της Βαρβάρας Ρούσσου (*)
Υπό το ψευδώνυμο Έλενα Ακανθιάς η 70 περίπου σελίδων νουβέλα που επιγράφεται Το δόντι του καρχαρία μπορεί να διαβαστεί απνευστί, όσο του επιτρέπει η βαρύτητα και η ένταση του θέματός του. Η Ακανθιάς εξάλλου αυτό συστήνει ξεκινώντας το βιβλίο της με μια αναγνωστική οδηγία-πρόκληση στο προλογικό σημείωμα όπου αποκαλύπτει και το φύλο της (μπορούμε, για πολλούς λόγους και όχι μόνον εκ του θέματος, να δεχτούμε ως αληθή αυτή τη δήλωση): «Η μόνη σύσταση της συγγραφέως για την κατανόηση του βιβλίου[…] από τη στιγμή της έναρξης μέχρι τη στιγμή της λήξης της ανάγνωσης να μην υπάρξει καμία ενδιάμεση διακοπή».
Έχει ενδιαφέρον να παραμείνουμε στην ψευδωνυμία γιατί η επιλογή αυτή συνιστά στοιχείο της συγγραφικής πρακτικής. Ακανθίας είναι ένα είδος καρχαρία κι έτσι το ψευδώνυμο παραπέμπει στον τίτλο. Εξάλλου, το δεύτερο κεφάλαιο επιγράφεται «Καρχαρίας» και το τελευταίο είναι ομότιτλο του πεζογραφήματος. Επιπλέον, το Ακανθιάς, όπως φαίνεται και στο αυτί του βιβλίου, όπου και η αυτοσύσταση της συγγραφέως, ερμηνεύεται και ως πιΝέζα που ζει «ως πρόκα εντός της και ανάμεσά μας». Ως πρόκα η πιΝέζα-συγγραφέας χρησιμοποιεί τις λέξεις του έργου της, βάσει της προτροπής του Αναγνωστάκη: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος». Η χρήση ψευδωνύμου αποτελεί την απόληξη και ταυτόχρονα την ανάκληση όλων εκείνων των συγγραφέων του 19ου αι. οι οποίες τολμούν τη γραφή και την έκδοση αλλά υπακούοντας στις περιοριστικές συμβάσεις της πατριαρχίας αδυνατούν να εκθέσουν το πρόσωπό τους και το όνομά τους, στην ουσία της οικογένειάς τους, προς την οποίαν θα είναι και υπόλογες για την ασύμβατη με τη «φύση» τους πράξη της γραφής. Βέβαια, η Ακανθιάς για άλλους λόγους επιλέγει την ψευδωνυμία, λόγους όμως που μας κάνουν να αναρωτηθούμε πόσο απέχει από τη συγγραφέα του 19ου αι. η ψυχοσύνθεση της σημερινής συγγραφέως που επιλέγει να εκθέσει τη γυναικεία κοινωνική εμπειρία της καταπίεσης και του ευτελισμού του φύλου ψευδώνυμα. Ο δρόμος δύο αιώνων φαίνεται ότι έφερε ριζικές αλλαγές επί τα βελτίω αλλά παρόλες τις διαρκώς ανανεούμενες και αλληλοσυγκρουόμενες περί φύλων θεωρίες, παρόλες τις ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις και την πρόοδο, τόσο η ψευδωνυμία όσο και το περιεχόμενο του βιβλίου θέτουν καίρια ερωτήματα για τις αγκυλώσεις και τα ιδεολογήματα της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα.
Το ίδιο το θέμα είναι ένα καρφί: η άσκηση της εξουσίας στο φύλο και τη σεξουαλικότητα. Έτσι, ο κεντρικός και μοναδικός άξονας είναι η καταπίεση, και κυρίως η κακοποίηση των γυναικών, σε μια εθνοετεροκανονιστική κοινωνία, σε έναν κοινωνικό περίγυρο επαρχιακής πόλης όπου οι macho men με το στίλβωμα του μορφωτικού επιπέδου, της επαγγελματικής επιτυχίας και της κοινωνικής καταξίωσης δεν κατορθώνουν να υπερβούν τη στερεότυπη άποψή τους για το φύλο και τη σεξουαλικότητα.
Οι αντρικοί και γυναικείοι χαρακτήρες που κινούνται στο βιβλίο, πλην της κύριας αφηγήτριας που αρνείται κάθε κανονιστικό έμφυλο πρότυπο, στην ουσία δεν είναι παρά οι εκπρόσωποι του φύλου τους, όπως το παραδοσιακό δίπολο το έχει επιβάλλει κανονικοποιώντας το ως φύση. Αυτό ωστόσο που εκλαμβάνεται ως φύση είναι μια ρυθμιστική πρακτική της κοινωνίας. Καθώς όμως ο κανονιστικός χαρακτήρας της έμφυλης διάστασης βιώνεται με οδύνη και βία η νουβέλα αποκτά ένταση και τραγικότητα. Η αυταρχική άσκηση της εξουσίας της αρσενικής ετεροκανονιστικής κοινωνίας και η βία επανέρχονται διαρκώς με πολλές μορφές και λειτουργούν αποκαλυπτικά για τους χαρακτήρες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τεχνική της αφήγησης και η δομή της νουβέλας όπου ο αφηγητής του ενός κεφαλαίου αναφέρεται ως χαρακτήρας σε άλλο κεφάλαιο, από άλλον αφηγητή. Επιπλέον, η κύρια αφηγηματική φωνή που οργανώνει όλη τη νουβέλα και σκηνοθετεί τους λοιπούς αφηγητές, παρουσιάζεται στο τέλος των τριών πρώτων κεφαλαίων, σε ποιητικές και πεζές εξομολογήσεις, όπως και στο εξομολογητικό κεφάλαιο «Χέρια». Αυτή η διαπλοκή δημιουργεί μια εναλλαγή, μια σπειροειδή αφήγηση, η οποία οδηγεί, και κορυφώνεται, στο τελευταίο μέρος, «Το δόντι του καρχαρία», ένα κεφάλαιο αγωνιώδες, αιχμηρό, όπου αποκαλύπτονται στοιχεία για την κατάσταση και την ταυτότητα της βασικής αφηγήτριας. Από την πρωτοπρόσωπη πολυφωνική αφήγηση των χαρακτήρων, στην ένστιχη και σε πολλά σημεία λυρική, παρά την οξύτητά της, εξομολόγηση της βασικής αφηγηματικής φωνής, όλο το βιβλίο είναι δομημένο προσεκτικά, μια ύφανση που αποκαλύπτει ένα βασικό σχέδιο. Ακόμη και στα σημεία όπου ο εγκιβωτισμός των ειδήσεων –με πλάγια γραφή- στο κεφάλαιο «Αιχμαλωσία» φαίνεται πεποιημένος, καθώς υπάρχει μια ταλάντευση από την πραγματικότητα που την υποβάλλουν οι ειδήσεις στη μυθοπλασία, προβάλλει ευδιάκριτος ο στόχος του βιβλίου που δικαιολογεί την τεχνική της συγγραφέως: «σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις». Σε όλη τη νουβέλα εξάλλου, η μυθοπλασία αναπαριστά μια οικεία σε όλους μας πραγματικότητα με σκληρότητα, ωμό ρεαλισμό και πρόδηλο ή υπόγειο σαρκασμό. Λεπτότατα επεξεργασμένο δείγμα τέτοιου σαρκασμού που τον υποβάλλουν οι πράξεις χαρακτήρων και όχι ο λόγος του αφηγητή υπάρχει στο εξαιρετικό πρώτο κεφάλαιο, «Γορίλας», στην εγκιβωτισμένη αφήγηση περί της πόρνης Νανάς. Η Νανά ανάγει το δημόσιο ευτελισμό της σε ιδιωτικό ευτελισμό του αρσενικού το οποίο στην υπεροψία της εξουσία του και τη μέθη της λαγνείας την αντιλαμβάνεται ως επαγγελματισμό.
Η πολυφωνία των χαρακτήρων και η προσαρμογή του λεξιλογίου στον καθένα αποδίδει επιτυχώς το ιδιαίτερο μορφωτικό και κοινωνικό τους επίπεδο, προσδίδοντας πειστικότητα ενώ η αυτοσύσταση της αφηγήτριας στο τέλος αποτελεί ένα παιχνίδι που ενισχύει την αληθοφάνεια με το στοιχείο της πιθανής αυτοβιογράφησης (εφόσον Έλενα ψευδώνυμα συστήνεται και η συγγραφέας). Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει για την επεξεργασμένη και καίρια γλώσσα του βιβλίου. Το γλωσσικό φάσμα απ’ όπου αντλεί η συγγραφέας είναι αξιοπρόσεκτο, πλούσιο και ευρύτατο: από το κοινό καθημερινό λεξιλόγιο του υδραυλικού έως τις αρχαιοπρεπείς φράσεις και λέξεις «αλληλουάριο ψυχών», «ιμερόεσσα», «γηθοσύνη» και τις ιδιαίτερες όπως «φλεβοκουβάλησε».
Η νουβέλα της Έλενας Ακανθιάδος (βλέπω συχνά στον τύπο το Ακανθιάς και ως γενική αλλά θεωρώ ότι είναι κλιτό) λειτουργεί ως στρατευμένη λογοτεχνία αλλά εύστοχα η καταγγελία αναδύεται από την αφήγηση και τους τρόπους της, προσεκτικά δουλεμένους και συγκινησιακά φορτισμένους. Ο χειρισμός του θέματος της εξουσίας, της βίας στο υποκείμενο, και μάλιστα στο έμφυλο υποκείμενο, μας θυμίζει ότι κάθε θεωρία για τα παραπάνω υπολείπεται της πραγματικότητας.
(*) Η Βαρβάρα Ρούσου είναι δρ. φιλολογίας, εκπαιδευτικός
info: Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία, Γαβριηλίδης 2016