του Σπύρου Κακουριώτη
Κωνσταντίνος Γ. Τασσάς, Ο τελευταίος ήρωας του θρυλικού αντιτορπιλικού «Αδρίας» L-67 Γιώργος Τασσάς, Gutenberg
Μολονότι ο τίτλος του «ήρωα» αποδίδεται από τον γιο-συγγραφέα στον βιογραφούμενο πατέρα του, ο χαρακτηρισμός ίσως να μην μπορεί να αποδώσει σε όλο τους το εύρος τα χαρακτηριστικά μιας πράγματι «μυθιστορηματικής» ζωής, που ξεκινά από τις θάλασσες του Αιγαίου για να διατρέξει τα πέρατα του κόσμου, τις πιο πολλές φορές υπό συνθήκες απηνούς κατατρεγμού. Ο Γιώργος Τασσάς, που πέθανε τον Φεβρουάριο του 2018, σε ηλικία 92 ετών, ήταν ο τελευταίος επιζών του πληρώματος του αντιτορπιλικού «Αδρίας», που το 1943 προσέκρουσε σε νάρκη κοντά στην Κάλυμνο, με αποτέλεσμα να χάσει την πλώρη του. Βαριά τραυματισμένο το σκάφος, μετά από πρόχειρες επισκευές στις τουρκικές ακτές, κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια έπειτα από ταξίδι μιας εβδομάδας, όπου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τις εκεί ελληνικές δυνάμεις. Ο ήρωας του βιβλίου ήταν τότε 17 ετών· γεννημένος στις Οινούσσες, από ναυτική οικογένεια που είχε καταστραφεί οικονομικά μετά το 1922, ανιψιός του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, το 1942 κατατάχτηκε εθελοντικά στο Ναυτικό της Μέσης Ανατολής. Η στράτευση του στην Αριστερά τον οδήγησε το 1948 στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού κι από εκεί, μετά την ήττα, στην πολιτική προσφυγιά στο Ουζμπεκιστάν της Σοβιετικής Ένωσης. Εκεί, μολονότι απόφοιτος δημοτικού σχολείου, κατάφερε να σπουδάσει και να γίνει ένας σπουδαίος μηχανικός φραγμάτων και υδροηλεκτρικών σταθμών. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1964, όμως η ελεύθερη ζωή του κράτησε μόλις τρία χρόνια. Η επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών σήμαινε καινούργιους κατατρεγμούς, αλλά και φυλακές, για τον ήρωα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Την περιπέτεια αυτής της ζωής, που εκτυλίσσεται στα πέρατα του κόσμου, όπου ο Γιώργος Τασσάς θα γνωριστεί με σπουδαίες προσωπικότητες της πολιτικής και της διανόησης, αναπλάθει με γλαφυρό τρόπο ο Κωνσταντίνος Τασσάς, οδηγώντας τον αναγνώστη στα βήματα μιας εξαιρετικής πορείας που διατρέχει τον ελληνικό 20ό αιώνα.
Θάνος Βερέμης, 1940-1941: Ο πόλεμος των Ελλήνων, Μεταίχμιο
Ενταγμένο στη σειρά «Χρονιές που σημάδεψαν τη νεοελληνική ιστορία», το μικρό αυτό βιβλίο δεν περιορίζεται, χρονικά, στη διετία που αναφέρεται στον τίτλο, αλλά, σωστά, αρχικά επισκοπεί την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, την οποία θεωρεί απαραίτητη για την κατανόηση της πορείας των πολεμικών γεγονότων που ακολούθησαν, δίνοντας παράλληλα στον αναγνώστη μια εικόνα του διεθνούς πλαισίου στις παραμονές του πολέμου, ιδιαίτερα σε σχέση με την πολιτική της Ιταλίας και της Βρετανίας, αλλά και της Γερμανίας. Στη συνέχεια, παραθέτοντας εκτενή αποσπάσματα από γνωστές πηγές (ημερολόγια, ημερήσιες διαταγές, διαγγέλματα κ.λπ.), σκιαγραφεί τις βασικές πολεμικές εξελίξεις, τόσο στο αλβανικό μέτωπο όσο και, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του γερμανικού Blitzkrieg στη Μακεδονία, μέχρι και την κατάληψη της Κρήτης. Ο τηλεγραφικός χαρακτήρας της αφήγησης των πολεμικών εξελίξεων, καθώς και η επιλογή της οπτικής της πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας –μιας αφήγησης, δηλαδή, από τα πάνω– μετατρέπει με αυτόν τον τρόπο τον «πόλεμο των Ελλήνων» του τίτλου σε μια άσαρκη εξιστόρηση, από τη οποία απουσιάζει η εμπειρία εκείνη που στη συνέχεια μετουσιώθηκε και γονιμοποίησε το πνεύμα της Αντίστασης· ως εάν ο πόλεμος να υπήρξε μια όλο αβροφροσύνη αντιπαράθεση διπλωματών ή μονάχα σχεδιασμοί επί χάρτου των στρατιωτικών επιτελών στην Αθήνα.
Μ. Λυμπεράτος – Θ. Πρόφης, Ένοπλος δωσιλογισμός και η «αναίμακτη» απελευθέρωση, Ταξιδευτής
Τρεις μέρες πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, στις 9 Οκτωβρίου 1944, το Κορωπί θρηνεί 47 εκτελεσμένους και 400 σπίτια και καταστήματα πυρπολημένα –μεταξύ αυτών το υποθηκοφυλακείο, συμβολαιογραφεία, το κοινοτικό κατάστημα κ.ά. Το ήσυχο χωριό των Μεσογείων ήταν ένα από τα δεκάδες που κατέβαλε βαρύ φόρο αίματος κατά την περίοδο της Κατοχής, αν και για πολλά χρόνια τα γεγονότα αυτά παρέμεναν αποσιωπημένα στη δημόσια μνήμη. Σύμφωνα με τον ιστοριοδίφη ερευνητή Θωμά Πρόφη, αιτία γι’ αυτή την πολύχρονη σιωπή υπήρξε η ταυτότητα των θυτών: σε αντίθεση με την «επίσημη» άποψη, που διακινείται από τη δημοτική αρχή και υποδεικνύει τα γερμανικά στρατεύματα ως υπαίτια της καταστροφής, ο συγγραφέας, τόσο εδώ όσο και σε προηγούμενες μελέτες του, επιχειρεί, μέσα από πληθώρα τεκμηρίων, να στρέψει την προσοχή προς τα ένοπλα τμήματα των εθνικιστικών οργανώσεων, αλλά και του δωσιλογικού κρατικού μηχανισμού (Χωροφυλακή, Ειδική Ασφάλεια κ.λπ.), που δρούσαν τότε στην περιοχή, παραλαμβάνοντας τα όπλα που έστελναν στη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών οι βρετανικές δυνάμεις. Αυτά τα τμήματα, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, επιτέθηκαν σε δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό, με αποτέλεσμα το κάψιμο του Κορωπίου. Στην εκτενή εισαγωγή του, ο ιστορικός Μιχάλης Λυμπεράτος εκθέτει συγκροτημένα το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου της απελευθέρωσης –που σύντομα θα οδηγήσει στη δεκεμβριανή σύγκρουση– επιτρέποντας στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τον «διάλογο», ουσιαστικά, του συγγραφέα με την «επίσημη» ιστορική αφήγηση, την οποία επιζητά να αναιρέσει.
Ιωάννης Δασκαρόλης, Τα Δημοκρατικά Τάγματα, Παπαζήσης
Ο Μεσοπόλεμος αποτελεί, μαζί με την πολεμική δεκαετία του ’40, την πλέον ασταθή περίοδο του ελληνικού 20ού αιώνα. Την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής, τις δύο παρατάξεις του Εθνικού Διχασμού χωρίζει πλέον το αίμα των έξι εκτελεσθέντων ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης, ενώ η παρέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας, που ξεκίνησε το 1909, αποκτά ενδημικό χαρακτήρα μετά την «επανάσταση» του 1922. Στη μελέτη του για τους «πραιτωριανούς της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας», ο συγγραφέας, αξιοποιώντας πληθώρα αρχειακού υλικού, μελετά την περίοδο 1923-1926, ιδιαίτερα μέσα από την πολιτική κινητοποίηση του στρατού και την ίδρυση και δράση των παραγνωρισμένων από την ιστοριογραφία Δημοκρατικών Ταγμάτων, που αποτέλεσαν τη βενιζελική «απάντηση» στους επίστρατους του Μεταξά (1916-1920). Έχοντας ως πρότυπο την ομώνυμη μονάδα που με επικεφαλής τον Παύλο Γύπαρη εκτέλεσε τον Ίωνα Δραγούμη, τα Δημοκρατικά Τάγματα αποτέλεσαν ένα είδος «πολιτοφυλακής» πιστής σε αντιμοναρχικούς αξιωματικούς όπως ο Πάγκαλος ή ο Κονδύλης. Σταδιακά, πέρα από την καταστολή των αντιβενιζελικών, οι μονάδες αυτές απέκτησαν ευρύτερα καθήκοντα, και χρησιμοποιήθηκαν για να περιφρουρήσουν τη δημόσια ασφάλεια και να καταπολεμήσουν τη ληστεία, ενώ συμμετείχαν και στην εισβολή στη Βουλγαρία το 1925. Σταδιακά, λόγω της πολιτικής αστάθειας, τα Δημοκρατικά Τάγματα ενισχύονται και μεταβάλλονται σε «πραιτωριανούς» που ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Το κύκνειο άσμα τους, μετά την απόφαση του Κονδύλη για τη διάλυσή τους, υπήρξε μια φονική μάχη στο κέντρο της πρωτεύουσας, με τη συμμετοχή πυροβολικού και τεθωρακισμένων, με περισσότερους από 100 νεκρούς και τραυματίες. Η μνήμη των Δημοκρατικών Ταγμάτων δεν έσβησε με τη διάλυσή τους, αντίθετα, ήταν αυτή η εμπειρία που ενέπνευσε τη δημιουργία των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας –πρώτος διοικητής των οποίων υπήρξε ο παλιός διοικητής των Δημοκρατικών Ταγμάτων Βασίλειος Ντερτιλής.
Anne Applebaum, Ο κόκκινος λιμός, Αλεξάνδρεια
Στην ευρωπαϊκή ιστορία, ιδιαίτερα στην ιστορία της μεθοριακής περιοχής που χωρίζει τη Ρωσία από τη Δύση, την αποκαλούμενη Μεσευρώπη, συχνά είναι δύσκολο να χαράξει κανείς μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μαζική βία του Μεσοπολέμου και εκείνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μολονότι η περιοχή αυτή υπήρξε το κατεξοχήν θέατρο της συστηματικής γενοκτονίας του ευρωπαϊκού εβραϊσμού. Αν και οι ιστορικοί παραλληλισμοί συντελούνται πάντοτε σε ολισθηρό έδαφος, η μαζική βία την οποία υπέστησαν οι πληθυσμοί των δυτικών εδαφών της ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία του 1930 δημιούργησε, σε μεγάλο βαθμό, το πλαίσιο που επέτρεψε στους Ναζί να εφαρμόσουν εκεί την γενοκτονική τους πολιτική με περισσότερη αγριότητα απ’ οπουδήποτε αλλού. Κορυφαία εκδήλωση της μαζικής αυτής βίας υπήρξε ο λιμός που έπληξε τους ουκρανούς αγρότες στα 1931-1934, αφήνοντας πίσω του σχεδόν 4 εκατομμύρια θύματα. Οι συνθήκες για τον λιμό είχαν δημιουργηθεί ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, με την αποτυχία της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης και την πολιτική της «εξάλειψης των κουλάκων [εύπορων αγροτών] ως τάξης». Όμως, όπως δείχνει στη λεπτομερή μελέτη της η διακεκριμένη δημοσιογράφος και ιστορικός Αν Άπλμπαουμ, η οξύτητα με την οποία έπληξε την Ουκρανία, ιδιαίτερα τη διετία 1932-1933, ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής επιλογής του Στάλιν να εξαλείψει τον ουκρανικό εθνικισμό με κάθε μέσο. Το άνοιγμα των πρώην σοβιετικών αρχείων προσέφερε πλήθος τεκμηρίων για τον συνδυασμό σιτοδείας, αιματηρής καταστολής και κατάσχεσης κάθε είδους τροφίμων, που μαζί με τον αποκεφαλισμό της πνευματικής και κομματικής ουκρανικής ελίτ οδήγησαν στον θανατηφόρο «πόλεμο του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας». Στη μελέτη της, η αμερικανίδα ιστορικός αφιερώνει επιλογικά ένα κεφάλαιο στη μνήμη του Χολοντομόρ (από τις ουκρανικές λέξεις χολόντ: πείνα και μορ: εξόντωση) στη σημερινή Ουκρανία, αλλά και στην (εντέλει πολιτική) συζήτηση σχετικά με το αν ο «κόκκινος λιμός» θα πρέπει να χαρακτηριστεί γενοκτονία ή όχι, διατυπώνοντας ενδιαφέροντα επιχειρήματα, χρήσιμα και για άλλες ανάλογες συζητήσεις.
Ιάσονας Χανδρινός, Πόλεις σε πόλεμο, 1939-1945, Μωβ Σκίουρος
Παρά τη στερεοτυπική αντίληψη που μας έχει κληροδοτήσει η εικονογραφία της Αντίστασης, ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και η γερμανική κατοχή, σε ένα βαθμό και η ίδια η αντίσταση σε αυτήν, υπήρξε κατεξοχήν αστικό φαινόμενο. Οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις αποτέλεσαν κέντρα της κατοχικής διοίκησης, έδρα των γκαουλάιτερ και των κουίσλιγκ, σε αυτές συγκροτήθηκε ο μηχανισμός οικονομικής αποικιοποίησης στο πλαίσιο της χιτλερικής «Νέας Ευρώπης», σε αυτές οργανώθηκαν με μεγαλύτερη μαζικότητα οι αντιστάσεις των πληθυσμών, αυτές, τέλος, πλήρωσαν βαρύτερο το τίμημα του ολοκληρωτικού πολέμου και της καταστροφής: από τη Βαρσοβία μέχρι τη Δρέσδη και το Ναγκασάκι… Στην ανά χείρας ογκώδη μελέτη του, που μόλις κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση, ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός επιχειρεί να εξετάσει τις διαδικασίες αυτές συγκριτικά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στο πλαίσιο των σπουδών της πόλης. Συγκροτεί μια ιστορία των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων υπό γερμανική κατοχή, επιδιώκοντας να αναμετρηθεί με τα σύνθετα φαινόμενα που χαρακτήρισαν την περίοδο 1939-1945, διαβάζοντας την εμπειρία αυτή μέσα στο αστικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζει την καθημερινή ζωή στα κατεχόμενα αστικά κέντρα, επιχειρώντας να αναμετρηθεί με τη ρευστή έννοια του «καθημερινού» μέσα σε αυτές τις συνθήκες· μελετά τις οικονομικές συνθήκες που επικράτησαν στις κατεχόμενες πόλεις, αναλύοντας την οικονομική καταστροφή που ήταν το αποτέλεσμα της γερμανικής κατάκτησης μέσα από τους σύνθετους μηχανισμούς απομύζησης που αναπτύχθηκαν· αποτυπώνει την οργανωτική και ιδεολογική συγκρότηση της εξουσίας, των μηχανισμών ελέγχου και καταστολής, ανατέμνοντας ζητήματα όπως η συνεργασία των ντόπιων δυνάμεων αστυνόμευσης ή τα «αστικά αντίποινα»· τέλος, εξετάζει το πολυπρισματικό φαινόμενο της αντίστασης των πόλεων και της αντίδρασης των πληθυσμών απέναντι στη γερμανική κατοχή. Γραμμένη «με μια ρέουσα γλώσσα υψηλής ευκρίνειας και πιστής απόδοσης», όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο δάσκαλός του Χάγκεν Φλάισερ, η μελέτη του Χανδρινού αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στην ιστορία των ευρωπαϊκών πόλεων, διανοίγοντας ένα πεδίο σχεδόν αχαρτογράφητο –και όχι μονάχα στην ελληνική ιστοριογραφία.
Simone Weil, Η Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας, Στερέωμα
Μπορεί κανείς να συνοψίσει την Ιλιάδα στη βία, να θεωρήσει ότι αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της; Για τη Simon Weil, την ιδιαίτερη αυτή μορφή της γαλλικής σκέψης, το επίκεντρο του έπους, το πραγματικό του θέμα, είναι «η βία που επιβάλλεται από τους ανθρώπους, η βία που υποδουλώνει τους ανθρώπους, η βία μπροστά στην οποία η ανθρώπινη σάρκα συρρικνώνεται στα όρια της εξαφάνισης». Η γαλλίδα φιλόσοφος καταπιάνεται με αυτό το σύντομο δοκίμιο για το ομηρικό έπος σε μια στιγμή που τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έχουν συσσωρευτεί πάνω από την Ευρώπη. Θέλοντας να ερμηνεύσει τις βαθύτερες αιτίες αυτής της διαρκούς προσφυγής στον πόλεμο, καταφεύγει στο ποίημα που μνημειώνει την αλληλεξόντωση Αχαιών και Τρώων. Η συσχέτιση της ανάγνωσής της με την εμπειρία του πολέμου και της κατοχής γίνεται εμφανέστερη στο δεύτερο σύντομο δοκίμιο που συνοδεύει την παρούσα έκδοση, «Η αγωνία ενός πολιτισμού ιδωμένη μέσα από το πρίσμα ενός επικού ποιήματος». Σε αυτό, γραμμένο μεταξύ 1941-1942, στοχάζεται πάνω στην εξαφάνιση του οξιτάνικου πολιτισμού, έπειτα από τη Σταυροφορία των Αλβιγηνών, όπως περιγράφεται στο ομώνυμο μεσαιωνικό ποίημα, ενάντια στην αίρεση των Καθαρών και την πτώση της Τουλούζης, στις αρχές του τον 13ου αιώνα. Η Weil αναγνωρίζει στην πνευματική και πολιτική οργάνωση των αστικών κέντρων του Λανγκντόκ στοιχεία ανάλογα με εκείνα των δημοκρατικών πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και ένα πνεύμα ανεκτικότητας της θρησκευτικής ετερότητας. Είναι ένας «πολιτισμός στην ακμή του, αντιμέτωπος αιφνίδια μ’ ένα χτύπημα θανάσιμο από τη βία των όπλων, προορισμένος να χαθεί για πάντα»… Είναι, εντέλει, η ίδια η Ευρώπη και οι καλύτερες πνευματικές παραδόσεις της που κινδυνεύει να χαθεί κάτω από τη μπότα του ναζισμού.
Άλβιν Μέγιερ, Μην ξεχάσεις το όνομά σου: Τα παιδιά του Άουσβιτς, Καπόν
Υπολογίζεται ότι στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς μεταφέρθηκαν απ’ όλη την Ευρώπη 232.000 παιδιά, από βρέφη μέχρι έφηβους 17 ετών, στη συντριπτική τους πλειονότητα εβραιόπουλα· μόλις 650 επέζησαν… Τα παιδιά και η μοίρα τους αποτελούν μια από τις πιο σκοτεινές πτυχές του Ολοκαυτώματος. Τα μικρότερα, όσα οι άνδρες των SS έκριναν πως δεν είναι κατάλληλα για εργασία, εξοντώνονταν από την πρώτη στιγμή της άφιξής τους στο στρατόπεδο· συνήθως στην αγκαλιά της μητέρας τους, στους θαλάμους αερίων. Κάποια, ελάχιστα, επέζησαν, είτε γιατί μπορούσαν να εργαστούν είτε γιατί θα χρησίμευαν για πειραματόζωα στο ειδεχθές Μπλοκ 10 είτε για άλλους λόγους· κάποια γεννήθηκαν εκεί. Έμειναν στο στρατόπεδο χωρισμένα από τους γονείς τους, στα «μπλοκ των παιδιών», και τα λίγα που κατόρθωσαν να δουν την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τον Κόκκινο Στρατό χρειάστηκαν χρόνια για να αποκτήσουν μια «κανονική» ζωή. Η παιδική τους ηλικία δεν είχε υπάρξει ποτέ –κάποια, βγαίνοντας από το στρατόπεδο δεν γνώριζαν καν το όνομά τους, παρά μόνο τον αριθμό που είχαν χαραγμένο στο μπράτσο… Ο γερμανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Άλβιν Μέγιερ άρχισε να αναζητά αυτά τα παιδιά από το 1972. Ταξίδεψε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, οικοδόμησε με αργό και βασανιστικό, συχνά, τρόπο σχέσεις εμπιστοσύνης με τους ενήλικους, πλέον, που ανακάλυπτε, μίλησε μαζί τους αναζητώντας τη μαρτυρία τους, που κάποιοι εξομολογούνταν για πρώτη φορά. Ήταν μια έρευνα που, σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, αποτυπώθηκε στον ανά χείρας τόμο, στις 700 σελίδες του οποίου καταγράφονται οι μνήμες της μαρτυρικής εμπειρίας μιας ζωής σημαδεμένης από τον καθημερινό θάνατο. Στο έργο του, ο Μέγιερ εντάσσει τις μαρτυρίες αυτές σε μια ενιαία αφήγηση της καθημερινότητας του στρατοπέδου, χωρίς σε κανένα σημείο, όμως, να υποβαθμίζει την ατομική φωνή των πρωταγωνιστών του χάριν της κοινής εμπειρίας που περιγράφει. Σε κάθε σελίδα του, οι αφηγητές έχουν όνομα και μέσα από αυτές τις ονομαστικές καταθέσεις συγκροτούν μια κοινή ιστορία των παιδιών του Άουσβιτς. Αυτό, άλλωστε, είναι το καθήκον της μνήμης: Να αποδώσει στο κάθε ένα από τα θύματα το όνομά του…
Ξένια Ελευθερίου, Η δημόσια ιστορία ως συγκρουσιακό θέμα, Ταξιδευτής
Στη συχνά «τοξική» συνάντηση της μνήμης και της δημόσιας ιστορίας με τις δυνατότητες ταχύτατης διάδοσης και μεγέθυνσης που προσφέρει το Διαδίκτυο αναφέρεται η ανά χείρας μελέτη, επιλέγοντας ως κατεξοχήν παράδειγμα την αντιμετώπιση του Ολοκαυτώματος των ελλήνων εβραίων στον ψηφιακό κόσμο. Η συγγραφέας, εκπαιδευτικός και συνεργάτιδα του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, εκκινεί από τη διαπίστωση της ασύμπτωτης παρουσίας στο ελληνικό Διαδίκτυο της «επίσημης» ιστορικής ερμηνείας, αφενός, και της «λαϊκής» αντίληψης, αφετέρου, σχετικά με την εβραϊκή γενοκτονία. Αυτή η δεύτερη αναπαράγει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αντισημιτικά στερεότυπα, παρουσιάζοντας το Ολοκαύτωμα σαν «μύθο» που χρησιμοποιείται από «τους Εβραίους» και το κράτος του Ισραήλ, καταλήγοντας συχνά στην αναπαραγωγή ενός καθαρού λόγου μίσους. Ο τρόπος με τον οποίο «φυσικοποιείται» ο αντισημιτισμός στη δεύτερη ζωή του σε αυτό το «σκοτεινό» τμήμα του ελληνικού Διαδικτύου, αποτελώντας γόνιμο υπέδαφος για τη διόγκωση των κάθε είδους ακροδεξιών στάσεων και συμπεριφορών, πραγματικά σοκάρει τον αναγνώστη. Ωστόσο, με νηφάλιο επιστημονικό λόγο, η έρευνα εξετάζει τόσο την παρουσία του Ολοκαυτώματος και της μνήμης του ελληνικού εβραϊσμού όσο και τον αντισημιτικό λόγο σε όλες τους τις πτυχές, σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση της θεσμικής μνήμης του εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας –στην οποία περιλαμβάνεται και η ποινικοποίηση της άρνησής του. Παράλληλα, στα εισαγωγικά κεφάλαια εξετάζονται εκτενώς τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στη μελέτη, όπως η δημόσια ιστορία και η σχέση της με τη μνήμη, τα «συγκρουσιακά θέματα» αλλά και η Ψηφιακή Ιστορία, αποτελώντας μια χρήσιμη αναφορά που υπερβαίνει τα όρια που θέτει το αντικείμενο της ίδιας της έρευνας.
Ιουλία Πεντάζου, Ιστορία σε έκθεση. Πρακτικές ψηφιακού σχεδιασμού, ΕΑΠ
Η ψηφιακή συνθήκη έχει πλέον εγκαθιδρυθεί και στις πλέον απρόσιτες πτυχές της καθημερινής μας ζωής, δημόσιας και ιδιωτικής. Τομείς που άλλοτε θεωρούνταν «εκ φύσεως» απρόσιτοι από την τεχνολογία ψηφιοποιούνται με ταχύτατους ρυθμούς, όπως οι ανθρωπιστικές επιστήμες, που μετατρέπονται σε digital humanities. Έτσι και η Ιστορία περνά από το βιβλίο στο ψηφιακό περιβάλλον, εκτίθεται στην οθόνη, είτε αυτή βρίσκεται στο μουσείο ή το σπίτι είτε είναι στο πανεπιστήμιο, στο αρχείο, στη βιβλιοθήκη… Η μετατόπιση αυτή όμως δεν αφορά μονάχα τη μορφή που παίρνει αυτή η «νέα ιστορία», αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό της, τα υλικά από τα οποία συγκροτείται. Υλικά τα οποία, για πρώτη φορά, έχουν τη δυνατότητα να φύγουν από την «κουζίνα του ιστορικού» και να εκτεθούν σε κοινή θέα: τεκμήρια και βιβλιογραφικές αναφορές μπορούν να ενταχθούν και να εκτεθούν εξολοκλήρου στην ψηφιακή ιστορική αφήγηση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου η Ιστορία βρίσκεται σε διαρκή έκθεση, κομβικό ρόλο για τη λειτουργικότητά της και την πρόσβαση του κοινού σε αυτήν διαδραματίζει η διαδικασία του σχεδιασμού, που προσδιορίζει τι είναι η ψηφιακή υλικότητα, πώς συμπεριφέρεται και πώς απεικονίζεται, προκειμένου να μεταδίδει νοήματα. Στη μελέτη της η συγγραφέας, ιστορικός και δρ Αρχιτεκτονικής ειδικευμένη στον ψηφιακό σχεδιασμό, διερευνά τους τρόπους σχεδιασμού ψηφιακών εφαρμογών με ιστορικό περιεχόμενο, εδράζοντας τον προβληματισμό της σε ένα ευρύ corpus θεωρητικών επεξεργασιών σχετικά με την ψηφιακότητα και τη νοηματοδότησή της, σε έναν διαρκή διάλογο ανάμεσα στις πρακτικές, τόσο των εφαρμοσμένων όσο και των ανθρωπιστικών επιστημών, και στη θεωρητική θεμελίωσή τους.
Έλλη Λεμονίδου, Ιστορία και μνήμη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, Παπαζήσης
Για τον μέσο ευρωπαίο πολίτη –και όχι μόνο τον έλληνα– η πολεμική βία και η αγριότητα, η μηχανοποιημένη καταστροφή, είναι συνδεδεμένες με τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Όμως «Μεγάλος πόλεμος» παραμένει πάντοτε ο Α’ Παγκόσμιος, και όχι άδικα. Οι δύο ευρωπαϊκές συγκρούσεις εντάσσονται στο ίδιο ιστορικό συνεχές: τα αποτελέσματα του πρώτου δημιούργησαν τα αίτια του δεύτερου, αλλά και τα χαρακτηριστικά που είχε η σύγκρουση του 1914-1918 συναντώνται, μεγεθυμένα, και σε εκείνην του 1939-1945. Η εκατονταετηρίδα του Α’ Παγκοσμίου έδωσε την ευκαιρία για μια διευρυμένη ανασκόπηση της ιστορίας αλλά και της μνήμης που διαμόρφωσαν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες για τη μεγάλη σύγκρουση. Στην ευσύνοπτη αυτή μελέτη της, η ιστορικός εξετάζει τη συλλογική και θεσμική μνήμη του πολέμου, όπως διαμορφώθηκε στις τρεις από τις πρωταγωνίστριές του (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία), και παράλληλα στην Αυστρία, αλλά και σε δευτεραγωνίστριες, όπως η Ιταλία ή οι χώρες των Βαλκανίων. Ταυτόχρονα, συνεξετάζονται οι βασικές τάσεις της τεράστιας ιστοριογραφικής παραγωγής των εκατό αυτών χρόνων. Η μνήμη του «Μεγάλου πολέμου» μελετάται χρονολογικά, εστιάζοντας σε τρεις μείζονες περιόδους: τον μεσοπόλεμο, τα χρόνια της σιωπής που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου και τα χρόνια της αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60, καθώς και την περίοδο της ιστορικοποίησης, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, για να καταλήξει στην επισκόπηση της τετραετίας της εκατονταετηρίδας (2014-2018).
Jonathan Holslag, Παγκόσμια πολιτική ιστορία, Μεταίχμιο
Τρεις χιλιετίες μέσα σε 575 σελίδες επιχειρεί να καλύψει ο συγγραφέας, διεθνολόγος και καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, σε μια μελέτη πλανητικής ιστορίας, η οποία επικεντρώνεται λιγότερο στα δίκτυα της οικονομίας και του εμπορίου (τα οποία συνήθως μελετούν οι ερευνητές της world history) και περισσότερο στον πόλεμο και την ειρήνη –κατά συνέπεια και σε εκείνους που έχουν την ισχύ να αποφασίζουν γι’ αυτά, δηλαδή τους κυβερνήτες και τα κράτη, τους βασιλιάδες και τις αυτοκρατορίες, τους στρατηγούς και τους διπλωμάτες. Μολονότι παλιομοδίτικη ως πραγμάτευση, η μελέτη του Holslag διαθέτει το προσόν να παρακολουθεί το εκκρεμές του κέντρου ισχύος και τη μετακίνησή του, κάθε φορά, από την Ανατολή στη Δύση και πάλι πίσω, επικεντρώνοντας, σε κάθε κεφάλαιο, στη γεωγραφική περιοχή που κάθε εποχή ήταν η πιο σημαντική, τόσο λόγω του μεγέθους ή του πληθυσμού της όσο και λόγω της ισχύος της και του ηγεμονικού ρόλου που διαδραμάτιζε στη «διεθνή σκηνή». Εκκινώντας από διεθνοπολιτικά ερωτήματα, στην πραγμάτευσή του παραβλέπει το γεγονός ότι το ίδιο το αντικείμενό του –η «διεθνής σκηνή» και η «παγκόσμια ιστορία»– απαιτεί ιστορικοποίηση: Ο πλανήτης, τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αι. και την είσοδο της Κίνας στα δίκτυα του διεθνούς εμπορίου, δεν αποτελεί ένα όλον, παρά περιοχές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, που αναπτύσσονται ανεξάρτητα, χωρίς οι εξελίξεις στη μία να αλληλεπιδρούν με εκείνες στην άλλη. Αυτά τα δίκτυα ενοποιούν σταδιακά τον κόσμο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο πόλεμος ή η διπλωματία. Από αυτή την άποψη, η πραγμάτευση του Holslag, οσοδήποτε ευχάριστα κι αν διαβάζεται από ένα ευρύτερο κοινό, παραμένει πιο κοντά στην «παραδοσιακή» ιστοριογραφία (παρά την περιβαλλοντική συνισταμένη που υιοθετεί) και λιγότερο σε μια αληθινά πλανητική ιστορική οπτική.
John Ralston Saul, Η κατάρρευση του παγκοσμισμού, Ροές
Ακόμη και οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης αναγνωρίζουν πως η διεθνής οικονομική κρίση που προκλήθηκε από το κραχ της αμερικανικής αγοράς στεγαστικών δανείων, το 2008, αποτελεί, στην ουσία της, κρίση της παγκοσμιοποίησης. Θα παραβίαζε λοιπόν ανοιχτές θύρες ο καναδός πολιτικός φιλόσοφος Τζον Ράλστον Σολ αν διακήρυττε σήμερα το τέλος της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης (αυτό θέλει να αποδώσει ο μεταφραστής με την ατυχή επιλογή του «παγκοσμισμού»). Μόνο που ο διορατικός διανοούμενος κατέθεσε το πόρισμα των αναλύσεών του –που αφορούν τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη– σε χρόνο ανύποπτο (2005), εντοπίζοντας, αρχικά στην αναγέννηση του εθνικισμού και στη συνέχεια στις ποικίλες αντιδράσεις κυβερνήσεων και κινημάτων, την εκτεταμένη δυσφορία απέναντι στη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της οικονομίας και το διάχυτο αίτημα για τον έλεγχο των διεθνών χρηματοοικονομικών ροών από την πολιτική, δηλαδή τις εθνικές κυβερνήσεις. Το αίτημα αυτό, σε μια πρώτη φάση, παίρνει τη μορφή του εθνικισμού, που στην ανάλυσή του ο Σολ διακρίνει σε «αρνητικό» (ρατσισμός, αντισημιτισμός, ισλαμική τρομοκρατία κ.λπ.) και «θετικό» (μια εδαφικοποιημένη αλλά «ανοιχτή» στον άλλο αίσθηση του ανήκειν). Παράλληλα, παίρνει τη μορφή της «επιστροφής» του εθνικού κράτους, κυρίως μέσα από την ανάδυση «μεγάλων» δυνάμεων (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία) που αρνούνται να ακολουθήσουν το δυτικό μοντέλο καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Με φανερή την καμπή στην οποία βρίσκεται η διαδικασία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (ακριβώς αυτή της η ιδιότητα, άλλωστε, συνιστά την ιδεολογία της), την οποία αναγνωρίζει ως επιβεβαίωση των αναλύσεών του και ο συγγραφέας στο επίμετρο του 2009 (αλλά και στον πρόλογό του ειδικά για την ελληνική έκδοση), οι πολίτες των κρατών του πλανήτη βρίσκονται μπροστά στην ανάγκη να επανεπινοήσουν τον κόσμο –και η οικονομική κρίση, με την αποδιάρθρωση που προκάλεσε, και σε ιδεολογικό επίπεδο μεταξύ άλλων, αφήνει όλες τις επιλογές ανοιχτές…
Marc Fleurbaey, Μανιφέστο για την κοινωνική πρόοδο, Πόλις
Για τον καθηγητή οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον Μαρκ Φλερμπαί και τους συνεργάτες του στο Διεθνές Πάνελ για την Κοινωνική Πρόοδο, η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια διαδικασία σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, που γνωρίζει κύκλους επιτάχυνσης και οπισθοδρόμησης. Οι πειρασμοί της αναδίπλωσης στο εθνικό κράτος συνδέονται με την κρίση της νεοφιλελεύθερης πορείας της, που αυξάνουν τις ανισότητες και θέτουν σε κίνδυνο την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Θεωρώντας αυτούς τους δύο παράγοντες κρίσιμους για το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών, ο συγγραφέας και οι συνεργάτες του καταθέτουν τις δικές τους Ιδέες για μια καλύτερη κοινωνία, που βασίζονται στην επικαιροποίηση του γαλλικού επαναστατικού τρίπτυχου: ελευθερία, ακριβοδικία, περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Μολονότι το «μανιφέστο» της ομάδας (που αποτελεί συμπύκνωση ενός πολύτομου ερευνητικού έργου) καλύπτει πολλές πτυχές της σύγχρονης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, «κλειδί» για την κοινωνική πρόοδο που ευαγγελίζεται αποτελεί η επανεπινόηση του κράτους πρόνοιας, μέσω της αναγνώρισης της αγοράς ως θεμέλιου λίθου της ελευθερίας και της αναγνώρισης της ατομικής αυτονομίας, μέσω της προστασίας των δικαιωμάτων στην εξουσία, την κοινωνική θέση και τη γνώση. Μέσα από τις σελίδες του «μανιφέστου», επιχειρείται να χαραχτεί ένας άλλος «τρίτος δρόμος» που, αναγνωρίζοντας τις αποτυχίες των ιδεολογιών, του κομμουνισμού και του νεοφιλελευθερισμού, αντλεί από τις παραδόσεις τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και της αυτοδιαχειριστικής «δεύτερης αριστεράς», και αναγνωρίζει τις αδήριτες πραγματικότητες που διαμόρφωσε η πολιτισμική στροφή προς την ατομική αυτονομία. Μολονότι οι προτάσεις επαναρύθμισης της οικονομίας και της αγοράς συνδέονται στενά με το κράτος, ο συγγραφέας δεν προσβλέπει μόνο στην πολιτική και τους θεσμούς ως όργανα αυτής της μετάβασης· στην πραγματικότητα, φαίνεται να περνούν σε δεύτερη ή τουλάχιστον σε ισότιμη θέση με τις συλλογικές ή και ατομικές πρωτοβουλίες των δρώντων σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής: από τις επιχειρήσεις μέχρι τα κοινωνικά κινήματα και την υπεύθυνη στάση των πολιτών. Μέσα από αυτή την πολυπρισματική δέσμη δράσεων, τονίζεται στο «μανιφέστο», μπορεί να πραγματοποιηθεί η μετάβαση στη «δημοκρατική οικονομία της αγοράς» και σε ένα «χειραφετικό κράτος», με αποκεντρωμένες δομές και διάχυση της πολιτικής σε όλους τους θεσμούς και τις ενώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Κ. Μπλιάτκας – Στ. Σακελλαρίδης, Το Woodstock και ο μύθος του, Επίκεντρο
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον Αύγουστο του 1969, όταν 400.000 αγόρια και κορίτσια συγκεντρώθηκαν σ’ ένα λασποχώραφο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, για να παραβρεθούν σε ένα «τριήμερο ειρήνης και μουσικής», που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η κατεξοχήν εκδήλωση της αμερικάνικης αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Η αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και η εξέγερση των νέων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, έκαναν το Γούντστοκ κάτι πολύ περισσότερο από ένα μουσικό φεστιβάλ· το μετέτρεψαν σε ένα παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προβολή της ομώνυμης ταινίας στην Ελλάδα της δικτατορίας, το 1970, υπήρξε η αφορμή για μία από τις πρώτες μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στη χουντική καταπίεση, με συγκρούσεις με την αστυνομία, που προσπαθούσε να απαγορεύσει την είσοδο των νεαρών θεατών στον κινηματογράφο. Με αφορμή την επέτειο, ο χημικός μηχανικός και εραστής της ροκ Στέφανος Σακελλαρίδης συνθέτει ένα πλήρες και λεπτομερειακό χρονικό –μέρα τη μέρα, συγκρότημα το συγκρότημα– της τριήμερης γιορτής, ενώ από τη μεριά του ο δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας αναφέρεται στις διαστάσεις που πήρε το Γούντστοκ διεθνώς, αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της περιόδου, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Γαλλία του Μάη και την Ελλάδα της δικτατορίας. Μέσα από ποικίλες μαρτυρίες, αναδεικνύει γιατί, όπως γράφει και στον πρόλογό του ο Διονύσης Σαββόπουλος, το Γούντστοκ ήταν «μια μικρή αναγέννηση … ένας χείμαρρος. Τα νερά βέβαια μετά τραβήχτηκαν, αλλά το σημάδι πού έφτασε η στάθμη τους, ψηλά στον βράχο, υπάρχει πάντοτε».