15+1 προτάσεις για όσους στις διακοπές δεν διαβάζουν μόνο λογοτεχνία…(του Σπύρου Κακουριώτη)

0
2593

 

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Δεν είναι πάρα πολλοί αλλά υπάρχουν. Στην παρέα μου ξέρω δυο-τρεις. Είναι οι αναγνώστες που το καλοκαίρι δεν θα φορτωθούν με τα τελευταίας εσοδείας μυθιστορήματα για να τους συνοδεύσουν στις διακοπές. Εκείνοι που θα επιλέξουν ένα μονάχα λογοτεχνικό βιβλίο και τα υπόλοιπα θα τα διαλέξουν από τον χώρο του πολιτικού και κοινωνικού δοκιμίου, της ιστορίας, της βιογραφίας, ακόμα και της ψυχανάλυσης. Γι’ αυτούς τους αναγνώστες, είτε τα καταφέρουν να φύγουν σε κάποια παραλία είτε τους αποτρέψει ο πληθωρισμός τιμών και τουριστών, βάλαμε στη βαλίτσα μας μερικά από τα πιο πρόσφατα και σημαντικά δοκίμια και μελέτες.

 

Adam Tooze, Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Η αναφορά στη δεκαετή οικονομική κρίση συνοδεύεται συνήθως από τη διαπίστωση ότι «δεν μάθαμε τίποτα» από αυτήν ή ότι «τίποτα δεν άλλαξε» σε ό,τι αφορά, κυρίως, τη συμπεριφορά των ελίτ και την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων. Αν υιοθετήσει κανείς μια περισσότερο μακροσκοπική οπτική όμως, θα δει ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 2008 και της δεκαετίας που ακολούθησαν άλλαξαν όντως τον κόσμο. Αυτό διαπιστώνει ο άγγλος ιστορικός της οικονομίας Άνταμ Τουζ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia και δημόσιος σχολιαστής με μεγάλη επιρροή. Η ανά χείρας μελέτη του αποτελεί μια ανατομία των ταυτόχρονων χρηματοπιστωτικών κρίσεων που πυροδοτήθηκαν από την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, οι συνέπειες της οποίας διέσχισαν πολύ σύντομα τον Ατλαντικό, κλονίζοντας τις τράπεζες της Ευρώπης στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα τη διακοπή της χρηματοδότησης στις αναδυόμενες χώρες, που οδήγησε μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε παγκόσμια κρίση ρευστότητας, μετατρέποντάς την σε κρίση της πραγματικής οικονομίας. Η πραγμάτευση του άγγλου ιστορικού, που διαβάζεται σαν ένα οικονομικό και πολιτικό θρίλερ ακόμη και από αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με τα οικονομικά, κατανέμεται σε τέσσερα μέρη: Στο πρώτο αναλύει τα πρόδρομα σημάδια της κρίσης, από τη συγκρότηση του οικονομικού επιτελείου του Μπάρακ Ομπάμα από τους «βετεράνους» της προεδρίας Κλίντον στη διόγκωση της αγοράς των subprime, της «φούσκας» των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου που πυροδότησε την κρίση και από τη δημιουργία ενός διατλαντικού χρηματοπιστωτικού συστήματος σε έναν πολυπολικό κόσμο. Στο δεύτερο εξετάζει τη «χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση στην παγκόσμια ιστορία» και τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε σε αυτήν η αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και τις πρώτες διεθνείς επιπτώσεις της στην ανατολική Ευρώπη, την αντίδραση της Κίνας, τις απόπειρες διεθνών συσσωματώσεων, όπως οι G20, για από κοινού αντιμετώπισή της κ.λπ. Το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο στην κρίση της Ευρωζώνης, με ένα μεγάλο τμήμα του να απασχολεί η ελληνική κρίση. Ο συγγραφέας αποφεύγει κάθε ηθικού χαρακτήρα κρίση, επιμένοντας στην τοποθέτηση της ελληνικής χρεοκοπίας στο πολιτικό και οικονομικό ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Τέλος, το τέταρτο και, ίσως, περισσότερο ενδιαφέρον μέρος εξετάζει τις επιπτώσεις της κρίσης, τους «μετασεισμούς» που συγκλόνισαν τον πλανήτη, από τις αμερικανικές εξελίξεις που οδήγησαν στην ανάρρηση του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία μέχρι την ουκρανική πολιτική κρίση του 2014 και το Brexit. Ένας από τους μετασεισμούς που εξετάζονται είναι, βεβαίως, και η ελληνική διαπραγμάτευση του 2015. Μακριά από τις ηθικολογίες και τις αυτομαστιγώσεις, ο Άνταμ Τουζ, στο κεφάλαιο αυτό, που έχει τίτλο το hastag «#Thisisacoup», αναδεικνύει την λογική της πειθάρχησης ενός δύστροπου μέλους που χαρακτήριζε τη γερμανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του νεαρού Εμμανουέλ Μακρόν, τότε υπουργού Οικονομίας, προκαλούσε έναν αληθινό ευρωπαϊκό εμφύλιο, μεταξύ (προτεσταντών) «βορείων» και (καθολικών και ορθόδοξων) «νοτίων».

 

Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, Πόλις

Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς, χαρακτηρίζει ο συγγραφέας το βιβλίο, δίνοντάς του ακριβώς αυτόν τον υπότιτλο. Πολιτικός επιστήμονας μεγαλωμένος σε τέτοιους καιρούς, επιχειρεί, το δοκίμιο αυτό, να λειτουργήσει σαν πυξίδα που θα επιτρέψει στον αναγνώστη του να στοχαστεί με όρους που θα διανοίγουν ένα μονοπάτι μέσα στην περιρρέουσα σύγχυση και πολυγλωσσία. Για να το κάνει αυτό, ο συγγραφέας επιστρέφει στα θεμελιώδη, στη βασική διάκριση που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε, που παραμένει η νεωτερική διαιρετική τομή Αριστεράς – Δεξιάς. Η διάκριση μεταξύ προοδευτικής και συντηρητι­κής πολιτικής συνεχίζει να έχει νόημα, τονίζει, ασφαλώς με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που χαρακτήριζε τις κοινωνίες του εγγύς παρελθόντος. Άλλωστε, στο πεδίο της πολιτικής νέες έννοιες αναδύονται –έννοιες που συχνά έρχονται από το «πολιτικό εργαστήρι του 21ου αιώνα», τη σημερινή Αμερική, για να δώσουν όνομα και σχήμα σε πραγματικές αντιθέσεις που διασχίζουν τον δυτικό (τουλάχιστον) κόσμο, από τις πολι­τικές ταυτότητας και την πολιτική ορθότητα μέχρι τη gig economy και τον καπιταλισμό της πλατφόρμας. Σε αυτό το πλαίσιο, η σύνθεση των «πολιτισμικών πολέμων» και των κοινωνικών αγώνων, της πολιτισμικής και της ταξικής ταυτότητας, αποτελεί ένα από τα ζητούμενα της προοδευτικής πολιτικής που σκιαγραφεί η ανάλυση του Μπαλαμπανίδη. Το πρώτο μέρος του δοκιμίου ασχολείται με την προοδευτική πολιτική και τις προϋποθέσεις της. Αναλύει τις έννοιες του λαϊκισμού και του αντιλαϊκισμού και τις χρήσεις τους, απορρίπτοντάς τις ως αναλυτικό εργαλείο, επιμένοντας, παράλληλα, στον συγκρουσιακό χαρακτήρα της δημοκρατίας. Περιγράφει εκτενώς και σχολιάζει την ανάδυση και διαμόρφωση της κυρίαρχης νεοσυντηρητικής ταυτότητας στις δυτικές κοινωνίες, μελετώντας τις απόπειρες της Αριστεράς να ανακτήσει την ηγεμονία μέσα από την πολιτική του «τρίτου δρόμου», του «Νέου Κέντρου» κ.λπ. Παράλληλα, εξετάζει τις δυνάμεις εκείνες που την τελευταία δεκαετία, από τον Μπέρνυ Σάντερς και τον Τζέρεμι Κόρμπιν μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Podemos, επιχείρησαν να ανανοηματοδοτήσουν την προοδευτική πολιτική και να της προσδώσουν το χαμένο πρωτείο της. Στο δεύτερο μέρος εξετάζονται διά μακρών οι «πόλεμοι της κουλτούρας» και ιδιαίτερα η πολιτική ορθότητα· οι διαγενεακές αντιπαλότητες ανάμεσα στα «παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα» και τα «παιδιά της επισφάλειας»· η παγκοσμιοποίηση και η κρίση της, με τη διαφαινόμενη ενίσχυση του ρόλου του έθνους-κράτους· πολώσεις που αναδύονται σήμερα και που καθήκον της προοδευτικής πολιτικής είναι να τις μετουσιώσει «σε συνεκτικούς χάρτες για να πλοηγηθούμε μέσα στον χαοτικό μας κόσμο».

 

Laure Murat, Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture, Πόλις

Η ίδια η έννοια της «cancel culture», δηλαδή της «κουλτούρας της ακύρωσης», καθώς και της πολιτικά συνώνυμης «woke culture», της «κουλτούρας της αφύπνισης» είναι όροι πολεμικής, κυρίως της αμερικανικής alt right και του τραμπισμού, με τους οποίους επιδιώκουν να δαιμονοποιήσουν ό,τι αποκαλούν «δικτατορία της πολιτικής ορθότητας», «φασισμό της άκρας Αριστεράς» ή, σε ένα περισσότερο ευρωπαϊκό κλίμα, «ισλαμο-αριστερισμό». Στην ίδια τη Γαλλία, στις αρχές αυτής της χρονιάς, ένα διήμερο συνέδριο με τον φιλόδοξο τίτλο «Μετά την αποδόμηση: επαναδομώντας την επιστήμη και τον πολιτισμό», συγκέντρωσε πλήθος νεοσυντηρητικών της δεξιας (και όχι μόνο) που διαμαρτύρονταν για την «ιδεολογική ηγεμονία» της αποδόμησης, του gender, της πολιτικής ορθότητας κ.λπ. Ένα εξάμηνο πριν τη διεξαγωγή του εν λόγω συνεδρίου, η Λορ Μυρά, καθηγήτρια γαλλικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, σε μια διάλεξή της στο Συμπόσιο Βιβλίου, στην γαλλική πόλη Λαγκράς, αποτύπωσε τα βασικά χαρακτηριστικά της «κουλτούρας της ακύρωσης», τοποθετώντας την σταθερά στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας, αλλά και της άσκησης πολιτικής από τα κάτω, καθώς η «cancel culture», σε συνδυασμό με κινήματα όπως το Black Lives Matter ή το #MeeToo, συνιστά κυρίως λαϊκή πίεση στις σφαίρες εξουσίας. Η συγγραφέας στο ολιγοσέλιδο αυτό δοκίμιο δημόσιας ιστορίας, που βασίζεται στη διάλεξή της, εστιάζει ιδιαίτερα στην πιο θεαματική πτυχή της «cancel culture», τις ανατροπές και βεβηλώσεις αγαλμάτων στον δημόσιο χώρο. Καθώς τα μνημεία αυτά των «σπουδαίων λευκών ανδρών» αφορούν τις πλέον σκοτεινές όψεις της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, οι οποίες αποτελούν μέρος ενός «φυσικοποιημένου» ιστορικού αφηγήματος, οι κινητοποιήσεις «ακύρωσης», στην πραγματικότητα, θέτουν εν αμφιβόλω την κατασκευή της μεγάλης εθνικής αφήγησης και εισάγουν περισσότερες αποχρώσεις στη σχέση μνήμης και ιστορίας. Η άρνηση της δημόσιας τιμής, την οποία συνιστά η ανατροπή ενός αγάλματος, δεν σημαίνει διαγραφή από την ιστορία, επισημαίνει η συγγραφέας, γιατί μέρος της ιστορίας αποτελεί και η κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν στην ανέγερσή του. Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί κάποιο είδος ιστορικού «αναθεωρητισμού», όπως συχνά την κατηγορούν οι νεοσυντηρητικοί, αλλά, αντίθετα, μια πρακτική που οξύνει την ευαισθητοποίηση απέναντι στην ιστορία. Η συγγραφέας καλεί, έτσι, τους αναγνώστες να μην έχουν αυταπάτες: όπως αποδεικνύεται από δεκάδες ιστορικά παραδείγματα, μόνο το κράτος ακυρώνει, γιατί μονάχα αυτό έχει την εξουσία να λογοκρίνει και να ελέγχει…

 

Timothy Snyder, Η δική μας ασθένεια, Στερέωμα

Ένα δοκίμιο περί ελευθερίας, βασισμένο στο «ημερολόγιο νοσηλείας» του αμερικανού ιστορικού Τίμοθυ Σνάιντερ, αποτελεί το ολιγοσέλιδο αυτό τομίδιο, ένα δοκίμιο γραμμένο με «οργή και ενσυναίσθηση». Ο συγγραφέας, θύμα λανθασμένων διαγνώσεων και διαγνωστικών αβλεψιών, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του εξαιτίας επιπλοκών μιας σκωληκοειδίτιδας, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί για αρκετό χρονικό διάστημα, ακριβώς την περίοδο που η πανδημία του Covid-19 σάρωνε, με τρομακτικά αποτελέσματα, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι σημειώσεις που κρατούσε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, όταν κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η αγωνία για τη ζωή ή τον θάνατο, και η οργή «ενάντια σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχα», μετατράπηκαν σε ένθερμη συνηγορία υπέρ του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας (ιδιαίτερα της Αυστρίας, όπου διαμένει και εργάζεται για μεγάλα διαστήματα) και οξύτατη καταγγελία του αμερικανικού συστήματος της εμπορευματοποιημένης ιατρικής. Χωρίς αλληλεγγύη δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας. Όμως ο στοχασμός του περί ελευθερίας δεν περιορίζεται σε αυτό. Με αφορμή την πανωλεθρία που προκάλεσε στη δημόσια υγεία στις ΗΠΑ η επιδημία του κορωνοϊού, ο συγγραφέας επεκτείνει την κριτική του από τις δομές υγείας στις πολιτικές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και στον ίδιο τον «τύραννο», όπως χαρακτηρίζει τον πρόεδρο Τραμπ, ανατέμνοντας αποφάσεις και πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα τη φίμωση των αντιπολιτευόμενων φωνών, την περικοπή των ομοσπονδιακών κονδυλίων για τα νοσοκομεία και, εντέλει, τον θάνατο ακόμη περισσότερων αμερικανών πολιτών. Μολονότι ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το βιβλίο αυτό, που εκδόθηκε το 2020, επεδίωκε, εκτός των άλλων, να συμβάλει στην εκδίωξη του «τυράννου» από την εξουσία, αποτελεί στον πυρήνα του ένα εξαιρετικό δείγμα δοκιμιακού λόγου, που με πυρετικό ρυθμό περιγράφει τα βασικά συμπτώματα και τις θεμελιώδεις αιτίες της «δικής μας ασθένειας», ανάμεσα στις οποίες κυρίαρχη είναι η ακραία ανισότητα, η οποία δυναμιτίζει την αλληλεγγύη στο εσωτερικό των κοινωνιών μας. Ένα γόνιμο στοχασμό όχι μονάχα για τη δημόσια υγεία αλλά για την βασική προϋπόθεσή της, τη δημοκρατία…

 

Γιώργος Παππάς, Οι επόμενες δυο βδομάδες θα είναι κρίσιμες, Διόπτρα

Ένα ατέλειωτο ημερολόγιο θυμίζει και το βιβλίο του γιαννιώτη παθολόγου, ειδικευμένου σε ζητήματα ζωονόσων, που κατά τη διάρκεια των λοκντάουν χρησιμοποιούσε τις αναρτήσεις του στο Facebook προκειμένου να εξηγεί –και συχνά να καθησυχάζει– όσους τον παρακολουθούσαν με στιβαρή γνώση και ρεαλιστικές εκτιμήσεις σχετικά με την πορεία της πανδημίας. Οι ημερολογιακές καταγραφές, με μορφή σύντομων κεφαλαίων, ξεκινούν τον Δεκέμβριο του 2019 και ολοκληρώνονται την Πρωτοχρονιά του 2022, καλύπτουν δηλαδή δύο έτη, ένα διάστημα στο τέλος του οποίου η ανθρωπότητα δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τον Covid-19, μολονότι τον αντιμετωπίζει με περισσότερη επιτυχία απ’ ό,τι στην αρχή. Με χιούμορ, παρά τα δραματικά, κάποιες φορές, περιστατικά, και γλώσσα απλή και κατανοητή (σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του), ο συγγραφέας σχολιάζει τη στάση της πολιτείας απέναντι στην πανδημία, καθώς και τις συμπεριφορές και νοοτροπίες της κοινωνίας απέναντι στα αναγκαία μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιας υγείας – με ιδιαίτερη καυστικότητα, μάλιστα, απέναντι στους αντιεμβολιαστές. Παράλληλα, προσφέρει στον αναγνώστη του πλήθος πληροφοριών και μια εκλαϊκευμένη προσέγγιση σχετικά με τις βασικές παραμέτρους της πανδημίας, αλλά και των μηχανισμών που την προκάλεσαν και, ασφαλώς, ετοιμάζονται να προκαλέσουν και άλλες στο προβλεπτό μέλλον. Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες για τη διάδοση «εξωτικών» ιών από τα ζώα στον άνθρωπο που δημιουργεί η κλιματική κρίση και η επέκταση του αγροτικού και αστικού χώρου εις βάρος των δασών, ο συγγραφέας αναγνωρίζει και εκτιμά με ρεαλιστικό τρόπο τη σημασία των όσων έχουν ήδη επιτευχθεί: «Παρά την κούραση είμαστε ακόμη εδώ και έχουμε προφυλάξει αποτελεσματικά τους δικούς μας ευπαθείς», τονίζει στην ακροτελεύτια καταχώρηση. «Έχουμε ένα όπλο απέναντι στον ιό, ώστε να μπορούμε να βγούμε από αυτή την ιστορία όλοι, μαζί». Σε αυτό το «όλοι, μαζί», σε αυτήν την αναγνώριση της ανάγκης για κοινωνική αλληλεγγύη απέναντι στην πανδημία, έγκειται το βαθύτερο νόημα και η αξία των καταγραφών του συγγραφέα, τόσο εκείνων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στον καιρό του εγκλεισμού όσο και των «ημερολογιακών» που περιλαμβάνει στο βιβλίο του.

 

Πωλ Μπ. Πρεθιάδο, Είμαι το τέρας που σας μιλά, Αντίποδες

«Σε ό,τι με αφορά, δεν γνώρισα την ελευθερία ούτε όταν ήμουν παιδί στην Ισπανία του Φράνκο, ούτε αργότερα όταν ήμουν λεσβία στη Νέα Υόρκη και δεν τη γνωρίζω ούτε τώρα που είμαι, όπως λέγεται, ένας διεμφυλικός άντρας»: Με αυτή τη σπαρακτική δήλωση ο φιλόσοφος και εικαστικός επιμελητής Πωλ Μπ. Πρεθιάδο απευθύνθηκε, τον Νοέμβριο του 2019, στους 3.500 ψυχαναλυτές που λάμβαναν μέρος στο ετήσιο συνέδριο της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, στο Παρίσι. Στην ομιλία του αυτή έθεσε σε αμφισβήτηση τις βάσεις της ψυχανάλυσης, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, προκαλώντας σκάνδαλο και βίαιες αντιδράσεις, που αργότερα οδήγησαν στη διάσπαση της Σχολής. Αντλώντας από την Αναφορά σε μια Ακαδημία, του Κάφκα, παρομοιάζει τον εαυτό του με τον πίθηκο που πρωταγωνιστεί στη νουβέλα, ο οποίος εξηγεί σε ένα επιστημονικό συνέδριο πως, για να επιβιώσει στην ανθρώπινη κοινωνία, αναγκάστηκε να κλειστεί στο κλουβί της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και να βυθιστεί στη θλίψη και τον αλκοολισμό. Με τον ίδιο τρόπο, ο Πρεθιάδο τονίζει ότι μετέτρεψε «το σώμα και το πνεύμα μου, το τερατούργημα που είμαι, την επιθυμία μου και τη μετάβασή μου, σε δημόσιο θέαμα». Καλώντας σε έναν ριζικό μετασχηματισμό των ψυχιατρικών και ψυχαναλυτικών ­λόγων και πρακτικών, επισημαίνει ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία αλλάζει το επιστημολογικό παράδειγμα της έμφυλης διαφοράς και επομένως τα επιστημονικά εργαλεία και οι θεμελιώδεις έννοιες της ψυχανάλυσης βρίσκονται σε βαθιά κρίση. Η κρίση αυτή αποκαλύπτει την ιστορικότητα και άρα τη σχετικότητα των ψυχαναλυτικών εννοιών, καθώς και τις βαθιές σχέσεις τους με την πατριαρχία και την αποικιοκρατία. Υποστηρίζοντας μια νέα επιστημολογία που θα αποδέχεται την πολλαπλότητα των σωμάτων χωρίς να τα ανάγει στην αποκλειστικά ετεροφυλοφιλική αναπαραγωγική τους ικανότητα και χωρίς να νομιμοποιεί την ετεροπατριαρχική βία, ο συγγραφέας καλεί τους συνέδρους να εξαλείψουν την ψυχαναλυτική πεποίθηση ότι το να αψηφά κανείς τη δυαδικότητα σημαίνει ότι εισέρχεται στο πεδίο της ψύχωσης.

 

Μίλαν Κούντερα, Ο ακρωτηριασμός της Δύσης, Εστία

Δεκαέξι χρόνια χωρίζουν τα δύο κείμενα που περιλαμβάνονται στο ολιγοσέλιδο αυτό τομίδιο, την ομιλία στο Συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων του 1967, με τίτλο «Η λογοτεχνία και τα μικρά έθνη» και το άρθρο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Le Débat τον Νοέμβριο του 1983. Σημαδεμένα και τα δύο από την εποχή τους και το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου γράφτηκαν –το πρώτο λίγους μήνες πριν την άνοδο στην εξουσία του Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ, το δεύτερο λίγο πριν τον θάνατο του Γιούρι Αντρόποφ, σε μια Σοβιετική Ένωση φαινομενικά βυθισμένη στην ακινησία. Η κουλτούρα ως ζωτικό στοιχείο αντίστασης και εθνικής επιβίωσης, της Τσεχοσλοβακίας αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης ευρύτερα, αποτελεί τον κοινό άξονα των δύο κειμένων, τα οποία δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο ως προς τον τόνο: η αγωνιστική αισιοδοξία της επερχόμενης Άνοιξης χαρακτηρίζει το πρώτο, η απαισιοδοξία μιας οκταετίας εκπατρισμού και σκληρής καταστολής στο εσωτερικό του σοβιετικού μπλοκ το δεύτερο. Στην πραγματικότητα, το κείμενο που δίνει και τον τίτλο στο τομίδιο αυτό αποτελεί μια ελεγεία για την αποκοπή της Κεντρικής Ευρώπης από τη Δύση και την έκλειψη της κουλτούρας της –μέσα σε συνθήκες γενικότερης έκλειψης της κουλτούρας της νεωτερικότητας… Ο θρήνος για τη μετανεωτερική συνθήκη, που για τον συγγραφέα σημαίνει την έκλειψη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το «τέλος της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας», συμβαδίζει με έναν προνεωτερικό γεωπολιτικό προσδιορισμό της Κεντρικής Ευρώπης και των ορίων της, που ταυτίζονται με το λατινικό αλφάβητο και την καθολική ή προτεσταντική χριστιανοσύνη. Εκεί που οι άνθρωποι γράφουν με το κυριλλικό αλφάβητο και κάνουν τον σταυρό τους με τα τρία δάχτυλα αρχίζει η Ανατολή, λέει ο Κούντερα, δέκα χρόνια πριν τον Χάντινγκτον και τη Σύγκρουση των πολιτισμών. Ίσως, μάλιστα, να είναι αυτή η σκιά του Χάντινγκτον που ώθησε τον γαλλικό εκδοτικό οίκο Gallimard να ανασύρει από τη λήθη τα δύο αυτά κείμενα, εν είδει πνευματικού όπλου στον νέο ψυχρό πόλεμο, που φέρνει αντιμέτωπες την Ευρώπη και τις ΗΠΑ με τη Ρωσία…

 

Richard Haas, Ο κόσμος σήμερα, Ασίνη

Ένα εγχειρίδιο βασικών γνώσεων για την κατανόηση του κόσμου γύρω μας αποτελεί το έργο αυτό του αμερικανού διπλωμάτη Ρίτσαρντ Χάας, πρώην συμβούλου του προέδρου Μπους και νυν προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα «παγκόσμιο αλφαβητάρι», μια επίτομη εγκυκλοπαίδεια διεθνούς πολιτικής, που επιτρέπει στον αναγνώστη να αποκτήσει μια πραγματικά «σφαιρική» εικόνα για τον κόσμο, να θέσει ερωτήματα για το πού βρισκόμαστε και να επιχειρήσει απαντήσεις για το πού οδεύουμε. Στην πρώτη ενότητα του τόμου περιλαμβάνονται βασικές γνώσεις παγκόσμιας ιστορίας, από την εποχή του Τριακονταετούς Πολέμου και τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648), που υπήρξε η πρώτη απόπειρα συγκρότησης ενός συστήματος διακρατικών σχέσεων, μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, περιλαμβάνονται κεφάλαια για τις έξι βασικές περιοχές του κόσμου (Ευρώπη, Ανατολική Ασία – Ειρηνικός, Μέση Ανατολή, Αφρική, Αμερική), στα οποία εξετάζεται η σημασία κάθε μιας, η ιστορία και η δυναμική της. Στην τρίτη και εκτενέστερη ενότητα, ο συγγραφέας αναφέρεται στις σημαντικότερες παγκόσμιες προκλήσεις, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση, η παγκόσμια υγεία, η τρομοκρατία κ.λπ., καθώς και στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η παγκόσμια διακυβέρνηση στην αντιμετώπισή τους. Τέλος, στην τέταρτη ενότητα εξετάζει ζητήματα που σχετίζονται με την παγκόσμια τάξη, τη βασικότερη έννοια των διεθνών σχέσεων, καθώς και τους παράγοντες που την ενισχύουν ή, αντίθετα, την απειλούν. Θέματα όπως η κυριαρχία, η αυτοδιάθεση και η ισορροπία ισχύος, οι συμμαχίες και η διεθνής κοινότητα, οι πόλεμοι και η παγκόσμια τάξη βρίσκουν τη θέση τους σε αυτήν την ενότητα. Η αρχική έκδοση του βιβλίου το 2020 δεν επέτρεψε στον συγγραφέα του να συμπεριλάβει την κρίση στις υγειονομικές δομές που προκάλεσε η πανδημία του Covid-19, ούτε, πολύ περισσότερο, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, κάτι που δεν μειώνει τη χρησιμότητά του ως «παγκόσμιου αλφαβητάριου».

 

Στεριανή Τσιντζιλώνη, Υπό τη σκιά του Παρθενώνα, Κάπα Εκδοτική

Η πολιτιστική διπλωματία και η «ήπια ισχύς» έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια, διεθνώς και στη χώρα μας, σε σημαντικό πεδίο μελέτης του Ψυχρού Πολέμου. Παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτισμικού τοπίου στις χώρες κάθε συνασπισμού, μετέτρεπε τη σκηνή σε πεδίο συνάντησης, ανταγωνισμού, σύγκρισης, κάποτε και αλληλεπίδρασης των καλλιτεχνικών προτάσεων των δύο αντίπαλων δυνάμεων. Κατεξοχήν πολιτιστικό εργαλείο στην υπηρεσία της διπλωματίας υπήρξαν οι παραστάσεις χορού στο Φεστιβάλ Αθηνών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (1955-1966), που εξετάζονται στο ανά χείρας βιβλίο, με το οποίο εγκαινιάζεται η πολλά υποσχόμενη σειρά μελετών για τις παραστατικές τέχνες «Θεωρεία», που διευθύνει ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η σκηνή του Ηρωδείου έγινε τόπος συνάντησης των μεγαλύτερων και λαμπρότερων συγκροτημάτων μπαλέτου των δύο κόσμων: American Ballet Theatre ή New York City Ballet, από τη μια μεριά, Μπαλέτα Κίροφ ή Μπολσόι από την άλλη. Ερευνήτρια και θεωρητικός του χορού η συγγραφέας, καλλιτεχνική σύμβουλος στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη μελέτη της καταγράφει τις παραστάσεις μπαλέτου που έγιναν στο πλαίσιο της πολιτιστικής διπλωματίας και εξετάζει το πώς λειτούργησαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των δύο αντιμαχόμενων ιδεολογιών και το πώς διαμόρφωσαν τις ιδέες σχετικά με τον χορό και την πρόσληψη της ενσώματης χορευτικής ταυτότητας της «Δύσης» και της «Ανατολής», εντάσσοντάς τις, παράλληλα, στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ιστορίας του χορού. Με βάση αυτούς τους άξονες, η μελέτη εξετάζει το Φεστιβάλ Αθηνών ως κρατικό πολιτιστικό θεσμό, την ιστορική διάσταση του χορού στην Ελλάδα και στο διεθνές πλαίσιο, ιδιαίτερα στους δύο αντιπάλους, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια η συγγραφέας εξετάζει το ρεπερτόριο και τα χορευτικά σώματα των παραστάσεων ως φορείς διαχείρισης ιδεών και επιχειρεί να ξαναδεί όλα τα ζητήματα μέσα από την έννοια της «εργασίας», ως κομβικής για την κοινωνική κατασκευή της έννοιας του ερμηνευτή στο μπαλέτο. Τέλος, προσεγγίζει τα θεωρητικά κείμενα για τον χορό που δημοσιεύτηκαν την ίδια περίοδο, τα οποία πλαισιώνουν την πράξη των παραστάσεων, συγκροτώντας ένα αλληλοτροφοδοτούμενο δίπολο, μέσω του οποίου πραγματοποιείται η διαχείριση του χορευτικού πεδίου.

 

Tadashi Suzuki, Πολιτισμός είναι το σώμα, Κείμενα

Ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες στον κόσμο σήμερα, ο Ταντάσι Σουζούκι είναι, ταυτόχρονα, ένας στοχαστής, η σκέψη και η πρακτική του οποίου ασκούν τεράστια επιρροή στο θέατρο. Έχοντας ιδρύσει στην Τόγκα της Ιαπωνίας ένα από τα σπουδαιότερα θεατρικά κέντρα διεθνώς, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη διάρθρωση και τη δομή της θεατρικής ομάδας, στη δημιουργία και τη χρήση του θεατρικού χώρου και στην υπέρβαση των πολιτισμικών και εθνικών ορίων, με στόχο ένα πραγματικά πανανθρώπινο θέατρο. Τα θεατρικά γραπτά του, που εμπεριέχονται στην ανά χείρας έκδοση, αποτελούν συμπύκνωση της διδασκαλίας του, της μεθόδου με την οποία δουλεύει με τους ηθοποιούς, της πρακτικής του δηλαδή, αλλά και τις ίδιας της φιλοσοφίας από την οποία απορρέει η μέθοδός του. Επίκεντρο της φιλοσοφίας αυτής είναι το σώμα, ο φορέας της, αδρανούσας σήμερα, αρχέγονης ζωικής ενέργειας, την οποία ο σκηνοθέτης μάς παροτρύνει να εξερευνήσουμε, προκειμένου να ξαναβρούμε την κοινωνική μας ταυτότητα. Μέσα από τα γραπτά του, όπως και γενικότερα μέσα από το έργο του, αναδύεται η ανάγκη να επικεντρωθούμε στη διαδικασία και όχι στο προϊόν. Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο μεταφραστής του στα αγγλικά Κάμερον Στιλ, «είναι ένα μανιφέστο που μας καλεί να αλλάξουμε την ιδεολογική δομή της ζωής μας. Να ζούμε όχι στη λύση αλλά στο πρόβλημα, όχι στην απάντηση αλλά στην ερώτηση». Ο καλλιτέχνης, συμπληρώνει, οφείλει να δίνει στους ανθρώπους την ευκαιρία να δουν τον κόσμο εκ νέου, να αφυπνίζει τη φαντασία τους ώστε να μπορούν να «ζουν στην ερώτηση». Έτσι, τα κείμενα του Σουζούκι περιγράφουν μια μέθοδο άσκησης που αφυπνίζει και αναπτύσσει τη ζωική ενέργεια των ηθοποιών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα, με τη σειρά τους, να την κάνουν αισθητή στο κοινό· ταυτόχρονα αποτελούν για τον αναγνώστη τους έναν βαθύ στοχασμό, που επιδιώκει να καλλιεργήσει την επίγνωση του κενού μεταξύ του ιδεώδους και του πραγματικού εαυτού, που αναγνωρίζει τα εμπόδια για τη γεφύρωση του κενού και πειραματίζεται για να τα ξεπεράσει…

 

Bill Bryson, Σαίξπηρ, Μεταίχμιο

Μία (ακόμη) βιογραφία του Σαίξπηρ, γραμμένη όμως από έναν συγγραφέα που έθεσε στον εαυτό του τον μετριοπαθή στόχο να συγκεντρώσει όσα στοιχεία γνωρίζουμε με ασφάλεια για τη ζωή του ελισαβετιανού βάρδου σε έναν τόμο ευσύνοπτο και, μοιραία, ολιγοσέλιδο! Τρεις προσωπογραφίες (οι οποίες δεν είναι διόλου βέβαιο ότι απεικονίζουν τον Σαίξπηρ), 38 έργα και περίπου 900.000 λέξεις, καθώς και έξι υπογραφές, η κάθε μία γραμμένη με διαφορετικό τρόπο, μαζί με μερικά ακόμη τεκμήρια, είναι ό,τι μας έχει κληροδοτήσει το παρελθόν σχετικά με τον άγγλο δραματουργό. Ο Μπιλ Μπράισον, αμερικανικής καταγωγής βρετανός πολίτης, επιστρατεύει το γνωστό και από άλλα έργα υποδόριο χιούμορ του, προκειμένου να ακολουθήσει τα δυσδιάκριτα ίχνη της πορείας του Σαίξπηρ από το Στράτφορντ, όπου γεννήθηκε το 1564 και παντρεύτηκε, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Ανν Χάθαγουεϊ, στο Λονδίνο, όπου εμφανίζεται το 1592, ως ηθοποιός και δραματουργός. Ακολουθώντας τα βήματά του έργο το έργο, μέχρι τα χρόνια της δόξας, που ταυτίζονται με την τελευταία επταετία της βασιλείας της Ελισάβετ, αλλά και κατά την εποχή της σταδιακής σιωπής, μετά την περίοδο 1603-1606, όταν ξεκινά η βασιλεία του Ιακώβου Α’, ο συγγραφέας παρουσιάζει στον αναγνώστη όχι μονάχα όσα βιογραφικά σπαράγματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια για τη σκιαγράφηση μιας ζωής αλλά και το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται: του Λονδίνου, της καθημερινότητάς του και της θεατρικής του ζωής κατά την ελισαβετιανή εποχή. Χωρίς να φέρνει κάτι νέο στις γνώσεις μας για τον Σαίξπηρ και την εποχή του, το έργο του Μπράισον προσφέρει μια ζωντανή και ευφρόσυνη αφήγηση, που αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την τεκμηρίωση και τα συμπεράσματα των έως τώρα μελετών. Των σημαντικότερων, όμως, διότι, όπως σχολιάζει σχετικά, θα χρειαζόταν να διαβάζει κανείς μία μελέτη καθημερινά επί είκοσι χρόνια αν ήθελε να τις εξαντλήσει!

 

Ιωάννης Χασιώτης, Ο Οδυσσέας στις Θάλασσες του Νότου, University Studio Press

Στην ελληνική παρουσία στην ισπανική Ultramar, τις υπερπόντιες κτήσεις της Ισπανίας στην Κεντρική και Νότιο Αμερική, στις ακτές του Ειρηνικού, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, εξετάζει στην εντυπωσιακή αυτή μελέτη του ο χαλκέντερος, από εικοσαετίας ομότιμος, καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Κάνοντας εξαντλητική χρήση δημοσιευμένων και ανέκδοτων πηγών, επιχειρεί να συνθέσει, μέσα από οικογενειακές και προσωπικές μικροϊστορίες, σπαράγματα άγνωστων, και συχνά αφανών, διαδρομών, που ένωναν το Λεβάντε με την Ισπανία και τον Νέο Κόσμο, προκειμένου να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε μια λίγο-πολύ συνεκτική εικόνα. Τις απαρχές των ελληνο-ισπανικών επαφών εντοπίζει στην παρουσία Καταλανών και Αραγωνέζων στα δουκάτα των Αθηνών και της Υπάτης, καθώς και στην ισπανο-οθωμανική σύγκρουση, που άνοιξε τον δρόμο, μέσω Ιταλίας, για την εγκατάσταση κατοίκων του ελλαδικού χώρου στην Ιβηρική. Αυτό ήταν για κάποιους το κρίσιμο σκαλοπάτι για τη μετάβαση πέραν του Ατλαντικού, όπως οι «λεβαντίνοι» που συμμετείχαν στο δεύτερο και το τρίτο ταξίδι του Κολόμβου, οι οποίοι εκμεταλλευτήκαν την έλλειψη επαγγελματιών ναυτικών στην κατά βάση αγροτική Ισπανία. Ο συγγραφέας επιχειρεί να εντοπίσει τα ελληνικά ίχνη μέσα από τα εξισπανισμένα ονόματά τους, στα οποία συχνά προστίθεται το ενδεικτικό της καταγωγής τους Griego κ.ά. Παίρνουν μέρος σε πολλές από τις ισπανικές «εξερευνήσεις» και το πλιάτσικο στο εσωτερικό της ηπείρου, ακόμη και στον περίπλου που πραγματοποιεί ο Μαγγελάνος, για να φτάσουν μέχρι τα νησιά του Ειρηνικού και τις Φιλιππίνες. «Griegos» υπάρχουν ανάμεσα στους κονκισταδόρες που θα καταστρέψουν τις ιθαγενικές αυτοκρατορίες και θα αποικίσουν την υποήπειρο, ελάχιστοι όμως θα καταφέρουν να ανέλθουν κοινωνικά και να αποτελέσουν μέρος της αποικιοκρατικής διοικητικής ιεραρχίας, μολονότι συναντάμε ανάμεσά τους κάποιους μεγάλους γαιοκτήμονες. Οι υπόλοιποι, είτε απορροφήθηκαν από την ισπανική πλειονότητα είτε, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, σχημάτισαν δικούς τους οικισμούς, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, την αλιεία, τη μαργαριταλιεία κ.λπ. Αυτοί οι ελληνικής προέλευσης πληθυσμοί, ο αριθμός των οποίων ούτε κατά προσέγγιση δεν μπορεί να υπολογιστεί, όπως παραδέχεται ο συγγραφέας, ενσωματώθηκαν με γοργούς ρυθμούς στον κυρίαρχο ισπανικό τους περίγυρο, αποτελώντας μέρος της διογκούμενης κοινωνικής ομάδας των κρεολών. Τέλος, ο συγγραφέας εξετάζει τους λόγους για τους οποίους το μεταναστευτικό ρεύμα από το Λεβάντε προς την Ισπανία και πολύ περισσότερο προς τις υπερπόντιες κτήσεις της ουσιαστικά σταματά από τα μέσα του 17ου και καθ’ όλο τον 18ο αιώνα, για να ξαναρχίσει τον 19ο και κυρίως τον 20ό, με τη δημιουργία πολυπληθών ελληνικών κοινοτήτων σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, πάνω στους δρόμους που χάραξαν οι πρώτοι «ανύμνητοι Οδυσσείς», όπως τους αποκαλεί ο συγγραφέας.

 

Αχιλλέας Φωτάκης, Αστυνομία Πόλεων. Τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Θεμέλιο

Η σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία, αυτή η οποία γράφεται από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα, διακρίνεται από μια συγγνωστή διστακτικότητα, αν όχι απώθηση, απέναντι στην κοινωνική ιστορία των θεσμών, ιδιαίτερα των «σκληρών» θεσμών του κράτους, όπως είναι ο στρατός ή η αστυνομία. Μπορεί να γνωρίζουμε, π.χ., αρκετά για το σώμα των αξιωματικών, τη σχέση του στρατού με την πολιτική, την κατασταλτική λειτουργία της χωροφυλακής κ.λπ., αλλά γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για τους τρόπους με τους οποίους επιδρούν πάνω στην κοινωνία. Η αστυνομία, π.χ., για να περιοριστούμε σε αυτήν, δεν επιτελεί μόνο (ούτε καν κυρίως) κατασταλτικό ρόλο αλλά κατασκευάζει το πειθαρχημένο κοινωνικό σώμα. Η ανά χείρας μελέτη, η οποία αποτελεί την πρώτη κοινωνική ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, προφέρει μια συνολική προσέγγιση για το πώς κυβερνιέται, αστυνομεύεται, πειθαρχείται και εκπολιτίζεται μια κοινωνία, στην περίπτωσή μας ο αστικός πληθυσμός της Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Το νέο αστυνομικό σώμα ιδρύεται σε μια συγκυρία οξύτατης κρίσης και βαθύτατου μετασχηματισμού: μέσα από τις στάχτες της μικρασιατικής εκστρατείας μια νέα Ελλάδα γεννιέται, με νέο πληθυσμό, τον οποίο καλείται να διαχειριστεί, όπως και την όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων που ριζοσπαστικοποιούνται. Έτσι, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της χώρας, δημιουργείται ένα σώμα που καλείται να αστυνομεύσει τα αστικά κέντρα (από το 1921 έως το 1925, σε Κέρκυρα, Πάτρα, Πειραιά και Αθήνα, αντίστοιχα) και να διαχειριστεί με όρους άλλοτε συναίνεσης και άλλοτε καταστολής τις κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις. Ακολουθώντας τα ίχνη της βρετανικής Αστυνομικής Αποστολής, που κλήθηκε να δημιουργήσει το νέο σώμα, ο συγγραφέας εξετάζει την Αστυνομία Πόλεων κατά την πρώτη δεκαετία της δράσης της, μέσω της οποίας το κράτος επιδίωξε να επεκτείνει την πρόσβαση και τον έλεγχο που ασκούσε πάνω στα διάφορα τμήματα της κοινωνίας. Ο συγγραφέας μελετά τις απαρχές της οργάνωσης του νέου σώματος, την εμφανή παρουσία του στον δημόσιο χώρο της πόλης, τη συγκρότηση της «αστυνομικής μνήμης», δηλαδή των ποικίλων φακέλων, τα επιστημονικά εργαλεία που επιστρατεύονται στην υπηρεσία της αστυνομίας, τους διάφορους τομείς στους οποίους απλώνεται η αστυνόμευση (ναρκωτικά, λέσχες, πορνεία), τις τεχνικές παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών, την κατασκευή της αρρενωπότητας εντός του σώματος κ.λπ., για να ολοκληρώσει την  πραγμάτευσή του με την οργάνωση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου από την ίδια την Αστυνομία, το 1933. Μας προσφέρεται έτσι μια ανατομία της διακυβέρνησης της κοινωνίας από το κράτος, αλλά και μια πολιτική ιστορία βάθους…

 

Γιώργος Αντωνίου – Ευάγγελος Χεκίμογλου (επιμ.), Οι Εβραίοι της Ελλάδας, Αλεξάνδρεια

Η ιστορία των εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας, στην αντίληψη των περισσοτέρων γκογίμ (εθνικών, δηλαδή μη εβραίων), έχει συμπυκνωθεί, κατανοητά, στην εμπειρία της Σοά, της γενοκτονίας. Μολονότι αρκετές συλλογικές προσπάθειες μελέτης της παρουσίας του ελληνικού εβραϊσμού έχουν προηγηθεί του ανά χείρας τόμου, στη δημόσια ιστορία κυριαρχεί η απουσία, όχι η παρουσία των εβραϊκών κοινοτήτων. Όπως, όμως, σωστά επισημαίνει στον πρόλογό του ο Γιώργος Μηνούδης, «η μνήμη που πρέπει να διαφυλάξουμε δεν είναι μόνον αυτή της ανείπωτης τραγωδίας». Οι εβραίοι της Ελλάδας είχαν –και σε ένα βαθμό συνεχίζουν να έχουν– παρουσία σε όλα τα πεδία, που «συνδιαμόρφωσε και συνεχίζει να συνδιαμορφώνει και να εμπλουτίζει τον τόπο και την κοινωνία». Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και ο ανά χείρας τόμος, στον οποίο συγκεντρώνονται δεκαεπτά μελετήματα τα οποία αφορούν ποικίλες πτυχές της εβραϊκής ιστορίας στην Ελλάδα. Πολιτισμική παρουσία, πολιτική, κοινωνική και οικονομική δράση, η συγκρότηση και η καταστροφή της κοινότητας της Θεσσαλονίκης, από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος μέχρι τη ναζιστική γενοκτονία και, τέλος, οι επίπονες προσπάθειες ανασυγκρότησης των κοινοτήτων μετά τη δύσκολη επιστροφή όσων επέζησαν. Σε αυτούς τους τέσσερις άξονες κινούνται τα κείμενα του τόμου, τα οποία εξετάζουν μια ευρεία γκάμα ερευνητικών πεδίων σχετικών με τους εβραίους της Ελλάδας: δημογραφία, αρχαιολογία, μουσική, ενδυμασία, πολιτισμικές ταυτότητες, στάση των χριστιανικών ομολογιών, δικαιική τάξη, οικονομική και επιχειρηματική συμβολή, πολιτική, εκπαίδευση, αντίσταση, απώλεια και διάσωση στη διάρκεια του πολέμου, αποζημιώσεις των θυμάτων, μετανάστευση όσων επιβίωσαν, αναβίωση των ισραηλιτικών κοινοτήτων… Η θεματολογική ευρύτητα των συμβολών, που σε ένα βαθμό λειτουργεί εις βάρος της ενότητας του συνόλου, προσφέρει στον αναγνώστη μια πανοραμική εικόνα της εβραϊκής ιστορικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο, με έμφαση στα πορίσματα των ερευνών νεότερων μελετητών, που αφορούν την εμπειρία του 20ού αιώνα, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη Σοά…

 

Νίκος Χριστοφής (επιμ.), Μεταξύ έθνους και τάξης: Αριστερές και Κυπριακό, 1920-1974, Ψηφίδες

Σε μια ειρωνική αντιστροφή της ιστορίας, την ηγεμονία στον αντιαποικιακό αγώνα στην Κύπρο, την περίοδο 1955-1959, αλλά και νωρίτερα, διατήρησε η Δεξιά, τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα· αντιθέτως, στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία, ήταν η Αριστερά αυτή που σήκωσε τη σημαία του αντιμπεριαλισμού και αντιμετώπισε το αίτημα της αποαποικιοποίησης της Κύπρου ως ευκαιρία να θέσει σε αμφισβήτηση, με όρους πλειοψηφικούς, τις σχέσεις εξάρτησης της Ελλάδας και της Τουρκίας, αντίστοιχα, από τη Δύση. Αυτή η φαινομενική αντίφαση είχε ως αποτέλεσμα συχνά η Αριστερά, ως διακριτή φωνή, να απουσιάζει από τις μελέτες για το Κυπριακό. Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος επιχειρεί να θεραπεύσει, εν τινι μέτρω, αυτήν την έλλειψη, η οποία, στην πραγματικότητα, οφείλεται στο αντικομμουνιστικό ψυχροπολεμικό πλαίσιο που σημάδεψε τη μεταπολεμική συνθήκη. Στις σελίδες του βιβλίου, το οποίο εντάσσεται στην εξαιρετική κυπρολογική σειρά «Ρότσος», των εκδόσεων Ψηφίδες, εξετάζονται, αρχικά, οι θέσεις του Κ.Κ. Κύπρου και στη συνέχεια του ΑΚΕΛ για το Κυπριακό και, ειδικότερα, η στάση των ελληνοκυπρίων αριστερών απέναντι στο ζήτημα της Ένωσης και των σχέσεων με την τουρκοκυπριακή κοινότητα (Αλέκος Αλέκου). Στη συνέχεια, οι Αχμέτ Τζαβίτ Αν και Νίκος Χριστοφής εστιάζουν στην πολιτική παρουσία και δράση της τουρκοκυπριακής Αριστεράς, αρχικά μέσα από το κοινό πλαίσιο του ΑΚΕΛ και των εργατικών συνδικάτων. Τα επόμενα δύο κείμενα, από τους Σπύρο Σακελλαρόπουλο και Αντώνη Αντωνίου, επικεντρώνονται στην ελληνική Αριστερά, το ΚΚΕ και την ΕΔΑ, αντίστοιχα. Στο πρώτο εξετάζεται η διαμόρφωση και ο μετασχηματισμός των θέσεων του κόμματος από την ίδρυσή του μέχρι τις Συμφωνίες της Ζυρίχης, υπό την επίδραση τόσο των γεωπολιτικών μεταβολών όσο και των διαδοχικών θέσεων που διαμορφώνει η Κομμουνιστική Διεθνής. Στο δεύτερο, η θέση της ΕΔΑ εξετάζεται στο πλαίσιο των αντιαποικιακών διεργασιών που διαμορφώνονται κατά τη δεκαετία του 1950, αλλά και την ανάγκη του νόμιμου φορέα της ελληνικής Αριστεράς να ισορροπήσει ανάμεσα στη διεθνή πραγματικότητα, τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και τις αναπτυσσόμενες κοινωνικές δυναμικές. Τέλος, ο επιμελητής του τόμου αναφέρεται στο Κόμμα Εργατών Τουρκίας, το πρώτο νόμιμο μαρξιστικό κόμμα στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα του 1960, και στις παρεμβάσεις του στις συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική, την εξέλιξη των θέσεών του για το Κυπριακό ανάλογα με τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η τουρκική Αριστερά αντιλαμβανόταν τις έννοιες του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Ο τόμος συμπληρώνεται με ένα κριτικό επίμετρο, γραμμένο από τον Νίκο Τριμικλινιώτη.

 

Στρατής Ανδρεάδης, Ο καθηγητής: Αυτοβιογραφία ενός επιχειρηματία, Παπαδόπουλος

Ο καθηγητής Στρατής Ανδρεάδης (1905-1989), πρύτανης της ΑΣΟΕΕ, εφοπλιστής, τραπεζίτης και βιομήχανος, αποτελεί το γνωστότερο από τα «θύματα» της «σοσιαλμανίας», των εκτεταμένων, δηλαδή, κρατικοποιήσεων της περιόδου 1975-1976, με τις οποίες η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό Συντονισμού τον Παναγή Παπαληγούρα, επιχείρησε να ελέγξει το οικονομικό χάος που δημιούργησε ο συνδυασμός της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 και των αυθαιρεσιών του δικτατορικού καθεστώτος. Ιδιοκτήτης του Ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας, της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων, των Ναυπηγείων Ελευσίνας, του ξενοδοχείου Χίλτον, αλλά και ένας από τους μνηστήρες του διυλιστηρίου πετρελαίου στην Πάχη Μεγάρων (την εγκατάσταση του οποίου ματαίωσε ο αγώνας των αγροτών, που κορυφώθηκε τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου), διευθύνων σύμβουλος των ΕΗΣ (σήμερα ΗΣΑΠ) και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών από το 1960 έως το 1974, ενσάρκωνε την ελληνική καπιταλιστική ανάπτυξη στη φάση της υψηλής συγκέντρωσης, με έντονα μονοπωλιακό χαρακτήρα. Η «αυτοκρατορία» που δημιούργησε, όμως, αποδείχτηκε πως στηριζόταν σε πήλινα πόδια, στην εκμετάλλευση των διαθεσίμων της Εμπορικής. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον Δεκέμβρη του 1975 ο Όμιλος Ανδρεάδη βρέθηκε υπό επιτροπεία και ο ίδιος εκτός Εμπορικής: πλήρωνε έτσι τη συμπαράταξή του με τις οικονομικές επιλογές της χούντας (αφού πρώτα οι δικτάτορες χρειάστηκε να τον «τρομάξουν» λιγάκι, θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό), αλλά και αντιπάθειες που είχε δημιουργήσει προδικτατορικά στους κυβερνητικούς κύκλους και στον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η αυτοβιογραφία του επιχειρηματία από τη Χίο, γραμμένη, όπως φαίνεται, στα τελευταία χρόνια του βίου του, δημοσιεύεται για πρώτη φορά, δυστυχώς χωρίς αναφορά στις συνθήκες και τον χρόνο συγγραφής της. Όπως συχνά συμβαίνει με ανάλογα έργα, αποτελεί μια απόπειρα αυτοδικαίωσης, όπου ο αυτοβιογραφούμενος παρουσιάζεται ως θύμα του φθόνου των άλλων, ενώ για όσα εμπόδια αντιμετωπίζει ευθύνεται η γραφειοκρατία του κράτους, «δολιοφθορείς αρμόδιοι», η αδιαφορία της πολιτείας… Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ανδρεάδη συμπληρώνεται αντιστικτικά από το επίμετρο του ιστορικού Άγγελου Δρουγούτη, που την εντάσσει στο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της εποχής της, φωτίζοντας με στοιχεία και τεκμήρια πολλές πτυχές που ο αυτοβιογραφούμενος αφήνει στη σκιά, προσφέροντας έτσι στην ανάγνωσή της σημαντική «προστιθέμενη αξία».

 

Προηγούμενο άρθρο«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΕίδε, συμπάσχει, κατανοεί κι απέρχεται αποφασισμένος να ζήσει (της Γεωργίας Κακούρου Χρόνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ