύστερα από ένα μακρό διάστημα ποιητικής σιωπής, από τις εκδόσεις Πικραμένος σε μια καλαίσθητη έκδοση, καταδεικνύοντας την άσβεστη αγάπη του για το λόγο και τη συγγραφή. Η συγκεκριμένη συλλογή αποτελεί στην ουσία μια μεγάλη ποιητική σύνθεση, δομημένη σε πέντε κύριες ενότητες, στις οποίες περιέχονται ποιήματα, αφιερωμένα σε παρόντα και απελθόντα αγαπημένα πρόσωπα, στα οποία είναι κυρίαρχη η λειτουργία της μνήμης, άρρηκτα συνδεδεμένης, όμως, με το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου, ενώ συμπληρώνεται από διάφορα σχόλια, σκέψεις και αντίστοιχες σελίδες ημερολογίου στο τέλος κάθε ενότητας. Οι τρεις πρώτες εξ’ αυτών συνιστούν μια τριλογία, που θα μπορούσε να έχει εκδοθεί και σε αυτόνομες εκδόσεις, ωστόσο ο ποιητής προτίμησε συνειδητά την ταυτόχρονη έκδοσή τους. Πρόγονοι, γεννήτορες, συγγενείς και επίγονοι συνθέτουν τα βασικά σημεία αναφοράς της συλλογής, διαμορφώνοντας έναν τρισδιάστατο άξονα παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, που συνέχει το βιβλίο, παρασύροντας τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι στον κόσμο των λέξεων, των αισθήσεων και των αισθημάτων, ένα ταξίδι στο παρελθόν, τη φύση και την τέχνη.
Ο τίτλος της συλλογής Ευγενία, αφιερωμένης στην αγαπημένη του κόρη, που φιλοτέχνησε την πρωτότυπη ζωγραφιά του εξωφύλλου, ενέχει συγχρόνως και το στοιχείο της «ευγένειας», αλλά και της «ευγονίας», ενώ θεωρώ ότι μ’ έναν εξαίρετο ποιητικά τρόπο, μέσα από αναφορές σε διάφορες ιστορικές στιγμές, γεγονότα και πρόσωπα, ο ποιητής επιτυγχάνει να πλάσει μια νοερή, πολυσύνθετη, πολύπτυχη και πολυδιάστατη ποιητική ηρωίδα που βαδίζει αγέρωχα μέσα στους αιώνες, σηκώνοντας στους ώμους της ολόκληρη την ιστορία του παρελθόντος, της γενιάς, του γένους και της πατρίδας της.
Κύριο χαρακτηριστικό της συλλογής η συνομιλία του συγγραφέα με την ιστορία και με πρόσωπα-σύμβολα που σηματοδότησαν ποικιλοτρόπως το παρελθόν αυτής της χώρας, ορίζοντας το γενεαλογικό δέντρο της ελληνικής οικογένειας και σχηματοποιώντας την πραγματικότητα του βίου μας ως σήμερα. Στην ουσία μέσα από τις σελίδες της συλλογής παρελαύνει ο σύγχρονος βίος των Ελλήνων του 20 αι. Το εισαγωγικό ποίημα «Δραπέτης Χρόνος» δίνει στον αναγνώστη μια πρώτη γεύση του ποιητικού οδοιπορικού, εισάγοντάς τον στον ιστορικό χρόνο της πορείας του ελληνισμού, μιας διαδρομής που ξεκινά από τις «μέρες των πανηγυρισμών», καταλήγοντας στις «νύχτες του αφανισμού». Στην πρώτη ενότητα με τον τίτλο «Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα» ο ποιητής με μεγάλες δρασκελιές στο χωροχρόνο της ιστορίας μας μεταφέρει από το ιερό του Μελάμποδα, το μυθικό Άργος, τις Μυκήνες και την αρχαία Σπάρτη στη λιμνοθάλασσα του Σκαραμαγκά, από τον Ανακρέοντα στον Πλάτωνα, τον Αλέξανδρο και τη Ρωξάνη, από το Βυζάντιο και την Άννα Κομνηνή στους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης, την Μαντώ Μαυρογένους, τον Σολωμό, τον Ιωάννη Ρούκη, τον Μπάιρον και τον Καποδίστρια. Σκορπίζει «στάχτες σπερνών» σ’ ένα ποιητικό μνημόσυνο τιμής στον Θεοτοκόπουλο, τον Βελουχιώτη, τον Κακναβάτο, την πολυαγαπημένη του μητέρα Ράμπελα Στυλιανού και άλλους Έλληνες, όμορφους Έλληνες, γόνους Ελλήνων. Αισθάνεται το παγερό φύσημα του «βοριά της μοναξιάς» μαζί τον Καρούζο, τον Ντεγκά και τον Γιαννούλη Χαλεπά. Η αναφορά και επαναφορά σε διάφορα πρόσωπα, ήρωες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες και άλλους, που σε ορισμένα ποιήματα μοιάζει σαν συνάντηση μιας αρχαιοελληνικής συντροφιάς σε σύγχρονο μπαρ της πόλης, καταδεικνύει τη μύχια ανάγκη του ποιητή για επικοινωνία με το παρελθόν του και τους προγόνους του. Σαν ένας ομφάλιος λώρος που δεν έχει κοπεί, δεν θέλει να κοπεί, επιδιώκοντας εναγωνίως τη συνέχιση και επέκτασή του. Οι αντικατοπτρισμοί, άλλωστε, του παρελθόντος στο παρόν συνιστούν κινητήρια δύναμη στην ώθηση της ιστορίας.
Συνεχίζοντας το οδοιπορικό του στις επόμενες ενότητες με τους τίτλους «Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών», «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού» και «Οι επίγονοι ομολογούν του έρωτος επέτειος εαρινή» μας μεταφέρει σε νεώτερους χρόνους, εμμένοντας στο κάλλος των γεννητόρων και των συγγενών, και καταλήγοντας στους επίγονους. Στις ενότητες αυτές περιδιαβαίνοντας νησιά και όρη, καταμετρώντας ταξίδια και ναυάγια, ελπίδες και απογοητεύσεις, οδηγείται σε μια συνειρμική καταβύθιση στα υγρά βάθη λιμνών αυτοχειρίας Καρυωτακικών επιγόνων. Ο θάνατος, σωματικός και ψυχικός, επανέρχεται ως βασικό μοτίβο, όπως και ο έρωτας, η δύναμη του οποίου ξαναγεννά τη ζωή. Ο πόνος για την απώλεια αγαπημένων εναλλάσσεται με τη ζάλη του έρωτα και εντέλει αφομοιώνεται στον αναπόφευκτο βηματισμό του χρόνου που προχωρά αδυσώπητα.
Παράλληλα, μέσα από τη στροφή αυτή του βλέμματος στο παρελθόν οδηγείται στη θέαση του μέλλοντος και τον εξορκισμό του επαναλαμβανόμενου κακού μέσω χρησμών και προφητειών, που συνιστούν επίσης θεματική, στην οποία ο ποιητής επανέρχεται. Η προφητική φωνή στην ποιητική σύνθεσή του ακούγεται ως μέρος ενός συνόλου που υφίσταται τις συνέπειες του ιστορικού γίγνεσθαι, ως φωνή του ποιητή – γνώστη της αέναα επαναλαμβανόμενης ιστορικής αλήθειας, και συγχρόνως συντρόφου στο ανθρώπινο δράμα. Μετουσιώνοντας την ιστορία σε ποίηση επιτυγχάνει να τη μετατρέψει σε πνοή δημιουργίας, ξύπνημα μνήμης, η οποία καλεί σε εγρήγορση. Αποπροσανατολισμένοι μέσα στην παραζάλη της πολύπτυχης σημερινής κρίσης, οικονομικής μα πάνω απ’ όλα ηθικής, βυθισμένοι στο μίσος του Εγώ και στον τρομερό βούρκο του φονικού Εμείς, οι επίγονοι φαίνεται ότι άφησαν «τη νίκη ενέχυρο στα σπίτια των προγόνων», όπως δηλώνει ο ποιητής, απ’ όπου και πρέπει να βρουν τον τρόπο να την ξαναπάρουν.
Μεταξύ των επιγόνων και οι ποιητές, το χρέος των οποίων στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εξαπολύεται ως ηθικό πρόσταγμα και αυτοαναφορικό μοτίβο. Ο ίδιος ο ποιητής χαρτογραφεί την περιδίνησή του ανάμεσα στο επιτακτικό παρόν και το βασανιστικό παρελθόν, απ’ όπου ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το εκκρεμές του δισταγμού του μεταξύ μιας ζωής αισθημάτων και αισθήσεων και μιας βιωτής χρέους. «Δισέγγονα της αστραπής των ποιητών οι σκέψεις», δηλώνει στο ποίημα «Μνήμες Προγόνων», ενώ ο ίδιος με τον τρόπο του ποιητή, σαν επίγονος του Καβάφη, με τον οποίο συνδιαλέγεται μεταξύ άλλων κάποιες στιγμές στο ποιητικό του αυτό ταξίδι, «μετρά τους μυρωμένους χρόνους/ γράφοντας και σβήνοντας πάντα/ του ίδιου ποιήματος το κάλλος», «περιγράφει το βίο/ των άτιμων λέξεων/ που τον βασάνισαν/ τότε και τώρα/ με χειρονομίες/ σκέψεις και άυπνες μέρες», «κομίζοντας», θα έλεγα, «επιθυμίες και αισθήσεις εις την Τέχνη», όπως ο ομότεχνός του. «Η μαγγανεία της ποίησης», άλλωστε, όπως δηλώνει στο ποίημα «Εξωδίκως στα ορεινά της ποίησης», είναι αυτή που αναλαμβάνει να σώσει το έθνος». Ο Αντώνης Σκιαθάς γνωρίζει καλά ότι η ποίηση συνιστά λύτρωση, κάθαρση, εξαγνισμό, απαντοχή στον χρόνο, κι ας είναι πλέον, όπως δηλώνει, «οι χρόνοι άλαλοι/ και οι γραφές για λίγους».
Παράλληλα, μέσα από την περιδιάβαση σε μονοπάτια της ελληνικής ιστορίας αναζητά κι αναδεικνύει την ελληνικότητα, όπως αυτή πηγάζει από την ελληνική φύση, το βαθύ μπλε του ουρανού και των θαλασσών, το εκτυφλωτικό φως, την πελαγίσια αύρα. Το τοπίο δεν το βλέπουμε μόνο, το αναπνέουμε, το νιώθουμε, το βιώνουμε, σαν ένα μυστικό κάλεσμα ένωσης με τη Φύση και το Όλον. Σέριφος, Αστυπαλιά, Τήλος, Κύθνος, Σάμος, Ιθάκη, βράχια των Μυκηνών, πέτρες του Παρθενώνα, αμπέλια, ελαιώνες συνθέτουν το σκηνικό αυτού του τόπου που ταξιδεύει στους αιώνες και προβάλλεται από τον ποιητή σε μικρά κομμάτια έργων τέχνης, που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, άλλοτε φωτεινούς κι ελπιδοφόρους και άλλοτε σκοτεινούς και δυσοίωνους. Ήχοι, χρώματα, μελωδίες, εικόνες αναδύονται στον ποιητικό καμβά του και ζυμώνονται μ’ ένα λόγο δυνατό, λιτό και καθάριο, που αναδύει αρώματα φασκομηλιάς και λεμονανθών, κλειδώνοντας αριστοτεχνικά μέσα του το ιδεόγραμμα του ποιητικού του κόσμου. Το υφολογικό του μίγμα, καμωμένο από εκφραστική σαφήνεια και υποδόρια ρυθμικότητα, συμφιλιώνει την ακριβόλογη διάθεση με την ενδιάθετη ποιητικότητα του λόγου του, στον οποίο συνδυάζονται με μαεστρία ο ρεαλισμός με τον λυρισμό, ενώ υπάρχουν σημεία που γίνεται βιβλικός, θυμίζοντας περικοπές των Γραφών, όπως π.χ. στο ποίημα «Αιωνιότητα». Η μικρή βαρυσήμαντη φράση, η κατασκευή της, εξονυχιστικά δουλεμένη, η επιδέξια επανάληψη, η κατάνευση σε συμβολισμούς, η αιχμαλωσία του νοήματος σε μεταφορικά δίχτυα, ο εσωτερικός ρυθμός που δονείται πίσω από τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, για τον Αντώνη Σκιαθά, άλλωστε, κάθε λέξη έχει τη σημασία της, τη θέση της, καθώς αυτές, όπως προσφάτως έχει αναφέρει, «αρματώνουν» το ποίημα, όλα αυτά εγείρουν την ποιητική μας συνείδηση, δημιουργώντας έναν λόγο αρμόζοντα στο περιεχόμενο, που συστεγάζει το σουρεαλιστικό όνειρο με το ρεαλιστικό παρόν και τη ρετρό αναπόληση.
Η ποίηση, λοιπόν, του Σκιαθά, υπαρξιακή, εναγώνια και στοχαστική, με την πνοή μιας εσωτερικότητας που τόσο απουσιάζει στις μέρες μας, πηγάζει από μια ευαισθησία που πυρώνεται από το ανθρώπινο δράμα που συντελείται στο διάβα των αιώνων, γεμάτο θύελλες, ελπίδες, ναυάγια και αναπάντητα ερωτήματα. Στίχοι – χρησμοί με την ένταση και την αίσθηση των τραγικών ποιητών, που διαβάζονται άλλοτε διθυραμβικά, σχεδόν δοξαστικά και άλλοτε ως θρηνωδίες σαν ψίθυροι καρδιάς ή ανάσες πικρών ανέμων, ξετυλίγουν το διαχρονικό ταξίδι του ανθρώπου στις θάλασσες του χρόνου, ο οποίος στην ποίηση του Σκιαθά παραμένει ενιαίος, καθώς το παρόν γίνεται ένα με το παρελθόν, εξυφαίνοντας ένα αδιαπέραστο νήμα, επεκτεινόμενο και σε μέλλοντες χρόνους. Η αύρα αυτή του παρελθόντος προσκαλείται να γίνει άνεμος πνοής και φως που φθάνει να διαλύσει το σκότος του χειμώνα του παρόντος. Ο ποιητής προσκαλεί, θυμάται, ονειρεύεται, παραθέτει γεγονότα, συνομιλεί με πρόσωπα, προφητεύει, προειδοποιεί, προτείνει, βιώνει, αισθάνεται. Η ποίησή του, προβάλλοντας την ιστορία ως μνήμη και ως μήτρα αιτιοκρατίας, το φως ως ηθική και ενεργειακή ποιότητα, τους προγόνους και επιγόνους ως πόλους στην ιστορική διαδρομή, τους γεννήτορες και συγγενείς ως ορίζουσες του παρόντος, ισορροπεί ανάμεσα στην υποκειμενική εμβάθυνση, το νόστο του παρελθόντος και τον ρεαλισμό, και αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη είναι η προσπάθεια αναζήτησης του τι επιλέγει και γιατί ο ποιητής να κρατήσει από το παρελθόν, τι αναπολεί και ποια φίλτρα καθορίζουν τη θέασή του.
(*) Η Φρύνη Κωσταρά είναι Φιλόλογος, Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας
info: Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Ευγενία, εκδ. Πικραμένος