15 βιβλία σύγχρονου προβληματισμού (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
2218

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Από τις μεγα-πυρκαγιές στην Αυστραλία μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη και τις ελληνοτουρκικές προεκτάσεις του, κι από την ώριμη μεταπολίτευση μέχρι τις μνημονιακές «επιδιορθώσεις εν πλω», η χαοτική πραγματικότητα που μας περιβάλλει απαιτεί τεκμηριωμένο προβληματισμό εις αναζήτηση των γόνιμων ερωτημάτων μας…

 

David Wallace-Wells, Ακατοίκητη Γη, Μεταίχμιο

«Αν φτάσατε ώς εδώ είστε ένας θαρραλέος αναγνώστης», σημειώνει κάπου στη μέση του βιβλίου του ο αμερικανός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Ουάλας-Ουέλς, καθώς, ό,τι αναφέρει μέχρι εκείνο το σημείο, «περιέχει τόσο φρίκη, που θα προκαλούσε πανικό ακόμα και στους πιο αισιόδοξους ανάμεσά σας. Δυστυχώς, όμως, δεν θα μείνετε μόνο στην ανάγνωση· όλα αυτά είναι πράγματα που θα αρχίσετε να βιώνετε». Αν οι ασύλληπτης εκτάσεως πυρκαγιές δεν συνέχιζαν να κατακαίουν την Αυστραλία επί πέντε μήνες, πιθανόν ο αναγνώστης της Ακατοίκητης Γης να προσπερνούσε με ευκολία τις δυσοίωνες προβλέψεις του συγγραφέα για το εγγύς μέλλον, χαρακτηρίζοντάς τις απλώς «καταστροφολογία». Δεν είναι όμως έτσι. Δικαιολογημένα οργισμένος, καθώς τα πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα που στοιχίζονται πίσω από τον πρόεδρο Τραμπ πρωταγωνιστούν σε μια ξεδιάντροπη εκστρατεία άρνησης της κλιματικής κρίσης, ο συγγραφέας βομβαρδίζει τον αναγνώστη του με έναν καταιγισμό στοιχείων, αλλά και επιστημονικών εκδοχών για την πιθανή εξέλιξη της κλιματικής μεταβολής, όπου και τα πλέον «αισιόδοξα» σενάρια προκαλούν ανατριχίλα… Ας μην υπάρχουν αμφιβολίες: Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη ή άνοδος της στάθμης των θαλασσών, αλλά το πόση θα είναι αυτή και σε ποιο βαθμό (και με ποια μέσα) θα είναι διαχειρίσιμη. Ο Ουάλας-Ουέλς δεν τρέφει αυταπάτες σχετικά με την εξέλιξη της οικολογικής κρίσης· γνωρίζει πως ο πλανήτης εισέρχεται σε μια σκοτεινή εποχή, πιθανόν σε μία ακόμη μαζική εξαφάνιση των ειδών από την επιφάνεια της Γης. Αυτό που τονίζει όμως είναι πως όλες αυτές οι καταστροφικές εξελίξεις έγιναν λίγο-πολύ στη διάρκεια της ζωής μιας γενιάς –της δικής μας. Με αυτήν την έννοια, η ευθύνη για την αναστροφή τους ή για τον περιορισμό των καταστροφικών επιπτώσεών τους ανήκει, και πάλι, σε εμάς…

 

Bruno Latour, Πού θα προσγειωθούμε;, Πόλις

Ο γάλλος κοινωνιολόγος Μπρουνό Λατούρ δεν αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει σε οποιονδήποτε καταιγισμό στοιχείων προκειμένου να θεμελιώσει κάτι που θεωρεί αυταπόδεικτό. Εάν δεν αφυπνιστούμε ώστε να δράσουμε άμεσα, «δεν χρειάζεται να είναι κάποιος μάντης για να προβλέψει ότι το όλο πράγμα θα λάβει τέλος μέσα σε μια πύρινη λαίλαπα», περιορίζεται να επισημάνει σε αυτό το μικρό δοκίμιο πολιτικού προσανατολισμού στο Νέο Κλιματικό Καθεστώς. Γνωρίζοντας ότι οι μεταβολές που πυροδοτεί η κλιματική κρίση είναι τέτοιου μεγέθους που υπερβαίνουν τον νοητικό μας ορίζοντα (γι’ αυτό, άλλωστε, οι περισσότεροι πρόθυμα κλείνουν τα μάτια μπροστά στην εσκεμμένη εκστρατεία παραπλάνησης των πολιτικών και οικονομικών ελίτ σχετικά με την κλιματική αλλαγή), ο συγγραφέας συνθέτει ένα οικολογικό Τι να κάνουμε; για τον πρώιμο 21ο αιώνα. Για τον Λατούρ, η έκρηξη των ανισοτήτων, η μεταναστευτική κρίση και η κλιματική αλλαγή αποτελούν πτυχές της ίδιας ακριβώς απειλής, αποτέλεσμα της κρίσης της νεωτερικότητας κατά την Ανθρωπόκαινο και της διαδικασίας εκμοντερνισμού που πήρε τη μορφή της παγκοσμιοποίησης. Αναγνωρίζοντας πως, στο σημείο που βρισκόμαστε δεν υπάρχει οδός ούτε προς τα «εμπρός», δηλαδή προς την ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης, αλλά ούτε και προς τα «πίσω», προς την επανεθνικοποίηση και την αγκίστρωση σε κλειστά σύνορα και εθνοτικές κοινότητες, καλεί σε μια επανεδαφικοποίηση με χώρο αναφοράς το επίγειο, την ίδια τη Γη και το σύνολο των έμβιων όντων, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπέρβαση της αντίθεσης φύση/πολιτισμός. Γραμμένο σε επιθετικούς τόνους –πώς αλλιώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για τη συνειδητή εγκατάλειψη, εκ μέρους των ελίτ, του ιδανικού ενός κόσμου κοινού για όλους;– το δοκίμιο του γάλλου διανοητή δεν είναι μονάχα μια διεισδυτική μακροσκοπική ανάλυση της ύστερης (ή, μάλλον, ύστατης) νεωτερικότητας αλλά και ένα «μανιφέστο» πολιτικής δράσης μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνει η κλιματική κρίση, απαραίτητο ανάγνωσμα (και) για όσους θεωρούν ότι τα γεωπολιτικά παιχνίδια με τα ορυκτά καύσιμα και τους αγωγούς μπορεί να έχουν «προοδευτικό» πρόσημο…

 

Khalid Koser, Διεθνής μετανάστευση, Επίκεντρο

Η μετανάστευση είναι παλιά όσο και ο άνθρωπος. Από την αυγή του πολιτισμού, πληθυσμιακές μετακινήσεις συνόδευαν όλα τα σημαντικά παγκόσμια γεγονότα (πολέμους, επαναστάσεις, άνοδο και πτώση αυτοκρατοριών) και τις αλλαγές (οικονομική ανάπτυξη, σχηματισμό κρατών, πολιτικές μεταβολές). Σήμερα, αντίστοιχοι μετασχηματισμοί σε πλανητική κλίμακα, όπως η αύξηση των ανισοτήτων Βορρά – Νότου, η κλιματική κρίση, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, συνοδεύονται από διαρκή και ογκούμενα ρεύματα πληθυσμιακών μετακινήσεων. Σε αυτό το συνοπτικό εισαγωγικό εγχειρίδιο, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Χαλίντ Κοσέρ επιχειρεί να διασαφηνίσει τους βασικούς όρους με τους οποίους διεξάγεται στις μέρες μας ο διάλογος για τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, προσφέροντας έγκυρα και επικαιροποιημένα στοιχεία, υιοθετώντας μια παγκόσμια θεώρηση, καθώς και μια όσο το δυνατόν ισορροπημένη αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Αφού ξεκαθαρίσει ζητήματα σχετικά με το ποιος θεωρείται μετανάστης και ποιος πρόσφυγας, καθώς και θέματα όπως η παράτυπη μετανάστευση ή οι πολιτικές ασύλου, εξετάζει τη διαπλοκή της μετανάστευσης με την παγκοσμιοποίηση και την ανάπτυξη, τη σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στους μετανάστες και τις κοινωνίες υποδοχής, ενώ προχωρά και σε εκτιμήσεις για το μέλλον της διεθνούς μετανάστευσης. Στην παρούσα αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου (2016), ο συγγραφέας εξετάζει παγκόσμιες εξελίξεις, όπως η διεθνής οικονομική κρίση, η αυξανόμενη ξενοφοβία και η άνοδος της ακροδεξιάς, η Αραβική Άνοιξη, ο εμφύλιος στη Συρία, η κρίση του Έμπολα, η δράση του ISIS, και τον τρόπο με τον οποίο έχουν επηρεάσει τα μοτίβα των μεταναστευτικών ροών. «Η μετανάστευση είναι συνολικά θετική, αλλά ενίοτε παρουσιάζει αρνητικές συνέπειες», σημειώνει, τονίζοντας παράλληλα ότι «οι μετανάστες μπορεί να αποτελούν ένα ρίσκο, όμως ακόμα πιο συχνά παρουσιάζουν προοπτικές».

 

Jonathan Fenby, Θα κυριαρχήσει η Κίνα στον 21ο αιώνα;, Gutenberg

Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε ως ευρωπαϊκός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του υπήρξε, αναμφισβήτητα, «αμερικανικός αιώνας». Ο 21ος θα αποδειχθεί, άραγε, «κινέζικος»; Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου πολλοί αναλυτές έκαναν λόγο για έναν «ασιατικό αιώνα», δεδομένου του δυναμισμού των ασιατικών οικονομιών και, ειδικότερα, της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία του τεράστιου όγκου εργατικού δυναμικού και αποταμιευτικών πλεονασμάτων της Κίνας. Ήδη, οι οικονομικοί αναλυτές διαφωνούν όχι για το εάν αλλά μάλλον για το πότε το ΑΕΠ της Κίνας θα ξεπεράσει το αμερικανικό και θα κατακτήσει την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη, με την Ινδία να ακολουθεί τρίτη. Ο συγγραφέας του παρόντος σύντομου δοκιμίου, παλαίμαχος δημοσιογράφος και αναλυτής ειδικευμένος σε θέματα σχετικά με το Κεντρικό Βασίλειο, δεν συμμερίζεται αυτές τις προσδοκίες (ή τους φόβους) και επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό εξετάζοντας το κινέζικο οικονομικό «θαύμα» των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, υπό το φως, όμως, της σημερινής «επιστροφής» της συγκεντρωτικής πολιτικής στο πρόσωπο του κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, διερευνώντας τη βιωσιμότητα αυτού του παράδοξου συστήματος του «κομμουνισμού της αγοράς». Παρά τα «ατού» της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης, της σχετικής σταθερότητας (παρά τις μαζικές, αλλά απομονωμένες, κοινωνικές διαμαρτυρίες) και εθνικής ομοιογένειας (παρά τις μεγάλες εθνικές μειονότητες στο Θιβέτ και την περιοχή των Ουιγούρων), και την έλλειψη οργανωμένης αντιπολίτευσης, η Κίνα έχει να αντιμετωπίσει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, οξύτατα περιβαλλοντικά ζητήματα και προβλήματα ποιότητας ζωής, δημογραφική κάμψη, καθώς και έλλειμμα καλλιεργήσιμης γης και παραγωγής καινοτομίας. Το συμπέρασμα του Τζόναθαν Φένμπι, λοιπόν, είναι μάλλον αρνητικό –δεν θεωρεί ότι η Κίνα θα κυριαρχήσει στον 21ο αιώνα, με τη μορφή, τουλάχιστον, που κυριάρχησε η Αμερική στον 20ό. Όμως, όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Θανάσης Βασιλείου, το σημαντικότερο (καθ’ ότι προαπαιτούμενο) ερώτημα είναι: «Ποιος θα είναι ο κόσμος του 21ου αιώνα;»…

 

Simon Jenkins, Μια σύντομη ιστορία της Ευρώπης, Ψυχογιός

Μία ακόμη «σύντομη ιστορία», ιδιαιτέρως του συρμού τα τελευταία χρόνια, που επιχειρεί να αφηγηθεί την πορεία της ηπείρου από… τον Περικλή στον Πούτιν, καθώς και τη σταδιακή ανάδυση μιας «ευρωπαϊκής συνείδησης». Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάιμον Τζένκινς συνθέτει μια ομολογημένα συμβατική ιστορία, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αναζήτηση ισχύος, δηλαδή οι πόλεμοι. Πρωταγωνιστές του, επίσης ομολογημένα, οι ηγέτες εκείνοι που η επίδρασή τους υπερέβη τα εθνικά όρια, βασιλείς, πρίγκιπες και πάπες. Στον πρόλογό του αναγνωρίζει πως μια τέτοια επιλογή αποκλείει όσους υπήρξαν θύματα της εξουσίας τους –τους φτωχούς, τις γυναίκες, τους αποικιοκρατούμενους, τους μετανάστες, τους κάθε λογής ξένους. Αλλά και μια σειρά επιτευγμάτων για τα οποία η Ευρώπη δικαιολογημένα αισθάνεται περήφανη, από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι την τέχνη και τη λογοτεχνία. Υπερασπίζοντας το πρωτείο της πολιτικής ιστορίας, ο συγγραφέας θεωρεί πως πρέπει να χρησιμεύει ως το ξεκίνημα όλων των άλλων αφηγημάτων, ισχυριζόμενος ότι «η τέχνη της Ιστορίας δεν έγκειται στην απομνημόνευση αλλά και στην επίγνωση του τι πρέπει να ξεχνιέται», δηλαδή στην αφαίρεση. Αν όμως αυτό που δεν πρέπει να ξεχνιέται δεν είναι άλλο από μια μακρά διαδοχή πολέμων και βασιλέων, τότε το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο παρά ένα βαρετό και δυσκολομνημόνευτο αφήγημα, που σώζεται μονάχα από το υποδόριο βρετανικό χιούμορ του συγγραφέα –πίσω από το οποίο όμως κάποτε αχνοφέγγει και μια χαρακτηριστικά αγγλική υπεροψία απέναντι στις περιπέτειες της ηπείρου…

 

Eugene Rogan, Οι Άραβες: Μια ιστορία, Αλεξάνδρεια

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις ρίζες της θνησιγενούς «Αραβικής Άνοιξης», αλλά και τις τεράστιες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει ο αραβικός κόσμος μετά το 2011, οφείλουμε να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στην ιστορία του αραβικού κόσμου, τονίζει ο καθηγητής Νεότερης Μεσανατολικής Ιστορίας Γιουτζίν Ρόγκαν. Αυτό ήταν, άλλωστε και το αρχικό ερέθισμα για τη συγγραφή μιας νεώτερης ιστορίας των Αράβων, που δεν καταπιάνεται με τους πέντε πρώτους μυθικούς αιώνες της ακμής (7ος-12ος). Αντίθετα, εκκινεί από την οθωμανική κατάκτηση του 16ου αιώνα, για να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη συνάντηση του αραβικού κόσμου με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα (19ος αι.) και τους τρόπους με τους οποίους την δεξιώθηκε και διαπραγματεύτηκε την προσαρμογή του σε αυτή. Κατά τον ύστερο 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία θα διαμορφώσει την πολιτική γεωγραφία του αραβικού κόσμου όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αφήνοντας πίσω της τους Άραβες ως κοινότητα εθνών και όχι ως μία εθνική κοινότητα. Μετά την αποαποικιοποίηση, η σχετική σταθερότητα που προσέφερε το ψυχροπολεμικό πλαίσιο λειτούργησε μάλλον παραπλανητικά, καθώς συχνά συσκότιζε τους αγώνες των αραβικών λαών να περιορίσουν την απολυταρχική εξουσία των ηγεμόνων τους στο εσωτερικό των χωρών τους –ένας παράγοντας που ασκεί διαρκή επίδραση στις εξελίξεις στην περιοχή, όπως δείχνουν οι εξεγέρσεις της «Αραβικής Άνοιξης», αλλά και ο αραβικός εθνικισμός των προηγούμενων δεκαετιών. Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας αποτελεί, συνεπώς, μια σύγχρονη ιστορία, ενός λαού που είναι ταυτοχρόνως ένας και πολλοί· ο καθένας με τη δική του διακριτή διαδρομή, που όλοι θεωρούν μέρος μιας κοινής αραβικής ιστορίας, που δεν χαρακτηρίζεται μονάχα από εντάσεις αλλά και από πάμπολλα στοιχεία που την καθιστούν γοητευτική.

 

Θεόδωρος Καρυώτης, ΑΟΖ: Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, Παπαδόπουλος

Πρόκειται για έναν όρο που έχει περιβληθεί με νομική ισχύ από το 1982, όμως μονάχα τα τελευταία χρόνια έχει εισβάλει με σφοδρότητα στην πολιτική μας ζωή και τη διπλωματική αρένα, καθώς μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο η έννοια της Οικονομικής Αποκλειστικής Ζώνης μεταβλήθηκε σε μια μετωνυμία του συνόλου της ελληνοτουρκικής διαμάχης στο Αιγαίο, περικλείοντας σχεδόν και όλα τα υπόλοιπα, από το Κυπριακό (όπου από εργαλείο λύσης τείνει να μεταβληθεί σε όργανο οριστικής διχοτόμησης) μέχρι τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και του εναερίου χώρου. Με το ευσύνοπτο αυτό βιβλιαράκι, που αποτελεί μέρος της σειράς «Μικρές Εισαγωγές», ο οικονομολόγος Θ. Καρυώτης, μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, επιχειρεί να εξοπλίσει τον αναγνώστη του με τις βασικές γνώσεις για το τι είναι η ΑΟΖ, αλλά και για όλες τις διαμάχες που εγείρονται σχετικά με την οριοθέτησή της. Αφού αναφερθεί στις νομικές εννοιολογήσεις του όρου και το ιστορικό της υιοθέτησής του, εξετάζει την περίπτωση της ελληνικής ΑΟΖ και τα αγαθά τα οποία ενδεχόμενη οριοθέτησή της θα προσπορίσει στη χώρα, σε ό,τι αφορά τόσο τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων όσο και την «ξεχασμένη» αλιεία –που υπήρξε και το αρχικό κίνητρο των παράκτιων κρατών για την υιοθέτηση της έννοιας της ΑΟΖ. Τέλος, εξετάζει την ελληνική ΑΟΖ ως μέρος της ευρωπαϊκής και στη συνέχεια επισκοπεί τις δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα οριοθέτησης που έχει η χώρα μας με τα γειτονικά της κράτη, με τα οποία οι σχετικές συνομιλίες έχουν προχωρήσει αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, με κανένα όμως δεν έχει συναφθεί οριστική συμφωνία. Το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της «εισαγωγής» αφορά την Τουρκία και την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, που έχει πλέον επεκταθεί μέχρι τη Λιβύη, περιλαμβάνοντας και τις πρόσφατες εξελίξεις με τον σχεδιασμό του αγωγού EastMed κ.ά.

 

Νικόλας Κυριάκου, 10+1 μύθοι για το Κυπριακό, Ψηφίδες

«Δύσκολα το παραδεχόμαστε, αλλά στο Κυπριακό δεν υπάρχουν αθώοι» σημειώνει ο νομικός Νικόλας Κυριάκου στο ανά χείρας δοκίμιo, όπου επιχειρεί να παρουσιάσει, αλλά και να αποδομήσει, μερικούς από τους ευρέως διαδεδομένους στον ελληνοκυπριακό και ελλαδικό χώρο μύθους γύρω από το Κυπριακό. Για παράδειγμα, αναρωτιέται ο συγγραφέας, πόσο «αθώα» είναι η παραδοχή ότι «το Κυπριακό αποτελεί πρόβλημα εισβολής και κατοχής»; Με τη μικρή αυτή φράση, που αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις θέσεις της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς, ορίζεται αυτόματα ένα χρονικό και ιστορικό πλαίσιο πραγμάτευσης του ζητήματος, αποδίδεται εξ ολοκλήρου η ευθύνη στη μία πλευρά –και συνεπώς αποσείεται από την άλλη– και εξαφανίζεται η εμπειρία όχι μονάχα της τουρκοκυπριακής κοινότητας αλλά και η ιστορία του ίδιου του κυπριακού κράτους από το 1960 έως το 1974, οι διακοινοτικές συγκρούσεις κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας μύθος, βολικός γι’ αυτούς που τον συντηρούν και τον αναπαράγουν, καθώς τους προσφέρει ένα ερμηνευτικό εργαλείο που μπορεί, χωρίς διανοητικό κόπο, να απορρίπτει όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν εξυπηρετούν αυτή την απλοποιημένη εικόνα για τον κόσμο. «Οι μύθοι δεν είναι αλήθεια. Τους έχουμε ανάγκη για να χωνέψουμε ευκολότερα την πραγματικότητα, ή ακόμα, και για να την αποφύγουμε», σημειώνει ο συγγραφέας, που όμως δεν επαναπαύεται σε αυτό, αλλά, αντίθετα, επιδιώκει να ξεβολέψει τόσο τον εαυτό του όσο και τους αναγνώστες του μέσα από μια καθαρτήρια επιχείρηση αποδόμησης των μυθολογικών κατασκευών γύρω από το Κυπριακό. Με αναλυτικά εργαλεία δικαιικά και «τεχνοκρατικά», εκείνα, δηλαδή, με τα οποία αντιμετωπίζεται το Κυπριακό στους διάφορους διεθνείς θεσμούς, εξετάζει μια σειρά «κοινούς τόπους» της ελληνοκυπριακής πλευράς, ανάμεσα στους οποίους και οι προσδοκίες που γέννησε η γεωπολιτική των υδρογονανθράκων –τους περιορισμούς της οποίας παρακολουθούμε με αγωνία σήμερα– επιδιώκοντας να διαπεράσει, με αυτό το σύντομο και συνάμα πυκνό δοκίμιο, «τον διαρκή βόμβο που δημιουργεί η βαριά βιομηχανία του Κυπριακού».

 

Σ. Λιακάκη – Γ. Μπαλαμπανίδης, Μεταρρυθμίζοντας μια χώρα σε κρίση,  Ποταμός

«Στην Ελλάδα δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις»: Πίσω από αυτόν τον αφορισμό, κοινό τόπο στον δημόσιο διάλογο, που συχνά εκφέρεται μαζί με ανοησίες περί «τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας», καλύφθηκε, την περίοδο 2010-2018, ένα σαρωτικό κύμα μεταρρυθμίσεων σε όλα τα πεδία της δημόσιας πολιτικής, που υιοθετήθηκε με βάση μια νομοθεσία «έκτακτης ανάγκης», προκειμένου η χώρα να αντεπεξέλθει στους καταναγκασμούς της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής που επέτασσε η «εποχή των μνημονίων». Ο αφορισμός αυτός, λοιπόν, αποδεικνύεται παραπλανητικός, καθώς κατά την τελευταία δεκαετία μεταρρυθμίσεις έγιναν στην Ελλάδα, και μάλιστα πολλές. Όμως, όπως παρατηρούν οι συγγραφείς της ανά χείρας μελέτης, έγιναν εσπευσμένα και πρόχειρα, μέσα σε ένα κλίμα όπου πρυτάνευσε ο νομοθετικός φορμαλισμός και ο πολιτικός βολονταρισμός, υπονομεύοντας, με τον τρόπο αυτό, τις αναγκαίες προϋποθέσεις ορθολογικού σχεδιασμού και υλοποίησης δημόσιων πολιτικών. Στη μελέτη τους, η Σωτηρία Λιακάκη και ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης επιχειρούν να μεταθέσουν το ερώτημα, από το «γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις» στο «πώς να κάνουμε καλύτερες μεταρρυθμίσεις», διερευνώντας τα προαπαιτούμενα ενός μοντέλου που να βασίζεται στη μελέτη και την τεκμηρίωση, την καλή νομοθέτηση, τη διαφάνεια και τη διαβούλευση, καθώς και σε ένα ισχυρό συντονιστικό κέντρο διακυβέρνησης (το λεγόμενο Evidence-Based Policy Making), με στόχο το καράβι να μπορεί να επιδιορθώνεται εν πλω χωρίς να κινδυνεύει να βυθιστεί –κίνδυνο που διέτρεξε η χώρα κατά την εφαρμογή της αντίστοιχης μνημονιακής θεσμικής «ναυπηγικής»…

 

Ραφαήλ Μωυσής, Θα γίνει της… Δεής, Καπόν

Το «τις πταίει» για την αποψίλωση και την επαπειλούμενη κατάρρευση της πάλαι ποτέ κραταιάς Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού αναζητά ο πρώην διοικητής της (επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή), ανατρέχοντας συνοπτικά στην ιστορία της, αλλά και στις πολιτικές αβελτηρίες που υπονόμευσαν τη δεσπόζουσα θέση της στην οικονομική ζωή της χώρας. Στη μικρή αυτή μελέτη, ο Ραφαήλ Μωυσής ανατρέχει στην ίδρυση της κρατικής επιχείρησης παραγωγής ενέργειας, τον Αύγουστο του 1950, και στην απορρόφηση των διάσπαρτων σε όλη τη χώρα τοπικών και ασύνδετων μεταξύ τους μικρών ιδιωτών παραγωγών –με μεγαλύτερο από αυτούς τη βρετανική «Πάουερ», που διαχειριζόταν επίσης τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο και τα τραμ– έξι χρόνια μετά. Αφού αναφερθεί στις βασικές επιλογές που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της επιχείρησης, αλλά και της χώρας (λιγνιτωρυχεία, υδροηλεκτρικά κ.λπ.), καθώς και σε σκανδαλώδεις συμβάσεις, όπως αυτή της Πεσινέ, καταθέτει τη μαρτυρία του για τη λειτουργία της κατά την πρώτη μεταπολιτευτική οκταετία και τη σχετικά επιτυχημένη αντιμετώπιση των επιπτώσεων του διπλού σοκ των πετρελαϊκών κρίσεων (1973 και 1979). Μεγάλο μέρος της αφήγησής του αφιερώνει στη μακρά πορεία της ΔΕΗ προς την κρίση, την αρχή της οποίας εντοπίζει στην ανεπιτυχή, εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, αντιμετώπιση των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάτμηση και τελικά την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης. Μολονότι δεν τάσσεται κατά της ιδιωτικοποίησης –αντιθέτως, θεωρεί επιτυχημένη την ανάλογη εμπειρία του ΟΤΕ– θεωρεί ότι η Ελλάδα, λόγω μικρού μεγέθους της αγοράς, μπορούσε να επιτύχει την εξαίρεσή της από τη νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή «βουλγκάτα», διατηρώντας υπό μία ενιαία επιχείρηση τόσο την παραγωγή όσο και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας. Μαρτυρία χρήσιμη, όχι μόνο για τους σχεδιαστές πολιτικής στον ενεργειακό τομέα αλλά και για όσες και όσους θεραπεύουν την οικονομική ιστορία της χώρας κατά τη μεταπολεμική περίοδο της αβαθούς εκβιομηχάνισής της.

 

Νίκος Γιαννόπουλος, Ω, λε φιλαλάκο!, Κουκκίδα

Μια ιστορία «για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της», από τη δεκαετία του 1980 μέχρι τις μέρες μας (για την ακρίβεια μέχρι το 2015), αφηγείται, με τρόπο απολαυστικό, ο συγγραφέας, ηγετική μορφή του χώρου της άκρας αριστεράς και εκ των ιδρυτών του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Όσοι νομίσουν ότι θα βρεθούν μπροστά σε κάποια βαρετή θεωρητικολογία, κάτι συνηθισμένο σε κείμενα αυτού του χώρου, πλανώνται. Αντιθέτως, ο συγγραφέας καταθέτει τη μαρτυρία του για τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις και τις οργανωτικές διεργασίες που βίωσε ο ίδιος, παίζοντας συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο –επιχειρώντας, μάλιστα, να τις αφηγηθεί χωρίς την «εκ των υστέρων σοφία», αλλά αναπλάθοντας τη ματιά που είχε όταν τις έζησε– αποφεύγοντας αναφορές και κρίσεις για γεγονότα στα οποία δεν έλαβε μέρος. Η γραφή του Γιαννόπουλου διαθέτει μια έμφυτη φυσικότητα, τέτοια που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως κάθεται δίπλα του –και μαζί με πολλούς άλλους ταυτόχρονα– γύρω από ένα τραπέζι και ακούει τις αφηγήσεις του. Έχοντας βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο της αστυνομίας, οι ποικίλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής καταλαμβάνουν συχνά το προσκήνιο της αφήγησης· όμως στο βάθος της σκηνής υπάρχει πάντοτε μια σφιχταγκαλιασμένη ανθρώπινη αλυσίδα αλληλεγγύης και θερμής φιλίας, που αποτελεί και την πραγματική επίγευση της ανάγνωσης. Γι’ αυτό, ίσως, και η αφήγηση παραμένει «καλόγνωμη», όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας. Δεν θα βρει σε αυτή ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης σχεδόν καμία από τις συχνές, αλλά τις περισσότερες φορές ασήμαντες, ιδεολογικές κλωτσοπατινάδες του μικρού «γαλατικού χωριού», το οποίο, τελικά, εκτείνεται πολύ πέραν των Εξαρχείων. Θα βρει, αντιθέτως, μια πρώτη απόπειρα ιστορικοποίησης της εμπειρίας αυτού του χώρου μετά το 1980, ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον θα θελήσει να εντρυφήσει στην ιστορία της ώριμης Μεταπολίτευσης και του χώρου της «ζωηρής» άκρας αριστεράς και της αυτονομίας.

 

Ιωσήφ Βεντούρας, Ibbur: Οι εβραίοι της Κρήτης, 1900-1950, Μελάνι

Για τον εβραϊκό μυστικισμό, «ibbur» σημαίνει «εγκυμοσύνη», όρος που έχει την έννοια της προσωρινής εγκατοίκησης μιας άλλης ψυχής στο σώμα ενός ζωντανού, προκειμένου ο ξενιστής να επιτελέσει κάποιο καθήκον.  Αυτό το καθήκον παρακινεί τον ποιητή Ιωσήφ Βεντούρα στην καταβύθιση στη συλλογική μοίρα της κοινότητας των συντοπιτών του, των εβραίων των Χανίων και της Κρήτης γενικότερα, προκειμένου να διασώσει τη μνήμη όλων, των λίγων ζωντανών και των πολλών δολοφονημένων, αποδίδοντας στον καθένα και στην καθεμιά τους ένα όνομα και μια θέση στη δική μας μνήμη. Η ρωμανιώτικη εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης ήταν συγκεντρωμένη κυρίως στα Χανιά και όταν ξεκίνησε η γερμανική κατοχή αριθμούσε 364 άτομα. Τρία χρόνια μετά, στις 29 Μαΐου 1944, όσοι δεν είχαν εγκαταλείψει το νησί, συνελήφθησαν στο μπλόκο της εβραϊκής συνοικίας, κλείστηκαν στη φυλακή της Αγυιάς και, δέκα μέρες αργότερα, στοιβάχθηκαν, μαζί με ιταλούς αιχμαλώτους και αντιστασιακούς, στ’ αμπάρια του φορτηγού πλοίου Τάναϊς, που απέπλευσε για τον Πειραιά. Χτυπημένο από συμμαχική τορπίλη έξω από τη Σαντορίνη, θα βυθιστεί παίρνοντας μαζί του στον υγρό τάφο περίπου 600 ψυχές, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ενώ οι γερμανοί φρουροί και το ελληνικό πλήρωμα διασώθηκαν. Στηριγμένος σε προσωπικές αναμνήσεις, συνεντεύξεις, σπάνιες φωτογραφίες, αδημοσίευτο αρχειακό υλικό και δημοσιευμένες μαρτυρίες, ο συγγραφέας επιχειρεί να ανασύρει από τη λήθη μια ολόκληρη κοινότητα, όχι μονάχα κατά τη στιγμή του μαρτυρίου της αλλά και πριν τη Shoa, επιχειρώντας να ανασυστήσει την πορεία της κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, καθώς και μετά τον αφανισμό της, εξετάζοντας την τύχη της ακίνητης περιουσίας και των μνημονικών τόπων της. Επιτελεί με αυτόν τον τρόπο το καθήκον της μνήμης που του υπαγορεύουν οι ψυχές που τον εγκατοικούν, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ευρύτερη μελέτη της ιστορίας των εβραϊκών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο.

 

Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο πνεύμα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ενενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν πέρσι από τον Νοέμβριο του 1929, όταν ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, υπογραμμένο από κάποιον άγνωστο «Ορέστη Διγενή», ήλθε να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της νωχελικής πνευματικής ζωής της Αθήνας και, πολύ σύντομα, να αναδειχθεί σε «μανιφέστο» μιας γενιάς που εισερχόταν ορμητικά –και με αξιώσεις κυριαρχίας– στο λογοτεχνικό προσκήνιο της χώρας. Όχι τυχαία, και οι τρεις εκδόσεις του κειμένου αυτού συμπίπτουν με μείζονες εθνικές κρίσεις: Η πρώτη έπεται της Μικρασιατικής Καταστροφής, η δεύτερη (1973) συμπίπτει με την κρίση του δικτατορικού καθεστώτος που θα κορυφωθεί με την κυπριακή περιπέτεια, ενώ η τωρινή έρχεται έπειτα από μια δεκαετία οικονομικής και πολιτικής χρεωκοπίας της χώρας. Η συγκυρία της εκάστοτε έκδοσης επιβεβαιώνει όχι τόσο τον χαρακτήρα του «μανιφέστου» –που αρνείται ο Κ. Θ. Δημαράς στην έκδοση του 1973 (στην παρούσα παρατίθεται ως επίμετρο), ενώ επιβεβαιώνουν οι Κατερίνα Λαμπρινού και Γιάννης Μπαλαμπανίδης στην εισαγωγή τους– όσο το ότι η σκέψη του Θεοτοκά, αταλάντευτα ευρωπαϊκή και ευρύχωρα φιλελεύθερη, βρίσκει ακόμη και σήμερα συνομιλητές, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, όπως υπογραμμίζει στον πρόλογό του και ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος.

 

Bill Bryson, Το σώμα: Ένας ταξιδιωτικός οδηγός, Μεταίχμιο

Ένα ταξίδι στο ανθρώπινο σώμα και, ταυτόχρονα, μια περιήγηση στην περιπέτεια της ανακάλυψής του από την επιστήμη αποτελεί το εκλαϊκευτικό αυτό εγχειρίδιο του δημοφιλούς συγγραφέα Μπιλ Μπράισον. Αμερικανός, με βρετανικό όμως χιούμορ, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του «στο μικρό αυτό νησί», όπως το αποκαλεί σε ένα από τα γνωστότερα βιβλία του (Ένας Αμερικανός ταξιδεύει στη Βρετανία, Πόλις, 2001), επιστρατεύει την εμπειρία του τόσο στη συγγραφή ταξιδιωτικών όσο και εκλαϊκευτικών επιστημονικών έργων, προκειμένου να προσφέρει στον αναγνώστη του έναν διασκεδαστικό αλλά απολύτως έγκυρο οδικό χάρτη, μέσω του οποίου μπορεί να κατανοήσει το σώμα στο οποίο κατοικεί: τι είναι και πώς λειτουργεί, πώς το γνωρίζουμε, τι το απειλεί και πώς το αντιμετωπίζει, τι γίνεται όταν τα πράγματα στραβώσουν και η «μηχανή» αρχίζει να χαλάει ή όταν τα πράγματα στραβώσουν πολύ –έτσι επιγράφεται το κεφάλαιο που αφιερώνει στον καρκίνο– και το σώμα οδηγείται προς το αναπόφευκτο τέλος… Ξεκινώντας από πάνω προς τα κάτω κι από έξω προς τα μέσα, ο συγγραφέας οργανώνει έναν μεγάλο όγκο επιστημονικών πληροφοριών, διαμορφώνοντας έναν «ταξιδιωτικό οδηγό» που εκκινεί από τη σύλληψη, προχωρεί στην ανάπτυξη και την ωριμότητα μέχρι την ασθένεια και τον θάνατο: «Αυτό ήταν», καταλήγει. «Καλό ήταν όσο κράτησε, όμως, σωστά;»

 

Ευτυχία Λεοντίδου, Γυναικεία σεξουαλικότητα: Από τη σάρκα στο πνεύμα, Κέδρος

Γνωστή γυναικολόγος, με μακρά πορεία στο φεμινιστικό κίνημα, η συγγραφέας με την παρούσα μελέτη της ολοκληρώνει το δεύτερο μέρος ενός ευρύτερου συγγραφικού σχεδίου, υπό τον γενικό τίτλο «Φεμινιστική Γυναικολογία» (με πρώτο το Η Θεά σε δράση: Τοκετός, Κουκκίδα 2016). Η γυναικεία σεξουαλικότητα εξετάζεται εδώ, καταρχήν, από φεμινιστική σκοπιά, έχοντας ενσωματώσει την κριτική του γυναικείου κινήματος της προηγούμενης πεντηκονταετίας για τα δικαιώματα των γυναικών στον έλεγχο του σώματός τους και στην απόλαυση που μπορούν να αντλήσουν από αυτό. Λειτουργώντας σε μεγάλο βαθμό σαν ένας «οδηγός» που στοχεύει στην εξοικείωση των γυναικών με το σώμα τους και τις σεξουαλικές λειτουργίες του, εκκινεί από το βιολογικό υπόβαθρο της σεξουαλικότητας για να διαπραγματευτεί στη συνέχεια τις έμφυλες ταυτότητες αλλά και τις κοινωνικές κατασκευές γύρω από τη σεξουαλικότητα. Παράλληλα, η Ευτυχία Λεοντίδου προχωρά και σε μια περισσότερο «εσωτερική» θεώρηση του σεξ, ως ψυχική και πνευματική και όχι αποκλειστικά σωματική εμπειρία, με συχνές αναφορές σε μύθους, σύμβολα, θρησκείες, φιλοσοφία, τελετουργίες και τον τρόπο που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Τέλος, δίνει το λόγο και στις ίδιες τις γυναίκες, μέσα από σπαράγματα αφηγήσεων, με τα οποία επιχειρείται να καταγραφούν ποικίλες πτυχές της σεξουαλικής εμπειρίας, όπως την βιώνουν τα ίδια τα υποκείμενα. Στις σελίδες της μελέτης εξετάζονται θέματα όπως η σεξουαλική ανταπόκριση, οι παραλλαγές και οι παρεκκλίσεις της σεξουαλικής δραστηριότητας, οι έμφυλες ταυτότητες και οι ποικίλοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί, η σεξουαλικότητα μέσα στον κύκλο της ζωής, η ασφαλής σεξουαλική δραστηριότητα, προβλήματα και διαταραχές και πολλά άλλα. Μολονότι πρόκειται για ένα βιβλίο που απευθύνεται πρωτίστως σε γυναίκες, στην πραγματικότητα αποτελεί έναν χρήσιμο οδηγό για όποιαν και όποιον, ανεξαρτήτως φύλου και προσανατολισμού, ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη σεξουαλική εμπειρία, την κατανόηση και την εξερεύνησή της.

Προηγούμενο άρθροΟ Ελληνολάτρης Τζαίημς Τζόυς, Στέφανος Δαίδαλος (του Ελευθέριου Ανευλαβή)
Επόμενο άρθροΠερπατώ στο «Νυχτοδάσος» και όλοι οι λύκοι είναι εδώ… (της Κυριακής Μπεϊόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ