του Σπύρου Κακουριώτη
Ώρες μονάχα πριν από τις κρίσιμες εκλογές στην Τουρκία, από τις οποίες θα κριθεί όχι μονάχα ποιος θα βρεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης και του κράτους αλλά, πολύ περισσότερο, η ίδια η φύση του καθεστώτος, η τύχη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο συνολικότερος γεωπολιτικός προσανατολισμός της, η γειτονική χώρα, για τους περισσότερους έλληνες αναγνώστες, παραμένει ένας μεγάλος άγνωστος, η εικόνα του οποίου φτάνει μέχρις εμάς μέσα από τις πολυποίκιλες στρεβλώσεις που δημιουργεί ο κυρίαρχος ελληνοκεντρικός λόγος κυβέρνησης και μέσων ενημέρωσης. Επιχειρώντας να προσεγγίσουμε, εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή της, την Τουρκική Δημοκρατία έξω από το στενό πρίσμα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, παρουσιάζουμε δεκαπέντε σύγχρονες μελέτες, που μπορούν να βοηθήσουν τον αναγνώστη να αντιληφθεί τα τεκταινόμενα στην Τουρκία, όπως αυτή διαμορφώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Νίκος Χριστοφής (επιμ.), Η «νέα» Τουρκία του Ερντογάν, Leader Books
Τις πολλαπλές διαστάσεις και τις συνέπειες που είχε για την Τουρκία το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 εξετάζει ο ανά χείρας συλλογικός τόμος, ο οποίος περιλαμβάνει κεφάλαια γραμμένα από δώδεκα τούρκους, έλληνες και άλλους ευρωπαίους μελετητές, που μέσα από μια διεπιστημονική ματιά επιχειρούν να αποτυπώσουν την εξέλιξη της τουρκικής πολιτικής ζωής από τότε μέχρι τις μέρες μας. Αυτό τον στόχο υπηρετεί και το εισαγωγικό κεφάλαιο του επιμελητή του τόμου, που εξετάζει την πρόσφατη πολιτική ιστορία στο πλαίσιο της έντασης ανάμεσα στις δύο κατευθυντήριες ιδεολογικές γραμμές της χώρας, τον κεμαλισμό και τον ερντογανισμό, ενώ παράλληλα μελετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΑΚΡ κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, η μεταπραξικοπηματική Τουρκία εξετάζεται πάνω σε δύο άξονες: ο πρώτος μελετά τους πολιτικούς, θρησκευτικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στον τουρκικό δημόσιο βίο πριν και μετά το πραξικόπημα του 2016, ενώ ο δεύτερος αναλύει τις συνέπειες του πραξικοπήματος, τόσο στην εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων τη διεθνή αντίδραση, αλλά και τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας. Οι συμβολές που δημοσιεύονται στον τόμο εξετάζουν θέματα όπως η προώθηση του εμπόλεμου καθεστώτος της χώρας εντός της τουρκικής πολιτικής σκηνής, η αύξηση της επιρροής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων και του δικτύου της πριν και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, οι άμεσες και έμμεσες κοινωνικές επιπτώσεις της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η μετάβαση στο ενισχυμένο προεδρικό σύστημα και η ενδυνάμωση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και θέματα όπως η εμφάνιση κοινωνικού άγχους ως συνέπεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος, η έλλειψη επιτυχημένου αντιαφηγήματος εντός της τουρκικής πολιτικής σκηνής, η αντίδραση στις διαδηλώσεις για το πάρκο Γκεζί, καθώς και η αναβίωση του κουρδικού ζητήματος, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στους τομείς εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας.
Ντίμιταρ Μπέτσεφ, Η Τουρκία του Ερντογάν, Πατάκης
Την «εποχή Ερντογάν» από μια έντονα δυτική σκοπιά, στην οποία μεγάλο βάρος πέφτει στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας, επιχειρεί να αφηγηθεί ο βουλγαρικής καταγωγής διεθνολόγος και καθηγητής στο ανά χείρας βιβλίο του ή, όπως χαρακτηριστικά τονίζει στον υπότιτλο, το «Πώς μια χώρα απομακρύνθηκε από τη δημοκρατία και από τη Δύση». Η αφήγηση ξεκινά από τις μεταρρυθμίσεις του Τουργκούτ Οζάλ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς και από τα οικονομικά επιτεύγματα της επόμενης δεκαετίας, στα οποία στηρίχθηκε στη συνέχεια ο Ερντογάν, ενώ επίσης εξετάζεται η εξωτερική πολιτική της ίδιας περιόδου και οι φιλοδοξίες της Τουρκίας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη φορέα της δυτικής επιρροής. Στα επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας αναλύει την πρώτη περίοδο της κυριαρχίας του ΑΚΡ, που χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστική ορμή και δημοκρατικές αλλαγές εμπνευσμένες από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, η οποία θα σκοντάψει στην αντίθεση χωρών όπως η Γαλλία. Παράλληλα, εξετάζεται η προσπάθεια μηδενισμού των προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες, η απομάκρυνση από την επιρροή των ΗΠΑ και η άσκηση ήπιας ισχύος στη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια κ.ά. Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στη «σκλήρυνση» που προκάλεσε ο πόλεμος στη Συρία και στον αντίκτυπο που είχε για τους δημοκρατικούς θεσμούς στο εσωτερικό, με την καταστολή στο πάρκο Γκεζί, την κατάρρευση των προσπαθειών για επίλυση του Κουρδικού κ.λπ. Με τη μετάβαση της χώρας σε ένα «ανταγωνιστικό αυταρχικό καθεστώς», την οποία επιτάχυνε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ασχολείται το επόμενο κεφάλαιο, ενώ η ανάλυση του συγγραφέα ολοκληρώνεται με τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της την προηγούμενη δεκαετία, ώστε να συμπεριλάβει τη συμμαχία με τη Ρωσία και την προσπάθεια της Τουρκίας να αποκτήσει ηγετική θέση στη μεσανατολική σκακιέρα. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα κεφάλαιο για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, υπό το φως του προσφυγικού ζητήματος, των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και της οικονομικής αλληλεξάρτησης με τις ευρωπαϊκές χώρες.
Hannah Lucinta Smith, Η άνοδος του Ερντογάν, Gutenberg
Μια από πρώτο χέρι περιγραφή της τουρκικής πολιτικής ζωής μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 προσφέρει στον αναγνώστη η ανταποκρίτρια των Times του Λονδίνου στην Τουρκία Χάνα Λούσιντα Σμιθ, η οποία βρέθηκε αρχικά στη χώρα προκειμένου να καλύψει τις εξελίξεις στη γειτονική Συρία, αλλά πολύ σύντομα διεύρυνε το αντικείμενό της με τις στρατιωτικές αντιπαραθέσεις στην Ανατολική Τουρκία, με τη μεταναστευτική κρίση και το πραξικόπημα κατά του Ερντογάν. Η συγγραφέας δεν κρύβει την αντιπάθειά της για τον τούρκο πρόεδρο και για τον εκτεταμένο νεποτισμό και τη διαφθορά που χαρακτηρίζει το καθεστώς του. Δεν διστάζει μάλιστα να τον χαρακτηρίσει, στον υπότιτλο, «κίνδυνο για την Ευρώπη». Οι ζωντανές περιγραφές και οι διεισδυτικές της παρατηρήσεις, είτε αφορούν την αντιπαράθεση οπαδών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης στην Κωνσταντινούπολη είτε τη ζωή κάτω από τη διαρκή πίεση των δυνάμεων καταστολής στις κουρδικές περιοχές της Ανατολίας, κάποιο από τα παλάτια το Ερντογάν στην Ιστανμπούλ ή τους μηχανισμούς διαφθοράς στους οποίους εμπλέκονται στενοί συγγενείς του προέδρου, αντισταθμίζουν μια κάπως σχηματική ανάλυση περί θρησκευτικού φονταμενταλισμού, κοσμικής δημοκρατίας κ.λπ. Το έργο της αποτελεί έτσι έναν εξαιρετικό οδηγό για τον αναγνώστη που επιθυμεί να αποκτήσει μια εικόνα για τις εξελίξεις στη γείτονα κατά το πρόσφατο παρελθόν. Μια παρατήρηση μόνο για τον υπομνηματισμό της μετάφρασης: Δεν νομίζω ότι έχει οποιοδήποτε νόημα η επισήμανση των… αρχαιοελληνικών ονομάτων των αναφερόμενων πόλεων σε ένα έργο που αφορά τη σύγχρονη Τουρκία, πέρα, ίσως, από την ικανοποίηση ενός κοντόφθαλμου εθνικιστικού αισθήματος, κάτι που από μόνο του αποτελεί λανθασμένη επιλογή.
Τζενγκίζ Ακτάρ, Το τουρκικό άχθος, Επίμετρο
Την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της σύγχρονης Τουρκίας διατρέχει σε αυτό το ευσύνοπτο δοκίμιο ο συγγραφέας, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει στην Ελλάδα, αφού στην πατρίδα του βρίσκεται υπό διωγμόν από το καθεστώς Ερντογάν. Η μεταβαλλόμενη σχέση της Τουρκίας με τη δυτική Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της μελέτης του, η οποία εντοπίζει τις απαρχές του εκδυτικισμού στην ήττα της Αυτοκρατορίας έξω από τα τείχη της Βιέννης, το 1683, όταν η οθωμανική ελίτ στράφηκε οικειοθελώς προς τη Δύση, την οποία έως τότε περιφρονούσε. Παρά τη μακρά σειρά μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είχαν στον πυρήνα τους την αντίληψη των ελίτ ότι το Ισλάμ ήταν η πηγή των κακών που εξασθένιζαν το κράτος, η θρησκεία παρέμεινε ο μόνος πραγματικός συνεκτικός δεσμός για το νέο έθνος μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, ιδιαίτερα η υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε., αποτελούσε για τους προοδευτικούς Τούρκους μια ελπίδα για να διαρραγεί ο μονολιθικός τουρκικός εθνικισμός και η επιτήρηση της πολιτικής από τον στρατό. Η απογοήτευση αυτών των στρωμάτων από τη σταδιακή στροφή του AKP και του Ερντογάν προς έναν φαντασιακό μουσουλμανικό κόσμο και μια «νεο-οθωμανική» γεωπολιτική αντίληψη υπήρξε τεράστια. Για τον συγγραφέα, η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει και την Ε.Ε., που δεν κατόρθωσε «να κατανικήσει τις προγονικές της επιφυλάξεις απέναντι σε μια ευρωπαϊκή Τουρκία». Αυτό που ακολούθησε, ιδιαίτερα μετά το «εξαιρετικά σκοτεινό» πραξικόπημα του 2016, ο Ακτάρ το ονομάζει «αποεκδυτικισμό», ο οποίος οδήγησε σε ένα καθεστώς που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ολοκληρωτικό».
Soner Cagaptay, Η αυτοκρατορία του Ερντογάν, Τουρκία και Μέση Ανατολή, Ι. Σιδέρης
Η στροφή της εξωτερικής πολιτικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς τη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την προσπάθειά του να καταστήσει την Τουρκία μεγάλη δύναμη, όπως υπήρξε κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πολιτική που συχνά αποκαλείται «νεο-οθωμανισμός»), αποτελεί το θέμα της μελέτης του τουρκοαμερικανού πολιτικού επιστήμονα Σονέρ Τσαγαπτάι. Πρόκειται για έργο που εκδόθηκε το 2019, μετά τη βιογραφία του Ερντογάν την οποία συνέθεσε το 2017, με τίτλο The New Sultan: Erdogan and the Crisis of Modern Turkey («Ο νέος σουλτάνος: Ο Ερντογάν και η κρίση της σύγχρονης Τουρκίας») και πριν το πρόσφατο (2021) A Sultan in Autumn: Erdogan Faces Turkey’s Uncontainable Forces («Ο σουλτάνος το φθινόπωρο: Ο Ερντογάν αντιμέτωπος με ασυγκράτητες δυνάμεις στην Τουρκία»). Στο παρόν έργο ο συγγραφέας, αφού παρουσιάσει την άνοδο και σταθεροποίηση του Ερντογάν στην εξουσία, αλλά και τις σταθερές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, αναφέρεται στη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που επέτρεψε την ενδυνάμωση των σχέσεων με τη Μέση Ανατολή, την ίδια στιγμή που οι σχέσεις με την Ευρώπη υποχωρούσαν και εκείνες με την Ουάσιγκτον εξελίσσονταν. Η εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο της Συρίας, με την πλευρά των δυνάμεων που επιδίωκαν την ανατροπή του Άσαντ, την έφεραν σε τροχιά σύγκρουσης με το Ιράν και τη Ρωσία, ενώ την άφησαν χωρίς συμμάχους στη Μέση Ανατολή – κάτι στο οποίο συνέβαλε σημαντικά και η υποστήριξη της Τουρκίας στις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης και στη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο. Στη συνέχεια, αφού ο συγγραφέας εξετάσει την αποτυχημένη απόπειρα επίλυσης του Κυπριακού το 2004, επισκοπεί τις απόπειρες εξομάλυνσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αλλά και τη διεύρυνση της σφαίρας ενδιαφερόντων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς την Ανατολική Αφρική και την Κεντρική Ασία. Τέλος, εξετάζονται και οι προσπάθειες του Ερντογάν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, για βελτίωση των αμυντικών και οικονομικών σχέσεων με τη Δύση. Η δυνατότητα του τούρκου προέδρου να ανταποκριθεί σε όλα αυτά τα ανοιχτά μέτωπα είναι το βασικό ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας – αλλά και οι ψηφοφόροι στις επικείμενες εκλογές.
Σταύρος Δρακουλαράκος, Τουρκία και Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι την «Αραβική Άνοιξη», Επίκεντρο
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ, δύο σημαντικούς παίκτες στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, χαρακτηρίζονται από μεγάλες και συχνά απότομες μεταβολές. Από τη συμμαχία οδηγούνται στην ανοιχτή εχθρότητα, για να επιστρέψουν, όπως όλα δείχνουν, σε μια ακόμη φάση συνεργασίας. Την κίνηση αυτού του εκκρεμούς μελετά στο ανά χείρας έργο του ο συγγραφέας, τοποθετώντας την στο ευρύτερο πλαίσιο της Μέσης Ανατολής. Η έρευνά του διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζονται τα αίτια και οι παράγοντες διαμόρφωσης των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών, με αναφορά στην ιστορία των σχέσεών τους πριν από τη δεκαετία του 1990, καθώς και των βασικών γεωπολιτικών δογμάτων που καθόριζαν την εξωτερική τους πολιτική. Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στη μεταστροφή της τουρκικής στάσης έναντι του Ισραήλ και στην προσέγγιση των δύο χωρών κατά τη δεκαετία του 1990, η οποία βασίστηκε στην αξιοποίηση παραγόντων οι οποίοι μπορούσαν να είναι ωφέλιμοι για τη μια χώρα ή την άλλη, όπως η στήριξη τουρκικού ενδιαφέροντος θεμάτων από το εβραϊκό λόμπι στο Κογκρέσο ή οι τουρκικές μεσολαβητικές πρωτοβουλίες για την ομαλοποίηση των σχέσεων Συρίας – Ισραήλ. Τέλος, το τρίτο μέρος καταγράφει και αναλύει τη ρήξη στην οποία οδηγήθηκαν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις στα τέλη της δεκαετίας του 2010, ρήξη που πυροδότησαν η ισραηλινή επιχείρηση στη Λωρίδα της Γάζας το 2008, οι λεκτικοί διαξιφισμοί στο Νταβός το 2009 και, κυρίως, το επεισόδιο της ισραηλινής επίθεσης στο πλοίο Μαβί Μαρμαρά το 2010. Το «πάγωμα» των σχέσεων των δύο χωρών σημειώθηκε σε μια εποχή που η «Αραβική Άνοιξη» άλλαζε το πολιτικό τοπίο στην περιοχή και η Τουρκία αναθέρμαινε τους δεσμούς της με τον αραβικό κόσμο, ενώ το Ισραήλ, στηριζόμενο στην ανακάλυψη ενεργειακών κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, αναζήτησε νέους εταίρους προκειμένου να εξυπηρετήσει τη γεωπολιτική του θέση.
Α. Δεριζιώτης – Μ. Ισσί – Ν. Χριστοφής (επιμ.), Οι Κούρδοι της Τουρκίας: Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έως τις μέρες μας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, η εκλογική συμπεριφορά των κούρδων ψηφοφόρων πιθανόν να αποβεί καθοριστική για το αποτέλεσμα της προεδρικής εκλογής στην Τουρκία, ενώ το διάδοχο σχήμα του HDP, το Κόμμα της Πράσινης Αριστεράς (Yeşil Sol Parti), διεκδικεί με αξιώσεις την τρίτη θέση στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Με πληθυσμό περίπου 15 εκατομμυρίων, οι Κούρδοι της Τουρκίας αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των ομοεθνών τους, που κατανέμονται σε τέσσερα τουλάχιστον κράτη της Μέσης Ανατολής, με τις εκτιμήσεις για το μέγεθος αυτού του λαού να ποικίλλουν από τα 25 έως τα 50 εκατομμύρια. Ορεσίβιοι και απομονωμένοι μέχρι τα μέσα του 20ού αι., αντιστάθηκαν στην αφομοίωση παραμένοντας κατακερματισμένοι, ενώ οι ηγέτες τους διαπραγματεύονταν με αυτοκρατορίες και κράτη, διατηρώντας έναν «ελεύθερο χώρο» όπου μπορούσαν να είναι ημιαυτόνομοι. Παρά τις διαρκείς εξεγέρσεις τους, που εργαλειοποιούνταν καθώς εντάσσονταν στον ανταγωνισμό των γειτονικών κρατών, οι Κούρδοι της περιοχής εντάχθηκαν αποφασιστικά στη διεθνή σκηνή μετά την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Πλέον, οι Κουρδικές Σπουδές αποτελούν ένα ακαδημαϊκό αντικείμενο απαλλαγμένο σε μεγάλο βαθμό από κρατικές σκοπιμότητες, όπως αποδεικνύει και ο παρών τόμος, στον οποίο συγκεντρώνονται δοκίμια έγκριτων μελετητών από την Ελλάδα, την Τουρκία και άλλες χώρες και κυκλοφορεί χάρη στη φροντίδα των εκδόσεων του Πανεπιστημίου Πατρών. Στις σελίδες του εξετάζονται ζητήματα όπως η «κατασκευή» της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, η αναμόρφωση του Κουρδικού μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από τη σχέση Κούρδων, Τούρκων και Αράβων, η πολιτικοποίησή τους και ο ρόλος της αριστεράς τη δεκαετία του 1960, η εξέλιξη των κουρδικών πολιτικών οργανώσεων στην Τουρκία, η μετάβαση από τον ένοπλο αγώνα στις ειρηνικές διαπραγματεύσεις και από την ανεξαρτησία στη δημοκρατική αυτονομία, οι αποτυχημένες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις του Όσλο και του Ιμραλί, η δημιουργία κουρδικής πολιτικής ταυτότητας και η νέα αριστερά της Τουρκίας, ενώ, τέλος, ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους Κούρδους και την πορεία της Τουρκίας προς την προεδρική δημοκρατία.
Σπύρος Πλακούδας, Πόλεμος και Ειρήνη. Ο αγώνας των Κούρδων στην Τουρκία (2004-2016), Επίκεντρο
Τον ασυνεχή και ασύμμετρο πόλεμο μεταξύ Τουρκίας και PKK, αλλά και των υπολοίπων μαχητικών σχηματισμών του κουρδικού εθνικού κινήματος, στη Συρία και το Ιράκ, εξετάζει η μελέτη αυτή, η συγγραφή της οποίας, σύμφωνα με τον συγγραφέα, υπήρξε μια μάχη με τον χρόνο, αφού όπως επισημαίνει, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αναφορικά με το Κουρδικό Ζήτημα τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός. Στις σελίδες της εξετάζεται ο αγώνας του PKK στην Τουρκία κατά την εποχή της μονοκρατορίας του ΑΚΡ, αγώνας ο οποίος δεν χαρακτηριζόταν μόνο από στρατιωτικές συγκρούσεις αλλά και από ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Μετά τη σύλληψη του ηγέτη του, Αμπντουλάχ Οτζαλάν, το 1999, το PKK κήρυξε μονομερή κατάπαυση του πυρός μέχρι 2004, για να ακολουθήσει ένας περιορισμένος πόλεμος έως το 2011, που θα μεταβληθεί σε ολοκληρωτικό το 2012, ο οποίος συνεχίστηκε με σφοδρότητα μέχρι το 2017, παρά τη μεσολάβηση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας την περίοδο 2013-2015. Η επισκόπηση των εξελίξεων ολοκληρώνεται με την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» το 2017, που σηματοδοτεί τη μετατόπιση του χώρου διεξαγωγής του πολέμου εκτός Τουρκίας, στη Συρία και, σε μικρότερο βαθμό, στο Ιράκ. Αυτή η νέα φάση, του διεθνοποιημένου, πλέον, Κουρδικού Ζητήματος, θα βρίσκεται στο προσκήνιο της ειδησεογραφίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε η σύγκρουση της Τουρκίας με τους Κούρδους καταλήξει σε αδιέξοδο είτε όχι. Άλλωστε, όπως φάνηκε και από την προεκλογική κίνηση στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, η εκλογική συμπεριφορά του κουρδικού πληθυσμού, στην Ανατολία και στις πόλεις των δυτικών παραλίων, αναμένεται να αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα της κάλπης.
Έφη Κάννερ, Άνδρες και γυναίκες στην τροχιά του εκσυγχρονισμού, Ηρόδοτος
Η αντιμετώπιση του τουρκικού εκσυγχρονισμού ως μιας διαδικασίας επιβεβλημένης από τα πάνω, από τον στρατό και την κρατική γραφειοκρατία, απέναντι στην οποία η τουρκική κοινωνία τηρεί στάση αδιάφορη ή εχθρική, είναι ευρέως διαδεδομένη, ιδιαίτερα στην καθ’ ημάς «τουρκοφαγική» τουρκολογία. Όμως η διαδικασία αυτή, που έχει τις ρίζες της στις απόπειρες εκδυτικισμού της οθωμανικής κοινωνίας, σε μια περίοδο που εκτείνεται από τον 18ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, δεν υπήρξε μονάχα μια άνωθεν εκπορευόμενη διαδικασία, αλλά πυροδότησε και εξέφρασε κοινωνικές δυναμικές που κατέτειναν προς αυτήν την κατεύθυνση. Για τη συγγραφέα, επίκουρη καθηγήτρια Τουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η μελέτη του τουρκικού εκσυγχρονισμού από τη σκοπιά του φύλου διαψεύδει μια τέτοια «από τα πάνω» θεώρηση και μετατοπίζει την οπτική μας σε ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες. Στην ανά χείρας μελέτη της επιχειρεί τη συνθετική προσέγγιση μιας σειράς κοινωνικών μετασχηματισμών από τη σκοπιά της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου, που όπως έχουμε δει διέπει ρητά ή άρρητα και την πολιτική πραγματικότητα της γείτονος (από τις γυναικοκτονίες μέχρι την απόσυρση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών). Υπ’ αυτό το πρίσμα εξετάζεται το γυναικείο κίνημα στην πρώιμη Τουρκική Δημοκρατία και η θέση των γυναικών στο κεμαλικό εγχείρημα, η έμφυλη διάσταση της συμμετοχής στην εκπαίδευση, την αγορά εργασίας και την πολιτική, αλλά και η εξέλιξη των έμφυλων σχέσεων στην ιδιωτική σφαίρα, καθώς και τα γυναικεία κινήματα στην Τουρκία μετά το μονοκομματικό καθεστώς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο που εξετάζει τις σχέσεις των γυναικών με το πολιτικό Ισλάμ, υπογραμμίζοντας τις έμφυλες διαστάσεις του, καθώς και την καθοριστική συμβολή των γυναικών στην ανάδειξή του, ενώ όσον αφορά το ζήτημα της μαντήλας, επισημαίνει ότι πολλές ακτιβίστριες το αντιλαμβάνονται ως ατομική συνειδητή πράξη, που δεν γίνεται αντιληπτή σαν υποταγή στους άνδρες.
Νίκος Χριστοφής, Από τον κεμαλισμό στον ριζοσπαστισμό. Το τουρκικό φοιτητικό κίνημα, 1923-1980, Τόπος
Μια εναλλακτική αφήγηση της ιστορίας της σύγχρονης Τουρκίας, μέσα από το πρίσμα της ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος, επιχειρεί η παρούσα μελέτη, που εξετάζει διεξοδικά τα διάφορα στάδια εξέλιξής του, εντάσσοντάς το με έμφαση στο πλαίσιο της «μακράς δεκαετίας του ’60», των Long Sixties, όπως έχουν καθιερωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Αφού παρουσιάσει συνοπτικά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις στον εκπαιδευτικό χώρο, την εμφάνιση εθνικιστικών φοιτητικών ομάδων, αλλά και την ανακήρυξη της νεολαίας σε θεματοφύλακα της κεμαλικής τάξης πραγμάτων, ο συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού φοιτητικού κινήματος γύρω από τις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό. Τα επόμενα κεφάλαια εστιάζουν στο φοιτητικό κίνημα κατά την εικοσαετία 1960-1980, όταν, την επαύριο του πραξικοπήματος του 1960, εμφανίστηκαν δυναμικά νεολαιίστικες πολιτικές οργανώσεις στον χώρο της αριστεράς, της εθνικιστικής δεξιάς, αλλά και του πολιτικού Ισλάμ. Η καταστολή που επέφερε το πραξικόπημα του 1971 έστρεψε το φοιτητικό κίνημα πιο έντονα προς τον ένοπλο αγώνα, με τις συγκρούσεις μεταξύ νέων και πιο ριζοσπαστικών αριστερών και δεξιών ομάδων να λαμβάνουν μορφή σχεδόν εμφύλιας σύγκρουσης. Το πραξικόπημα του 1980 έδωσε βίαιο τέλος στις συγκρούσεις, αλλά και στο φοιτητικό κίνημα, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς στρατιωτικής κηδεμονίας, η έξοδος από το οποίο θα διαρκέσει χρόνια. Μέσα από τη μελέτη του νεολαιίστικου κινήματος αναδεικνύονται, συνολικά, οι κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί και αγώνες στη μεταπολεμική Τουρκία, οι οποίοι επιχείρησαν να διαμορφώσουν μια διαφορετική πολιτική πραγματικότητα, σε άμεσο διάλογο με εξελίξεις που δημιουργούσε την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη και στον κόσμο, το «παγκόσμιο ’68».
Νίκος Μούδουρος, Ο μετασχηματισμός της Τουρκίας. Από την κεμαλική κυριαρχία στον «ισλαμικό» νεοφιλελευθερισμό, Αλεξάνδρεια
Γραμμένη πριν από δέκα χρόνια, η παρούσα μελέτη αποτελεί μια πρώτης τάξεως επισκόπηση της πρώτης φάσης κυριαρχίας του ΑΚΡ στην πολιτική ζωή της Τουρκίας, αυτή στην οποία κυριαρχεί ένας «δημοκρατικός Ερντογάν», καλλιεργώντας ένα μεταρρυθμιστικό και φιλοευρωπαϊκό προφίλ. Όμως το έργο του συγγραφέα, ο οποίος διδάσκει στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, δεν αποτελεί μια προσέγγιση της τότε συγκυρίας, ούτε εξαντλείται σε μια σύγκριση του κεμαλικού παρελθόντος με το (τότε) ερντογανικό παρόν. Θεωρεί ότι οι διαρκείς, μέχρι και σήμερα, εκλογικές και πολιτικές επιτυχίες του κόμματος του Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν σηματοδοτούν μια νέα φάση της ιστορίας της γείτονος, αντικατοπτρίζοντας μια νέα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, η οποία φαίνεται να μετασχηματίζει το σύνολο της πολιτικής της ζωής. Ξαναμοιράζοντας τα χαρτιά, ο Ερντογάν και το κόμμα του έφερε στο προσκήνιο νέα τμήματα της αστικής τάξης, ανθρώπους που μπορούν να διοικούν τεράστιους ομίλους εταιρειών με την ίδια ευκολία που κάνουν πέντε φορές την ημέρα την προσευχή τους… Για τον συγγραφέα, το ΑΚΡ αποτέλεσε (και συνεχίζει να αποτελεί) όχι το κόμμα της σαρωτικής ρήξης με την κεμαλική τάξη πραγμάτων αλλά ένα κόμμα που κατέκτησε την ηγεμονία εκπροσωπώντας νέα κοινωνικά στρώματα και προνομιακά την ισλαμική αστική τάξη, που χρησιμοποίησε τον νεοφιλελευθερισμό ως οργανωτική βάση της ενίσχυσης και της κυριαρχίας της. Ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της χώρας υπό την ηγεμονία της ισλαμικής αστικής τάξης και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, όπως αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη του συγγραφέα, έχει τέτοιο βάθος που, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών, οποιαδήποτε επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς είναι απλώς αδύνατη…
Κωνσταντίνος Γώγος, Το ισλαμιστικό κίνημα στην Τουρκία. Συμβολή στη μελέτη της σύγχρονης τουρκικής ισλαμιστικής σκέψης, Α. Α. Λιβάνης
Την ανάδυση και εδραίωση του πολιτικού ισλάμ και την ενίσχυση της ισλαμικής ταυτότητας στη σύγχρονη Τουρκία επιδιώκει να σκιαγραφήσει η ανά χείρας μελέτη, μέσα από την εξέταση του έργου και της δράσης τριών σημαντικών ισλαμιστών τούρκων διανοητών με καθοριστική επίδραση στο ισλαμιστικό κίνημα και, γενικότερα, στην πολιτική και την κοινωνία της σημερινής Τουρκίας. Μελετώντας τις ιδέες, αλλά και την εκδοτική και πολιτική δραστηριότητα του ισλαμιστή ποιητή και δραματουργού Νετζίπ Φαζίλ Κισάκιουρεκ (Necip Fazıl Kısakürek), το έργο και τη σκέψη του κοινωνιολόγου Αλί Μπουλάτς (Ali Bulaç), και την πολιτική δράση και το συγγραφικό έργο του δημοσιολόγου Αμπντουραχμάν Ντιλιπάκ (Abdurrahman Dilipak), ο συγγραφέας του παρόντος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών ΕΚΠΑ, σκιαγραφεί τις τάσεις που κυριαρχούν στο πεδίο του τουρκικού πολιτικού ισλάμ και αναδεικνύει τη συμβολή των ισλαμιστών συγγραφέων στην ενίσχυση και ηγεμονία του πολιτικού ισλάμ έναντι των κεμαλιστικών κοσμικών δυνάμεων. Όπως επισημαίνει, η άνοδος του πολιτικού ισλάμ στην Τουρκία, που ξεκίνησε πολύ πριν από το πραξικόπημα του 1980 και έκτοτε γνωρίζει διαρκή ανάπτυξη, κατακτώντας κυρίαρχη θέση στην πολιτική ζωή της χώρας, οφείλει πολλά στους ισλαμιστές συγγραφείς και διανοούμενους, οι οποίοι με το έργο, τις απόψεις, την κριτική και τις προτάσεις τους έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη διάδοση μιας ισλαμιστικής θεώρησης της κοινωνίας, της πολιτικής, του κράτους και των θεσμών, της οικονομίας, του πολιτισμού και της ιστορίας της Τουρκίας. Αν και η μελέτη του Κωνσταντίνου Γώγου έχει εκδοθεί το 2016, προσφέρει μια χρήσιμη ανάλυση που παραμένει επίκαιρη, ενώ παράλληλα περιλαμβάνει μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα αντιπροσωπευτικά κείμενα των αναφερόμενων ισλαμιστών διανοητών.
Şevket Pamuk, Άνισοι αιώνες. Οικονομική ιστορία της Τουρκίας από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, Πατάκης
Μια ενδελεχή ιστορία της μετάβασης της τουρκικής οικονομίας στη σύγχρονη ανάπτυξη προσφέρει η ανά χείρας μελέτη, προϊόν δεκαετιών έρευνας από τον διεθνούς φήμης καθηγητή οικονομικών και οικονομικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, Σεβκέτ Παμούκ. Έργο σταθμός στη σχετική βιβλιογραφία, επικεντρώνεται στα δομικά χαρακτηριστικά που διέπουν την τουρκική οικονομία, στις θεσμικές, εν πολλοίς, «βαθύτερες αιτίες» που καθορίζουν την οικονομική μεγέθυνση και την ανθρώπινη ανάπτυξη στην Τουρκία κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Το βιβλίο χωρίζεται σχηματικά σε τέσσερις περιόδους, ξεκινώντας με τον «μακρύ» 19ο αιώνα και τους ραγδαίους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις μεταρρυθμίσεις, την εμπορευματοποίηση της γεωργίας και την πρώιμη αποβιομηχάνιση μέσα στις νέες συνθήκες της ανοιχτής οικονομίας. Στη συνέχεια δίνεται έμφαση στην πολιτική του κρατισμού που υιοθετεί η κεμαλική ελίτ, μετατρέποντας τη χώρα σε μια κατά βάση εσωστρεφή οικονομία. Τα επόμενα κεφάλαια επικεντρώνονται στη μεταπολεμική περίοδο και την υιοθέτηση σειράς παρεμβατικών πολιτικών, όπως η εκβιομηχάνιση με υποκατάσταση εισαγωγών και έλεγχο τιμών, που υποστήριζαν τον αγροτικό τομέα, δίνοντας την ευκαιρία σε μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού να μεταναστεύσει στα μεγάλα αστικά κέντρα, συμβάλλοντας στη μετέπειτα πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα τελευταία κεφάλαια επικεντρώνονται στη νεοφιλελεύθερη εποχή, που κυριαρχεί μετά το πραξικόπημα του 1980, περίοδο κατά την οποία το εσωστρεφές οικονομικό μοντέλο έδωσε τη θέση του στην απελευθέρωση των αγορών και στο άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο και τις ροές κεφαλαίων, διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μέσα από την ανάλυση που προσφέρει το μνημειώδες αυτό έργο, γίνεται δυνατή η κατανόηση των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών της Τουρκίας, αλλά και της σημασίας τους για τη μελέτη της οικονομικής μεγέθυνσης στο σύνολο του αναπτυσσόμενου κόσμου τους δύο τελευταίους αιώνες.
Erik Jan Zürcher, Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Αλεξάνδρεια
Έργο κλασικό, γραμμένο από έναν από τους θεμελιωτές της σύγχρονης τουρκολογίας, τον ολλανδό καθηγητή Έρικ Τσούρχερ, το βιβλίο αυτό πηγαίνει πέρα από τις αναλύσεις της συγκυρίας, παρουσιάζοντας μια συγκροτημένη εικόνα της ιστορίας της Τουρκίας τα τελευταία διακόσια χρόνια, δίνοντας έμφαση τόσο στις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις όσο και στις πολιτικές και ιδεολογικές. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη μελέτη της Τουρκίας, που κατέχει, από το 1993 που πρωτοκυκλοφόρησε, σημαντική θέση στη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς καταφέρνει να συνθέσει δύο κεντρικά ζητήματα της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας, αφενός, αυτό της ενσωμάτωσης της Τουρκίας στον καπιταλιστικό κόσμο και, αφετέρου, εκείνο του εκσυγχρονισμού του κράτους και της κοινωνίας. Η αφήγηση ξεκινά από τα τέλη του 18ου αιώνα, εξετάζοντας τις στενές επαφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ευρώπη καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, παρακολουθώντας τη σταδιακή παρακμή της μπροστά στους αναδυόμενους εθνικισμούς και τον ιμπεριαλισμό της Δύσης. Η περίοδος που ξεκινά από την επανάσταση των Νεότουρκων, το 1908 μέχρι και το τέλος της κεμαλικής μονοκρατορίας, το 1950, εξετάζεται ως μία ενιαία ενότητα, ενώ ταυτόχρονα ο συγγραφέας προτείνει μια ριζική αναθεώρηση της εικόνας του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ. Στην επόμενη ενότητα, που καλύπτει το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, εξετάζεται ένα μεγάλο εύρος κρίσιμων θεμάτων, όπως είναι η διαμόρφωση μιας μαζικής πολιτικής, τα τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα, το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η θέση της χώρας στην παγκόσμια οικονομία και η οικονομική κρίση του 1994. Επίσης εξετάζονται οι περίπλοκες σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αμφιλεγόμενος ρόλος της στη Μέση Ανατολή, η στάση της απέναντι στο Κουρδικό ζήτημα και η εμπλοκή της στο Κυπριακό. Η διαρκής ανάπτυξη και εδραίωση του ισλαμισμού, που θέτει υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια του κεμαλικού κράτους, εξετάζεται επιλογικά, καθώς μονάχα στις αναθεωρημένες εκδόσεις του έργου περιλήφθηκαν οι σαρωτικές πολιτικές μεταβολές που προκάλεσε η έλευση στην εξουσία του ΑΚΡ και του ηγέτη του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Hamit Bozarslan, Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, Σαββάλας
Στο ίδιο μήκος κύματος και η αφήγηση του εγκατεστημένου στο Παρίσι τούρκου ιστορικού και πολιτικού επιστήμονα Χαμίτ Μποζαρσλάν, διατρέχει την ιστορία της Τουρκίας κατά τον 20ό αιώνα, από την επανάσταση των Νεότουρκων και την άνοδο στην εξουσία του Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος (1908-1918) μέχρι τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-1922). Το δεύτερο μέρος αφορά την κεμαλική περίοδο (1922-1950), όπου εξετάζονται το μονοκομματικό καθεστώς, ο εθνικισμός και η θρησκευτική πολιτική του κεμαλισμού, καθώς και οι αντιστάσεις σε αυτόν, η προεδρία Ινονού και η αντιμειονοτική και αντισημιτική πολιτική του. Στο τρίτο μέρος εξετάζεται η περίοδος του πολυκομματισμού και των στρατιωτικών επεμβάσεων (1950-1983), με κύρια θέματα την προσέγγιση με τη Δύση, τη δημοκρατική δεκαετία του 1950, τον ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του 1960, αλλά και τα χρόνια της ακυβερνησίας (1973-1980), που οδήγησαν στη βία και στο πραξικόπημα του 1980. Το επόμενο μέρος είναι αφιερωμένο στις δεκαετίες της κρίσης, από το 1983 και την κυριαρχία του Τουργκούτ Οζάλ μέχρι την ανάδυση του κουρδικού ζητήματος, του πολιτικού Ισλάμ, το ζητήματος των αλεβιτών, αλλά και της ριζοσπαστικής δεξιάς. Και εδώ η αφήγηση ολοκληρώνεται με την τελευταία πρωθυπουργία του Μπουλέντ Ετζεβίτ (1998-2002), ενώ ο επίλογος είναι αφιερωμένος στον πολιτικό σεισμό των εκλογών του 2002, που σηματοδότησαν την κυριαρχία του ΑΚΡ και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μέσα από τη συνθετική ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας, ο συγγραφέας επιτρέπει στους αναγνώστες να κατανοήσουν καλύτερα τα διακυβεύματα όχι μόνο της περιόδου της συγγραφής της μελέτης (2006), όπου κυριαρχούσε η υποψηφιότητα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και της σημερινής συγκυρίας, που οι προσανατολισμοί της Τουρκίας έχουν μεταβληθεί σημαντικά.