του Σπύρου Κακουριώτη
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η γιορτινή ατμόσφαιρα κάνει αγωνιώδεις προσπάθειες να επιβληθεί, αφήνοντας στην άκρη όσα δυσοίωνα συμβαίνουν γύρω μας: πόλεμοι, πανδημίες, διαφθορά, κρίση, ας μείνουν για λίγο κλεισμένα στις σελίδες των βιβλίων ιστορίας που διαβάζουμε…
Peter Frankopan, Οι Δρόμοι του Μεταξιού. Μια νέα ιστορία του κόσμου, Αλεξάνδρεια
Μολονότι η σύγχρονη ιστοριογραφία ευνοεί πλέον τις παγκόσμιες αφηγήσεις, συχνά αυτές συνεχίζουν να πάσχουν από τον ευρωκεντρισμό που χαρακτήριζε παλιότερες πραγματεύσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που αφηγούνται είναι η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους του κόσμου από την Ανατολή προς τη Δύση: από την Κίνα και τους δρόμους του εμπορίου που περιέπλεαν τη ΝΑ Ασία και την Ινδία, φτάνοντας μέχρι τις ακτές της Αραβίας, στις ιταλικές πόλεις και τα ιβηρικά βασίλεια, τον περίπλου της Αφρικής και τη διάσχιση του Ατλαντικού. Στο ανά χείρας έργο, ο βρετανός ιστορικός αποστρέφει το βλέμμα από τη θάλασσα και επικεντρώνει την αφήγησή του στον άξονα που ενώνει τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, μέσω των εύφορων πεδιάδων της Μεσοποταμίας, με τις στέπες της Κεντρικής Ασίας, τις παρυφές της Ινδίας και την Κίνα. Πάνω σε αυτόν τον άξονα ξετυλιγόταν για αιώνες ο «δρόμος του μεταξιού», που διέσχιζαν τα καραβάνια, μεταφέροντας προϊόντα από την Κίνα στη Δύση. Οι δρόμοι που διέτρεχαν τον άξονα αυτόν αποτελούσαν –και συνεχίζουν να αποτελούν– το κεντρικό νευρικό σύστημα του κόσμου, όπως λέει ο συγγραφέας. Σχημάτιζαν δίκτυα που συνέδεαν μεταξύ τους ωκεανούς και ηπείρους, διασχίζοντας αυτοκρατορίες. Στην εντυπωσιακή σε όγκο και εύρος αφήγησή του, στηριγμένη σε έναν εξίσου εντυπωσιακό όγκο πηγών και βιβλιογραφίας σε 16 γλώσσες, ο Πήτερ Φράνκοπαν αφηγείται την ιστορία της συγκρότησης και της αποδιάρθρωσης αυτών των δικτύων, της ανάδυσης και της κατάρρευσης των αυτοκρατοριών, από την εποχή του ελληνοπερσικού ανταγωνισμού μέχρι τις μέρες μας, που χαρακτηρίζονται από εντάσεις σε όλο το μήκος αυτού του άξονα, από τη Συρία ή την Ουκρανία μέχρι την Κίνα. Για τον συγγραφέα, όμως, είναι τέτοιος ο πλούτος σε στρατηγικά αποθέματα των εδαφών που διασχίζουν οι δρόμοι του μεταξιού ώστε να μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι «αυτό που βλέπουμε είναι τα σημάδια της μετατόπισης του κέντρου βάρους του κόσμου – και της επιστροφής του στο μέρος όπου βρισκόταν για χιλιετίες».
David Imhoof, Αυτή είναι λοιπόν η Ευρώπη μας: Μια ιστορία από τον Διαφωτισμό ως σήμερα, Πατάκης
Η ιστορία της Ευρώπης που αφηγείται ο συγγραφέας, καθηγητής ιστορίας στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Σασκουεχάννα, χαρακτηρίζεται στον υπότιτλο της αγγλικής έκδοσης «conversational», κάτι που στην ελληνική μετάφραση αποδίδεται ως «χαλαρή», θέλοντας να αποδώσει την εικόνα της κουβεντούλας που ο ιστορικός επιδιώκει να πιάσει με τον αναγνώστη, προκειμένου να αφηγηθεί, με τρόπο ελκυστικό, μια ιστορία που ίσως πολλοί φοιτητές του αλλιώτικα θα θεωρούσαν βαρετή. Ο ίδιος, άλλωστε, επιγράφοντας την εισαγωγή του, τιτλοφορεί: «Ξέρω πως δεν διαβάζεις τις εισαγωγές, αλλά εδώ εξηγώ γιατί θα ήταν καλό να διαβάσεις τη συγκεκριμένη» (!) Η αφήγηση του Ντέιβιντ Ίμχοφ, λοιπόν, διακρίνεται για το χιούμορ της, χωρίς την οποιαδήποτε έκπτωση σε ό,τι αφορά τη σοβαρότητα των όσων πραγματεύεται. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του συγγραφέα βρίσκεται η εξέλιξη των ιδεών που αποτέλεσαν το απαραίτητο υπόστρωμα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, γι’ αυτό και δίνει ιδιαίτερο βάρος τόσο στους στοχαστές όσο και στο τι σήμαιναν οι μεγάλες ιδέες τους για τους συνηθισμένους ανθρώπους της κάθε εποχής, από τον ουμανισμό και την Αναγέννηση μέχρι την επιστημονική επανάσταση, τον Διαφωτισμό, αλλά και τις κριτικές που του ασκήθηκαν από τον ρομαντισμό, τον εθνικισμό κ.λπ. Αφού προειδοποιήσει τον αναγνώστη του ότι η ιστορία της περιόδου που εξετάζεται σε αυτό το βιβλίο «επηρεάζει σχεδόν όλα όσα κάνει σήμερα, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι», ο συγγραφέας τον συνοδεύει σε μια πλούσια περιδιάβαση που ξεκινά από την Αναγέννηση («γιατί να βαφτίζουν οι Γάλλοι τα σημαντικά πράγματα;» αναρωτιέται χιουμοριστικά για τον όρο Renaissance) και φτάνει μέχρι το «τέλος της ιστορίας (ή κάτι τέτοιο)» και τις πολιτικές της ταυτότητας –δηλαδή μέχρι τις μέρες μας– διανθίζοντας την αφήγησή του με μουσική, καθώς η πολιτιστική παραγωγή έχει μεγάλο ειδικό βάρος στον σύγχρονο κόσμο και η μουσική μπορεί να μας δώσει σημαντικές πληροφορίες για το παρελθόν και τις νοοτροπίες των κοινωνιών – αλλά και γιατί είναι ένας ακόμη τρόπος, μαζί με το χιούμορ, να προσεγγίσει ένα κοινό που ίσως να μη διακρίνεται για τη συμπάθειά του προς την ιστορική αφήγηση. Με δυο λόγια, φτιάχνει ένα εξαίρετο εγχειρίδιο, προσιτό για κάθε τμήμα του αναγνωστικού κοινού.
C.A. Bayly, Η αναδιαμόρφωση του νεωτερικού κόσμου, 1900-2015, Αλεξάνδρεια
Το ανά χείρας έργο αποτελεί το κύκνειο άσμα του διακεκριμένου ιστορικού της Ινδίας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας Κρίστοφερ Μπέιλυ, που πέθανε αιφνιδιαστικά, σε ηλικία 69 ετών, λίγο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης μορφής αυτού του έργου. Πρωτοπόρος στο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας, με το έργο αυτό ολοκληρώνει την μελέτη του για τους τρόπους και τους όρους Γέννησης του νεωτερικού κόσμου, 1780-1914 (Αλεξάνδρεια, 2013), επισκοπώντας την εκατονταετία που ακολούθησε τον μακρό 19ο αιώνα. Η μελέτη του Μπέιλυ, μολονότι μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει εγχειρίδιο απευθυνόμενο σε φοιτητές, είναι, στην πραγματικότητα, ένας στοχασμός πάνω στην παγκόσμια ιστορία, τις μείζονες εξελίξεις σε Δύση και Ανατολή, Βορρά και Νότο, καθώς επίσης, ή ίσως κυρίως, στους διανοητικούς όρους που την συνέχουν και τη συγκροτούν. Στην πραγμάτευσή του περιλαμβάνονται κεφάλαια που ο ίδιος αποκαλεί «περιγραφικά» και αφορούν την παγκόσμια κρίση που οδήγησε σε δύο παγκοσμίους πολέμους και, κατόπιν, στην αποαποικιοποίηση, την οποία διαδέχεται το σοκ της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, καθώς και ένα καταληκτικό κεφάλαιο που αφορά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στον 20ό και τον 21ο αιώνα, δηλαδή την περίοδο από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ μέχρι το 2015. Ενδιάμεσα, εμπερικλείεται μια πιο εννοιολογική πραγμάτευση, η οποία αφορά θέματα όπως η ανθρώπινη γνώση και επιστήμη, το άτομο και η κοινωνία, η θρησκεία, η τέχνη, αλλά και η βία, ο εθνικισμός και ο διεθνισμός, ο ρόλος των αυτοκρατοριών, καθώς και οι δημογραφικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τέλος, στην εισαγωγή του βιβλίου του, ο σπουδαίος αυτός ιστορικός εξετάζει ορισμένες από τις διαμάχες γύρω από την παγκόσμια ιστοριογραφία της νεωτερικότητας, ενώ ταυτόχρονα καταθέτει τους προβληματισμούς του για την ιστορία και την ιστοριογραφία, καθώς, όπως γράφει, «όσα συμβαίνουν στις μέρες μας με οδήγησαν σε μια διαρκή επανεξέταση της αντίληψής μου περί παρελθόντος». Το εξαιρετικό αυτό έργο, με το οποίο ολοκληρώνεται η αναζήτηση παγκόσμιων διασυνδέσεων και συγκρίσεων στον κόσμο της νεωτερικότητας, συντελεί στη διαμόρφωση μιας νέας μορφής παγκόσμιας διανοητικής ιστορίας, καθώς, σύμφωνα με τα λόγια του Μπέιλυ, «την αναδιαμόρφωση του νεωτερικού κόσμου επέφεραν οι ιδέες και η ανθρώπινη φαντασία»…
Αλμπέρτο Μάριο Μπάντι, Risorgimento. Μια ιστορία της ιταλικής εθνικής ενοποίησης, 1796-1861, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Την ίδια, λίγο-πολύ, περίοδο που στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου η Επανάσταση των χριστιανών κατοίκων της θα αποτινάξει την τυραννική εξουσία του οθωμανού σουλτάνου και, μέσα από μια σχετικά μακρά διαδικασία, θα οικοδομήσει έθνος και κράτος, στη γειτονική Ιταλική χερσόνησο πυροδοτούνταν ανάλογες διαδικασίες, που θα οδηγούσαν στη διαμόρφωση ενός εθνικοπατριωτικού κινήματος το οποίο θα ολοκληρωνόταν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την οικοδόμηση ενός ενιαίου ιταλικού κράτους, διαδικασία η οποία ονοματίστηκε με τον θρησκευτικής χροιάς όρο Risorgimento, που η αρχική του σημασία είναι «ανάσταση». Η ελληνόφωνη βιβλιογραφία σχετικά με την ιταλική ιστορία και ειδικά τη συγκεκριμένη περίοδο είναι εξαιρετικά πενιχρή – με εξαίρεση τη μελέτη του ιστορικού Αντώνη Λιάκου, Η ιταλική ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα (Θεμέλιο, 1985). Συνεπώς, οφείλονται χάριτες στον ιστορικό Δημήτρη Αρβανιτάκη που είχε την πρωτοβουλία για τη μετάφρασή του στη γλώσσα μας και στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης που ανέλαβαν την έκδοση. Στην πραγμάτευσή του, ο συγγραφέας, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, ξεκινά από τη ρεπουμπλικανική τριετία που ήταν το αποτέλεσμα της απελευθερωτικής ορμής τη Γαλλικής Επανάστασης, κατά τα τρία τελευταία έτη του 19ου αιώνα, για να παρακολουθήσει τη διαμόρφωση του εθνικού κινήματος από την Παλινόρθωση και τις πρώτες επαναστατικές απόπειρες μέχρι τη στερέωση της συνταγματικής εξουσίας στο Πιεμόντε και τον πόλεμο κατά της Αυστρίας, που θα οδηγήσει στην ενοποίηση της χερσονήσου και την ανακήρυξη του Ιταλικού βασιλείου. Παράλληλα με την αφήγησή του αυτή ο συγγραφέας αναζητεί τις εννοιολογήσεις του έθνους και πώς αυτές μετασχηματίστηκαν μέσα σε αυτή τη μακρά περίοδο. Όπως παρατηρεί μεταφραστής στο δοκίμιό του «Risorgimento: Λόγος περί μεθόδου», που προτάσσεται της μετάφρασης, στον ρομαντικής προέλευσης εθνικοπατριωτικό λόγο του Risorgimento διακρίνονται τρεις δομικές μορφές: η εικόνα του έθνους ως συστήματος συγγένειας που συνέχεται από δεσμούς αίματος· η εικόνα του έρωτα που οδηγεί προς το εθνικό ιδεώδες εγκαθιδρύοντας δεσμούς που καλείται η τιμή και η αρετή να προστατεύσουν· η εικόνα της θυσίας και του μαρτυρίου, που συνδέουν την εικονοποίηση του έθνους με τον θρησκευτικό λόγο, αποτελώντας μετωνυμίες της πολιτικής δράσης. Αντλώντας, όπως βλέπουμε, από ένα μεγάλο εύρος πηγών, ο ιταλός ιστορικός προσφέρει στον έλληνα αναγνώστη μια οξυδερκή και ταυτόχρονα συναρπαστική αφήγηση των όρων ανάδυσης του νεωτερικού έθνους.
Rodric Braithwate, Μια σύντομη ιστορία της Ρωσίας, Ψυχογιός
Η εισβολή της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν και ο συνεχιζόμενος πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας φαίνεται πως δημιούργησε αναγνωστική ζήτηση για βιβλία που θα επιτρέψουν στον μέσο έλληνα αναγνώστη να αποκτήσει μια συνεκτική εικόνα για την πρώην υπερδύναμη, η οποία φαίνεται να ξαναπαίρνει τον ρόλο της «αυτοκρατορίας του κακού», που της είχε αποδώσει, στην κορύφωση της τελικής φάσης του Ψυχρού Πολέμου, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν. Το βιβλίο του συγγραφέα και πρώην διπλωμάτη Ρόντρικ Μπρεθγουέιτ, ο οποίος υπηρέτησε ως πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στη Μόσχα την περίοδο της διάλυσης της ΕΣΣΔ, γραμμένο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είναι μία από τις «σύντομες» ή «μικρές» ιστορίες που επιχειρούν να παρουσιάσουν τους μύθους και τις πραγματικότητες που συγκροτούν τη ρωσική ιστορία. Χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι το αντικείμενο της αφήγησής του, δηλαδή «η Ρωσία», είναι διαφορετικό σε κάθε ιστορική φάση (εδαφικά, πληθυσμιακά, πολιτικά), ξεκινά την αφήγησή του από την προσχώρηση των Ρους του Κιέβου στον χριστιανισμό υπό την επιρροή του Βυζαντίου, την οποία και χαρακτηρίζει «γέννηση ενός έθνους». Η επιλογή της ορθοδοξίας έναντι του καθολικισμού θα παίξει καθοριστικό ρόλο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, για την έκκεντρη θέση της Ρωσίας έναντι της Ευρώπης. Η καταστροφή της Ρωσίας του Κιέβου από τους Μογγόλους και η ανάδυση του κράτους της Μοσχοβίας κατά την πρώιμη νεώτερη εποχή, υπό τους δύο Ιβάν, τον Μέγα και τον Τρομερό, απασχολούν τα επόμενα κεφάλαια, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζεται η συγκρότηση μιας αληθινά ευρωπαϊκής δύναμης από τον Μέγα Πέτρο, πολύ περισσότερο μιας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία είχε επικεφαλής, καθ’ όλη τη διάρκειά του 18ου αιώνα, γυναίκες – από την Αικατερίνη, χήρα του Πέτρου, έως τη Μεγάλη Αικατερίνη). Τα επόμενα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στους αιώνες της επαναστατικής αναταραχής: τον 19ο που ξεκινά με την εισβολή και την ήττα του Ναπολέοντα, την εξέγερση των Δεκεμβριστών, τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β’, το υπαρξιακό ερώτημα για τη σχέση με την Ευρώπη και, τέλος, την επανάσταση του 1917 και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ. Τα δύο τελευταία κεφάλαια της αφήγησης είναι αφιερωμένα στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και της κατάρρευσης, και στη δημιουργία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην άνοδο του Πούτιν στην εξουσία και, φυσικά, στη στάση του απέναντι στην Ουκρανία…
David G. Marwell, Μένγκελε: Το αληθινό πρόσωπο του «άγγελου του θανάτου», Gutenberg
«Ανθρωπόμορφο τέρας»: Έτσι χαρακτηριζόταν και χαρακτηρίζεται ακόμα και σήμερα ο Γιόζεφ Μένγκελε, γιατρός και αξιωματούχος των SS που υπηρέτησε στο Άουσβιτς και έγινε διάσημος για τα πειράματα που πραγματοποιούσε σε έγκλειστους ασθενείς, αλλά και για τον ρόλο του στη «διαλογή» κρατουμένων κατά την άφιξή τους στο στρατόπεδο εξόντωσης. Με ένα του νεύμα, ο Μένγκελε, αλλά και άλλοι ναζιστές γιατροί, αποφάσιζαν για τη ζωή ή τον θάνατο των κρατουμένων και τη μεταφορά τους στους θαλάμους αερίων. Ο συγγραφέας, ιστορικός και επικεφαλής ερευνητής του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για τη δίωξη εγκληματιών ναζί, δεν υιοθετεί αυτόν τον χαρακτηρισμό. Αρνείται να δει στον Μένγκελε την ενσάρκωση του κακού, κάτι το εξαιρετικό δηλαδή, υιοθετώντας, μάλλον, την παρεξηγημένη θέση της Άρεντ για την «κοινοτοπία του κακού». Θεωρεί τον Μένγκελε προϊόν της ρατσιστικής ιδεολογίας και των κοινωνικών μηχανισμών της ναζιστικής Γερμανίας, αναδεικνύοντας εξαιρετικά τον ρόλο που έπαιξε η διαστρέβλωση της ιατρικής και η υποταγή της στην υπηρεσία της «φυλετικής υγιεινής». Έχοντας στόχο να αναδείξει αυτή τη διάσταση, ο συγγραφέας δίνει λιγότερο βάρος στα πειράματα που πραγματοποίησε ο Μένγκελε στο Άουσβιτς, αν και αναφέρεται εκτενώς στα ιατρικά ζητήματα που προσήλκυαν το ενδιαφέρον του. Στην πραγματικότητα, περισσότερες από τις μισές σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στην πορεία του ναζί εγκληματία μετά την ήττα: από την παραμονή του σε απομονωμένο αγρόκτημα στη Γερμανία μέχρι το 1949, στην απόδρασή του μέσω Ιταλίας και την αναζήτηση καταφύγιου στην Αργεντινή του Περόν, την Παραγουάη του Στρέσνερ και τελικά, τη Βραζιλία, όπου και θα πεθάνει το 1979. Ο συγγραφέας περιγράφει με εξαντλητικές λεπτομέρειες τις προσπάθειες των γερμανικών, ισραηλινών και αμερικανικών υπηρεσιών να εντοπίσουν και να προσαγάγουν τον Μένγκελε – ή και να τον εκτελέσουν εξωδικαστικώς, όπως είχαν κάποια στιγμή αποφασίσει οι Ισραηλινοί. Παράλληλα, αναδεικνύει τα μεταπολεμικά ναζιστικά δίκτυα που επέτρεψαν στον «άγγελο του θανάτου», όπως τον αποκαλούσαν, να διαφύγει με σχετική ευκολία από τη Γερμανία και να εγκατασταθεί χωρίς να εντοπιστεί σε τρεις διαφορετικές λατινοαμερικανικές χώρες – αν και ο προσεκτικός αναγνώστης θα επιζητούσε μια σαφέστερη σκιαγράφηση των ναζιστικών δικτύων στη Λατινική Αμερική, δεδομένης μάλιστα της θέσης του συγγραφέα στον μηχανισμό του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Michel Winock, Σαρλ ντε Γκωλ. Ένας επαναστάτης στοιχειωμένος από την Ιστορία, Ποταμός
Διαβάζοντας το ευσύνοπτο αυτό βιογραφικό δοκίμιο, ο αναγνώστης αναρωτιέται για ποιο λόγο ένας σημαντικός ιστορικός, που στα κείμενά του έχει ασχοληθεί εξαντλητικά με την πολιτική ιστορία της Γαλλικής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα δε με τις τομές στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Ντε Γκωλ, όπως το 1958 και η μετάβαση από την Δ’ στην Ε’ Δημοκρατία, να επανέλθει στον «πατριάρχη» του σημερινού γαλλικού πολιτικού συστήματος. Η απάντηση δίνεται μόλις στην τελευταία σελίδα, από το στόμα του σημερινού προέδρου, του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος αναπολεί τον «δημοκρατικό μονάρχη», αρχέτυπο του οποίου δεν ήταν άλλο από τον Ντε Γκωλ. Η σημερινή Γαλλική Δημοκρατία φαίνεται πως βρίσκεται σε μια καμπή, όπως βρέθηκε πολλές φορές στην ιστορία της, κι ο προβληματισμός για το μέλλον της φαίνεται να οδηγεί πολλούς να επανεκτιμήσουν τον βολονταρισμό με τον οποίο πολιτεύτηκε ο στρατηγός. Στο δοκίμιό του, ο Μισέλ Βινόκ δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον χαρισματικό ηγέτη των «Ελεύθερων Γάλλων», ακόμη και όταν στέκεται κριτικά απέναντι στις αποφάσεις και τις πολιτικές του. Δεν ακολουθεί μια αδιάσπαστη χρονολογική αφήγηση, αντιθέτως, επιμένει στις τομές και στις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτές. Έτσι, φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός «αιρετικού» εκσυγχρονιστή της τέχνης του πολέμου, προκειμένου να ερμηνεύσει τη ρήξη του με τον Πεταίν και το διάγγελμα της 18ης Ιουνίου 1940, όταν έθεσε τις βάσεις της «Ελεύθερης Γαλλίας» και της αντίστασης. Θα ακολουθήσει η επιστροφή στο εξεγερμένο Παρίσι, η διεκδίκηση ισότιμης θέσης στις τάξεις των νικητών και, αργότερα, οι προσπάθειες για την ίδρυση μιας «αντικοινοβουλευτικής δημοκρατίας», μεταπολεμικά. Μετά την απόρριψη του σχεδίου του, ο βιογράφος θα τον συναντήσει και πάλι το 1958, όταν ο ρεαλιστικός χειρισμός του πολέμου στην Αλγερία θα του επιτρέψει να επανέλθει στην εξουσία, με τους δικούς του όρους: Η Ε’ Δημοκρατία, προϊόν ενός προνουντσιαμέντου εκ μέρους του Στρατηγού (αν και ο συγγραφέας δεν το χαρακτηρίζει έτσι), με ενισχυμένο τον ρόλο του προέδρου και τα δημοψηφισματικά χαρακτηριστικά και, αντίστοιχα, υποβαθμισμένο εκείνον των κομμάτων και του κοινοβουλίου. Δέκα χρόνια μετά, έπειτα από την εξέγερση του Μάη – Ιούνη, από ένα ακόμη προνουντσιαμέντο και μια τελευταία, πύρρειο νίκη, ο Ντε Γκωλ θα απομακρυνθεί από την εξουσία και λίγους μήνες αργότερα θα περάσει στην ιστορία…
Γ. Χαμηλάκης – Ρ. Γκρήνμπεργκ, Αρχαιολογία, έθνος και φυλή, Εκδόσεις του 21ου
Η «διαλογική συνάντηση» ανάμεσα σε δύο αρχαιολόγους που μοιράζονται παρόμοιες ανησυχίες για την ανάπτυξη της κριτικής αρχαιολογικής σκέψης, η οποία αποτυπώνεται στις σελίδες του ανά χείρας τόμου, προέκυψε από ένα κοινό σεμινάριο που επιδίωκε μια συγκριτική προσέγγιση της αρχαιολογίας και της υλικότητας στην Ελλάδα και το Ισραήλ, δύο χώρες που διεκδικούν μακραίωνη εθνική συνέχεια και συνεπώς τοποθετούν την αρχαιολογία στον πυρήνα του εθνικού τους φαντασιακού. Διατηρώντας στην κοινή τους αφήγηση τη μορφή διαλόγου, οι δύο καθηγητές Αρχαιολογίας, στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, αντίστοιχα, αφού παρουσιάσουν τα μονοπάτια από τα οποία προσέγγισε ο καθένας τους την κριτική αρχαιολογική αντίληψη, συζητούν τη σχέση ανάμεσα στην προέλευση της αρχαιολογίας και την ανάδυση του ελληνικού και του σιωνιστικού εθνικισμού, δίνοντας, παράλληλα, έμφαση στην επίδραση των αυτοκρατορικών δομών στις εθνικές αρχαιολογίες του 20ού αιώνα, αλλά και στη μακραίωνη εβραιοελληνική εμπλοκή. Στη συνέχεια εστιάζουν στον ρόλο της αρχαιολογίας στη συγκρότηση της Ελλάδας και του Ισραήλ ως «κρυπτοαποικιών» της Δύσης και ως πεδίου όπου δοκιμάζεται η εμπέδωση των δυτικών πολιτισμικών αξιών. Η έννοια της «καθαρότητας» και οι διαδικασίες για την επίτευξή της, αρχαιολογικές, εθνικές ή θρησκευτικές, ανοίγει τον δρόμο στη συζήτηση για τη φυλετικοποιημένη βάση της αποικιακής-εθνικής νεωτερικότητας, σε αντιπαράθεση με τις αντιφάσεις και τη ρευστότητα που ενυπάρχουν στην «ελληνική» και την «ισραηλινή» ταυτότητα. Έχοντας, μέσα από την αφήγησή τους, αποδομήσει τις εθνικές αρχαιολογίες, οι δύο συγγραφείς ολοκληρώνουν τον διάλογό τους εξετάζοντας την αρχαιολογία ως αποαποικιακή πράξη, επιχειρώντας να προσδιορίσουν τα στοιχεία εκείνα της αρχαιολογικής σκέψης και πράξης που «πρέπει να τα φανταστούμε και να τα σχεδιάσουμε από την αρχή». Πέρα από την καινοτομία της συγκριτικής εξέτασης και αντιπαραβολής δύο εθνικών αρχαιολογικών προγραμμάτων, πέρα, δηλαδή, από την αναμέτρηση με το παρελθόν και τις επικίνδυνες σχέσεις εθνικών προταγμάτων και επιστήμης, το διαλογικό εγχείρημα των Χαμηλάκη και Γκρήνμπεργκ καλεί, ταυτόχρονα, στην αποαποικιοποίηση του μέλλοντος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Ισραήλ.
Τάσος Κωστόπουλος, Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός, Βιβλιόραμα
Με ένα εντυπωσιακό σε όγκο (1.200 σελίδες που καταλαμβάνουν δύο τόμους) αλλά και σε τεκμηρίωση (σε 45 αρχεία τεσσάρων χωρών και σε οκτώ γλώσσες) έργο, ο ιστορικός και δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος παραδίδει στους αναγνώστες του ένα έργο ζωής, στο οποίο εξετάζει λεπτομερώς την πολιτική και κοινωνική διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία. Έχοντας από τους πρώτους αναδείξει τον αποκλεισμό της γλωσσικής ετερότητας μέσα από την κατασταλτική πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στους ντόπιους μακεδόνες, στο έργο του Απαγορευμένη γλώσσα, εδώ στρέφεται στις πηγές της διαμάχης, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, καταδεικνύοντας την αργόσυρτη και αντιφατική διαδικασία διαμόρφωσης αλληλοαποκλειόμενων εθνικών συλλογικών ταυτοτήτων στον χώρο της οθωμανικής Μακεδονίας. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η μακεδονική διαμάχη, πριν αποτελέσει αντικείμενο της διπλωματίας του Ανατολικού Ζητήματος, υπήρξε μια πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό των γλωσσοπολιτισμικών κοινοτήτων της Μακεδονίας, ανάμεσα σε συλλογικότητες που οι πηγές της εποχής ονομάζουν «κόμματα» (π.χ. ελληνικό, βουλγαρικό, σερβικό, ρουμανικό κ.λπ.) – σε αυτά, άλλωστε, αναφέρεται ο τίτλος του έργου. Τα όρια αυτών των κομμάτων (και των «εθνικών» ταυτοτήτων που παρήγαν) υπήρξαν πορώδη, επιτρέποντας το πέρασμα από τη μια εθνική ένταξη στην άλλη, αλλά και προκαλώντας την αντίδραση στην «αποικιακή» κηδεμονία που προωθούσαν, οδηγώντας στο «μακεδονικό κόμμα», έναν γαλαξία εγχειρημάτων διαφορετικής προέλευσης, κοινωνικής σύνθεσης και προοπτικής. Στον πρώτο τόμο περιγράφεται το κοινωνικό και εθνολογικό τοπίο της οθωμανικής Μακεδονίας, όπου εξετάζεται η μετάβαση των χριστιανικών κοινοτήτων της από το προεθνικό οθωμανικό σύστημα των μιλέτ στις αντιμαχόμενες εθνικές κοινότητες (ανάπτυξη σλαβοβουλγαρικού κινήματος, πρώτες εκδηλώσεις του «μακεδονικού σεπαρατισμού» κ.ά.) Ο δεύτερος τόμος αναλύει τα αντίπαλα εθνικά «κόμματα», τους μηχανισμούς των «εθνικών κέντρων» στις αναμετρήσεις τους, την ιδεολογία που προωθούσαν και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν, τις μορφές συλλογικής κινητοποίησης αλλά και τα όρια του εθνικού διαχωρισμού εντός των τοπικών κοινωνιών. Τέλος, ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στις εκδοχές πρώιμου μακεδονισμού που αναδύθηκαν στο γύρισμα του 20ού αιώνα, εκβάλλοντας στο επαναστατικό κίνημα των κομιτατζήδων.
Χρήστος Λούκος, Η Ερμούπολη της Σύρου (1821-1950), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ιστορικός με μακρόχρονους δεσμούς με την Ερμούπολη ο συγγραφέας, πρωταγωνίστησε στην ταξινόμηση του Δημοτικού Αρχείου της πόλης στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έκτοτε δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται, μέσα από ποικίλα δημοσιεύματα, με πτυχές της ιστορίας μιας πόλης που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός μέσα στο καμίνι της Ελληνικής Επανάστασης. Μέσα από τις σελίδες της παρούσας μελέτης, ο Χρήστος Λούκος προσφέρει στον αναγνώστη μια συνολική αφήγηση, μια μονογραφία που εντάσσεται στο ελάχιστα καλλιεργημένο, στη χώρα μας, πεδίο της ιστορίας των πόλεων. Μια αφήγηση γοητευτική, αφού τέτοια είναι και η πορεία της πόλης μέσα στο χρόνο: δημιουργήθηκε από πρόσφυγες που έφτασαν στις ακτές του νησιού διωγμένοι από τα οθωμανικά αντίποινα, για να αποτελέσει, σύντομα, μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ελληνικού βασιλείου κατά τον 19ο αιώνα. Στην Ερμούπολη εμφανίστηκαν, νωρίτερα από τα άλλα αστικά κέντρα, κοινωνικές διαφοροποιήσεις που οδήγησαν και σε αντίστοιχα πρόωρες κοινωνικές εντάσεις. Η οικονομική δύναμη της αστικής τάξης μετέτρεψε την πόλη σε «Λίβερπουλ της Ανατολικής Μεσογείου», όπως την χαρακτήρισε, σε επίσκεψή του, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’. Περισσότερο βάρος στην εξιστόρηση της πορείας της πόλης δίνεται στην πορεία της από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν η αλλαγή πολλών συγκυριών οδήγησε στη συρρίκνωση των εμπορικών, ναυτιλιακών και άλλων βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Ο ιστορικός εστιάζει στο πώς βίωσαν οι Ερμουπολίτες την παρακμή αυτή, αλλά και ποιες αντισταθμίσεις αναζήτησαν προκειμένου να διατηρήσουν τις παλιές ισορροπίες: η μετατροπή της σε «βαμβακούπολη των Κυκλάδων», μέσα από την ίδρυση μεγάλων κλωστοϋφαντουργικών μονάδων, υπήρξε μια τέτοια αναζήτηση. Η άφιξη των μικρασιατών προσφύγων τόνωσε πληθυσμιακά τη νησιωτική κοινωνία, αλλά η μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και, στη συνέχεια, η Κατοχή και ο λιμός που τη συνόδευσε, εξοντώνοντας το 1/3 του πληθυσμού της, καθώς και οι πληγές που προσέθεσε ο Εμφύλιος, οδήγησαν την Ερμούπολη σε μια πορεία συρρίκνωσης και παρακμής. Ο συγγραφέας εστιάζει στους λιγότερο μελετημένους μετασχηματισμούς του 20ού αιώνα, ενώ, μολονότι επιλέγει να επικεντρωθεί αυστηρά στην Ερμούπολη, αφιερώνει δύο κεφάλαια στην Άνω Σύρο και την αλληλεπίδραση των καθολικών κατοίκων της με την παράλια πόλη.
Αντώνης Μόλχο, Η Κοινοτοπία του Καλού. Ένα εβραιόπουλο στην Ελλάδα της Κατοχής, Πατάκης
Περίπου ογδόντα χρόνια χωρίζουν τον Αντώνη Μόλχο, κορυφαίο ιστορικό της πρώιμης αναγεννησιακής Φλωρεντίας και σήμερα ομότιμο καθηγητή του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της ίδιας πόλης, από το μικρό παιδί, σχεδόν νήπιο, που πρωταγωνιστεί στο αφήγημά του. Σε αυτό το βαθιά στοχαστικό κείμενο, ο ιστορικός δεν εξιστορεί απλώς τις περιπέτειες του εβραιόπουλου που υπήρξε, αφηγούμενος την επιτυχημένη προσπάθεια των γονιών του να διαφύγουν από τη Θεσσαλονίκη και να κρυφτούν στην Αθήνα στα 1943-44. Πριν από αυτό, θέτει, ξανά και ξανά, ερωτήματα για τον τρόπο που θυμόμαστε το παρελθόν, για το τι επιλέγουμε να ανασύρουμε στη μνήμη και τι εγκαταλείπουμε στη λήθη και μέσα από ποιες διαδικασίες. Αναρωτιέται για τη σχέση μνημονεύοντος και μνημονευόμενου, για τη σχέση, όπως λέει, ενός ηλικιωμένου κυρίου, που είναι ο ίδιος, και του νεότερού του εαυτού. Ταυτόχρονα, στη διάρκεια της αφήγησης, που μετακινείται συχνά προς τα εμπρός, στα σχολικά του χρόνια στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, αλλά και προς τα πίσω, στο παρελθόν της οικογένειάς του, ο Αντώνης Μόλχο αναστοχάζεται την έννοια της εβραϊκότητας, του τι σήμαινε να είναι κανείς εβραίος στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο. Περιγράφει με τρόπο που σοκάρει τον σημερινό αναγνώστη τους τρόπους, ρητούς και άρρητους, που η χριστιανική πλειονότητα απέκλειε τους ελάχιστους εβραίους συμπολίτες τους που κατόρθωσαν να διασωθούν και να επιστρέψουν στην πόλη. «Κανένας από τους φίλους μου και τους συμμαθητές μου … δεν ενδιαφέρθηκε να ακούσει κάτι από μένα», θυμάται, επισημαίνοντας ότι η αδιαφορία τους για εκείνο το κομμάτι της ζωής του που τον διέκρινε από τους ίδιους όξυνε την αίσθηση της διαφορετικότητας και του αποκλεισμού. Και βέβαια διαπραγματεύεται το τραύμα της Shoa, η συνειδητοποίηση του οποίου του επέτρεψε να καταλάβει την πορεία της ζωής του. Η τραγική εμπειρία της εξολόθρευσης της κοινότητας και η στάση της χριστιανικής πλειονότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής εκμηδένισε τις συμπεριληπτικές τάσεις που είχαν αναφυεί κατά η διάρκεια του Μεσοπολέμου, χαρακτηριστικό δείγμα των οποίων είναι και το χριστιανικό όνομα που έλαβε ο ιστορικός, κατά παράβαση των οικογενειακών και θρησκευτικών παραδόσεων. Κείμενο αναστοχαστικό αλλά και συγκινητικό για τον αναγνώστη του, από ένα συγγραφέα που περιπλανήθηκε από τη μια γλώσσα στην άλλη, από τον έναν τόπο στον άλλο και από μια ιστορική περίοδο στην επόμενη…
Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Ανεπιθύμητοι και αναλώσιμοι. Οι αντάρτες του συνταγματάρχη Ψαρρού και ο κατοχικός Εμφύλιος, 1943-44, Επίκεντρο
Οι εμφύλιες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανάμεσα στις εαμικές και τις αντιεαμικές ένοπλες οργανώσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων. Από όλες αυτές τις δολοφονίες, μία προκάλεσε υπέρμετρο κόστος στην παράταξη στην οποία ανήκαν οι αυτουργοί της: αυτή του συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρού, του επικεφαλής της ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση) και των στρατιωτικών δυνάμεων του 5/42 Συντάγματος, με χώρο δράσης την περιοχή της Γκιώνας. Αντιμοναρχικός αξιωματικός, απότακτος του 1935, δημοκράτης και πατριώτης, ο Ψαρρός συμμετείχε από την πρώτη στιγμή της Κατοχής στις απόπειρες ένοπλης αντίστασης, μέσα από την βραχύβια οργάνωση «Ελευθερία», που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία στελεχών του ΚΚΕ στη Μακεδονία. Αργότερα, θα επιχειρήσει, μαζί με τον πολιτικό ηγέτη της σοσιαλδημοκρατικής ΕΚΚΑ Γεώργιο Καρτάλη, τη δημιουργία ενός τρίτου αντάρτικου πόλου ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, εγκατεστημένου στην ευρύτερη περιοχή της Φωκίδας. Η θέση του σε έναν κρίσιμο άξονα για τις επικοινωνίες του ΕΛΑΣ, αλλά και η δυσανεξία του εαμικού στρατού για οποιαδήποτε ένοπλη οργάνωση ήταν πιθανό να αμφισβητήσει τη θέση του, οδήγησε από την πρώτη στιγμή σε εντάσεις, με διαδοχικούς αφοπλισμούς και διαλύσεις του 5/42 Συντάγματος από τον ΕΛΑΣ, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στους μοναρχικούς στρατιωτικούς που είχε προσελκύσει ο Ψαρρός να τον αμφισβητήσουν και να προσπαθήσουν να τον ανατρέψουν. Η σύγκρουση κορυφώθηκε τραγικά τον Απρίλιο του 1944, όταν η επίθεση του ΕΛΑΣ είχε ως αποτέλεσμα την αιχμαλωσία και στη συνέχεια τη δολοφονία του Ψαρρού, μαζί και δεκάδων αντρών του, και τη διάλυση του συντάγματός του. Αυτήν την ιστορία αφηγείται ο συγγραφέας, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο ΑΠΘ, στηριγμένος στο αδημοσίευτο αρχείο του στρατιωτικού Στέφανου Δούκα, τοποθετώντας τα γεγονότα που διασώζει στο ιστορικό τους συγκείμενο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα που επιχειρούν να φιλοτεχνήσουν ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές σχετικά με τις ενδοελληνικές συγκρούσεις της Κατοχής, αντιπαραθέτοντας, αφενός, τις μη εαμικές οργανώσεις, δήθεν προσηλωμένες αποκλειστικά στον συμμαχικό αγώνα και στις οδηγίες των Βρετανών και έτοιμες να αποδεχθούν τη «νόμιμη ελληνική κυβέρνηση», και, αφετέρου, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που αντιμετώπιζε την Κατοχή ως «ανεπανάληπτη ευκαιρία για αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών» και, εντέλει, την άνοδό του στην εξουσία μεταπελευθερωτικά, είναι παραπλανητική. Αυτό όχι μόνο γιατί οι πλείστοι των στρατιωτικών ηγετών των αντιεαμικών αντάρτικων ήταν απότακτοι του 1935 λόγω της συμμετοχής τους στο βενιζελικό πραξικόπημα και άρα κάθε άλλο παρά έτοιμοι να αποδεχθούν τη βασιλική κυβέρνηση, στην αρχή τουλάχιστον, αλλά και, επιπλέον, γιατί η μέριμνα για τους «μεταπολεμικούς συσχετισμούς» κάθε άλλο παρά αδιάφορη τους ήταν. Παρά ταύτα, η μελέτη του Στεφανίδη αποτελεί σημαντική προσθήκη στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για τη θνησιγενή απόπειρα δημιουργίας ενός «κεντρώου» αντάρτικου στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Μ. Φυτιλή, Μ. Αυγερίδης, Ε. Κούκη, Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης, 1944-2006, Θεμέλιο
Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982, με νόμο που ψήφισε η Βουλή, υπήρξε μία από τις εμβληματικότερες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με την οποία το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που συμμετείχαν στις γραμμές του ΕΑΜ, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο βρέθηκαν, ουσιαστικά, αποκλεισμένοι, ως «μιάσματα» και πολίτες β’ κατηγορίας, εντάσσονταν και πάλι στο εθνικό σώμα. Η ιστορία αυτών των αντίστροφων διαδικασιών, του αποκλεισμού και της μετά το 1982 συμπερίληψης, συνιστά μια «δεύτερη ζωή» της Αντίστασης, η οποία ξεκινά με την απελευθέρωση και την αποστράτευση των αντιστασιακών (οπότε και υιοθετείται το διεκδικητικό επίθετο «Εθνική») και ολοκληρώνεται 62 χρόνια αργότερα, όταν και εκδόθηκαν οι τελευταίες αποφάσεις των επιτροπών κρίσης που ο νόμος του 1982 είχε επιφορτίσει με την εξέταση των αιτήσεων για την αναγνώριση της δράσης των αντιστασιακών. Η ανά χείρας μελέτη, προϊόν εργώδους αρχειακής (και όχι μόνο) έρευνας τριών νέων ιστορικών, εξετάζει τόσο τη διαδικασία όσο και το αίτημα της αναγνώρισης σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, με κομβικά σημεία τρεις διαφορετικές μεταξύ τους αναγνωρίσεις/αποκλεισμούς εκ μέρους του κράτους: του Ν. 971/1949, που μέσα στις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου όριζε ποιος μπορούσε να χαρακτηριστεί αντιστασιακός και ποιος όχι, αποκλείοντας από αυτόν τον ορισμό τα μέλη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και των άλλων οργανώσεων της αριστεράς· του Ν.Δ. 179/1969 της δικτατορίας, με το οποίο αναγνωριζόταν ως «εθνική αντίσταση» ο αντικομμουνιστικός αγώνας έως το 1949, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την αναγνώριση ως αντιστασιακών και όσων εκτεθειμένων δωσίλογων δεν είχαν αναγνωριστεί ως «αντιστασιακοί» τα προηγούμενα χρόνια· τέλος, του Ν. 1285/1982 με τον οποίο επεκτεινόταν η αναγνώριση και στις έως τότε αποκλεισμένες οργανώσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η αναγνώριση υπήρξε ένας μηχανισμός διαχωρισμού, ουσιαστικού και συμβολικού, πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, καθώς και ένα εργαλείο κρατικής πρόνοιας που οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν κατά το δοκούν. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε έμπρακτη κρατική διαχείριση του παρελθόντος και πολιτική εννοιολόγησης του έθνους και της μετοχής σε αυτό. Μελετώντας πρακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού, οι τρεις ιστορικοί εξετάζουν τη γέννηση του αιτήματος για αναγνώριση και τη σημασία του, αναλύουν τους σχετικούς νόμους και την εφαρμογή τους, μελετούν τις αμφισβητήσεις και τις διαμάχες που πυροδότησε αυτή η μακρά διαμάχη, ενώ χάρη στην εκτεταμένη αρχειακή αναδίφηση επιχειρούν τη χαρτογράφηση, αλλά και την κατανόηση, του γαλαξία των άνω των 500 (!) εθνικοφρόνων αντιστασιακών οργανώσεων.
Νικόλας Μανιτάκης, Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (1915-1961), Ασίνη
Οργανισμοί με μακρόχρονη παρουσία στην εκπαιδευτική και πολιτιστική ζωή της Αθήνας, τα ξένα ινστιτούτα αποτέλεσαν και αποτελούν εργαλεία «ήπιας διπλωματίας» των κρατών που αντιπροσωπεύουν, δίαυλους πολιτισμικών μεταφορών αλλά και, κάποτε, φιλόξενες εστίες της εγχώριας πολιτισμικής αμφισβήτησης. Αρχαιότερο όλων, αλλά και πλέον εμβληματικό, το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας αποτελεί ένα θεσμό με ηλικία που υπερβαίνει τον αιώνα, αφού αποσπάστηκε από τη «μητρική» Γαλλική Σχολή Αθηνών το 1915 και έκτοτε λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Στην παρούσα μελέτη του ο συγγραφέας, καθηγητής ιστορίας στο Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, διερευνά την πρώτη πεντηκονταετία του οργανισμού, επιχειρώντας, μέσα από αυτήν, να εξετάσει πτυχές της ιστορίας των ελληνογαλλικών σχέσεων, όψεις της γαλλικής πολιτιστικής διπλωματίας, αλλά και τη διάδοση των γαλλικών πολιτιστικών αγαθών, με πρώτη τη γλωσσομάθεια, στις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές πρακτικές των μεσαίων αστικών στρωμάτων και στην καλλιτεχνική και πνευματική ζωή του τόπου. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο η γαλλική κουλτούρα που προωθούσε το Ινστιτούτο υπήρξε ηγεμονική, αναπτύσσοντας ισχυρούς δεσμούς με την ελληνική κοινωνία και τους πνευματικούς ανθρώπους, μολονότι προς το τέλος της ο ανταγωνισμός της αγγλικής, πρώτα βρετανικής και στη συνέχεια αμερικανικής, επιρροής (και) στην πολιτιστική σφαίρα υπήρξε έντονος, με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποχώρηση της γαλλικής πολιτισμικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Η αφήγηση ξεκινά από την απόσπαση του Γαλλικού Ινστιτούτου, που θα μετεξελιχθεί σε έναν νέου τύπου πολιτιστικό και εκπαιδευτικό οργανισμό κατά τον Μεσοπόλεμο, ο οποίος θα συμβάλει στην εδραίωση της γαλλικής γλωσσο-πολιτισμικής ηγεμονίας. Στη συνέχεια, εξετάζεται η πορεία του ιδρύματος στα χρόνια της Κατοχής, όταν όχι μονάχα συνέχισε τη λειτουργία του αλλά, επιπλέον, γνώρισε απρόσμενη άνθιση, αφού χάρη και στη διακριτική υποστήριξη της αντίστασης ενδυνάμωσε τις σχέσεις του με τον ντόπιο πληθυσμό. Η πορεία του στα χρόνια 1945-1960, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η εμπλοκή του στην ενδοελληνική διαμάχη με το «σκάνδαλο των υποτροφιών», το Ματαρόα κ.λπ., οδήγησε στην επέκταση των εκπαιδευτικών του δραστηριοτήτων και της επιτυχημένης πολιτιστικής του δράσης, ενώ προστέθηκαν σε αυτήν και νέοι τομείς, όπως ο εκδοτικός. Η αφήγηση ολοκληρώνεται με την απομάκρυνση του επιτυχημένου διευθυντικού διδύμου Μερλιέ – Μιλιέξ, διερευνώντας τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν και στη σύγκρουση του Ινστιτούτου με τη γαλλική πρεσβεία, αλλά και με τη μελέτη του νέου τοπίου που διαμορφώνεται πλέον στην Ελλάδα με την επικράτηση της αγγλικής γλωσσικής πρωτοκαθεδρίας.
Αρετή Βασιλείου, Η τέχνη στο τέλος της ιδεολογίας, Αμολγός
Η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας της συγγραφέως, καθηγήτριας Νεοελληνικού Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Ειδικότερα, στο παρόν έργο εξετάζεται μια ιδιαίτερη πτυχή αυτής της πολιτικής, η οποία αφορά τις χρηματικές χορηγίες του Ιδρύματος Φορντ προς φορείς και μεμονωμένα πρόσωπα και συγκεκριμένα την επί μακρόν χρηματοδότηση του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Όπως είναι γνωστό, η δράση αυτή του Ιδρύματος Φορντ προκάλεσε σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους αντιχουντικούς διανοούμενους στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με τους αρνητές να κατηγορούν τους υπέρμαχους ότι με την αποδοχή της «υποτροφίας Φορντ» νομιμοποιούν την αμερικανική πολιτική που στηρίζει τη δικτατορία. Στις σελίδες του ανά χείρας μελετήματος αναλύονται, αρχικά, ο ρόλος των αμερικανικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της αμερικανικής «ήπιας ισχύος», καθώς και οι πολιτικοκοινωνικές και ιδεολογικές πραγματικότητες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, προκειμένου να ερμηνευθεί η σφοδρότητα της αντιπαράθεσης στους κόλπους των διανοουμένων, αλλά και η αποδοχή των θέσεων των διαμαρτυρόμενων στους κόλπους της νεολαίας. Ακόμη, σκιαγραφείται ο επικεφαλής του προγράμματος τεχνών και ανθρωπιστικών σπουδών του Ιδρύματος Φορντ ΜακΝιλ Λάουρι, ένας από τους σημαντικότερους μαικήνες των τεχνών στην Αμερική του 20ού αιώνα και υπεύθυνος για τη διεύρυνση του προγράμματος χορηγιών στην Ελλάδα της δικτατορίας. Στη συνέχεια η μελέτη εστιάζει στον διχασμό που προκλήθηκε στον εγχώριο θεατρικό κόσμο εξαιτίας, κυρίως, των χορηγιών προς το Θέατρο Τέχνης, από το 1968 μέχρι και το 1976. Η συγγραφέας εξετάζει την επίδραση που άσκησε στον Κουν ο Λάουρι, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, και η αντιπρόσωπος του Ιδρύματος Καίτη Μυριβήλη, σε σχέση με την επιλογή του δραματολογίου του θιάσου αλλά και με την ενθάρρυνση παρουσίασης έργων της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας που άρρητα γίνονταν αντιληπτά ως αντιδικτατορικές σκηνικές διακηρύξεις. Όπως επισημαίνει, τέλος, η συγγραφέας, οι επιλογές αυτές συμβάδιζαν με τις αντιλήψεις της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας της εποχής, που προωθούσε μια εκδοχή του μοντερνισμού που αποϊδεολογικοποιούσε τις κριτικές του αιχμές, προσχωρώντας στο περίφημο «τέλος των ιδεολογιών». Πέρα από την τοποθέτηση μιας διαμάχης που δοκίμασε τις σχέσεις των αντιστασιακών διανοουμένων στο ιστορικό της πλαίσιο, αυτό του Ψυχρού Πολέμου και της αμερικανικής «soft power», η μελέτη της Αρετής Βασιλείου αναδεικνύει τον ρόλο των ιδιωτικών ιδρυμάτων στη χρηματοδότηση των τεχνών, θέτοντας, έτσι, σε μια ιστορική προοπτική μια πραγματικότητα που σήμερα έχει γίνει κυρίαρχη…