15 βήματα για να γράφεις ποιήματα σαν του Καβάφη (της Βούλας Κοκολάκη)

0
3415

 

της Βούλας Κοκολάκη

1.Δημιούργησε περιβάλλοντα ιστορικά, όπως τα αλεξανδρινά βασίλεια, η Ρώμη, το Βυζάντιο, τα παλάτια ως κέντρα εξουσίας, οι αποικίες, η ελληνική αρχαιότητα, η σύγχρονη με τον Καβάφη εποχή. Δημιούργησε καλλιτεχνικά εργαστήρια γλυπτικής, ζωγραφικής, δημιουργικής γραφής κ.α. (Η συνοδεία του Διονύσου, Φιλέλλην, Τυανεύς Γλύπτης, Για τον Αμμόνη κ.α.). Φτιάξε πολιτικούς χώρους εξουσίας (Ο βασιλεύς Δημήτριος, Η μάχη της Μαγνησίας, Οροφέρνης, Τα βήματα, Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια, Δημητρίου Σωτήρος, Ο Δαρείος, Άννα Κομνηνή, Δημάρατος, Εν δήμω της Μικράς Ασίας, Άγε,… κ.α.). Κάνε αναφορά σε χώρους διασκέδασης (Δυο νέοι, 23  έως 24 ετών, Το 25ο έτος του βίου του, Μέσα στα καπηλειά, Το διπλανό τραπέζι, Στου καφενείου την είσοδο κ.α.). Πλάσε το σκηνικό δημόσιων γιορτών (Αλέξανδρος Ιανναίος, και Αλεξάνδρα, Αλεξανδρινοί Βασιλείς, Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών κ.α.). Τοποθέτησε τους ήρωές σου ή τους στοχασμούς σου μέσα σε καταστήματα (Να μείνει, Κάτω απ’ το σπίτι, Ο ήλιος του απογεύματος, Του μαγαζιού, Εν πόλει της Οσροηνής, Η προθήκη του καπνοπωλείου κ.α.). Ένας άλλος χαρακτηριστικός χώρος είναι το σπίτι του (Επέστρεφε, Πολυέλαιος, Απ’ τες εννιά κ.α.).

  1. Χρησιμοποίησε μότο, αποσπάσματα από πηγές πριν τα ποιήματα ή ενσωμάτωσέ τα μέσα σε αυτά: «θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γινομένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται». Φιλόστρατος (Σοφοί δε προσιόντων). «Ὥσπερ οὐ βασιλεύς, ἀλλ’ ὑποκριτής, μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιὰν ἀντὶ τῆς τραγικῆς ἐκείνης, καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν». Πλούταρχος (Ο Βασιλεύς Δημήτριος). «Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,εν μέρει και την ώρα να περάσω,την νύχτα χθες πήρα μια συλλογήεπιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.» (Καισαρίων). «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ»…«Ψυ[χ]ήν»…«Εν τω μη[νί] Αθύρ» «Ο Λεύκιο[ς]ε[κοιμ]ήθη». «Εβί[ωσ]εν ετών»… «Αυτό[ν]… Αλεξανδρέα»… «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»… «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος» (Εν τω μηνί Αθύρ). «μετά μια ανάγνωσι του Φιλοστράτου«Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον» ». (Είγε ετελεύτα).

«Τὸ Χῖ, φασίν, οὐδὲν ἠδίκησε τὴν πόλιν οὐδὲ τὸ
Κάππα. . . . . . Τυχόντες δ’ ἡμεῖς ἐξηγητῶν . . . . .
ἐδιδάχθημεν ἀρχάς ὀνομάτων εἶναι τὰ γράμματα,
δηλοῦν δ’ ἐθέλειν τὸ μὲν Χριστόν, τὸ δὲ Κωνστάντιον.
Ιουλιανού, Μισοπώγων» (Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς)

  1. Επιστράτευσε το σχήμα λόγου της ειρωνείας. Αρχικά, τη λεκτική ειρωνεία. Κατασκεύασε ασυμφωνία ανάμεσα στην κυριολεκτική δήλωση και στο νόημα ή μήνυμα που θέλει να αποδώσει το λυρικό υποκείμενο ή ο αφηγητής. Θα μπορούσε κάποιος να λέει κάτι που δεν εννοεί. Φέρε σε σύγκρουση τη σημασία των λεγομένων με τις λέξεις, οι οποίες απαντούν με το αντίθετο από το κανονικό τους νόημα. Επίσης, μεταχειρίσου την τραγική ή δραματική ειρωνεία. Οι ήρωες σου πρέπει να αγνοούν πράγματα και καταστάσεις, που ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη ή αν κάνει έρευνα -κυρίως του ιστορικού πλαισίου, ιστορικών πληροφοριών και μάλιστα όχι ιδιαίτερα διάσημων, αλλά πολύ λιγότερο διαδεδομένων- θα ανακαλύψει. Για να επιτύχεις αυτού του είδους την ειρωνεία, απόκρυψε από τον αναγνώστη  την προσωπική σου συμμετοχή σε ό,τι λαμβάνει χώρα. Δημιούργησε αμφισημία, κάνε το λυρικό υποκείμενο ή ήρωα να λέει κάτι που αληθεύει από διαφορετική άποψη από αυτήν  που ο ίδιος πιστεύει. Τέλος, χρησιμοποίησε την ειρωνεία της μοίρας/ των πραγμάτων/ των καταστάσεων. Κατασκεύασε μια αντίθεση ανάμεσα στις προσπάθειες, τις επιθυμίες, τα σχέδια και τις προσδοκίες του λυρικού υποκειμένου ή ήρωα και στην εξέλιξη των γεγονότων καθώς πλέκεις το ποίημα. Κάνε τις επιθυμίες του να ματαιωθούν και απόδωσέ το σε διαστρεβλωμένη ή μηδαμινή αντίληψη της πραγματικότητας από πλευράς του. Ενίοτε άφησε ως δημιουργός  διακριτικά (ή μη) να φανεί ο λανθασμένος τρόπος που σκέφτεται ή δρα ο ήρωάς σου. Ως δημιουργός διάδρασε και σχολίασε τη συμπεριφορά του,  την οποία δείξε ότι αγνοεί, έστω και αν εκπηγάζει από τον ίδιο, παίξε εν ολίγοις με την σκιαγράφηση της προσωπικότητας του. Παραδείγματα ειρωνείας στον Καβάφη:

«Τελειωμένα»

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,

με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,

λιώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε

για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο

τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μάς απειλεί.

Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·

ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα

(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νιώσαμε καλά).

Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,

εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,

κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

Στο ποίημα «Πρέσβεις από  την Αλεξάνδρεια», τον 2ο π.Χ. αιώνα απεσταλμένοι επισκέπτονται το Μαντείο των Δελφών, για να λάβουν χρησμό σχετικά με το ποιος από τα δυο αδέλφια, ο Πτολεμαίος ΣΤ’ Φιλομήτωρ και ο Πτολεμαίος Η’ Ευεργέτης, θα επικρατήσει ως βασιλιάς στην Αίγυπτο: «ποιός απ’ τους δυο, ποιός από τέτοιους δυό». Ενημερώνονται πριν την έκδοση του θεϊκού χρησμού ότι  τελικά η υπερδύναμη Ρώμη στήριξε τον Πτολεμαίο τον Φιλομήτωρα: «Στην Ρώμη (…) έγιν’ εκεί η μοιρασιά».

Στο ποίημα «Η διορία του Νέρωνος» ο Ρωμαίος αυτός αυτοκράτορας το 37 μ.Χ. επισκέπτεται το μαντείο των Δελφών, όπου σύμφωνα με το καβαφικό ποίημα λαμβάνει χρησμό «τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται». Εκείνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται για την δική του ηλικία και ακόμα «τριάντα χρονώ είναι». Όμως, «στην Ισπανία ο Γάλβας… ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ  χρόνω» «κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί», καθώς στην Ισπανία οι Ρωμαίοι στρατιώτες επαναστάτησαν εναντίον του Νέρωνα και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον στρατηγό Σέρβιο Σουλπίκιο Γάλβα.

Στο ποίημα «Δημητρίου Σωτήρος (162- 150 π.Χ.)», ο ήρωας (ο Δημήτριος ο Σωτήρ, γιος και διάδοχος του Σελευκίδη Δ’ στο θρόνο, μέλος της δυναστείας των Σελευκίδων δόθηκε σε παιδική ηλικία στη Ρώμη ως εγγυητής ειρήνης- όμηρος με βασιλικά προνόμια τον 2ο π.Χ. αι.) «αμυδρώς θυμούνταν τη μορφή της», την «πατρίδα» του, τη Συρία, ως ανάμνηση, ως φανταστικό μέρος, «μες στην σκέψι του τη μελετούσε πάντα, σαν κάτι ιερό (…) σαν οπτασία (…), σαν όραμα». Ο ήρωας «φανταζόταν έργα να κάμει ξακουστά», πιο συγκεκριμένα «να παύσει την ταπείνωσι που (…) την πατρίδα του πιέζει», οραματιζόταν «να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία», «όμνυε» και είχε τη «θέλησιν» να προσπαθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, αν και παράλληλα «ένιωθε που όμως πάντα υπήρχε μια κρυφή ολιγωρία» από την πλευρά της Ρώμης. Το 162 π.Χ. δραπετεύει από τη Ρώμη, μια στάση ανεξάρτητη και δυναμική που προκαλεί την εχθρότητα της Συγκλήτου, επιστρέφει στη Συρία, γεγονός που κάνει τους γείτονες βασιλείς να ανησυχούν, και ο ίδιος ανέρχεται στο θρόνο. Ο βασιλιάς της Περγάμου, Άτταλος  Β’, εμφανίζει στο σκηνικό της διεκδίκησης του θρόνου της Συρίας τον πρώτο εξάδελφο του Δημητρίου, Αλέξανδρο Βάλα, γιο του Αντιόχου του Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος με την υποστήριξη του Ηρακλείδη, αδελφό του τυράννου Τιμάρχου, σατράπη της Μηδίας και της Βαβυλωνίας, που κατατρόπωσε και σκότωσε ο Δημήτριος νωρίτερα, κερδίζει την εύνοια της Ρώμης. Ο Αλέξανδρος Βάλας οργανώνει εκστρατεία κατάκτησης της Συρίας με την υποστήριξη του Πτολεμαίου ΣΤ’, βασιλιά της Αιγύπτου, του Αττάλου Β’ και του Αριαράθη του Ε’, βασιλιά της Καππαδοκίας, οι οποίοι θεωρούν τον Δημήτριο πολιτική απειλή, από κοινού κάνουν επανάσταση με την στήριξη των Ρωμαίων και ο Δημήτριος ο Σωτήρ ηττάται και σκοτώνεται το 150 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτήν («Και τώρα;») ο Δημήτριος έρχεται αντιμέτωπος με την κατάρρευση του οράματός του, την ματαίωση της επιθυμίας του, την ανατροπή του σχεδίου του από τις εξελίξεις των πολιτικών, γεωπολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων: «Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!», «Τώρα απελπισία και καημός», «μαύρη απογοήτευσί», «ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες».

Στο ποίημα «Ο Ιωάννης Κατακουζηνός υπερισχύει» ο ήρωας ενημερώνεται για την έκβαση της εμφύλιας διαμάχης ανάμεσα στην Άννα της Σαβοΐας και τον Ιωάννη Καντακουζηνό και σκέφτεται πώς θα επηρεάσει αυτό τη ζωή του. Το 1341 πεθαίνει ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος ο Γ’ χωρίς να ορίσει διάδοχο. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Ιωάννης  Ε’ ο Παλαιολόγος, ήταν ανήλικος. Η σύζυγος του πρώτου και μητέρα του δεύτερου, Άννα της Σαβοΐας και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, πολιτικό πρόσωπο που είχε σταθεί στο πλευρό του Ανδρόνικου του Γ΄, ήρθαν τότε σε ρήξη, η κάθε πλευρά διεκδικούσε το θρόνο, με συνέπεια εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες έληξαν το 1347 με τη νίκη του Καντακουζηνού και με συναίνεση της Άννας της Σαβοΐας χρίστηκε συναυτοκράτορας του γιου της. Ο ήρωας αρχικά πείστηκε από κάποιον δεσπότη υποστηρικτή της, με αποτέλεσμα να ενταχθεί στην παράταξη της, «στο κόμμα να μπλεχθεί της Αννας».  Όμως, «τους  ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης». Τα σχέδιά τους ανατράπηκαν διακυβεύοντας την περιουσία του ανώνυμου ήρωα:  «Κουτός!», «Γελοία τα σχέδιά της, μωρά η ετοιμασία της όλη», οι «πληροφορίες» αποδείχτηκαν «εσφαλμένες», οι «υποσχέσεις» κενές, «βλακείες».

Στο ποίημα «Ο Δαρείος» ένας ποιητής, ο Φερνάζης, γράφει «το σπουδαίον μέρος του επικού ποιήματός του» με περιεχόμενο το πώς ο Δαρείος Α’ (6ος  π.Χ- 5ος  π.Χ. αι.), βασιλιάς της Περσίας, ανήλθε στην εξουσία και ο λογοτέχνης στοχάζεται βαθιά πάνω στην ψυχική σκιαγράφηση του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του. Όμως, η συγγραφική του εργασία διακόπτεται, «ο υπηρέτης του (…) την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει. Άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους». Οι Ρωμαίοι πολιορκούν την πόλη του, την Αμισό, που βρίσκεται στον Πόντο, βασιλιάς του οποίου είναι ο Μιθριδάτης ΣΤ’ (2ος π.Χ. – 1ος π.Χ. αι.). Ο προγραμματισμός και οι στόχοι του Φερνάζη  για την  ολοκλήρωση του επικού ποιήματός του και την  αναγνώρισή του ίδιου συμπαρασύρονται από αυτήν την ιστορική «συμφορά», «ατυχία», ακυρώνονται και  επιβάλλεται «αναβολή στα σχέδιά του».

Στο ποίημα «Ο ήλιος του απογεύματος» οι δύο εραστές, δηλαδή το λυρικό υποκείμενο και ο ανώνυμος αγαπημένος του, αποχωρίστηκαν «…Απόγευμα η ώρα τέσσερες, (…) για μια εβδομάδα μόνο», για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και θα επανασυνδέονταν με το πέρας αυτής της εβδομάδας. Ωστόσο, ο αποχωρισμός αυτός διήρκησε πολύ περισσότερο, «η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή» και δεν βρέθηκαν μαζί ποτέ ξανά. Η ροή της ζωής ανέτρεψε απροειδοποίητα την προγραμματισμένη επιστροφή του ανώνυμου εραστή.

Στο ποίημα «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς 628-655 μ. Χ.» το ομώνυμο λυρικό υποκείμενο αποφασίζει ότι θα κατασκευάσει μια νοητή «πανοπλία», που συμβολίζει ένα σύνολο προσποιητής εξωτερικής επικοινωνιακής συμπεριφοράς, φυσιογνωμίας, στάσης,  υποκριτικών λόγων, τρόπων, αντιδράσεων, που σκοπό θα έχουν να καλύπτουν τις  «πληγές», τα «τρωτά μέρη» του λυρικού υποκειμένου από κακόβουλους που θα τον «πλησιάζουν», για να τον «βλάψουν». Το σχέδιο της δημιουργίας αυτής της «πανοπλίας» ακυρώθηκε από μία μη αναμενόμενη τροπή, τον αιφνίδιο, πρόωρο θάνατό του, «είκοσι επτά χρονών, στη Σικελία πέθανε». Η δήλωση της καταγωγής του ατυχούς νέου, η Αλεξάνδρεια, δίπλα ακριβώς στις ημερομηνίες ενδεχομένως υπαινίσσονται την παρουσία του Αιμιλιανού Μονάη στη Σικελία ως πρόσφυγα, καθώς το 642 η Αλεξάνδρεια κατελήφθη οριστικά από τους Μουσουλμάνους. (Μια υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι η αρνητική συμπεριφορά που δέχεται εκπορεύεται από τη ρατσιστική προκατάληψη και τα ξενοφοβικά στερεότυπα των αυτόχθονων Σικελών). Ωστόσο και η χρονολογία θανάτου του, 655, ακολουθεί το έτος 652, όταν οι Άραβες, προελαύνοντας ήδη ισοπεδωτικά στη Μεσόγειο, στη Δύση, επιτέθηκαν ενάντια στη Σικελία, χωρίς να κατορθώσουν να την κυριεύσουν, αλλά αποσπώντας πολλά λάφυρα, πολεμικές επιθέσεις και λεηλασίες που διήρκησαν ως τα μέσα του 8ου αι. Ενώ το λυρικό υποκείμενο ασχολούνταν με μια ιδιωτική υπόθεση σχετική με τις διαπροσωπικές του σχέσεις, πλησίαζε εν αγνοία του η απειλή της ίδιας του της ύπαρξης.

Στο ποίημα «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης» ο Αριστομένης, άρχοντας από τη Λιβύη επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια. «Ως τ’ όνομά του, κι η περιβολή, κοσμίως, ελληνική». «Αγόραζε βιβλία ελληνικά». «λιγομίλητος. Θα ’ταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο». Στη δεύτερη στροφή ο αφηγητής επεμβαίνει και διευκρινίζει ότι η ελληνικότητά του Αριστομένη είναι επιφανειακή, αποκαθιστώντας τις αληθινές αιτίες, διαλύοντας την πρώτη εικόνα, εκθέτοντας πληροφορίες που ανατρέπουν την πρώτη εντύπωση που προκαλεί  ο ήρωάς του: «Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος. Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας, έμαθ’ επάνω κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται». O αφηγητής αλλάζει τον τόνο, εκφράζει στην δεύτερη στροφή μια αντίθετη αίσθηση, ωμή, σε σύγκριση με την πρώτη, μειώνει τον ήρωά του, υπογραμμίζοντας τα αρνητικά του χαρακτηριστικά και αποδεικνύει την ανεπάρκεια του ως προς τον στόχο της ελληνομάθειας που έθεσε.

Στο ποίημα «Η αρρώστια του Κλείτου» ο ομώνυμος ήρωας είναι βαριά ασθενής. Στο σπίτι βρίσκεται μια υπηρέτρια, εκχριστιανισμένη πρώην ειδωλολάτρισσα, που «τον μεγάλωσε» και «τρέμει (…) για την ζωή του». «Μες στην δεινήν ανησυχία της (…). Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι. Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες.» Η φωνή του αφηγητή σταματάει την περιγραφή της μαγικής τελετής και χαρακτηρίζει την ηρωίδα αυτή «κουτή». Της καταλογίζει αφέλεια, απλοϊκότητα και μειωμένη ικανότητα αντίληψης, γιατί αγνοεί ότι «τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας Χριστιανός», ότι τα συμφέροντα του παγανισμού αντιτίθενται σε αυτά του χριστιανισμού. Η ειρωνεία λειτουργεί μειωτικά. Η επιθυμία της για ίαση του αγαπημένου της προσώπου δεν θα πραγματοποιηθεί,  δεν θα μεσολαβήσει ο θεός στον οποίο προσεύχεται.

Στο ποίημα «Των Εβραίων»  o ήρωας Ιάνθης  απολαμβάνει την περίοδο απομάκρυνσης «την αισθητική αναζήτησιν», «τον ωραίο και σκληρόν ελληνισμό, με την κυρίαρχη προσήλωσι σε τέλεια καμωμένα και φθαρτά άσπρα μέλη.» και γίνεται «των ιερών Εβραίων, ο υιός», μια ιδιότητα που θα ήθελε να φέρει και να βιώνει μονίμως. Αυτή η επιθυμία, η αυτοδέσμευση δεν υλοποιούνται,  καθώς το περιβάλλον  του ήρωα είναι περισσότερο ελκυστικό: «Όμως δεν έμενε τοιούτος διόλου. Ο Ηδονισμός κι η Τέχνη της Αλεξανδρείας αφοσιωμένο τους παιδί τον είχαν.»

Στο ποίημα «Εις το επίνειον» ο νεαρός Έμης «πέθανε», γιατί ασθένησε πάνω στο πλοίο, με το οποίο ταξίδευε. Οι γονείς του είναι σε προχωρημένη ηλικία. Αλλά ο αφηγητής λέει ότι για το υπόλοιπο της ζωής τους, ακόμα κι αν υπαινίσσεται ότι θα είναι σύντομο,  «θα τον ελπίζουν πάντα οι γονείς του ζωντανό», δεν θα τους ενημερώσει κανείς για την απώλεια του γιου τους και μέσα στην άγνοιά τους θα θεωρούν ως δεδομένο ακόμα κι εσφαλμένα ότι το παιδί τους είναι εν ζωή.

Στο ποίημα «Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία», o Ιουλιανός «πηγαίνει πάλιν αναγνώστης στην εκκλησία της Νικομηδείας, όπου μεγαλοφώνως και μετ’ ευλαβείας πολλής τες Ιερές Γραφές διαβάζει, και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός θαυμάζει». Ωστόσο, γνωρίζουμε από τη ροή της ιστορίας ότι ο Ιουλιανός ήταν παγανιστής και προσπάθησε να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία. Η χριστιανική παιδεία που φρόντισαν να λάβει δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει τη ροπή του να μελετάει κλασικά κείμενα.  Αν και το ποίημα τελειώνει με την προβολή, προώθηση του Ιουλιανού ως ευλαβή Χριστιανού, η εξέλιξη της ιστορίας αποδεικνύει αντίστροφα την απέχθειά του για αυτό.

Στο ποίημα «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» ένας αρωματοπώλης καταφθάνει στην Αλεξάνδρεια. Σταδιακά ο ανώνυμος αρωματοπώλης οδηγείται από τη «μεγάλη οχλοβοή» , τις  «μουσικές», τις «παρελάσεις», στο πλήθος που «τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά» στην «γιγαντιαία ψευτιά του παλατιού», που δεν είναι άλλη από το ότι «στην Ελλάδα ο Αντώνιος νικά». Στο Άκτιο ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα ως σύμμαχοι αναμετρήθηκαν σε ναυμαχία με τον Οκταβιανό. Εκεί κρίθηκε η θέση της ηγεσίας του ρωμαϊκού κράτους. Νίκησε ο Οκταβιανός. Η Κλεοπάτρα ψευδώς ανακοίνωσε στον αιγυπτιακό λαό ότι δήθεν εκείνη νίκησε τη ναυμαχία.

Στο ποίημα «Αλέξανδρος Ιανναίος, και Αλεξάνδρα» παρακολουθούμε μια πομπή στους δρόμους της Ιερουσαλήμ με το βασιλικό αυτό ζεύγος «με προπορευομένην μουσικήν»  «με παντοίαν μεγαλοπρέπειαν και χλιδήν». Το «έργον» τους είναι  η προσπάθεια για τη διατήρηση της αυτονομίας τους από τα ελληνιστικά βασίλεια των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.  Το 167 π.Χ. ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής (215- 164 π.Χ.) έθεσε την ιουδαϊκή θρησκεία εκτός νόμου, πράξη που προκάλεσε επανάσταση των Ιουδαίων, της οποίας ηγήθηκε «ο μέγας Ιούδας Μακκαβαίος». Ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής προσπάθησε να καταπνίξει την επανάσταση, αλλά νικούσαν οι επαναστάτες. Η ιουδαϊκή θρησκεία αποκαταστήθηκε με νόμο και το 162 π.Χ. ο Ιούδας Μακκαβαίος δέχτηκε την ειρήνη. Οι διαμάχες μετατράπηκαν από εξωτερικές σε εσωτερικές: στην Ιουδαία υπήρχαν δύο παρατάξεις, αφενός οι ελληνίζοντες Ιουδαίοι, οι νεωτεριστές και αφετέρου οι εθνικιστές Ιουδαίοι, οι παραδοσιακοί. Οι Σελευκίδες επενέβαιναν, των οποίων όμως ο στρατός ηττήθηκε και διαλύθηκε. Στη μάχη του 160 π.Χ. ο Ιούδας Μακκαβαίος σκοτώθηκε και στο τέλος της έγινε ανακωχή. Ο Αλέξανδρος Ιανναίος (127- 76 π.Χ.) προσπάθησε να διαφυλάξει την εβραϊκή αυτονομία που ξεκίνησε το 142 π.Χ. «εν μέσω πολλών κινδύνων και πολλών δυσχερειών», ενδεχομένως δηλαδή εμφύλιων στρατιωτικών συρράξεων: το 94 π.Χ. στην Ιουδαία οι δύο προαναφερθείσες αντίπαλες παρατάξεις συγκρούονται, από τη μια πλευρά η δυναστεία των Ασμοναίων/ ο Αλέξανδρος Ιανναίος και οι Σαδδουκαίοι, μια ιερατική σέκτα, με ιερατικά αξιώματα, υποστηρικτές του εξελληνισμού και από την άλλη πλευρά οι Φαρισαίοι, πολιτικό- κοινωνικό κίνημα, με αντίσταση στον εξελληνισμό, με πατριωτική πολιτική. Ο Αλέξανδρος Ιανναίος εκδικήθηκε τους Φαρισαίους και προχώρησε σε σφαγή χιλιάδων αντιφρονούντων Εβραίων. Το 86 π.Χ.  σταύρωσε ομαδικά 800 συμπατριώτες του επαναστάτες. Αυτή η ιστορική γνώση, την οποία αποκόμισε ο αναγνώστης αναγκαστικά από άλλη βιβλιογραφική πηγή, δεν αναφέρεται ρητά στο ποίημα, υπονομεύει ειρωνικά με τρία συνώνυμα σχεδόν επίθετα τη φράση «Ιουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί, Ιουδαίοι πιστοί». Ο αφηγητής αποδίδει λεκτικά την ιδιότητα της καλοσύνης και της αγνότητας στον ήρωά του, αλλά σε επίπεδο νοήματος εννοεί το ακριβώς αντίθετο: αιμοσταγής και φίλαρχος. Υπονομεύει ειρωνικά ακόμα και την ιθαγένειά του ως Ιουδαίο με την τριπλή επανάληψη «Ιουδαίος», όπως μάλιστα αποδεικνύει η φράση: «καθώς που το απαιτούν οι περιστάσεις, και της ελληνικής λαλιάς ειδήμονες· και μ’ Έλληνας και μ’ ελληνίζοντας μονάρχας σχετισμένοι». Ο Αλέξανδρος Ιανναίος ήταν εξελληνισμένος βασιλιάς, σαν ελληνιστικός μονάρχης, με μια φαινομενική, εξωτερική, τυπική ελληνικώς εκπολιτισμένη παρουσία, που νόθευε τις εβραϊκές του ποιότητες, μια κενή διττότητα εβραϊκότητας και ελληνικής συμπεριφοράς, που στην ουσία αναιρεί κατά κάποιον τρόπο τη δικαίωση των Ιουδαίων, κάτι που δείχνει η ειρωνική φράση «Τωόντι ετελεσφόρησε λαμπρώς, ετελεσφόρησε περιφανώς». Ο αφηγητής λεκτικά χρησιμοποιεί επιρρήματα που δηλώνουν διαφάνεια, αλλά η έκβαση κρίνεται εν τέλει αμφίβολη. Ακόμα, η χρήση των λέξεων «πλήρως», «παντοίαν», «τίποτε», «καθ’ όλα», «τωόντι» με καθολικό, απόλυτο και επιβεβαιωτικό νόημα υποσκάπτεται από το ιστορικό πλαίσιο. Τέλος, η Ιουδαία θα υποταχθεί ολοκληρωτικά στη Ρώμη το 37 π.Χ., ένα κράτος- υπερδύναμη με τεράστιες εδαφικές κατακτήσεις, δεν επισφραγίζεται η αυτονομία της τη στιγμή της τελετής.

Στο ποίημα «Στα 200 π.Χ.»  το λυρικό υποκείμενο διαβάζει μια χαραγμένη επιγραφή πάνω σε μια ασπίδα: «Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ  Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων» —». Mετά τη μάχη του Γρανικού ποταμού και τη νίκη των Ελλήνων, πήραν ως λάφυρα τις ασπίδες των Περσών. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε να χαραχθεί η άνωθεν επιγραφή. Έτσι, επισημάνθηκε η άρνηση συμμετοχής των Σπαρτιατών και η απουσία τους από την εκστρατεία του. Αν και ο ήρωας του ποιήματος παρουσιάζεται να κατανοεί τη στάση του άλλου, αναγνωρίζει την κάθε ανθρώπινη επιλογή με τη φράση «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται.», εσκεμμένα παραθέτει τις νικηφόρες μάχες της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, αναφέρεται στη φήμη και στο απαράμιλλο αυτής της εκστρατείας και τρίτον στα αποτελέσματα αυτής της εκστρατείας: τον καινούριο ελληνικό κόσμο, τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και την εξέλιξή της σε ελληνιστική κοινή και τη διαμόρφωση νέων τρόπων πολιτικής, διπλωματικής συνεννόησης. Επομένως, κατακρημνίζει την υποτιθέμενη ενσυναισθητική φράση «Νιώθεται», ήθελε να πει κάτι διαφορετικό από αυτήν, μια άλλη με το αντίθετο περιεχόμενο. Ο τίτλος, η χρονολογία 200 π.Χ. σηματοδοτεί την αρχή του τέλους, για το οποίο δεν γνωρίζουμε αν έχει επίγνωση το λυρικό υποκείμενο ή αν το υποψιάζεται:  οι Ρωμαίοι το 197 π.Χ. νίκησαν τον Φίλιππο Ε’, βασιλιά της Μακεδονίας, στις Κυνός Κεφαλές, το 148 π.Χ. υποτάσσουν το βασίλειο της Μακεδονίας και συγκροτούν εκεί την πρώτη τους επαρχία σε ελληνικό έδαφος. Το 146 π.Χ. νίκησαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στη μάχη της Λευκόπετρας. Το 189 π.Χ. νικησαν τον Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ’, το 133 π.Χ., με τον θάνατο του βασιλιά της Περγάμου,  Αττάλου Γ’  ενσωματώνεται ολόκληρη η Μικρά Ασία στο ρωμαϊκό κράτος. Η έλευση, λοιπόν, ενός κακού που δεν αναφέρεται, ίσως γιατί δεν είναι γνωστή, με την παράλληλη εμμονική εστίαση  σε μια παρελθοντική περιφρόνηση συνιστούν την ειρωνεία των πραγμάτων.

Στο ποίημα «Αριστόβουλος» μαθαίνουμε από την πρώτη στροφή ότι ένα παιδί της βασιλικής οικογένειας, πνίγηκε. Αργότερα στη ροή του ποιήματος, διαβάζουμε ότι o πνιγμός αυτός δεν συνέβη τυχαία, αλλά λόγω πολιτικής σκοπιμότητας. Αν και ο Ηρώδης Α’,  «κλαίει», «θρηνεί», αποκαλύπτεται ότι εκείνος είναι ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας- πνιγμού, «ο κακούργος βασιλεύς· ο δόλιος, ο φαύλος, ο αλιτήριος». Οι λέξεις «άδικα, τυχαίως» λειτουργούν επομένως ειρωνικά. H μητέρα του, Αλεξάνδρα Μακκαβαία, «η πιο μεγάλη Εβρέσσα», «οδύρεται και κλαίει» γνωρίζοντας ότι πρόκειται για «φονικό», αλλά είναι «αναγκασμένη» να προσποιείται το αντίθετο, να δέχεται ως αληθές το ψέμα που της παρουσίασαν: «την εγέλασαν (…) την φενάκισαν». Και αντιδρά: «Βογκά· φρενιάζει· βρίζει· καταριέται». Ο Ηρώδης Α’ προέρχεται από την Ηρωδιανή δυναστεία και  ο Αριστόβουλος Γ’, το θύμα του, από τη δυναστεία των Ασαμωναίων/ Ασσομωναίων ή Ασμοναϊκή δυναστεία. Ο Ηρώδης Α’ κλήθηκε στο παρελθόν να σταματήσει την κατάληψη της Γαλιλαίας από τον Μαρίωνα, δυνάστη της Τύρου, ο οποίος συμμάχησε  με τον Αντίγονο Β΄ Ματταθία, γιο του Αριστόβουλου Β’ από την Ασμοναϊκή δυναστεία. Ο Ηρώδης Α’ νίκησε και νυμφεύτηκε την κόρη του Αλέξανδρου Μακκαβαίου, Μαριάμμη, εγγονή του Αριστόβουλου Β’, για να εδραιώσει τη θέση του. Η μητέρα της Μαριάμμης και του Αριστόβουλου Γ’, η Αλεξάνδρα Μακκαβαία, ζήτησε τη στήριξη της Κλεοπάτρας, βασίλισσας της Αιγύπτου, του ελληνιστικού, πτολεμαϊκού βασιλείου, για να αναρριχηθεί ο γιος της, Αριστόβουλος Γ’, στην θέση του αρχιερέα της Ιουδαίας. Μέσω έμπιστου απεσταλμένου, ο Μάρκος Αντώνιος, ζήτησε την άνοδο του Αριστόβουλου Γ’ στη θέση του αρχιερέα. Ο Ηρώδης Α΄ υποχώρησε και καθαίρεσε τον Ανανήλα, ο διορισμός του οποίου ήταν δική του, προσωπική επιλογή. Ο Αριστόβουλος Γ’ ήταν λαοφιλής, είχε απήχηση στο πλήθος, από το οποίο αποσπούσε επευφημίες, όταν τον συναντούσε. Θα μπορούσε ο αναγνώστης του ποιήματος, έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις ιστορικές πληροφορίες προερχόμενες από διαφορετική βιβλιογραφία, να σκεφτεί ότι αυτή η προκλητική στάση της Αλεξάνδρας θα καθιστούσε αναμενόμενη την αντίδραση του Ηρώδη Α’ βλέποντας τον Αριστόβουλο Γ’ να προωθείται από τη μητέρα του με τη στήριξη άλλων ελληνιστικών μοναρχών και της Ρώμης. Ένιωσε ότι η θέση του απειλείται και αποφάσισε να εξοντώσει αυτούς που θεωρούσε εχθρούς του. Άρα, ίσως η δολοφονία του Αριστόβουλου να ήταν προσχεδιασμένη, μια δαμόκλειος σπάθη, μια αιωρούμενη, υπαρκτή, αισθανόμενη απειλή, όπως δείχνει και το χρονικό επίρρημα «επιτέλους» ή ο αόριστος «έγινε».  Ο Ηρώδης Α’ αργότερα θα δώσει εντολή να εκτελεσθούν, επίσης, η σύζυγός του και αδελφή του Αριστόβουλου Γ’, η Μαριάμμη και η μητέρα τους, η Αλεξάνδρα.

  1. Γράψε ποιήματα σε τόνο διδακτικό (Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, Θεόδοτος, Ιθάκη, Όσο μπορείς κ.α.), εξομολογητικό (Ομνύει, Μακριά, Επέστρεφε, Επήγα, Ηδονή κ.α.), στοχαστικό (Τελειωμένα κ.α.).
  2. Γράψε ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ή και με ομοιοκαταληξία. Φρόντισε οι λέξεις που θα επιλέξεις να ομοιοκαταληκτούν να ανήκουν σε διαφορετικά μέρη του λόγου. Ακόμα, κάνε διασκελισμούς, κόψε το νόημα ή τη φράση, μην τα ολοκληρώσεις σε ένα στίχο, αλλά συνέχισέ το και στον επόμενο. Μάλιστα, ορισμένες φορές χρησιμοποίησε την τελευταία λέξη στο σημείο τομής, για να ομοιοκαταληκτήσει με άλλη. Επίσης, τοποθέτησε ανάμεσα σε ομοιοκατάληκτες λέξεις περισσότερους από το αναμενόμενο ή επιτρεπτό στίχους. Κάνε τον αναγνώστη σου να αργήσει να «ακούσει» την ομοιοκαταληξία.

Η δόξα των Πτολεμαίων:

Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως/

(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.

Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς

ίσος μου ή να με πλησιάζει καν. Είναι γελοίος

ο Σελευκίδης

(Ομοιοκαταληξία: επίρρημα- επίθετο)

Τυανεύς Γλύπτης

Καὶ στὴν πατρίδα μου, τὰ Τύανα, καλὰ/
μὲ ξέρουνε· κ’ ἐδῶ ἀγάλματα πολλὰ
μὲ διώρισαν Συγκλητικοί.

Πλησίον στοῦ μαρμάρου τοῦ κιτρινωποῦ
ἐκεῖνα τὰ κομάτια, εἶν’ ὁ Καισαρίων.

Καὶ τώρα καταγίνομαι ἀπὸ καιρὸ ἀρκετὸ
νὰ κάμω ἕναν Ποσειδῶνα. Μελετῶ
κυρίως γιὰ τ’ ἄλογά του, πῶς νὰ πλάσσω αὐτά.
Πρέπει ἐλαφρὰ ἔτσι νὰ γίνουν ποῦ
τὰ σώματα, τὰ πόδια των νὰ δείχνουν

(Ομοιοκαταληξία: επίθετο- αναφορική αντωνυμία, παρεμβάλλονται 4 στίχοι)

Λυσίου Γραμματικού Τάφος

Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά του που θυμάται
ίσως κ’ εκεί – σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία.
Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα βιβλία.

Ούτος Εκείνος

Μὲ αὐτὸν ὀγδόντα τρία
ποιήματα ἐν ὄλῳ. Πλὴν τὸν ποιητὴ/
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
καὶ τόση ἔντασις σ’ ἑλληνικὴ φρασιολογία,
καὶ τώρα τὸν βαραίνει πιὰ τὸ κάθε τί.-

(Ομοιοκαταληξία: ουσιαστικό- αντωνυμία)

Ζωγραφισμένα

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της/ (3)
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει. (4)
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα (6)
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει/ (9)
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει.—

Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα. (11)
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ΄την δούλεψή της.  (12)

(ουσιαστικό- ουσιαστικό με κτητική αντωνυμία, επίρρημα- ουσιαστικό, παρεμβάλλονται 4 στίχοι)

Ευρίωνος Τάφος

Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον,
ολόκληρον εκ λίθου συηνίτου, (2)
που το σκεπάζουν τόσοι μενεξέδες, τόσοι κρίνοι,
είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.
Παιδί αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.
Απ’ τον πατέρα του, γενιά παληά των Μακεδόνων·
από αλαβάρχας της μητέρας του η σειρά.
Έκαμε μαθητής του Αριστοκλείτου στην φιλοσοφία,
του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά
γράμματα σπούδασε. Του Αρσινοϊτου/ (10)

νομού συνέγραψε ιστορίαν.

(παρεμβάλλονται 7 στίχοι)

Εις το επίνειον

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον
έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον
ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει μυροπώλης.
Όμως αρρώστησε εις τον πλουν. Και μόλις/
απεβιβάσθη, πέθανε. Η ταφή του, πτωχοτάτη,
έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πριν πεθάνει, κάτι/
ψιθύρισε για «οικίαν», για «πολύ γέροντας γονείς».
Μα ποιοι ήσαν τούτοι δεν εγνώριζε κανείς,
μήτε ποια η πατρίς του μες στο μέγα πανελλήνιον.
Καλλίτερα. Γιατί έτσι ενώ/*
κείται νεκρός σ’ αυτό το επίνειον,
θα τον ελπίζουν πάντα οι γονείς του ζωντανό.

(ουσιαστικό- επίρρημα, επίθετο σε υπερθετικό βαθμό- αντωνυμία, σύνδεσμός- επίθετο)

*(αινώ)

Ιασή Τάφος

Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για/
τα δυο.

(ουσιαστικό- πρόθεση)

Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία

Οι θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς/
των εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς.

Και να το αποτέλεσμα. Ο Γάλλος δείχνει ανησυχία/
μεγάλην. Ο Κωνστάντιος έχει κάποιαν υποψία.

Ένας νέος της Τέχνης του Λόγου

Ποτέ του δεν αγάπησε με τόσο μέγα
πάθος. Μα λείπει η ωραία πραγμάτωσις/
του έρωτος· λείπει η πραγμάτωσις
που πρέπει νάναι κι απ’ τους δυο μ’ έντασιν επιθυμητή.

Εν μεγάλη ελληνική αποικία

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ/
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,…

(ουσιαστικό- επίρρημα)

Άλλαξε με τους διασκελισμούς το νόημα της φράσης που διακόπτεται ή αυτής που συνεχίζεται αμέσως μετά από αυτήν. Δημιουργείς, έτσι, ποιήματα που κατανοούνται σωστά, αποκλειστικά όταν διαβάζονται, όταν υπάρχει άμεση οπτική επαφή με τους γραπτούς στίχους πάνω στο χαρτί, μέσα από την ανάγνωση και την τήρηση και εφαρμογή των κανόνων της στίξης, όχι μέσω της ακουστικής πρόσληψης κατά την απαγγελία.

Ούτος Εκείνος

Μὲ αὐτὸν ὀγδόντα τρία
ποιήματα ἐν ὄλῳ. Πλὴν τὸν ποιητὴ/
κούρασε τόσο γράψιμο

Ο αριθμητικός προσδιορισμός «ογδόντα τρία» παραμένει στον προηγούμενο στίχο. Στον στίχο «ποιήματα εν όλω. Πλην τον ποιητή» το «πλην» σημαίνει «όμως», «ωστόσο». Αν ο στίχος διαβαστεί γρήγορα, χωρίς την παύση της τελείας, «ποιήματα εν όλω πλην τον ποιητή», γίνεται κατανοητός λανθασμένα ως «συνολικά όλα τα ποιήματα εκτός του ποιητή/ μείον τον ποιητή», που θα μπορούσε να είναι απάντηση στο ερώτημα «τι είναι ποίηση;».

Ζωγραφισμένα

Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της/ (3)
όλο και σκοτεινιάζει.

Στον στίχο «Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της» η τελευταία λέξη είναι υποκείμενο στο ρήμα του επόμενου στίχου «σκοτεινιάζει». Αλλά αν προσπεράσει κάποιος την παύση της τελείας ή αν ακούει το ποίημα από κάποια επιταχυνόμενη ανάγνωση, «Η μορφή της» κατανοείται εσφαλμένα ως επεξήγηση στο ουσιαστικό «μέρα», δηλαδή «Η μέρα μ’ επηρέασε, η μορφή της».

Εις το επίνειον

Η ταφή του, πτωχοτάτη,
έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πριν πεθάνει, κάτι/
ψιθύρισε για «οικίαν», για «πολύ γέροντας γονείς».

Στον στίχο «έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πριν πεθάνει, κάτι», υποκείμενο του «έγιν’» είναι «η ταφή του» στον προηγούμενο στίχο. Το «κάτι» είναι το αντικείμενο του ρήματος «ψιθύρισε» στον επόμενο στίχο. Αν, όμως, ο στίχος διαβαστεί χωρίς ορθότητα «έγιν’ εδώ ολίγες ώρες πριν πεθάνει κάτι», θα σήμαινε ότι πριν τον θάνατό του ήρωα, Έμη, συνέβη στο πλοίο κάτι (που ενδεχομένως προκάλεσε τη θανατηφόρα ασθένειά του;), δηλαδή το «κάτι» να εννοηθεί, αν και μη σωστά, ως υποκείμενο του «έγιν’».

Καλλίτερα. Γιατί έτσι ενώ/*
κείται νεκρός σ’ αυτό το επίνειον

Η μη οπτική επαφή με την ορθογραφία, αν το ποίημα είναι αντικείμενο μόνο ακρόασης, το επίρρημα «ενώ», ενδεχομένως να συγχέεται με το ρήμα «αινώ», ως ομόηχα, που σημαίνει «κάνω λόγο, μιλάω για κάτι», δηλαδή ο ποιητής θεματοποιεί τον θάνατο του νέου στο ποίημά του, στο έργο τέχνης του τον αναπαριστά ως περιεχόμενο.

Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία

Οι θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς/
των εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς.

Στον στίχο «των εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς.». H λέξη «των εθνικών» είναι γενική κτητική «στους ναούς» του προηγούμενου στίχου. Αλλά σε μια επισπευσμένη ανάγνωση, όπου θα καταργούνταν η παύση της τελείας, θα μπορούσε να γίνει κατανοητό εσφαλμένα ως «των εθνικών οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς», δηλαδή «των εθνικών» θα ήταν γενική υποκειμενική στο «ενθουσιασμοί».

  1. Ανάδειξε στα ποιήματά σου τις αισθήσεις.

6.α. Xρησιμοποίησε ρήματα ή λέξεις αισθήσεων σε περιπτώσεις που πρέπει να χρησιμοποιήσεις ρήματα ή ονόματα γνωστικά.

Για παράδειγμα:

Σοφοί δε προσιόντων: «ακοή», «μυστική βοή» (αντί του «αντίληψη», «κρυφή πληροφορία»)

Τελειωμένα: «ή δεν ακούσαμε» (αντί του «αντιληφθούμε»)

Θεόδοτος: «κοίταζε» (αντί του «πρόσεχε»)

Απολείπειν ο θεός Αντώνιον:  «απατήθηκεν η ακοή σου» (αντί του «αντίληψη»)

Αλεξανδρινοί Βασιλείς: «Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν…» (αντί του «αντιλαμβάνονταν», «κατανοούσαν»)

Τα βήματα: «άκουσαν μια απαίσια βοή», «βήματα σιδερένια», «βοή», «τα νιώσαν πια τα βήματα των Ερινύων» (αντί του «διαίσθηση», «αντιλαμβάνονταν»)

Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια: «μη νιώθοντας» (αντί του «αγνοούν»)

Αριστόβουλος: «που να μη νιώσει κι η Μαριάμμη τίποτε», «Αν ένιωθε η Μαριάμμη» (αντί του «να μην αντιληφθεί», «αν αντιλαμβανόταν»)

Δημητρίου Σωτήρος: «Υπέφερε… σαν ένιωθε- σαν ένιωθε που, όμως, πάντα υπήρχε μια κρυφή ολιγωρία» (αντί «σαν καταλάβαινε- σαν αντιλαμβανόταν»)

Σ’ ένα παλιό βιβλίο: «(εύκολα νιώθονταν η ιδέα του καλλιτέχνου)» (αντί του «γινόταν αντιληπτή»)

Η αρρώστια του Κλείτου: «δεν νιώθει που τον μαύρο δαίμονα…» (αντί του «δεν αντιλαμβάνεται»)

Στα 200 π.Χ.: «Νιώθεται» (αντί του «Κατανοητό»)

6.β. Φέρε στο προσκήνιο λιγότερο προβεβλημένες αισθήσεις, όπως η όσφρηση. Για παράδειγμα:

Ένας θεός των: «αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά»

Νέοι της Σιδώνος: «ελαφρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα μυρωδικά των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων»

Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια: «Λίβανον!» «Κομμι!» «’Αριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη»

Ηδονη: «Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.»

Οροφέρνης: «το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο»

6.γ. Σύνδεσε τις σωματικές αισθήσεις και τις σωματικές αντιδράσεις με νοητικές καταστάσεις και επεξεργασίες

  • είτε τις πρώτες ως περιεχόμενο των δεύτερων:

Μακριά

Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…

(…)

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…

Εκείνη του Αυγούστου — Αύγουστος ήταν; — η βραδιά

Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…

Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.

Γκρίζα

Μνήμη: τα γκρίζα μάτια, τ΄ ωραίο πρόσωπο

  • είτε τις πρώτες να εκτελούν τις λειτουργίες των δεύτερων, αναδεικνύοντας την υλική πλευρά των πνευματικών διεργασιών

Θυμήσου, σώμα…

Θυμήσου, σώμα: επιθυμίες… γυαλίζουν μες στα μάτια

Κι ετρέμανε μες στην φωνή

Ομνύει

έλθ’ η νύχτα με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, (…)

Η προθήκη του καπνοπωλείου

την παράνομην επιθυμία της σαρκός των
εξέφρασαν δειλά

  • είτε θέτοντας σε μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων, αλληλεπίδρασης, τις νοητικές λειτουργίες με το σώμα, με το ένα να διεισδύει, να επιδρά στο άλλο:

Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

(…)

Το 25ο έτος του βίου του

Αρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.
Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.
Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη.
Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω του.

Μια νύχτα

Από κάτω
ήρχονταν η φωνές
(…)
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης
(…)
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.

  • Ανάδειξε τη σωματικότητα του έρωτα:

Στου καφενείου την είσοδο

τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε
σαν απ’ την άκρα πείρα του να το’ καμεν ο Έρως —
πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά· (…)
πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο
κι αφίνοντας απ’ των χεριών του το άγγιγμα
ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα χείλη.

Καισαρίων

«Σ’ ‘επλασα ωραίο κι αισθηματικό»

(…)

το αισθητικό πλησίασμα των σωμάτων·
τα ενωμένα χέρια, τα ενωμένα χείλη.

Πέρασμα

Το αίμα του καινούριο και ζεστό

Εν εσπέρα

Σε τι ηδονή τα σώματα μας δώσαμε, ήλθε… κάτι απ΄… την πυρά

Κάτω απ’ το σπίτι

Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως

Του πλοίου

Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός

Στο πληκτικό χωριό

Όλη η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμμένη

  1. 7. Χτίσε έναν κόσμο αντιθέσεων.

7.α. Τοποθέτησε τον έρωτα και την ηδονή απέναντι στον συντηρητισμό, στο εμπόριο, στην πνευματική εργασία.

Στο ποίημα «Ευρίωνος Τάφος» ο ομώνυμος ήρωας «σπούδασε», επεδίωκε τη «γνώση», η οποία διαχωρίζεται από τη «μορφή του», την «αισθητική».

Στο ποίημα «Τα επικίνδυνα», διαιωνίζεται ο δυϊσμός ανάμεσα στη «θεωρία και μελέτη»,  το «ασκητικό»  «πνεύμα» και στα «πάθη», στο «σώμα», στις «ηδονές, απολαύσεις τες ονειρεμένες», στις «τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες», στις «λάγνες του αίματός (…) ορμές».

Στο ποίημα «Να μείνει» ο αποχαυνωτικός ύπνος του σερβιτόρου, «ο υπηρέτης κοιμούντανε» αντιτίθεται στην ερωτική έξαψη της συνουσίας των δύο εραστών: «είχαμεν εξαφθεί», «επύρωνε», «απόλαυσις», «γρήγορο σάρκας γύμνωμα».

Στο ποίημα «Ο ήλιος του απογεύματος» η «κάμαρην» που στο παρελθόν στέγαζε τον έρωτα δύο ατόμων κατέληξε να είναι στο παρόν «γραφεία μεσιτών κι εμπόρων κι εταιρείες».

Στο ποίημα «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου», ένας αναποφάσιστος νέος σκέφτεται τις δυνατότητες εξέλιξης που έχει και αντί να απασχοληθεί σε κάποιον επίσημο αναγνωρισμένο θεσμό, όπως η «φιλοσοφία», τα «πολιτικά», η «Εκκλησία»,  «έγινε ο θαμών των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξάνδρειας», «κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης».

Στο ποίημα «Ίμενος» η ερωτική ένταση που αποκτάται «νοσηρώς και με φθορά» μέσα στην «ασωτία» υπερβαίνει την «υγεία» του έρωτα.

Στο ποίημα «Σ’ ένα παλιό βιβλίο» μια υδατογραφία αντικατοπτρίζει την  «εμορφιά» των ανώμαλων έλξεων» που κείται σε «κρεβάτια αναίσχυντα» και προκαλεί την «τρεχάμενη ηθική»  της οποίας οι θιασώτες επιβάλλουν να βιώνεται ο έρωτας ανάμεσα στα αντίθετα φύλα, «κάπως υγιεινά»  «μες στ’ οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες».

Στο ποίημα «Θέατρον της Σιδώνος» ο νεαρός ποιητής, αν και «πολίτου εντίμου υιός»,  συνθέτει «ευτόλμους στίχους», «στίχους της ηδονής της εκλεκτής», τους οποίους  «οι τα φαιά φορούντες», περί ηθικής λαλούντες» δεν επιθυμεί να διαβάσουν.

Στο ποίημα «Μέρες του 1896» ο ανώνυμος ήρωας έχει μια «ερωτική ροπή, λίαν απαγορευμένη και περιφρονημένη (έμφυτη μολοντούτο)». Βιοπορίζεται λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης με «μεσολαβήσεις που θεωρούνται ντροπιασμένες» και «άνω από την τιμή και την υπόληψί του έθεσε (…) την καθαρή ηδονή». Ο ομοερωτισμός του κατακρίθηκε από την «κοινωνία σεμνότυφη πολύ» με αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά του.

Στο ποίημα «Ωραία λουλούδια κι άσπρα» δύο φτωχοί εραστές  διχάζονται ανάμεσα στο  «βαθύ αίσθημά των», «την παλιά φιλία, (…) την παλιάν αγάπη» και την επιθυμία του ενός να βιώσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής με καινούριες «φορεσιές» και «μεταξωτά μαντήλια». Αντιστικτικά τοποθετούνται ο ειλικρινής έρωτας που ένιωθε ο άλλος αγαπημένος και ο έρωτας επ’ αμοιβή, η σεξεργασία, στην οποία αναγκάζεται, «ανάγκη του ψωμιού».

7.β. Φέρε σε σύγκρουση τον χριστιανισμό και την ειδωλολατρία (ή δυο άλλες θρησκείες, δόγματα κ.α.).

Στο ποίημα «Η αρρώστια του Κλείτου» μια «γριά υπηρέτρια» που ανέθρεψε το παιδί της οικογένειας «Χριστιανών», όπου εργάζεται, υπήρξε ειδωλολάτρισσα, πίστευε σε έναν «μαύρο δαίμονα», στου οποίου το «είδωλο» προσευχήθηκε με αφιερώματα  «πλακούντια, κρασί, μέλι» και έψαλε «μέλη». Ωστόσο, η εργασία και η παραμονή της στο σπίτι των Χριστιανών κυρίων της προϋπέθετε να «χριστιανέψει».

Στο ποίημα «Ιγνατίου Τάφος» ο Κλέων, κάτοικος της Αλεξάνδρειας, που κατείχε πληθώρα υλικών αγαθών, «λαμπρά σπίτια», «κήπους», «άλογα», «αμάξια», «διαμαντικά», «μετάξια» και διήγαγε έναν έντονο βίο, αποκηρύσσει τον παλιό εαυτό του και αυτοπροσδιορίζεται εκ νέου ως  «Ιγνάτιος», «αναγνώστης» που κατά τη διάρκεια της σύντομης διαδρομής προς το τέλος της ζωής του δηλώνει στο επιτύμβιο ότι έζησε «μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού».

Στο ποίημα «Ιερεύς του Σεραπίου» το ανώνυμο λυρικό υποκείμενο ζητάει την κατανόηση και την συγχώρεση του Ιησού («Ιησού Χριστέ»), καθώς θρηνεί τον ειδωλολάτρη πατέρα του,  «που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει» και ήταν «στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς». Ο ναός του Σεράπιδος, μίας θεότητας χρόνιας με αιγυπτιακά και ελληνικά χαρακτηριστικά, αφενός του Οσίριδος και του Άπιδος και αφετέρου του Πλούτωνα, του Δία, του Διονύσου και του Ασκληπιού, ιδρύθηκε περίπου το 300 π.Χ.

Στο ποίημα «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών» παρακολουθούμε μία χριστιανική πομπή για «μια ετήσια εορτή χριστιανική», όπου ιερείς και πιστοί υπήκοοι περιφέρουν «τον Σταυρόν» «εις κάθε συνοικίαν όπου εν θεοσεβεία ζουν οι Χριστιανοί», οι οποίοι «βγαίνουν (…), τον προσκυνούν (…) τον Σταυρόν.—». Η πομπή αυτή δεν είναι απλώς θρησκευτική, αλλά με πρόφαση αυτή εορτάζεται και το γεγονός ότι «Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια». Ο Ιουλιανός (331-361) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας. Υπήρξε ο  μοναδικός παγανιστής μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο. Ήταν εκείνος που καθιέρωσε τη χρήση του όρου «Έλληνας» με τη σημασία  «παγανιστής», έως τότε ήταν διαδεδομένη η έννοια «Εθνικός»,  και ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως τέτοιος. Προσπάθησε να επαναφέρει και να επιβάλει την παλιά θρησκεία και έλαβε και επέβαλε μέτρα εις βάρος των Χριστιανών. Με τον θάνατο του Ιουλιανού  οι «Εθνικοί» αποδυναμώνονται  και στην εκκλησιαστική αυτή παρέλαση «συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί με βίαν απομακρύνονται από την συνοδείαν (…) μακράν ημών να μένουν πάντα (όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται)». Τον Ιουλιανό διαδέχτηκε ο Ιοβιανός, αυτοκράτορας μόλις για δύο χρόνια, 363-364. Αναίρεσε απευθείας τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του και ανακάλεσε από την εξορία τους αρχιεπισκόπους Ρώμης, Αλεξάνδρειας και Αντιοχείας: «Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν».

Στο ποίημα «Μύρης, Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.» ένας ειδωλολάτρης εραστής επισκέπτεται το σπίτι του νεκρού Χριστιανού αγαπημένου του, του Μύρη, κατά την προετοιμασία της κηδείας του. Άκουγε ηλικιωμένες να λένε ότι «την τελευταία μέρα που έζησε στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού, στα χέρια του …έναν σταυρό». Στη συνέχεια εισέρχονται «τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κι έλεγαν προσευχές ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν». Ο παγανιστής εραστής ανακαλεί στη μνήμη του ότι   στον Μύρη «μια φορά τον είπαμε πως θα τον πάρουμε μαζί μας στο Σεράπιον. Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό». Θυμάται ένα ανάλογο περιστατικό: «όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές, τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κι έστρεψε αλλού το βλέμμα». Μια τρίτη ανάμνηση είναι το ψιθύρισμα του Μύρη «τη εξαιρέσει εμού», όταν ένας ειδωλολάτρης φίλος τους από την συντροφιά τους ευχήθεκε να βρίσκονται όλοι «υπό την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου, του πανωραίου Απόλλωνος».

Στο ποίημα «Εις τα Περίχωρα της Αντιόχειας» ο θεός «Απόλλων (…) Χρησμό δεν ήθελε να δώσει», καθώς στην πόλη όπου είχε χτιστεί ο περίφημος ναός αφιερωμένος σε αυτόν, στη Δάφνη,  είναι ενταφιασμένος «της εκκλησίας μας δόξα, ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας». Ο Βαβύλας (237-250) ήταν επίσκοπος Αντιόχειας που βρήκε μαρτυρικό θάνατο κατά τη διάρκεια των διωγμών εναντίον των Χριστιανών, που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Δέκιος τον 3ο αι. Για να εξευμενίσει τον θεό Απόλλωνα, ο Ιουλιανός, που τότε βρισκόταν στην Αντιόχεια, 362-363, διέταξε «να καθαρισθεί το τέμενος», να μεταφερθούν τα λείψανα στο νεκροταφείο της Αντιόχειας. Το 362, αν και απομακρύνθηκαν τα οστά του Χριστιανού μάρτυρα Βαβύλα, και ενώ θα περιμέναμε να ανακτήσει τη δύναμή του ο θεός του Δωδεκαθέου, «φωτιά μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά, και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων. Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια». Ξέσπασε, λοιπόν, πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε το ναό του Απόλλωνα. Η πυρκαγιά αποδόθηκε στους χριστιανούς.

Στο ποίημα «Είγε ετελεύτα», το λυρικό υποκείμενο είναι «ένας από τους λίγους εθνικούς, τους πολύ λίγους που είχαν μείνει», διαβάζει το έργο του Φιλόστρατου Τα εις τον Τυανεα Απολλώνιον, Έλληνα νεοπυθαγόρειο φιλόσοφο, για τον οποίο ο εν λόγω βιογράφος του αναφέρει ότι επιδόθηκε σε θαύματα και προφητείες. Έζησε κατά προσέγγιση την εποχή του Ιησού Χριστού.  Επειδή όμως ο ανώνυμος ήρωας βρίσκεται στην «εποχή καθ’ ήν βασίλευεν, (…) ο γέρων Ιουστίνος κι η Αλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής, αθλίους ειδωλολάτρας αποστρέφονταν», «στο φανερόν έκανε τον Χριστιανό κι αυτός κι εκκλησιάζονταν». Ήταν, δηλαδή, κρυφός ειδωλολάτρης. Ο Ιουστίνος Α’, τον 6ο αι., μαζί με τον ανιψιό του Ιουστινιανό, επούλωσε το ακακιανό σχίσμα ανάμεσα στην Εκκλησία της Ρώμης και την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.

7.γ. Ανάδειξε το ασυμβίβαστο ανάμεσα στις προσδοκίες και στην πραγματικότητα.

Στο ποίημα «Η σατραπεία» η φωνή του ποιήματος ονειρεύεται «τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε· την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους» όντας «καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα», αλλά τελικά κάνει υποχωρήσεις, απευθύνεται στον «μονάρχην Αρταξέρξη», όπου θα του προσφερθούν «σατραπείες και τέτοια», ηττημένος από την «άδικη τύχη» του, δυσκολευόμενος από «ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες».

7.δ. Να εκθέσεις τη διαφωνία είναι- φαίνεσθαι.

Στο ποίημα «Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων» συναντάμε την Kρατησίκλεια, μητέρα του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ’, χήρα του βασιλιά Λεωνίδα Β’. Κατά την περίοδο 229 / 228-222 π.Χ. διεξήχθη ο Κλεομένειος Πόλεμος από τη Σπάρτη και την Ήλιδα εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας και της Μακεδονίας και τότε η Κρατησίκλεια κατέφυγε με τους δυο εγγονούς της στην Αλεξάνδρεια, στον βασιλιά Πτολεμαίο Γ’,  ως όμηρος. Εξωτερικά η Κρατησίκλεια φαίνεται, παρουσιάζεται δημοσίως, στους τρίτους «μεγαλοπρεπής» «σιωπηλή» «ατάραχη», ώστε «μηδείς ιδή (…) ανάξιον τι της Σπάρτης». Υιοθετεί μια άκαμπτη και ακατάβλητη στάση ανταποκρινόμενη στα σπαρτιατικά ήθη. Ωστόσο, εξασφαλίζει μια ιδιωτική στιγμή («μόνοι») αποχαιρετισμού, έκφρασης της μητρικής αγάπης και των άλλων αυθεντικών προσωπικών της συναισθημάτων ψυχικής ευαλωτότητας: «κλαίει», «θρηνεί», «καημό», «τυραννία», «τον αγκάλιασε», «τον ασπάζονταν», «δακρύοντας».

Στο ποίημα «Άννα Κομνηνή» ο αφηγητής αναπαράγει το περιεχόμενο, κάνει αυτούσιες παραπομπές του ιστορικού έργου της βυζαντινής πριγκίπισσας Αλεξιάδα:  «θρηνεί», «Εις ίλλιγον είν’ η ψυχή της. ‘Καὶ ῥείθροις δακρύων’ μας λέγει ‘περιτέγγω τοὺς ὀφθαλμούς….. Φεῦ τῶν κυμάτων’ της ζωής της, ‘φεῦ τῶν ἐπαναστάσεων’. Την καίει η οδύνη ‘μέχρις ὀστέων καὶ μυελῶν καὶ μερισμοῦ ψυχῆς’». Όμως ο αφηγητής αποκαλύπτει πως, αν και η συγγραφέας εξωστρεφώς, απευθυνόμενη ανοιχτά στο αναγνωστικό κοινό εκδηλώνει τον ψυχικό της πόνο για την χηρεία της, ο θρήνος της δεν οφείλεται στην απώλεια του συζύγου της Νικηφόρου Βρυέννιου του Νεότερου, αλλά στο ότι «δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της, την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει». Το 1118 πέθανε ο πατέρας της, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός και η ίδια τότε οργάνωσε συνωμοσία εις βάρος του νόμιμου διάδοχου, του αδελφού της,  Ιωάννη Β’ Κομνηνού, αλλά απέτυχε εξαιτίας της άρνησης του συζύγου της να συμμετάσχει σε αυτήν. Έτσι, ο αφηγητής εκθέτει την πραγματική απογοήτευση της ηρωίδας που παραμένει κλειστή εντός της, μη- εκπεφρασμένη, κεκαλυμμένη ανειλικρινώς, υποκριτικά παρουσιασμένη, απογοήτευση για την στέρηση της ηγεσίας.

Στο ποίημα «Μανουήλ Κομνηνός» ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Α΄ Κομνηνός  το 1180 στη μονή της Αλύπου της Βιθυνίας νιώθει ότι πλησιάζει το τέλος του και «παλιές συνήθειες ευλαβείς θυμάται, κι απ’ τα κελιά των μοναχών προστάζει ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν, και τα φορεί, κι ευφραίνεται που δείχνει όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου». Η αφηγηματική φωνή κάνει αποφώνηση  λέγοντας πως είναι «Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα». Η αναζήτηση στηρίγματος στη θρησκευτική πίστη εν όψει του θανάτου του την καθιστά επιφανειακή, ρηχή, εξωτερική. Αρχικά, ένας ιερέας ή καλόγερος είναι άγαμος. Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός σύναψε δύο γάμους πολιτικής σκοπιμότητας, με την Bertha-Ειρήνη Schulzbach και την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιοχείας. Επίσης, οι προτεραιότητες του ήταν γεωπολιτικές, εδαφικές και στρατιωτικές. Αντίθετα, μάλλον ήταν τυπικά θρησκευόμενος συμμετέχοντας σε χριστιανικές εθιμοτυπικές διαδικασίες. Επιπλέον, επεδίωξε την ένωση των δύο τότε Εκκλησιών, της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής, αλλά με πολιτικό απώτερο σκοπό, αναζητούσε συμμαχία με τις δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον των Τούρκων. Άρα, τα εκκλησιαστικά ενδύματα είναι η εξωτερική εμφάνιση που συμβολίζει την επιδερμική προσέγγιση της πίστης από τον Μανουήλ ως εγωιστικό, παρηγορητικό στήριγμα μπροστά στην έλευση και το φόβο του θανάτου.

7.ε. Κατασκεύασε ένα ειρηνικό σκηνικό που θα αντισταθμίζει τον πολεμικό όλεθρο. Στο ποίημα «Τεχνουργός κρατήρων» εξωτερικά στο αγγείο απεικονίζεται ένας ερωτικός, γυμνός, ωραίος νέος,  γύρω από τον οποίο βρίσκονται «άνθη κομψά, και ρύακες, και θύμοι» και ο ίδιος «μες στο νερό την κνήμη την μια του έχει ακόμη.—». Ένα γαλήνιο, ήρεμο, φυσικό τοπίο που αντιπαρατάσσεται στην απώλεια στο πεδίο της μάχης, όπου « έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν».

  1. στ. Αντίτεινε στην επαρχία το άστυ. Στο ποίημα «Στο πληκτικό χωριό» ο ήρωας βρίσκεται στο «πληκτικό χωριό», νιώθει ανία και αδημονεί «να μεταβεί στην πόλη, να ριχθεί στην κίνησι και στην διασκέδασιν ευθύς», να περνά ευχάριστα.

7.ζ. Ανάδειξε τη διαφορά γνώσης- άγνοιας. Κάποιες ομάδες ανθρώπων έχουν πρόσβαση στην πληροφορία ή έχουν τη δυνατότητα αντίληψης αυτού που συμβαίνει, ακόμα κι όταν δεν ενημερώνονται άμεσα. Κάποιες άλλες παραμένουν στην άγνοια, στις ελλιπείς ή ψευδείς ειδήσεις.

Στο ποίημα «Σοφοί δε προσιόντων» «οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα», «ουδέν ακούουν οι λαοί». Οι σοφοί «τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται». «Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί».

Στο ποίημα «Εμονίδης» τον ρόλο του ονόματος στην ποιητική σύνθεση γνωρίζουν οι «οι μυημένοιοι φίλοι του οι στενοί», δηλαδή ότι με αυτόν τον τρόπο απλώς ονοματοδοτείται και προσδιορίζεται απλά ένας αγαπημένος του δημιουργού. «Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην».

Στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» τα παιδιά της Κλεοπάτρας ανακηρύσσονται  βασιλείς: Ο Αλέξανδρος της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων, ο Πτολεμαίος της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης και Καισαρίων ως ο βασιλιάς των βασιλέων. Λαμβάνουν μέρος στην τελετή των «δωρεών», όπου τους διανέμονται οι κτήσεις  του Μεγάλου Αλεξάνδρου που πρόσφατα όμως υπέταξε ο Ρωμαίος Μάρκος Αντώνιος, εραστής της μητέρας τους Κλεοπάτρας. Αν και είναι αναθέσεις σε έναν επίσημο εορτασμό, «οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά (…) μόλο που βέβαια ήξευραν τί άξιζαν αυτά, τί κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.»

7.η. Πλάσε σχέσεις ανάμεσα στους αποικιοκρατούμενους και τους  αποικιοκράτες, στην εντοπιότητα και στην παγκοσμιοποίηση.

Στο ποίημα «Οροφέρνης» ο ομώνυμος ήρωας ήταν «μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός», «αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην, με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος». Η γενέτειρά του ήταν η Καππαδοκία. «Στην Ιωνία», ωστόσο, όπου εστάλη από παιδί και μεγάλωσε,  «ελληνικά όλως διόλου εγνώρισε πλήρη την ηδονή». Νέος, αγόρι «της Ιωνίας». Ο Οροφέρνης ήταν γιος του Αριαράθου Δ’ της Καππαδοκίας και Αντιοχίδας, κόρης του Αντίοχου Γ’ της Συρίας, Σελευκίς. Βέβαια, η πατρότητά του είναι αμφιλεγόμενη. Λόγω της αμφιλεγόμενης προέλευσής του ο Οροφέρνης εστάλη στην Ιωνία, για να μην έρθει σε ρήξη με τον νόμιμο γιο του βασιλικού ζεύγους, τον Αριαράθη Ε’.

Στο ποίημα «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης» ο ήρωας Αριστομένης επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια. Είναι «τ’ όνομά του, κι η περιβολή, κοσμίως, ελληνική», «αγόραζε βιβλία ελληνικά», «πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας, έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται». Εν τούτοις, είναι φειδωλός στην ομιλία, γιατί η ελληνομάθειά του είναι περιορισμένη και δεν επιθυμεί να εκτεθεί  «μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά».

7.θ. Τοποθέτησε στον έναν πόλο το γήρας και στον άλλο τη νεότητα. Στο ποίημα «Πολύ σπανίως» «Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις» που περπατάει. Επιθυμεί να κρύψει «τα χάλια και τα γηρατειά του». Από την άλλη πλευρά, η νεότητα, τα «νιάτα»,  «έφηβοι» με «μάτια ζωηρά», «υγιές, ηδονικό μυαλό» και «ευθύγραμμη σφιχτοδεμένη σάρκα».

  1. Κάνε αναφορές στο εν μέρει, στην τμηματικότητα, στο επιμέρους στοιχείου του συνόλου, ανάδειξέ το αποσπώντας το, κάνοντας την ασάφεια, την θολή εντύπωση να προκύψει, όπως στα ποιήματα παρακάτω:

Τρώες:  «Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε».

Οροφέρνης: «μισοζαλισμένος κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει, κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει»

Επήγα: «απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,»

Καισαρίων: «εν μερει, για να εξακριβώσω μια εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω»

Να μείνει: «Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν (…) στα μισοανοιγμένα ενδύματα».

Εκόμισα εις την Τέχνη: «κάτι μισοϊδωμένα, πρόσωπα ή γραμμές· ερώτων ατελών κάτι αβέβαιες μνήμες».

  1. 9. Πρόσθεσε αρκετά σημεία στίξης στις ποιητικές του συνθέσεις. Αρχικά, τα αποσιωπητικά δηλώνουν ατελή πρόταση. Αφήνουν μια αίσθηση εκκρεμότητας, ότι δεν έχει ειπωθεί κάτι που συμπληρώνει, όμως, άμεσα το νόημα. Αποκρύβεται, αποσιωπάται και είτε θα αποκαλυφθεί αργότερα είτε καθόλου, για να υπονοηθεί από τον αναγνώστη. Αποτελούν ένα σχόλιο στις προηγούμενες από αυτά διατυπώσεις: ειρωνεία, κατάφαση/αποδοχή στα λεγόμενα, σιωπηλή, υπονοούμενη άρνηση κ.α. Είναι, επίσης, μια συναισθηματική δήλωση αμηχανίας, απαίτησης χρόνου για σκέψη κ.α. Επιπλέον, η διπλή παύλα εξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα, όταν θεωρούνται αρκετά σημαντικά, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρένθεση. Επιπροσθέτως, η παύλα η μεγαλύτερη σε μήκος από το ενωτικό, δηλώνει μεγαλύτερη αντίθεση προηγούμενων και επόμενων λεγομένων, δείχνει απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση. Χρησιμοποιείται μετά από τελεία για μεγαλύτερη παύση. Υποδηλώνει ότι η φράση έμεινε ημιτελής, όπως και τα αποσιωπητικά. Συν τοις άλλοις, οι παρενθέσεις απομονώνουν λέξη ή φράση που συμπληρώνει το νόημα, αλλά μπορεί και να παραληφθεί. Ενισχύουν το περιεχόμενο περικλείοντας και προσθέτοντας νέα στοιχεία. Εμπεριέχουν μια υπενθύμιση. Κάποια παραδείγματα:

 

 

Η πόλις: — σαν νεκρός —, — μη ελπίζεις —

Η σατραπεία: (η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)

Τελειωμένα: (ή δεν τ’ ακούσαμε)  — πού πια καιρός —

Θεόδοτος: — τί ανώτερος; —, μπαίνει —αόρατος, άυλος — ο Θεόδοτος

Η συνοδεία του Διονύσου: Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό,  — χαρά! —

Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου:  (αλίμονον!)

Αλεξανδρινοί Βασιλείς: (της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών), γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα —μόλο που βέβαια ήξευραν τί άξιζαν αυτά

Θάλασσα του πρωϊού: (τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)

Μακριά: Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…Μα έτσι εσβήσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει —, Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…Εκείνη του Αυγούστου — Αύγουστος ήταν; — η βραδιά…Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.

Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια: (εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά)

Καισαρίων: δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως……, η λάμπα μου — άφησα επίτηδες να σβήνει —, οι φαύλοι — που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη»

Λάνη Τάφος: (μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του)

Έτσι πολύ ατένισα: Πρόσωπα της αγάπης, όπως τα ’θελενη ποίησίς μου…… μες στες νύχτες της νεότητός μου,μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα……

Εν τη οδώ: — τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολάρου —

Η προθήκη του καπνοπωλείου: Έπειτα, ολίγα βήματα στο πεζοδρόμιο ανήσυχα —, Και τότε πια το αμάξι το κλεισμένο….

Πέρασμα: Κι ως είναι (για την τέχνη μας) σωστό, κι απ’ τον Υψηλότης Ποιήσεως Κόσμο μια στιγμή περνά κι αυτό —

Ο ήλιος του απογεύματος: …Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθείγια μια εβδομάδα μόνο…

Άννα Κομνηνή:  «περιτέγγω τοὺς ὀφθαλμούς….. Φεῦ τῶν κυμάτων»,  (κι ας μην τ’ ομολογεί)

Βυζαντινός Άρχων: Αλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής Ειρήνη Δούκαινα), όπως — θα μ’ επιτρέψετε να πω — οι λόγιοι της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν

Απολλώνιος ο Τυανεύς: ἂν ἥδιον ἐν αὐτῷ μικρῷὄντι ἄγαλμα ἐλέφαντός τε καὶ χρυσοῦ ἴδοιμι ἢ ἐν μεγάλῳ κέραμόν τε καὶ φαῦλον.»—

Το «κεραμεοῦν» και «φαῦλον»· το σιχαμερό: που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή) αγυρτικώς εξαπατά.

  1. Γλώσσα

Δημιούργησε μια γλώσσα μεικτή με τύπους αφενός από την καθαρεύουσα, λόγιους τύπους, επίσημη εκφορά και αφετέρου τη δημοτική, την καθομιλουμένη, προφορικούς τύπους, ακόμα και λαϊκές εκφράσεις, και μία τοπική ιδιόλεκτο.

Kαθαρεύουσα, λόγιοι τύποι, επίσημη εκφορά

1.

Η παράστασις (Ο βασιλεύς Δημήτριος), η κόπωσις (Η μάχη της Μαγνησίας), η έντασις, η σκέψις (Ούτος Εκείνος), η έξαψις (Το διπλανό τραπέζι), Έτσι πολύ ατένισα (η όρασίς μου), η πόλις η διδάσκαλος (Η δόξα των Πτολεμαίων), έκφανσι (Πολύ σπανίως), επιχείρησίς των (Καισαρίων), εν πόλει (Εν πόλει της Οσροηνής), απήχησις (Εν εσπέρα)

Της σαρκός (Τα βήματα), στης νεότητος (Τα βήματα), ποιηταί, γλύπται (Αριστόβουλος), τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας (Ιθάκη), απέρχεται (Ο βασιλεύς Δημήτριος), το διάδημα, θεράποντες (Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδος), οκνεύει (Οροφέρνης), υιός (Αλεξανδρινοί Βασιλείς), ευφυολογίες, είμεθα (Φιλέλλην), σφρίγος (Τα βήματα), εν όλω, αθυμία (Ούτος Εκείνος), ενδύματα (Μανουήλ Κομνηνός), εύγραμμη (Πολύ σπανίως), περιδέραια (Του μαγαζιού), απήλαυσα (Το διπλανό τραπέζι), κείται, εσβήσθη (Μακριά), ημιονοι, σύρουν, εν τριήρει, κενούν, επευφημίαι (Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος), οδύρεται (Αριστόβουλος), κραταιοί, μνεία (Καισαρίων), δίδει, τους μέλλοντας, εσπέρας (Η διορία του Νέρωνος), εις τον πλουν, απεβιβάσθη (Εις το επίνειον), Πάνσεπτα (Ένας θεός των), κλείεται, εναντιωθείς (Λάνη Τάφος), υπέρτατη, πόλεως (Ιάση Τάφος), σελήνη (Εν πόλει της Οσροηνής), ως αρμόζει (Για τον Αμμόνη), αποκτηθέντα (Μέρες του 1903), η εβδομάς (Ο Ήλιος του Απογεύματος), εκτός ημών, ενδύματα (Να μείνει), δρομεύς, λίαν (Των Εβραίων), νοσηρώς (Ίμενος), όμνυε, αμυδρώς, επάσχισεν (Δημητρίου Σωτήρος), εν άκρα ευλαβεία (Είγε ετελεύτα), ανθέων (Νέοι της Σιδώνος), ρείθροις (Άννα Κομνηνή), δεινώς ανιών, μομφής (Βυζαντινός Άρχων), εκόμισα, συνδυάζουσα, συμπληρούσα (Εκόμισα εις την τέχνη), εγκρατώς και πράως, ασμένως, φιλοξενηθείς (Επιτύμβιον Αντιόχου), «κεραμεούν» και «φαύλον» (Απολλώνιος ο Τυανεύς), ανέστιος και πένης, όθεν (Ας φρόντιζαν), οπωσούν (Εν μεγάλη ελληνική αποικία), αινίττονταν (Εις τα περίχωρα), ξεθωριασμένη κανελιά (Μέρες του 1908), χαρτοπαικτείον (Δύο νέοι), περίφροντις (Πορεία προς την Σινώπη)

Δημοτική, καθομιλουμένη, λαϊκοί τύποι, προφορικότητα, ιδιόλεκτος Αιγύπτου

Θα πάγω, ερείπια μαύρα, για τα αλλού, για σε (Η πόλις), πηαίνεις (Η σατραπεία), στες, κάμουμε (Τελειωμένα), γειτόνου (Θεόδοτος), κουβανείς, πρωϊά (Ιθάκη), πηαίνοντας (Όσο μπορείς), συφοριασμένων (Τρώες), ρούχ’ απλά, κάμνοντας, φορεσιά (Ο βασιλεύς Δημήτριος), απόψι, τα πλήθια (Η μάχη της Μαγνησίας), παλιοντυμένος, πτωχάνθρωπος (Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου), πεζουρέδες, κατόπι (Οροφέρνης), εμορφιά (Αλεξανδρινοί Βασιλείς), μηνά (Φιλέλλην), λαραφιού, σκουντά, σκουντουφλά (Τα βήματα), νά (Ούτος Εκείνος), σοκάκι, μερτικό (Πολύ σπανίως), τα ντύλιξε (Του μαγαζιού), καζίνο, ξέχασμα, κάμνει (Το διπλανό τραπέζι), πλάγι ( Στου καφενείου την είσοδο), Εβρέσσα, βογκά, φρενιάζει, ρήμαξαν, το αδέρφι, τες ψευτιές, να πάγει (Αριστόβουλος), οι Βερενίκες, οι Κλεοπάτρες (Καισαρίων), λάμπα, εθάρρεψα, κάμαρα, σπλαχνισθούν (Καισαρίων), χρονώ (Η διορία του Νέρωνος), έγιν’ εδώ (Εις το επίνειον), τον άλλονα, πηαίνοντας (Ένας θεός των), ό,τ’ είχε, διόλου, ακούοντας (Λάνη Τάφος), απ΄το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος (Ιάση Τάφος), καβγά, ολάνοιχτα (Εν πόλει της Οσροηνής), τα διαμαντικά, άπαγε, ξιπάζονται (Ιγνατίου Τάφος), την μαστοριά σου όληνα τη θέμε (Για τον Αμμόνη), αχτένιστα (Έτσι πολύ ατένισα), κομμάτι ωχρό, σαν κομμένα, κραβάτας (Εν τη οδώ), γένεται (Πέρασμα), δυονώ, μπαλκόνι, πάλι και πάλι (Εν εσπέρα), χαμένα, νύχτωμα, παραίτησα, κατόπι (Μέρες του 1903), πλαγινή, σιμά, κάμαρη, αντικρύ, ντολάπι, καρέγλες, καημένα, τέσσερες (Ο Ήλιος του απογεύματος), το χώρισμα, διάβηκε, κοιμούντανε (Να μείνει), γένομαι, διόλου (Των Εβραίων), κάμη, ξέπεσαν, τραβιούνταν, βασταχθούν (Δημητρίου Σωτήρος), μυρωδικά (Νέοι της Σιδώνος), Γένεται (Δαρείος), μισοϊδωμένα (Εκόμισα εις την Τέχνη), να μη έχει (Για να ‘ρθουν), σα να μη υπήρχε καν (Εν απογνώσει), κιόλας (Ο Ιουλιανός ορών ολιγωρίαν), που πηαίνει (Θέατρον της Σιδώνος), σκουντά, κι αυτουνού (Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια), που να μην έσωνε, Και που το είχε σκοπό να, κυρ Γιάννη (Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει), για ποιόνα (Τέμεθος), το σιχαμερό (Απολλώνιος ο Τυανεύς), αν γιάνει ή δεν γιάνει (Η αρρώστια του Κλείτου), Αντίς (Εν δήμω της Μικράς Ασίας), εγένονταν (Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς), τέσσερες, καφέδες, σιγαρέτα (Δύο νέοι), τάχατες (Ουκ έγνως), την άλληνα (Εν μεγάλη ελληνική αποικία), μόλο που (Κίμων Λεάρχου), πήε, παλιόρουχα, παλιομάγαζο, ριχμένος (Μέρες του 1909), έκλαια (Μύρτης), με το στανιό, κάσα (Ωραία λουλούδια), τα τυράννια της (Άγε), έσιαζε (Ο καθρέφτης στην είσοδο), φθηνοπληρωμένη, σαν τέλεψε, πουλιούνταν (Ρωτούσε για την ποιότητα), κατήντησα, τα χρήματα μου τα ΄φαγε, είμαι μπασμένος κάμποσο, παλιανθρωπιές, στα γεμάτα, τους προκομμένους, να μπαλωθώ (Ας φρόντιζαν), ένα χάλι, τα ‘ρίχνε από πάνω του, ξέπεφτε (Μέρες του 1908), (σκοτισθήκαμε!), κόταε, τσιμουδιά, ανασκουμπώθηκεν, ξεφώνιζε, βαλτή, ας πάει να λέει (Εις τα περίχωρα).

  1. Αξιοποίησε τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, διαπλέκοντας τον ευθύ λόγο με τον πλάγιο. Μετάφερε τις σκέψεις, τις διαθέσεις,  τα συναισθήματα, τις γνώμες, τις φράσεις του ήρωά σου με μια κατά προσέγγιση απόδοση, περίπου αυτούσια. Δηλαδή, συνδύασε δυσδιάκριτα δύο φωνές, αυτήν του αφηγητή και αυτήν του ομιλούντος προσώπου, παρουσίασε τα λόγια του δεύτερου, αναμειγνύοντας χαρακτηριστικά τόσο του ευθύ όσο και του πλάγιου λόγου. Αρχικά, μην χρησιμοποιείς λεκτικά ρήματα εξάρτησης, για παράδειγμα «λέει», όταν καταγράφεις τις προτάσεις του ήρωα. Επίσης, απόδωσε τις σκέψεις ή τα λόγια του ήρωα στην αφήγηση με το δικό του προσωπικό «ιδίωμα», εμπνεύσου τη χροιά της δικής του πρωτότυπης έκφρασης. Επιπλέον, βάλε τα ρήματα σε παρελθοντικό χρόνο, ενδεχομένως με την παράλληλη ή εκ περιτροπής χρήση ενεστώτα σε ορισμένες περιπτώσεις, για να ακολουθείς τον χρόνο ομιλίας του ήρωα. Ακόμα, χρησιμοποίησε αντωνυμία στο γ’ πρόσωπο, αλλά σε σχέση αντικατάστασης με το α’ ή το β’. Επιπροσθέτως, ενσωμάτωσε ιδιωματισμούς,  επιτονισμούς, συντμήσεις, περικοπές,  στοιχεία του προφορικού λόγου, επιφωνήματα, στοιχεία από τον συγκεκριμένο χώρο ή επιμέρους χρόνο του ήρωα, μέσα ανοίκεια στον λόγο του αφηγητή.

Δημιούργησε στον αναγνώστη την αβεβαιότητα  αν τελικά οι συλλογισμοί και τα λόγια του ήρωα συνιστούν πράγματι τις προσωπικές του αντιλήψεις ή διατυπώσεις. Κάνε τον αναγνώστη να αποκτήσει  δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στις σκέψεις ή τον λόγο του ήρωα, χωρίς παράλληλα να μπορεί να κατασταλάξει με ακρίβεια αν πρόκειται όντως για τις πνευματικές και λεκτικές συνδέσεις του ήρωα. Κατάστησε τον λόγο αμφίσημο, να συγκλίνει άλλοτε προς τον λόγο του ήρωα και άλλοτε να αποκλίνει από αυτόν. Άρθρωσε δύο φωνές, διαμόρφωσε δύο ύφη, πάραγε δύο νοήματα. Θα υπονομεύεις έτσι ως αφηγητής τα λεγόμενα του ήρωα και θα προκύπτει αποστασιοποίηση, άρνηση, ειρωνεία, σάτιρα ή και παρωδία. Δήλωσε τον ενδιάθετο λόγο των ηρώων, χωρίς οφθαλμοφανείς ενδείξεις ότι ο λόγος διοχετεύεται από τον αφηγητή στους ήρωες, αλλά χρωμάτισε τον λόγο του αφηγητή με το προφορικό ύφος που θα είχε ο λόγος του ήρωα στην πραγματικότητα. Περίγραψε τις εσωτερικές διαδρομές του ήρωα από μέσα: εισέρχου μέσα στη συνείδησή του, αναμετάδωσε εν τη γενέσει τους σχεδόν αδιαμεσολάβητα τις σκέ­ψεις του, τις αντιδράσεις του, τις αμφιταλαντεύσεις του, τις εναλλαγές των παρορμήσεων και των δισταγμών, των πιο μύχιων στοχασμών του, των πιο ανεπαίσθητων ή επιφανειακών συναισθηματικών διακυμάνσεων, των επιλογών, των υπολογισμών, των υποθέσεων, των ερωτημάτων, των εικασιών, των αρνήσεων, των συμβιβασμών, των κρίσεων, των αποφάσεων, των συμπερασμάτων κ.α.  Για παράδειγμα, «Ο Δαρείος». Ο αφηγητής επινοεί τον φανταστικό ποιητή Φερνάζη, ο οποίος συνθέτει ένα επικό ποίημα για τον Δαρείο Α΄ γιο του Υστάσπη, πρόγονο του Μιθριδάτη ΣΤ’, του σύγχρονού του ηγέτη της χώρας του. Ωστόσο, ενημερώνεται, ενώ συλλογίζεται πώς θα ψυχογραφήσει το λυρικό του υποκείμενο, ότι έχει ξεκινήσει πόλεμος με τους Ρωμαίους. Παρακολουθούμε τις σκέψεις του Φερνάζη, καταγεγραμμένες διφορούμενα, όπως προαναφέραμε:

Ο Δαρείος

(Από αυτόν

κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,

ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κι Ευπάτωρ). (στίχοι 4-6)

θα είχεν ο Δαρείος:

ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον

σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.

Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής. (στίχοι 8-11)

Ο ποιητής μένει ενεός. Τί συμφορά!

Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,

ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κι Ευπάτωρ,

μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.

Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. (στίχοι 16-20)

Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία! (στ. 21)

το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·

υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. (στίχοι 36-37)

 

  1. Χρησιμοποίησε την μυθική μέθοδο και την αντικειμενική συστοιχία. Επίλεξε μια αφήγηση από την μυθολογία και φέρε την σε συνεχή παραλληλία ανάμεσα στην αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή. Χρησιμοποίησε το μύθο ως μορφή, ως πλαίσιο, για να αποδώσεις μια αξία, ένα φαινόμενο, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια στάση ζωής κ.α. Ο Καβάφης, τουλάχιστον στα ποιήματα με μυθικό περιεχόμενο, μυθικά σκηνικά, μυθικά προσωπεία, χρησιμοποιεί διαδεδομένους μύθους, άρα ένα κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα σε αυτόν και τους αναγνώστες του ανακαλώντας ομού το αμφίπλευρα γνωστό παρελθόν. Ανάδειξε τη συνέπεια και τη διαχρονικότητα του θέματος από την αρχαιότητα ως σήμερα, αλλά μη διστάσεις να προχωρήσεις σε επαναξιολογήσεις, ανατροπές, αποκλίσεις, υπονομεύσεις. Ωστόσο, πάρε ιστορικά γεγονότα, ιστορικά πρόσωπα κατά βάση άγνωστα στο ευρύ κοινό, θολές ιστορικές εποχές. Κάνε έτσι τον αναγνώστη να πληκτρολογεί άγνωστα ιστορικά ονόματα σε διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης, να ανατρέξει σε ιστοριογραφικά βιβλία, μελέτες, μονογραφίες ερευνώντας ιστορικά πρόσωπα, όπως βασιλείς, μέλη βασιλικών οικογενειών, ιστορικές διαδικασίες, όπως πολέμους, διαδοχές κυβερνητών, αλλαγές κατακτητών, κρίσεις, συγκρούσεις κ.α. Φτιάξε επιμέρους ιστορικά βιώματα και τοποθέτησέ τα σε συνάρτηση με ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, όπως ο Καβάφης τα συνέδεσε με την άνοδο της Ρώμης, την εξάπλωση του Χριστιανισμού, την μακρόχρονη πτώση του Βυζαντίου κ.α. ή με ένα καταλυτικό φαινόμενο, όπως την παγκοσμιοποίηση, την αποικιοκρατία κ.α.. Xρησιμοποίησε το ιστορικό παρελθόν ως μέσο, για να περιγράψεις σύγχρονα ιστορικά συμβάντα και ιστορικές εμπειρίες, λέγοντας έτσι κάτι για την τρέχουσα ιστορική συγκυρία. Ανάδειξε στην πλοκή σου τους ιστορικούς νόμους, όπως την αιτιότητα, την ποικιλία των συμπαραταγμένων αλλά και αλληλοαναιρούμενων παραγόντων, τη σχετικότητα, αλλά και τα ανθρώπινα συναισθήματα ως μοχλό κίνησης της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, διεθνούς και γεωπολιτικής ιστορίας (π.χ. φιλοδοξία, ψευδαισθήσεις/ πλάνες, λανθασμένες εκτιμήσεις, εκδικητικότητα κ.α.).

Για παράδειγμα, το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» το λυρικό υποκείμενο που τοποθετείται στη χρονολογία του τίτλου κάνει λόγο για την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον 4ο αι. π.Χ.. Το 334 π.Χ. ξεκίνησε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας και ως το 324 π.Χ. κατέλαβε την Καππαδοκία, τη Φοινίκη, την Κιλικία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, την περσική αυτοκρατορία: το σημερινό Ιράκ, Ιράν, Ουζμπεκιστάν, Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Καζακστάν, Πακιστάν, την Ινδία (ή Μεσοποταμία, Μηδία, Βαβυλωνία, Παρθία, Υρκανία, Βακτριανή, Καρμανία, Γεδρωσία, Αρεία, Δραγγιανή, Αραγωσία, Σογδιανή.). Με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ιδρύονται τα ελληνιστικά βασίλεια σε όλη τη νοτιοδυτική Ασία (Αυτοκρατορία των ΣελευκιδώνΒασίλειο της Περγάμου), τη βορειοανατολική Αφρική (Βασίλειο των Πτολεμαίων) και τη νότια Ασία (Ελληνοβακτριακό ΒασίλειοΙνδοελληνικό Βασίλειο).  Το λυρικό υποκείμενο υπογραμμίζει την επίσημη απόφαση των Λακεδαιμονίων στο συνέδριο της Κορίνθου το 337 π.Χ. να μη συμμετέχουν τότε στην πανελλήνια εκστρατεία. Είναι μία στιγμή εθνικής υπερηφάνειας και ανυψωμένου ηθικού. Αλλά αγνοεί ότι σε 3 χρόνια, το 197 π.Χ. ο κόσμος του θα καταρρεύσει με την ήττα του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας από τα ρωμαϊκά στρατεύματα στις Κυνός Κεφαλές και ότι το 190 π.Χ. θα λάβει χώρα η μάχη της Μαγνησίας, όπου το ελληνιστικό βασίλειο των Σελευκίδων ηττήθηκε από τους Ρωμαίους με τους οποίους συμμάχησε το ελληνιστικό βασίλειο της Περγάμου και οι Ρωμαίοι επικράτησαν. Οι ίδιοι οι Έλληνες της ελληνιστικής περιόδου συνέβαλλαν στα επεκτατικά σχέδια των Ρωμαίων, με τους εμφύλιους πολέμους μεταξύ τους. Κάτι που δεν αναφέρει το 200 π.Χ. το ανώνυμο λυρικό υποκείμενο, το οποίο επιμένει στην ένωση, την ομοψυχία, την ομαδικότητα των Ελλήνων: «εμείς», «πανελλήνιαν», «Κοινήν». Τι συνέβη ως το 1931, όταν ο Καβάφης δημοσιεύει το ποίημα αυτό; Αρχικά, η Ελλάδα διεύρυνε τα σύνορά της. Με το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου υπογράφεται το 1913 η συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα ενσωμάτωσε εδάφη, όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη και νησιά του Αιγαίου. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο o βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν επιθυμούσε να ενταχθεί η Ελλάδα στον πόλεμο ως άλλος «Λακεδαιμόνιος». Στο τέλος αυτού του πολέμου υπογράφεται η συνθήκη των Σεβρών το 1920, με την οποία η Ελλάδα αποκτά νησιά του Αιγαίου, τη Θράκη αλλά και εδάφη ανατολικά και στην Μικρά Ασία: ανατολική Θράκη, Ίμβρο, Τένεδο, την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως άλλος «Μέγας Αλέξανδρος», διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με «εντολή» των Συμμάχων με πρόσχημα την προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την τουρκική αυθαιρεσία, αλλά κυρίως των οικονομικών, εμπορικών, επιχειρηματικών συμφερόντων των Ελλήνων ομογενών παροίκων. Τα ελληνικά στρατεύματα παρελαύνουν το καλοκαίρι του 1920 σε εδάφη εκτός της ζώνης της Σμύρνης, στην ενδοχώρα της Τουρκίας. Το 1921 ο ελληνικός στρατός διασχίζει τον ποταμό Σαγγάριο και φτάνει προ των πυλών της Άγκυρας, όπως στις αλλοτινές μάχες του 4ου αι. π.Χ., 334- 333 π.Χ.: μάχη του Γρανικού, πολιορκία της Μιλήτου, πολιορκία της Αλικαρνασσού, μάχη της Ισσού, πολιορκία της Τύρου, πολιορκία της Γάζας, (αλλά και η κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας 331-330 π.Χ., η υποταγή των ανατολικών σατραπειών 330- 327 π.Χ. και η εκστρατεία στην Ινδία 327-325 π.Χ.). Όμως, το 1922 ο Κεμάλ  Ατατούρκ, επικεφαλής των Νεότουρκων, με ισχυρές πολεμικές επιδρομές καθηλώνει τον ελληνικό στρατό στο Αφιόν Καραχισάρ, ώστε απλώς αμύνεται και εν τέλει διασπάται και συντρίβεται.  Οι Τούρκοι, ως άλλοι «Ρωμαίοι», μπήκαν στην Προύσα και έπειτα στη Σμύρνη. Τα τελευταία τμήματα του ελληνικού στρατού εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, ως άλλο «ελληνιστικό βασίλειο της Περγάμου», αν και σύμμαχοι της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετέστρεψαν την πολιτική τους υπέρ της Τουρκίας και η Ρωσία, επίσης, στράφηκε προς την Τουρκία. Οι χώρες αυτές υπέγραψαν μυστικές συμφωνίες με τους Οθωμανούς, για εφοδιασμό με πυρομαχικά και όπλα. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι των ελληνιστικών βασιλείων, στέρησε από τον ελληνικό στρατό το 1922 έμπειρους αξιωματικούς με τη νέα κυβέρνηση του Δημήτριου Γούναρη. Το 1923 υπογράφεται η συνθήκη της Λωζάνης, με την οποία η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο, την περιοχή της Σμύρνης και της Ζώνης των Στενών, παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, πήρε τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, όπως τον 2ο αι. π.Χ. το 129 π.Χ. τα εδάφη του βασιλείου της Περγάμου οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία, το 64/3 π.Χ. μετατράπηκε το βασίλειό των Σελευκίδων σε ρωμαϊκή επαρχία και το 30 π.Χ. σημειώθηκε το τέλος του πτολεμαϊκού βασιλείου.

Έτσι κι εσύ, σύγκρινε δύο ιστορικές εποχές από μια θέση αποστασιοποιημένη, εφαρμόζοντας την τεχνική της ειρωνείας.

 

  1. Γράψε για λεπτομέρειες, ακόμα και ασήμαντες, που κατορθώνουν να επιβιώσουν, να διατηρηθούν, που αναδύονται, όμως, μέσα από ολίγον (ή όχι) θολές, δυσδιάκριτες μνήμες, π.χ.

 

Μνήμη

 

Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…Μα έτσι εσβήσθη πια (…)

…Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…Α ναι, μαβιά·

ένα σαπφείρινο  μαβί.

Μέρες του 1908

Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά

πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

Αλεξανδρινοί Βασιλεις

ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες

κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

  1. Μην γράφεις ρητά, μη δηλώνεις σαφώς, μην κατονομάζεις τα πράγματα, τις καταστάσεις, τα συναισθήματα κ.α. Μίλησε για κάτι με έμμεσο, πλάγιο τρόπο, ακροθιγώς, «απέξω απέξω». Δώσε κάποιες ενδείξεις, για να σχηματίσει ο αναγνώστης μια παραπάνω υποψία για αυτό που γράφεις. Για παράδειγμα:

 

Εν τη οδώ

 

με κάτι καλλιτεχνικό  στο ντύσιμό του

— τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολάρου —

 

Εδώ με το επίθετο «καλλιτεχνικό» μας κάνει να υποπτευόμαστε «ομοφυλοφιλικό», μια ενδυμασία κωδικοποιημένη ή κάποια στοιχεία πάνω σε αυτήν μαρτυρούσαν, ευρέως ή έστω στους «μυημένους», τον σεξουαλικό προσανατολισμό αυτού που την φορούσε.

 

Εν τω μηνί Αθύρ

 

μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,

πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».

Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.

 

To λυρικό υποκείμενο διαβάζει μια επιτύμβια επιγραφή, ένα απόσπασμά της το οποίο είναι φθαρμένο, ακρωτηριασμένο. Ωστόσο, διασώζεται η ιδιότητα των προσώπων που κατέγραψαν, εγχάραξαν και μετέφεραν στην πέτρα τον πόνο για την απώλεια του νεκρού Λεύκιου:  φίλοι. Αν και τα στοιχεία δεν είναι επαρκή, εικάζουμε από την αποσιώπηση ότι οι γονείς, η οικογένεια, οι συγγενείς ενδεχομένως αγνοούσαν τον θάνατο του  νέου ή ότι ίσως δεν πένθησαν, γιατί λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού είχαν απομακρυνθεί.

 

  1. Σχετικά με τον ρυθμό των στίχων σου, εφάρμοσε τον ίαμβο, δισύλλαβο μετρικό  της νεοελληνικής μετρικής με εναλλαγή άτονης και τονισμένης συλλαβής.
Προηγούμενο άρθροΔύο φιλέλληνες νομάδες (του Φώτη Θαλασσινού)
Επόμενο άρθροΥπάρχει συνέχεια στη ζωή των Πόλεων; (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ