του Σπύρου Κακουριώτη
Σε απόσταση αναπνοής από τις κάλπες, τα καλοκαιρινά βγαίνουν από τις ντουλάπες τους, βαλίτσες και σακίδια περιμένουν τις τελευταίες προσθήκες, η ιδέα της λυτρωτικής επαφής με τη θάλασσα είναι καρφωμένη στο μυαλό ακόμη και όσων αγωνιούν για το αποτέλεσμα των εκλογών. Την απόφασή μας θα την ξανασκεφτούμε από Σεπτέμβρη. Μέχρι τότε, θα περιπλανηθούμε, ακόμη και με τα διαβάσματά μας…
William Dalrymple, Ταξίδι στη σκιά του Βυζάντιου, Μεταίχμιο
Ένα γοητευτικό ταξιδιωτικό αφήγημα, μια περιπλάνηση όχι μονάχα στον γεωγραφικό χώρο αλλά και στον ιστορικό χρόνο αποτελεί το βιβλίο του Γουίλιαμ Νταλρίμπλ, στο οποίο καταγράφει την πορεία του με οδηγό το Λειμωνάριον το παλαιόν του Ιωάννη Μόσχου, ο οποίος μόνασε στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο στα τέλη του 6ου αι. Ακολουθώντας τα βήματα του βυζαντινού μοναχού, ο σκωτσέζος συγγραφέας περιηγείται στις περιοχές που υπήρξαν, την περίοδο της επέκτασης του Ισλάμ, η μεθόριος ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς: Νοτιοανατολική Τουρκία, Συρία, Λίβανος, Αίγυπτος. Το ταξίδι του, που διήρκεσε έξι μήνες, πραγματοποιήθηκε το 1994, συνεπώς περιγράφει έναν κόσμο που έχει εν πολλοίς μεταβληθεί σχεδόν εξολοκλήρου, μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τη δεύτερη αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, τον εμφύλιο στη Συρία, την Αραβική Άνοιξη και την κατάπνιξή της στην Αίγυπτο. Το ενδιαφέρον του για τις χριστιανικές μειονότητες είναι δεδομένο (ο ίδιος είναι καθολικός), όπως και η ψυχρά ουδέτερη στάση του απέναντι στο Ισλάμ. Όμως, μέσα από τις σελίδες του καταφέρνει να αποδώσει την πολυπλοκότητα και τις δεκάδες αποχρώσεις αυτού του προχαλκηδόνιου μεθοριακού κόσμου και των υλικών καταλοίπων του πολιτισμού του. Ενός κόσμου που ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στην επιβίωση και την εξαφάνιση, συχνά πληρώνοντας το τίμημα της σχετικής του ευημερίας και της (πραγματικής ή εικαζόμενης) ταύτισής του με τη χριστιανική Δύση.
Νίκος Βατόπουλος, Μικροί δρόμοι της Αθήνας, Μεταίχμιο
Συστηματικά, εδώ και αρκετά χρόνια, ο Νίκος Βατόπουλος αναβιώνει το ευγενές δημοσιογραφικό είδος της «αθηναιογραφίας», στο οποίο διέπρεψαν με τα χρονογραφήματά τους και τα βιβλία τους λόγιοι όπως ο Δημήτριος Καμπούρογλου, ο Δημήτριος Σκουζές ή ο Κώστας Μπίρης και οι πιο σύγχρονοι Γιάννης Καιροφύλλας ή Τάκης Ψαράκης. Ψήγματα ιστορίας, αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές αποτυπώσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές διασώζονται χάρη σε αυτό το, περιφρονημένο σήμερα, είδος δημοσιογραφίας –πληροφορίες που μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε, λ.χ., τοπωνύμια που διαφορετικά θα ήταν για πάντα χαμένα. Όμως ο Νίκος Βατόπουλος, στις δικές του περιπλανήσεις στους δρόμους της Αθήνας, δεν συνεισφέρει μονάχα στον εμπλουτισμό του αποθέματος πληροφοριών για τον μέλλοντα ιστορικό. Πολύ περισσότερο, μέσα από την διεισδυτική ματιά του flâneur, καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη του την ποίηση της πόλης, των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, των αγνοημένων δρομίσκων, των παρηκμασμένων σήμερα δειγμάτων ενός κάποτε αισιόδοξου και ορμητικού μοντερνισμού. Σε αυτό το δεύτερο αθηναιογραφικό του έργο, ο συγγραφέας εγκαταλείπει τους μεγάλους δρόμους της πρωτεύουσας και, πάντα προσεκτικός και ευαίσθητος παρατηρητής, τρυπώνει στα μικρά και ξεχασμένα της στενά, για να ανασύρει μέσα από αυτά πλήθος οξυδερκείς σημειώσεις, που συνοδεύονται από κατατοπιστικές φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος.
Χρίστος Ζαφείρης, Η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών, Επίκεντρο
Για τους σεφαραδίτες εβραίους υπήρξε η «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», για τους έλληνες το κατεξοχήν πολεμικό λάφυρο στο δρόμο για την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, όμως η Θεσσαλονίκη υπήρξε για πέντε ολόκληρους αιώνες η σημαντικότερη οθωμανική πόλη στην Ευρώπη. Μια πόλη όπου δοκιμάστηκαν οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επίκεντρο της επανάστασης των Νεότουρκων, λίκνο των ονείρων για την καλλιέργεια ενός οθωμανικού πατριωτισμού, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Το 1924, η πόλη έχασε τους μουσουλμάνους κατοίκους της. Το 1943 τους εβραίους. Στη θέση τους απέμειναν τα φαντάσματα, όπως αποκαλεί ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ την απωθημένη μνήμη της ετερότητας, που στοιχειώνει ακόμη και σήμερα τη Θεσσαλονίκη. Τα υλικά κατάλοιπα αυτής της απωθημένης μνήμης, έτσι όπως αποτυπώνονται στον ιστό της πόλης, στις γειτονιές και τα μνημεία της, αναζητεί ο Χρίστος Ζαφείρης στους ιστορικούς και περιηγητικούς οδηγούς του. Τη Θεσσαλονίκη των Εβραίων έρχεται τώρα να συμπληρώσει Η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών, ένας πλούσια εικονογραφημένος οδηγός, που επιχειρεί μια περιδιάβαση στην οθωμανική ιστορία της πόλης, την κοινωνία και την κουλτούρα της, τις τούρκικες γειτονιές της, την αρχιτεκτονική κληρονομιά που διασώθηκε από τη μισαλλοδοξία των νικητών απέναντι σε κάθε στοιχείο πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας, καθώς και τα οθωμανικά κατάλοιπα σε μουσεία και αρχειακές συλλογές της πόλης –είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει ούτε ένα μουσείο αφιερωμένο εξολοκλήρου στην οθωμανική κληρονομιά της πόλης. Ο οδηγός του Χρίστου Ζαφίρη συμπληρώνεται με ένα κεφάλαιο για τους ντονμέδες (τους εξισλαμισμένους εβραίους) και τα δικά τους αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καθώς και ένα ακόμη για τα Γιαννιτσά, την ιερή πόλη των μουσουλμάνων, και το πλούσιο κτιριακό απόθεμα που ακόμη διατηρείται.
Βαγγέλης Δ. Πανταζής, Χάρτες και ιδεολογίες. Οι προσανατολισμοί των χαρτών και οι τύχες των λαών, Στερέωμα
Οι χάρτες αποτελούν, άραγε, απλές αφαιρέσεις, «αντικειμενικές» δισδιάστατες απεικονίσεις μιας τρισδιάστατης πραγματικότητας; Είναι απλώς ένα ιδεολογικά ουδέτερο «εργαλείο»; Τότε γιατί ο Βορράς βρίσκεται πάντα «επάνω» και ο Νότος «κάτω»; Γιατί η Ευρώπη τοποθετείται πάντα στο κέντρο των επίπεδων απεικονίσεων; Έτι περαιτέρω, γιατί η Βόρεια Αμερική παρουσιάζεται πολύ μεγαλύτερη από την Αφρική, ενώ στην πραγματικότητα είναι μικρότερη; Άλλες εναλλακτικές απεικονίσεις δεν είναι, άραγε, δυνατές; Τι συνέβαινε σε άλλες εποχές; Τι επιπτώσεις είχε αυτό στη συνείδηση, τη στάση και τη δράση των ανθρώπων; Ερωτήματα όπως τα παραπάνω, τα οποία υποδηλώνουν ότι η χαρτογραφία, πέρα από «τεχνική», αποτελεί φορέα ιδεολογίας και μέσο άσκησης εξουσίας, απασχόλησαν τον ιστορικό Β. Πανταζή (1947-2017) στη μελέτη του αυτή, στην οποία εξετάζεται η γένεση της χαρτογραφίας και η σύνδεσή της με τις ιδεολογίες κυριαρχίας που διαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο. Πρόκειται για επεξεργασμένη επανέκδοση (α’ έκδοση: Κάλβος 1989), που δυστυχώς δεν πρόλαβε να πάρει στα χέρια του όσο ζούσε.
Νίκος Σαραντάκος, Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα, ΕΑΠ
Έχασε, άραγε, η ελληνική τη θέση της επίσημης γλώσσας των ΗΠΑ για μία ψήφο; Είναι η γλώσσα μας η αρχαιότερη στον κόσμο; Περιλαμβάνουν τα αρχαία ελληνικά 5 εκατομμύρια λέξεις; Στα νέα ελληνικά προφέρουμε διαφορετικά τα μακρά απ’ ό,τι τα βραχέα; Πάνω απ’ όλα, κινδυνεύει η γλώσσα μας με εξαφάνιση και, αν ναι, ποιοι την επιβουλεύονται; Στα κείμενά του, που συγκεντρώνονται σε αυτό το ολιγοσέλιδο τομίδιο, ο Νίκος Σαραντάκος ασχολείται με 25 από τους γνωστότερους και με τη μεγαλύτερη διάδοση μύθους που κυκλοφορούν (στο Διαδίκτυο, στις εφημερίδες και στον δημόσιο λόγο), αποδομώντας τους με επιστημονικό, αλλά ταυτόχρονα καυστικό και συχνά παιγνιώδη, τρόπο. Οι μύθοι τους οποίους ανασκευάζει ο συγγραφέας διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία ανάγονται στον πυρήνα του εθνικιστικού λόγου: ο «περιούσιος λαός», τον οποίο επιβουλεύονται οι «άλλοι», κινδυνεύει από «παρακμή», η οποία νοείται σε σύγκριση με ένα μυθικό παρελθόν (αρχαία ελληνική γλώσσα). Όσο εξωφρενικοί κι αν είναι οι μύθοι αυτοί, η έγκαιρη αποδόμησή τους, η κατάδειξη του ανορθολογικού χαρακτήρα και των ανακολουθιών τους, αποτελεί αδήριτη ανάγκη, προτού εγκατασταθούν για τα καλά, διεκδικώντας καθεστώς αυταπόδεικτης αλήθειας –άλλωστε πολλοί από τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής «ανδρώθηκαν» στα στάσιμα νερά της αρχαιολατρίας… Με το μικρό αυτό βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου εγκαινιάζεται η σειρά «96 plus» των εκδόσεων του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, που περιλαμβάνει κείμενα παρέμβασης σε ζητήματα αιχμής ή χρηστικά εισαγωγικά κείμενα για επιστημονικά αντικείμενα που ενδιαφέρουν ένα ευρύτερο κοινό, τα οποία καταλαμβάνουν περίπου 96 σελίδες.
Φώτης Μπαρούτσος, Αναγέννηση: Η ιστορία μιας έννοιας, Εστία
Η Αναγέννηση αποτελεί μία από τις πλέον ισχυρές έννοιες στην ιστορία της πρώιμης νεότερης Ευρώπης ή στην ιστορία της τέχνης. Πρωτοδιατυπωμένη από τον Βαζάρι τον 16ο αιώνα, προκειμένου να χαρακτηρίσει την αναβίωση της τέχνης, ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβανόμαστε σήμερα καθιερώθηκε από τον ελβετό ιστορικό Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, στα μέσα του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζοντας μια διακριτή ιστορική περίοδο, η οποία ταυτίζεται με την εμφάνιση της νεωτερικότητας και της εξατομίκευσης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μπούρκχαρτ εννοιολόγησε την Αναγέννηση προϋπέθετε, αντίστοιχα, και τη νοηματοδότηση των αιώνων που προηγήθηκαν, από το τέλος της ύστερης αρχαιότητας μέχρι την Αναγέννηση, δηλαδή τον Μεσαίωνα. Με τον τρόπο αυτό, συγκροτείται το εξαιρετικά μακρόβιο τριμερές σχήμα, που κατατέμνει τον ιστορικό χρόνο σε αρχαιότητα, μεσαίωνα και νεότερους χρόνους. Οι έννοιες που υιοθετούμε δεν είναι ποτέ «ουδέτερες»· αντίθετα, δημιουργούν «καθεστώτα αλήθειας», τρόπους κοινωνικά προσδιορισμένους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, με επιπτώσεις ευρύτερες απ’ όσες εκ πρώτης όψεως αντιλαμβανόμαστε. Στη μικρή μελέτη του, ο ιστορικός Φώτης Μπαρούτσος αναλύει υποδειγματικά τον τρόπο με τον οποίο έκανε την εμφάνισή της η έννοια της Αναγέννησης, το περιεχόμενο που κατά καιρούς δόθηκε σε αυτήν, καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές που συνδέθηκαν με την εποχή, αλλά και τις αμφισβητήσεις που δέχεται από τη σύγχρονη ιστοριογραφία το «τριμερές» σχήμα που συνεπάγεται η καθιερωμένη εννοιολόγησή της. Η μελέτη, που εντάσσεται στη «Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων της Εστίας, ολοκληρώνεται με ενδεικτική βιβλιογραφία για τον αναγνώστη που θα επιθυμούσε να εμβαθύνει στο θέμα.
Γιάννης Πρετεντέρης, Ο δικομματισμός στην Ελλάδα (1977-2012), Εστία
Σε μία άλλη έννοια, από τον χώρο της πολιτικής επιστήμης, αυτήν του δικομματισμού, αναφέρεται στη δική του συμβολή στη σειρά «Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη», ο δημοσιογράφος Γιάννης Πρετεντέρης. Στόχος του ολιγοσέλιδου βιβλίου του η αφήγηση της εμπέδωσης του δικομματικού συστήματος στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1977-2012. Μολονότι ο συγγραφέας, στο σύντομο βιογραφικό του, αναφέρει αναλυτικά τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές, ξεκαθαρίζει, στην εισαγωγή του, ότι η πραγμάτευσή του γίνεται με την ιδιότητα του δημοσιογράφου πρώτης γραμμής, καθώς είχε «το προνόμιο να ζήσω τα περισσότερα από όσα γράφω». Αυτό από μόνο του δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, ασφαλώς, αν δεν επέλεγε να κάνει απλώς μια δημοσιογραφική καταγραφή, γεγονοτολογικού χαρακτήρα, των εκλογικών αναμετρήσεων της υπόψη περιόδου, από την οποία απουσιάζει οποιαδήποτε προσπάθεια ιστορικοποίησης και αιτιακής σύναψης των δικομματικών τάσεων της προδικτατορικής περιόδου με τον ώριμο δικομματισμό της μεταπολίτευσης ή, πολύ περισσότερο, της επίδρασης του εθνικού διχασμού και των άλλων διαιρετικών τομών που χαρακτήρισαν την ελληνική πολιτική ιστορία στη διαμόρφωση του δικομματικού συστήματος. Εξίσου απούσα και κάθε προσπάθεια θεωρητικής εννοιολόγησης των όσων διαλαμβάνονται στην αφήγηση, πέρα από μια συντομότατη καταλογογράφηση των ειδών δικομματικών συστημάτων που καταγράφονται παγκοσμίως, ενώ η προτεινόμενη βιβλιογραφία είναι πενιχρότατη και ενδεχομένως αποπροσανατολιστική για όποιον θα επιθυμούσε να εμβαθύνει στο θέμα. Συνεπώς, εύλογα αναρωτιέται ο αναγνώστης ποια ήταν τα κριτήρια με βάση τα οποία οι επιμελητές (Νίκος Καραπιδάκης και Κώστας Κωστής) επέλεξαν να εντάξουν ένα ανάλογο δημοσιογραφικό πόνημα σε μια σειρά υψηλής εκλαΐκευσης, που επιδιώκει να εξοικειώσει το κοινό της με βασικές ιστορικές έννοιες και περιόδους.
Ian Buruma, Έτος μηδέν. Μια ιστορία του 1945, Θύραθεν
Τα θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου άρχισαν να τίθενται πολύ πριν σιγήσουν τα όπλα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πριν καν κριθεί η έκβασή του. Το 1945, τη χρονιά που οι Σύμμαχοι βρέθηκαν νικητές στο Βερολίνο (και στο Τόκιο), θεωρήθηκε από νωρίς, από την εποχή που ο Ροσελίνι κινηματογραφούσε τα χαλάσματα της Γερμανίας, ως «έτος μηδέν». Η Ευρώπη, κατεστραμμένη από τη ναζιστική κατοχή και τα απάνθρωπα σχέδια για μια φυλετική «νέα τάξη», κείτονταν σε ερείπια, έχοντας να διαχειριστεί όχι μονάχα ζητήματα οικονομικής ανασυγκρότησης, αλλά τα πολύ πιο άμεσα προβλήματα της πείνας, του επαναπατρισμού εκατομμυρίων εκτοπισμένων και της υποδοχής εκατομμυρίων γερμανόφωνων μειονοτικών που εκδιώκονταν κακήν κακώς από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Αλλά επίσης τις εμφύλιες συγκρούσεις και το ζήτημα της εξουσίας που έθεσε η απονομιμοποίηση των προπολεμικών και δωσιλογικών καθεστώτων, της απόδοσης δικαιοσύνης τόσο στους συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων όσο και στους πρωτεργάτες του αιματηρότερου πολέμου του 20ού αιώνα. Τέλος, το ζήτημα της «αναμόρφωσης» των ηττημένων, μέσω της αποναζιστικοποίησης και της εισαγωγής δημοκρατικών θεσμών και νοοτροπιών, στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Όμως το 1945 οι ηγεσίες και οι λαοί της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου δεν είχαν να επιλύσουν μονάχα προβλήματα του παρελθόντος, αλλά καλούνταν να οραματιστούν το μέλλον, ένα μέλλον που όφειλε να μην έχει καμία σχέση με το προπολεμικό παρελθόν, προκειμένου ο κόσμος να μη γνωρίσει «ποτέ ξανά» κάτι παρόμοιο. Το κοινωνικό κράτος, η διεθνής διακυβέρνηση και η αποαποικιοποίηση υπήρξαν από τα βασικότερα στοιχεία αυτών των οραματισμών. Ο ιστορικός Ίαν Μπούρουμα, μολονότι στην αφήγησή του περιορίζεται σε αυτό το κρίσιμο έτος, καλείται να διαχειριστεί ένα αχανές υλικό –και το κάνει με τρόπο γοητευτικό, εντάσσοντας στον ορίζοντά του τις απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτές τις προκλήσεις όχι μονάχα στην Ευρώπη αλλά και στην Ασία, με επίκεντρο την Ιαπωνία και την Κίνα, στοιχείο που αποτελεί ένα μεγάλο πλεονέκτημα της εκτεταμένης τοιχογραφίας που φιλοτεχνεί.
Saul Friedländer, Σκέψεις για τον ναζισμό, Πόλις
Ο Σαούλ Φριντλέντερ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ιστορικούς του Ολοκαυτώματος. Το συνθετικό του έργο Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι (Πόλις, 2013) θεωρείται σήμερα θεμελιώδης συμβολή στην ιστοριογραφία για την εβραϊκή γενοκτονία κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Γεννημένος στην Πράγα το 1932, κατέφυγε με την οικογένειά του στο Παρίσι και, μετά την γερμανική εισβολή, παραδόθηκε σε ένα καθολικό σχολείο, ενώ οι γονείς του εξοντώθηκαν στο Άουσβιτς. Αυτός είναι και ο λόγος που, ως ερευνητής, αρχικά απέφυγε να ασχοληθεί με τη Σοά· με τη σχετική ιστοριογραφία θα συναντηθεί σχετικά νωρίς, αρχικά όμως χωρίς να το επιδιώκει. Στη συνέχεια όμως, θα συμμετάσχει ενεργά στις ιστοριογραφικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις γύρω από τα ζητήματα του Ολοκαυτώματος και της μνήμης του, ένα μέρος των οποίων αποτυπώνεται στις σελίδες αυτής της μακράς σειράς αυτοβιογραφικών συνεντεύξεών του στον δημοσιογράφο, ειδικευμένο στον κινηματογράφο, Στεφάν Μπου. Ο Σαούλ Φριντλέντερ σχολιάζει τις θέσεις ιστορικών και άλλων στοχαστών σχετικά με το Ολοκαύτωμα, όπως την αντίληψη της Χάννα Άρεντ για την «κοινοτοπία του κακού», την πρωτοποριακή συμβολή του Ραούλ Χίλμπεργκ, αλλά και τις κατοπινότερες τοποθετήσεις του Μάρτιν Βάλζερ ή του Ερνστ Νόλτε, που επιχειρούσαν να αποσείσουν την ενοχή της Γερμανίας για την εβραϊκή γενοκτονία. Ο Φριντλέντερ, ο οποίος τάσσεται ενάντια στην εργαλειοποίηση του Ολοκαυτώματος από την ισραηλινή δεξιά, για την οποία αποτέλεσε «ιδεολογικό όπλο» ήδη από την επομένη του Πολέμου των Έξι Ημερών, θεωρεί πως οι ευρωπαϊκές –και όχι μόνο– κοινωνίες θα πρέπει να υπερβούν, αφενός, την ανάγκη για λήθη, αλλά και, αφετέρου, τη διάθεση για υπερβολική μνήμη, αναδεικνύοντας την ανάγκη μιας ηθικής στάσης και μιας πολιτικής εγρήγορσης απέναντι στο ναζιστικό φαινόμενο.
Κωνσταντίνος Ζαγάρας, Η κατάρρευση του «υπαρκτού» και η διάσπαση του ΚΚΕ, Θεμέλιο
Τριάντα σχεδόν χρόνια συμπληρώνονται από την τελευταία μεγάλη διάσπαση του ΚΚΕ, εκείνη που συνέβη σχεδόν… σε ζωντανή μετάδοση, κατά τη διάρκεια του 13ου Συνεδρίου του κόμματος, τον Φεβρουάριο του 1991 και όσων εξελίξεων πυροδοτήθηκαν μέσα στους επόμενους λίγους μήνες. Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτήθηκαν, αφενός, από τη μετατροπή του Συνασπισμού της Αριστεράς σε ενιαίο κομματικό φορέα, στον οποίο παρέμειναν οι αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ «ανανεωτικοί» και, αφετέρου, από την προϊούσα απομόνωση και περιχαράκωση του ΚΚΕ, υπό την ηγεσία της Αλέκας Παπαρήγα. Όπως και οι προηγούμενες διασπάσεις, έτσι και αυτή πραγματοποιήθηκε υπό την επίδραση των κοσμοϊστορικών εξελίξεων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με την πτώση του Τείχους και την διάλυση της ΕΣΣΔ. Στη μελέτη του, ο Κ. Ζαγάρας επιχειρεί να ανιχνεύσει τη μακρά πορεία που οδήγησε στη διαμόρφωση δύο διακριτών τάσεων στο εσωτερικό του «μονολιθικού» ΚΚΕ, αλλά και τα αίτια που οδήγησαν σε αυτό το μεγάλο και τραυματικό γεγονός για το κόμμα και τα μέλη του. Πρόκειται για μια πορεία που ξεκινά από τη συγκρότηση μιας διακριτής ομάδας από τον Χαρίλαο Φλωράκη μέσα στις φυλακές, κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, που θα τον οδηγήσει σταδιακά να αναλάβει την ηγεσία του ΚΚΕ. Παράλληλα, εξετάζει τη δράση του κόμματος κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και τα ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα που διαμορφώνονται στο εσωτερικό του, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση δύο διαφορετικών τάσεων κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, που θα πρωταγωνιστήσουν στη σκληρή εσωκομματική σύγκρουση. Η μελέτη, πέρα από εκτεταμένη βιβλιογραφική τεκμηρίωση, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πρωτογενείς μαρτυρίες ανθρώπων που ενεπλάκησαν στα γεγονότα, αποτυπώνοντας με τον τρόπο αυτό το κλίμα της περιόδου και μέσα από τη ματιά των πρωταγωνιστών τους. Η έρευνα του Κ. Ζαγάρα, που εντάσσεται στην πολύ καλή σειρά «Μεταπολίτευση» των εκδόσεων Θεμέλιο, αποτελεί μία από τις ελάχιστες μελέτες για μια κομβική στιγμή της ιστορίας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, για την οποία, όπως παρατηρεί στον πρόλογό του ο καθηγητής Ηλίας Νικολακόπουλος, απουσιάζουν ακόμη και αυτοβιογραφικές ή δημοσιογραφικές προσεγγίσεις.
Χρήστος Χαλαζιάς – Γρηγόρης Λαμπράκης, Η δολοφονία του Λαμπράκη και το παρακράτος, Παπαζήσης
Είναι κοινή η πεποίθηση των ιστορικών ότι η καύση των φακέλων, το 1989, υπήρξε μια ολέθρια απόφαση, που στέρησε από την ιστοριογραφία ένα ανεκτίμητο πλήθος πληροφοριών και τεκμηρίων, που θα μας επέτρεπαν τη σύνθεση μιας μεγάλης κλίμακας κοινωνικής «προσωπογραφίας» του ελληνικού αριστερού κινήματος. Είναι σχεδόν εξίσου κοινή η αντίληψη ότι οι 3.000 περίπου φάκελοι επωνύμων, που διασώθηκαν είτε γιατί παραδόθηκαν στους ίδιους ή τους συγγενείς τους είτε γιατί διαφυλάχθηκαν, για ιστορικούς λόγους, στα αρχεία της αστυνομίας, μπορούν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις μας για τους μηχανισμούς παρακολούθησης και καταστολής, δεν έχουν όμως να προσθέσουν κάτι σε όσα ήδη γνωρίζουμε για το αντικείμενο της παρακολούθησης, δηλαδή τα πολιτικά στελέχη της αριστεράς που αφορούν. Η δημοσίευση του φάκελου του Γρηγόρη Λαμπράκη, του βουλευτή της ΕΔΑ που δολοφονήθηκε τον Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη, όπως διασώθηκε στα χέρια του γιου του, Γρηγόρη, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη. Στην ανά χείρας έκδοση δημοσιεύεται μια εκτεταμένη εισαγωγή για τον αγωνιστή της ειρήνης, τη δολοφονία του από το παρακράτος και τις προσπάθειες συγκάλυψης που ακολούθησαν, ενταγμένη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της συγκρότησης των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών παρακολούθησης και καταστολής στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Στη συνέχεια, αναδημοσιεύονται φωτογραφικά τα τεκμήρια που περιλαμβάνονται στον ογκώδη φάκελο που διατηρούσε η Κρατική Ασφάλεια για τον βουλευτή της αριστεράς, ο οποίος συνέχισε να ενημερώνεται επί αρκετά χρόνια μετά τη δολοφονία του –τουλάχιστον μέχρι το 1968.
Νίκος Πουλαντζάς, Κράτος, κοινωνικές τάξεις, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, Παπαζήσης
Εμβληματικός στοχαστής στο χώρο του «αριστερού ευρωκομμουνισμού», ο Νίκος Πουλαντζάς υπήρξε ένας από τους κυριότερους ανανεωτές της μαρξιστικής θεωρίας περί κράτους, ίσως ο τελευταίος σημαντικός μαρξιστής θεωρητικός, πριν οι μεταστρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις θέσουν εκποδών τις κλασικές, έως τότε, μαρξιστικές επεξεργασίες στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής θεωρίας. Έκτοτε, η ενασχόληση με το έργο του Νίκου Πουλαντζά γνώρισε σημαντική υποχώρηση, για να επανέλθει και πάλι στην επικαιρότητα, τουλάχιστον στη χώρα μας, όταν τα ζητήματα του κράτους και της διαχείρισής του βρέθηκαν στο επίκεντρο του προβληματισμού της αριστεράς. Σήμερα, 40 χρόνια μετά την τραγική αυτοκτονία του στο Παρίσι, έρχεται στο φως ένα ανέλπιστο ντοκουμέντο, τα μαθήματα που έδωσε στην Πάντειο, στις αρχές του 1977, τα οποία απευθύνονταν σε ένα φοιτητικό κοινό το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τις έννοιες που ο ίδιος χρησιμοποιούσε στο έργο του. Έτσι, τα κείμενα αυτά, που διασώθηκαν χάρη στη μαγνητοφώνηση των διαλέξεων του Νίκου Πουλαντζά από τον Παντελή Βιρβιδάκη, σήμερα διευθυντή του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», λειτουργούν ως εισαγωγή στις βασικές έννοιες τις οποίες πραγματεύεται στο έργο του ο Πουλαντζάς: το κράτος, τις κοινωνικές τάξεις, τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό –και μάλιστα με τρόπο περισσότερο εύληπτο απ’ όσο στα γραπτά του κείμενα, όπως σημειώνει στη μαρτυρία του ο Π. Βιρβιδάκης. Ο τόμος συμπληρώνεται με εκτεταμένα προλεγόμενα του Γιώργου Κοντογιώργη, ενώ η συμπερίληψη ενός cd με τις αυθεντικές ηχογραφήσεις των διαλέξεων δίνουν στην έκδοση, πέραν όλων των άλλων, και τον χαρακτήρα ιστορικού τεκμηρίου.
Ηρακλής Μήλλας (επιμ.), Ο «αθώος» εθνικισμός, Αλεξάνδρεια
Υπάρχει «αθώος» εθνικισμός; Για χρόνια ακούμε πως «εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε εθνικιστές», «δεν είμαστε ρατσιστές», «στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντισημιτισμός» κ.λπ. Κι όμως, στις έρευνες κοινής γνώμης, οι καταφατικές απαντήσεις στην άποψη ότι «ζούμε στην καλύτερη χώρα του κόσμου», ότι «οι Έλληνες είναι ο καλύτερος λαός του κόσμου» συγκεντρώνουν ποσοστά ρεκόρ. «Τι το κακό υπάρχει στην περηφάνια για την εθνική ταυτότητα;» θα απαντήσει κάποιος. «Συνιστά αυτό επιθετικό εθνικισμό; Στρέφεται ενάντια σε κάποιον;» Σε αυτήν την αφανή, φυσικοποιημένη κοινωνική συναίνεση γύρω από την εθνική ταυτότητα, μέσα από την οποία καλλιεργούνται, ενισχύονται και αναπαράγονται, εξ απαλών ονύχων, τα εθνικιστικά στερεότυπα και διαιωνίζεται ο διαχωρισμός «εμείς/οι άλλοι», αποτελεί το γόνιμο έδαφος για την εκκόλαψη και την ενδεχόμενη γιγάντωση επιθετικών, ξενοφοβικών και ρατσιστικών στάσεων και συμπεριφορών, ενδεχομένως και ανάλογων πολιτικών προγραμμάτων. Οι συγγραφείς, πέντε έλληνες και επτά τούρκοι, που συμμετέχουν στον ανά χείρας τόμο, ανιχνεύουν ακριβώς αυτό το έδαφος όπου κυριαρχούν τα στερεότυπα, εξετάζοντας ο καθένας και η καθεμιά τον «δικό τους» εθνικισμό (ή μελετώντας συγκριτικά τους δύο αντίπαλους εθνικισμούς), σε πεδία τόσο «αθώα» όπως οι γελοιογραφίες, τα παιδικά βιβλία, οι τηλεοπτικές σειρές, οι εικονογραφήσεις χαρτονομισμάτων, τα τοπωνύμια, ο αθλητισμός, τα τραγούδια και οι χοροί και, φυσικά, η θρησκεία. Μέσα από τα κείμενά τους αναδεικνύονται οι εικόνες για τον «εθνικό εαυτό» και τον «εθνικό άλλο» και ο τρόπος μέσα από τον οποίο κατασκευάζονται και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, επισημαίνοντας τις ομοιότητες αυτού του μηχανισμού παραγωγής στερεοτύπων. Τελικά, φαίνεται πως οι εθνικισμοί, «αθώοι» ή μη, δεν διαφέρουν και τόσο όσο θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι εθνικιστές…
Κατερίνα Ρωμιοπούλου, Συμβίωση με τον Μινώταυρο, Ποταμός
Μια πορεία 40 ετών, που την έφερε από τη γενέθλια Αλεξανδρούπολη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, ανοίγοντάς της, στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, τις πόρτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, κι από εκεί, μετά από μακρά ευδόκιμη υπηρεσία, επικεφαλής της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καταγράφει η Κατερίνα Ρωμιοπούλου στη μαρτυρία της, που φέρει τον υπότιτλο «Αναμνήσεις από τη ζωή μιας αρχαιολόγου». Ποιος όμως είναι ο Μινώταυρος του τίτλου; Δύσκολα θα γελαστεί ο αναγνώστης: πρόκειται για τις δυσλειτουργίες, τις στενόμυαλες νοοτροπίες, τις πελατειακές μικρότητες που κυριαρχούν στη δημόσια υπηρεσία, δυσκολεύοντας –μέχρι σημείου εκμηδένισης– την παραγωγή έργου από ανθρώπους που και ικανότητες έχουν και διάθεση να προσφέρουν. Βαθύς αυταρχισμός, μισογυνισμός (μολονότι σήμερα οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, η πρόσληψη τους επετράπη μόλις το 1955!), χαφιεδισμός στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, και μάλιστα από θεωρούμενους τότε κορυφαίους αρχαιολόγους, αποτέλεσαν τη μετεμφυλιακή κληρονομιά που, μετά τη Μεταπολίτευση, αντικατέστησε, με τις δικές του παθογένειες, ένα κομματικό πελατειακό σύστημα. Η αυτοβιογραφική μαρτυρία της Κατερίνας Ρωμιοπούλου έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε σχεδόν καμία συστηματική μελέτη της υπηρεσίας εκείνης που διαχειρίζεται το πλέον «βαρύ» πολιτισμικό απόθεμα της χώρας, η διαχείρισή του οποίου διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εθνική ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους.
Alexander S. Neill, Θεωρία και πράξη της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης: Το παράδειγμα του Summerhill, Κουκκίδα
Όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα ελληνικά, το μακρινό 1972, μέσα στη δικτατορία, το έργο του Αλεξάντερ Νηλ (1883-1973), μέσα από την παρουσίαση της εμπειρίας του Σάμμερχιλ, του ελεύθερου σχολείου που είχε ιδρύσει και διεύθυνε ο ίδιος από το 1921, εντάχθηκε αμέσως μέσα στο πλατύ εκείνο ρεύμα αναγνωσμάτων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τροφοδοτούσαν την αμφισβήτηση του ανελεύθερου χουντικού καθεστώτος στον χώρο της νεολαίας. Η αντιαυταρχική εκπαίδευση που υπεράσπιζε ο Νηλ ήταν, εκείνα τα χρόνια, μια μετωνυμία για την αντίθεση στον αυταρχισμό της δικτατορίας. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οπότε οι ιδέες του γνώρισαν ευρύτερη διάδοση, πυροδότησαν τους προβληματισμούς για μια άλλη, πραγματικά δημοκρατική εκπαίδευση, μέσα σε ένα κλίμα θετικό στους κοινωνικούς πειραματισμούς. Οι ιδέες και η πρακτική του Νηλ, που στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970 φάνταζαν συνώνυμες της… επιστημονικής φαντασίας, αφού όχι μονάχα κάθε σωματική τιμωρία απαγορευόταν αλλά και οι μαθητές είχαν την επιλογή να παρακολουθήσουν μαθήματα ή να βγουν έξω από την τάξη και να παίξουν, ενώ είχαν και δικαίωμα ψήφου στις συναντήσεις όπου αποφασίζονταν οι σχολικοί κανόνες. Πολύ γρήγορα το όραμα για ένα δημοκρατικό σχολείο συνετρίβη κάτω από την απαίτηση για αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και την προϊούσα διάλυση που επέφερε σε όλες εκείνες τις βαθμίδες που δεν επηρεάζονταν από τον υπέρτατο στόχο των πανελληνίων εξετάσεων. Όμως το Σάμμερχιλ παραμένει ακόμη σε λειτουργία, σχεδόν 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Το ίδιο και οι ιδέες του Νηλ για την αντιαυταρχική εκπαίδευση, συνεχίζουν να αποτελούν τροφή για έναν γόνιμο προβληματισμό, με στόχο ένα δημοκρατικό σχολείο που θα προωθεί τις αξίες της ελευθερίας, της αποδοχής, της αγάπης…