15 + 1 δοκίμια για να κατανοήσουμε το σήμερα και να φανταστούμε το αύριο (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
1990

 

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Όσο ο ορίζοντας σκοτεινιάζει και το αίσθημα της αδυναμίας αντίδρασης κυριαρχεί τόσο γίνεται ζωτική η ανάγκη να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας· η επιταγή να τον αλλάξουμε μοιάζει σήμερα εξαιρετικά απόμακρη. Είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε από την αρχή, προκειμένου να μπορέσουμε, έστω, να οραματιστούμε ένα ανθρωπινότερο αύριο.

 

Sven Lindqvist, Εξοντώστε όλα αυτά τα κτήνη, Ποταμός

Ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, συγκριτική λογοτεχνική μελέτη, δοκίμιο για τη δυτική αποικιοκρατία· αυτά και πολλά ακόμη είναι το αφήγημα του σουηδού συγγραφέα Σβεν Λίντκβιστ. Μα πάνω απ’ όλα είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στην καρδιά της γενοκτονίας, εκεί που πρωτοδοκιμάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, στην κορύφωση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, στην Αφρική. Έχοντας στις αποσκευές του την Καρδιά του σκότους, το έργο του Τζόζεφ Κόνραντ, απ’ όπου, άλλωστε, προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου του, ο συγγραφέας διασχίζει τη Σαχάρα, από την Αλγερία προς τον Νίγηρα, πραγματοποιώντας, παράλληλα, ένα διανοητικό ταξίδι στις ρίζες της «εκπολιτιστικής αποστολής» της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και της εξολοθρευτικής φύσης της. Από το Κονγκό του βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου –που αντιμετώπιζε τη χώρα και τους κατοίκους της σαν ατομική του περιουσία– μέχρι την εξολόθρευση των Χερέρο και άλλων φυλών στη Ναμίμπια από τους γερμανούς αποικιοκράτες λίγο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γενοκτονία, τονίζει ο συγγραφέας, μπορεί να κορυφώθηκε με τον ναζισμό και το Ολοκαύτωμα, όμως δεν ξεκίνησε τότε. Αντίθετα, δείχνει με εναργέστατο τρόπο τα νήματα που συνδέουν ην λευκή παρουσία στην Αφρική και την εκμετάλλευση των πληθυσμών της, προς όφελος εκείνων των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, με τη συστηματοποίηση της γενοκτονίας σε βιομηχανική κλίμακα πενήντα χρόνια αργότερα. Οδηγό του σε αυτό το ταξίδι, ο Λίντκβιστ έχει όχι μονάχα τα έργα του Κόνραντ αλλά και μια πληθώρα χρονικών, μαρτυριών, λιβέλλων και άλλων κειμένων, τα οποία διαβάζει συγκριτικά με εκείνα του πολωνοβρετανού συγγραφέα, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα σκοτεινό μεν αλλά, παράλληλα, συναρπαστικό μέσα στην ιδιαιτερότητά του είδος γραφής, που δύσκολα κατατάσσεται στις συνηθισμένες φιλολογικές κατηγορίες, αλλά διαβάζεται απνευστί.

 

Chamoiseau – M. Le Bris (επιμ.), Αδελφοσύνη. Συγγραφείς στο πλευρό των μεταναστών, Θίνες

Τριάντα συγγραφείς, λογοτέχνες, ιστορικοί, δημοσιολόγοι, ανάμεσα στους οποίους ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Ζαν Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό, καθώς και άλλοι, τιμημένοι με τις ύψιστες γαλλικές διακρίσεις, όπως ο Ταχάρ Μπεν Τζελούν, συνενώνουν τις δυνάμεις τους σε αυτόν τον συλλογικό τόμο, με έναν κοινό στόχο: Να καλέσουν τους Γάλλους, αλλά και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, να τολμήσουν να κάνουν πράξη την αδελφοσύνη, την έσχατη επιταγή του γαλλικού επαναστατικού τριπτύχου, αυτή τη φορά απέναντι στους μετανάστες. Στις σελίδες του καταθέτουν διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια, ζωγραφικά σχέδια, ο καθένας κι η καθεμιά τα έργα της τέχνης τους, μιλώντας για τη μνήμη και την εξορία, την εγκατάλειψη του γενέθλιου τόπου, για διαλυμένες οικογένειες, για ελπίδες που διαψεύστηκαν ή ευοδώθηκαν. Η σύγκρουση των πολιτισμών, έτσι όπως αποτυπώνεται στις μεταναστευτικές ροές και την αντιμετώπισή τους, η βία και η βαρβαρότητα απέναντι στον άλλο, αλλά και ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση και ένταξη στην κοινωνία και την οικονομία των χωρών του πλούσιου Βορρά αποτελούν μερικά από τα θέματα που απασχολούν τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες, είτε τα προσεγγίζουν με δραματικούς τόνους είτε ακόμη και με λυτρωτικό χιούμορ, όπως στο διήγημα του Μπεν Τζελούν για τις ξένης προέλευσης λέξεις που… το έσκασαν από το γαλλικό λεξικό. Για Δ’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάνει λόγο ο Κλάουντιο Μάγκρις, που είναι «ένας πραγματικός πόλεμος ενάντια στης γης τους κολασμένους», ενώ ο ιστορικός Πατρίκ Μπουσρόν σημειώνει ότι από το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών «κρίνεται το ποιοι είμαστε, το ποιοι θέλουμε να είμαστε, το ποιοι θα είμαστε υπό το πρίσμα της Ιστορίας». Υπ’ αυτό το πρίσμα, η έννοια της αλληλεγγύης, δηλαδή της αδελφοσύνης, ξαναπαίρνει τη θέση της πλάι στην ελευθερία και την ισότητα, αδιάρρηκτα δεμένη μαζί τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς του παρόντος έχουν παραχωρήσει το σύνολο των πνευματικών τους δικαιωμάτων σε μια γαλλική οργάνωση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών.

 

Michael Foessel, Κόκκινα Φανάρια, Πόλις

Ο «μιζεραμπιλισμός» ήταν μια κατηγορία που απηύθυναν συχνά προς την παραδοσιακή αριστερά τα πιο ανήσυχα κομμάτια του κινήματος της δεκαετίας του ’80, μαζί με το σύνθημα «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό, υπάρχει και η μοναξιά». Σήμερα, που ο ιμπεριαλισμός αποτελεί σχεδόν άγνωστη λέξη για τους νεότερους και η μοναξιά έχει μεταβληθεί σε καταστατική συνθήκη του νεοφιλελεύθερου ανθρωπολογικού υποδείγματος, ο γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Μικαέλ Φεσέλ επιστρέφει σε αυτό το λησμονημένο θέμα από το ρεπερτόριο του Μάη του ’68: τη σχέση της αριστεράς με την ηδονή. Αμφισβητώντας την μάλλον κοινή παραδοχή ότι το ανατρεπτικό δυναμικό των ηδονών έχει αποδυναμωθεί από την ενσωμάτωσή τους στην καταναλωτική κοινωνία, επιμένει στην αντιμετώπιση της ηδονής ως πολιτικό αντικείμενο και καλεί τους αναγνώστες του να ανακαλύψουν τη χειραφετική διάστασή της. Ο γάλλος στοχαστής ξεκινά την πραγμάτευσή του εξετάζοντας την αιτία για την επιφυλακτική ή ακόμα και αρνητική στάση ανθρώπων που προσβλέπουν στον κοινωνικό μετασχηματισμό απέναντι στην ηδονή, υποστηρίζοντας πως αυτή οφείλεται στο ότι η ικανοποίηση παρόμοιων αναγκών πραγματώνεται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνιών, στο «εδώ» και το «τώρα». Στη συνέχεια εξετάζει τον ασκητισμό στον οποίο θεμελιώνονται οι περισσότερες «φωνές της λογικής», συχνά δημοφιλείς στον χώρο της αριστεράς και της οικολογίας, επισημαίνοντας ότι ο ασκητισμός παραμένει κατά πολύ ισχυρότερο όχημα του ατομικισμού, απ’ ό,τι ο ηδονισμός. Θεωρώντας ότι σήμερα η υπεράσπιση της ηδονής έχει περάσει στη δεξιά, σκιαγραφεί το πορτρέτο του συντηρητικού ατομικιστή ηδονιστή, για να περάσει κατόπιν στην πραγμάτευση της σεξουαλικότητας, η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση στην ανάλυση της πολιτικής διάστασης της ηδονής. Τέλος, επιχειρεί να διαγράψει έναν τρίτο δρόμο, ανάμεσα στην εκμετάλλευση των σωμάτων από τον καταναλωτισμό και την ασκητική διαμαρτυρία απέναντι σε έναν άδικο κόσμο, τονίζοντας πως, «σε πείσμα των καιρών, η γιορτή δεν έχει τελειώσει».

 

Agustin Fuentes, Γιατί πιστεύουμε;, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

«Είμαστε άνθρωποι, άρα πιστεύουμε». Με αυτόν τον αφορισμό ξεκινά την πραγμάτευσή του ο συγγραφέας, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο σχηματισμός πεποιθήσεων αποτελεί την πλέον εξέχουσα, υποσχόμενη και επικίνδυνη ικανότητα του ανθρώπου. Ας μην παραπλανηθεί ο αναγνώστης: Η πίστη στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας δεν είναι η θρησκευτική – τουλάχιστον όχι αποκλειστικά, καθώς η ικανότητα του ανθρώπου να πιστεύει δεν αφορά μόνο τη θρησκεία. Η πίστη για την οποία γίνεται λόγος στην ανά χείρας μελέτη αφορά την ικανότητα του ανθρώπου να φαντάζεται, να είναι δημιουργικός, να ελπίζει, να ονειρεύεται και να προσδίδει νόημα στον κόσμο, αποτελεί, δηλαδή, μια ικανότητα που μετατρέπεται σε υλική δύναμη. Στη μελέτη του ο Φουέντες, ως εξελικτικός επιστήμονας, ανιχνεύει τις ιδιαίτερες καταβολές, λειτουργίες και διαδικασίες που διέπουν την ικανότητα των ανθρώπων να διαμορφώνουν πεποιθήσεις. Ως κοινωνικός επιστήμονας, όμως, επιδιώκει να κατανοήσει αυτά τα ευρήματα στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας, των κοινωνικών δομών, των συστημάτων πεποιθήσεων κ.λπ. Έτσι, στις σελίδες της μελέτης του εξετάζει τον άνθρωπο στη σχέση του με τον υπόλοιπο κόσμο, βιολογικά και οικολογικά, και επιχειρεί να εντοπίσει τα καθοριστικά εξελικτικά γεγονότα και διαδικασίες που μας καθιστούν ανθρώπους. Στη συνέχεια, μελετά τις αλλαγές που οι άνθρωποι επέφεραν στον κόσμο και δημιούργησαν την υποδομή για τη σύγχρονη ικανότητά μας να διαμορφώνουμε πεποιθήσεις, δηλαδή τον πολιτισμό και τη λειτουργία του. Τέλος, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο πιστεύουμε, τις διαδικασίες με τις οποίες οδηγούμαστε στο σχηματισμό πεποιθήσεων, αναφερόμενος σε συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως η θρησκεία, η οικονομία, η αγάπη κ.ά. «Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε συμβεβηκός ούτε θαύμα», σημειώνει ο συγγραφέας, αλλά το τι είμαστε –και γιατί– είναι μια ιστορία στην οποία η πεποίθηση έχει κεντρική θέση, τόσο ως αποτέλεσμα όσο και ως αιτία.

 

Τάκης Ψαρίδης, Χειραγωγική ελευθερία, Εύμαρος

«Δεν κυνηγάμε τη ζωή αλλά έναν βίο με νόημα», επισημαίνει ο συγγραφέας του ανά χείρας δοκιμίου, που αποτελεί ένα «φιλοσοφικό ρεπορτάζ» στον εσώτερο εαυτό τού σύγχρονου ανθρώπου. Το πεδίο της έρευνάς του ορίζεται καθαρά από τον υπότιτλο: Νόημα και εαυτός στη φυσική και ψηφιακή πραγματικότητα. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το μεγαλύτερο υπαρξιακό άγχος του μετανεωτερικού ανθρώπου δεν είναι ο φόβος του θανάτου αλλά η αναζήτηση νοήματος και καταξίωσης. Σε αυτή του την αναζήτηση επιδιώκει τη μοναδικότητα, στην πραγματικότητα της ψηφιακής κοινωνίας, όμως, δεν κάνει άλλο από το να βυθίζεται μέσα σε έναν ομογενοποιητικό χυλό, που παρά ταύτα καλείται να θεωρήσει ως ελεύθερη προσωπική του επιλογή. Αυτήν την ελευθερία ο συγγραφέας αποκαλεί προσφυώς «χειραγωγική», ταυτίζοντάς την με το ευρύτατο πεδίο της ετερονομίας. Αν η νεωτερική εποχή χαρακτηριζόταν από τις πρακτικές της επιτήρησης, η μετανεωτερικότητα φαίνεται πως ταυτίζεται με την εξατομικευμένη και προσωπική ψηφιακή χειραγώγηση. Σε αυτόν τον νεοφιλελεύθερο κόσμο η εικόνα του καθενός ως μάνατζερ του εαυτού του παρουσιάζεται ως ελευθερία επιλογής, αποτελεί όμως μια κατεξοχήν ετερονομική διεργασία. Για τον συγγραφέα, η αναζήτηση νοήματος που να καταξιώνει τον εαυτό και την κοινωνική του ύπαρξη δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο έξω από τον κόσμο της ετερονομίας, στο πεδίο της αυτονομίας, την οποία ταυτίζει με την ελευθερία. Γιατί ένας εαυτός, αναλογικός ή ψηφιακός, εάν δεν επιλέγει ο ίδιος τα εκάστοτε σημαντικά του βίου και της κοινωνίας, δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Η ηθική και δημιουργική αναστοχαστικότητα, η οποία μπορεί να καλλιεργήσει δεσμούς αλληλεγγύης βασισμένους στην ενεργό και κριτική αλληλοαναγνώριση, καθώς και σε ηθικά (αλλά ταυτόχρονα εξόχως πολιτικά) κριτήρια, όπως είναι η απόρριψη των ανισοτήτων, της αλλοτρίωσης, της οικολογικής καταστροφής κ.λπ., δίνει τη δυνατότητα στον σύγχρονο άνθρωπο για τη διαμόρφωση ενός νέου «κοινού λόγου» – όντως κοινού και όντως λόγου.

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Υπάρχει ακόμη ελληνική διανόηση;, Πεδίο

Πατώντας σταθερά στα χνάρια του δασκάλου του, του Πιερ Μπουρντιέ, ο κοινωνιολόγος Νίκος Παναγιωτόπουλος στοχεύει, με τα σύντομα αυτά δοκίμιά του, να ανταποκριθεί στην επιταγή της παρέμβασης στο πολιτικό πεδίο στο όνομα των αρμοδιοτήτων και αξιών που συνδέονται με την ειδική του εργασία, αλλά και να προτρέψει ή και να πείσει άλλους διανοούμενους να εγκολπωθούν μια νέα μορφή «στράτευσης», στην οποία ο παραδοσιακός ρόλος του καθολικού διανοούμενου συνδυάζεται με αυτόν του «ειδικού». Επιδίωξη αυτής της παρέμβασης είναι, ακόμη, η ανάδειξη του ρόλου του διανοούμενου όχι μονάχα ως παραγωγού γνώσης αλλά, επιπλέον, ως συνδιαμορφωτή ενός περιβάλλοντος που θα επιτρέπει από αυτή τη γνώση να παράγονται και πρακτικά συμπεράσματα για το «δέον γενέσθαι». Ουσιαστικά, μέσα από το κείμενό του επισημαίνει την ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου τύπου διανοούμενου, που θα υπερβαίνει την παραίτηση που προκάλεσε η κρίση των ουτοπιών και η ρήξη της «μαγικής σχέσης» που διατηρούσαν με μια, λίγο-πολύ, απατηλή εικόνα του λαού. Ο συγγραφέας διαχωρίζει με οξύ τρόπο τη θέση του από την «οχλαγωγία των μιντιακών διανοουμένων», που εξαπατούν με αντίτιμο τη «διαρκή φλυαρία τους στον δημοσιογραφικό και πολιτικό χώρο», αλλά και από εκείνους που διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι το ακαδημαϊκό σχόλιο αποτελεί πολιτικό ενέργημα, για τους οποίους ο συγγραφέας αναρωτιέται αν έχουν μια έστω μικρή ιδέα τι σημαίνει πρακτική ζωή». Η παρέμβαση του κοινωνιολόγου συγγραφέα, παρά τους ζοφερούς τόνους που χρησιμοποιεί (κάνοντας, π.χ., λόγο για το «λυκόφως της ελληνικής διανόησης»), υπαγορεύεται από την επιστημονική ηθική, η οποία οδηγεί κάθε κοινωνικό επιστήμονα στην υποχρέωση να αγωνιστεί για να διαχυθεί η επιστημονική αλήθεια του κοινωνικού κόσμου και να κάνει ό,τι μπορεί για να αυξήσει τις πιθανότητές της να ακουστεί.

 

Χ. Αθανασιάδης – Π. Βόγλης (επιμ.), Εθνικές επέτειοι, Αλεξάνδρεια

Οι τελετουργίες και οι επιτελέσεις που σχετίζονται με τις εθνικές επετείους αποτελούν τις κατεξοχήν μορφές διαχείρισης της μνήμης και της ιστορίας στον δημόσιο χώρο. Μέσα από παρελάσεις, εορτασμούς, πανηγυρικούς κ.ά. η αίσθηση του κοινού παρελθόντος εμπεδώνεται, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση και την ενδυνάμωση του αισθήματος του συνανήκειν, δηλαδή της εθνικής ταυτότητας. Έτσι, οι εθνικές επέτειοι αντλούνται από τη νεότερη ιστορία των εθνών και συνυφαίνονται με θεμελιώδεις στιγμές των νεωτερικών κρατών, στιγμές που αναδεικνύουν την ενότητα του έθνους, γι’ αυτό και τα τραυματικά ή τα διαιρετικά επεισόδια της εθνικής βιογραφίας απουσιάζουν από το καλεντάρι των εθνικών επετείων. Ακόμη, οι εορτασμοί αυτοί επιτρέπουν στην κρατική εξουσία να ενισχύσει την εικόνα και τη νομιμοποίησή της. Από την ίδια την αρχιτεκτονική και το τελετουργικό τους, αναδεικνύουν την ιεραρχική σχέση ανάμεσα στην εξουσία και το πλήθος, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις στρατιωτικές παρελάσεις, που αποτελούν την επιτομή της επίδειξης ισχύος, εκ μέρους της εξουσίας, στη δημόσια σφαίρα. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί διαμόρφωσης του νεωτερικού έθνους και της εθνικής ταυτότητας στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν αποτελέσει από παλιά, και με εντεινόμενους ρυθμούς όσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, αντικείμενο μελέτης εκ μέρους των ιστορικών, ιδιαίτερα εκείνων που μελετούν τις εκφάνσεις και τις λειτουργίες της δημόσιας ιστορίας. Οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον παρόντα συλλογικό τόμο εστιάζουν σε κρίσιμες πτυχές των δύο καθιερωμένων εθνικών επετείων, της 25ης Μαρτίου (Ραϋμόνδος Αλβανός, Λήδα Παπαστεφανάκη, Σταυρούλα Σύρου και Χρήστος Δερμεντζόπουλος, Αιμιλία Σαλβάνου) και της 28ης Οκτωβρίου (Λάμπρος Φλιτούρης, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Τζένη Λιαλιούτη και Έλενα Μαμουλάκη), ενώ άλλες συμβολές προεκτείνουν τη συζήτηση περιλαμβάνοντας την ξεχασμένη επέτειο της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (Παναγιώτης Κιμουρτζής και Άννα Μανδυλαρά), τη μνήμη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Έλλη Λεμονίδου), το Ολοκαύτωμα (Οντέτ Βαρών-Βασάρ), την εξέγερση του Πολυτεχνείου (Χάρης Αθανασιάδης) και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 (Πολυμέρης Βόγλης και Ελένη Πασχαλούδη). Τέλος, η Ελένη Κούκη επιχειρεί να συγκροτήσει μια τυπολογία των διαφόρων ειδών τοπικών επετείων και του εορτασμού τους.

 

John Keane, Σύντομη ιστορία της δημοκρατίας, Μεταίχμιο

Σε αντίθεση με τη στερεοτυπική αντίληψη ότι η ιστορία της δημοκρατίας αρχίζει στην αρχαία Αθήνα, ο συγγραφέας, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, ανοίγει τον φακό του προκειμένου να περιλάβει στην πραγμάτευσή του τις απαρχές της δημοκρατίας των λαϊκών συνελεύσεων, που εντοπίζει στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Ο ευρυγώνιος αυτός φακός αντιμετωπίζει την ιστορία της δημοκρατίας ως παγκόσμια, εντάσσοντας και τον κόσμο του Ισλάμ μέσα σε αυτήν, αρνούμενος να περιοριστεί στα διαδοχικά «κύματα» μεταβάσεων στην αμερικανικού τύπου φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως απαιτεί η τρέχουσα δυτικοκεντρική βουλγκάτα. Η αφήγηση του Τζον Κην διακρίνει τρεις μορφές δημοκρατίας, κάθε μία εκ των οποίων αντιστοιχεί σε μια ευρύτερη ιστορική περίοδο. Η πρώτη είναι, όπως αναφέρθηκε, η δημοκρατία της συνέλευσης, με άλλα λόγια οι ποικίλες μορφές «άμεσης» δημοκρατίας, αν και ο συγγραφέας διαφωνεί με τον όρο, θεωρώντας πως, ακόμη και στην Αθήνα του 5ου αι. υπήρχαν μια σειρά διαμεσολαβητικοί θεσμοί που μείωναν την «αμεσότητα» της δημοκρατίας της. Αναμενόμενα, η αρχαιοελληνική εμπειρία και πολιτική σκέψη καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του μέρους. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναφέρεται στη δημοκρατία των εκλογών, που γεννιέται μαζί με τις αστικές επαναστάσεις αλλά συνυπάρχει για ένα διάστημα με μορφές δημοκρατίας της συνέλευσης, ενώ ο κεντρικότερος θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το κοινοβούλιο, προηγείται τουλάχιστον έξι αιώνες της εποχής των επαναστάσεων. Η ιστορική φάση της δημοκρατίας των εκλογών κλείνει με την κρίση της δεκαετίας του 1930 και την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Μεταπολεμικά, ξεκινά μια καινούργια φάση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, που χαρακτηρίζεται από τον εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας και την επινόηση νέων μεθόδων λαϊκής αυτοδιακυβέρνησης, την οποία ονομάζει δημοκρατία ελέγχου. Νέα είδη εξωκοινοβουλευτικών μηχανισμών ελέγχουν την εξουσία, από την επιτήρηση των εκλογών μέχρι την κατάρτιση συμμετοχικού προϋπολογισμού, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό την ίδια τη δημοκρατία, που παραμένει πάντοτε ένα αβέβαιο διακύβευμα.

 

Θανάσης Γκιούρας κ.ά. (επιμ.), Χειραφέτηση και πολιτική ιστορία, Καστανιώτης

Θυμίζοντας περισσότερο επετηρίδα, καθώς η δομή του έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας περιοδικής έκδοσης, παρουσιάζεται ο πρώτος συλλογικός τόμος της σειράς «Κριτικός Λόγος», αφιερωμένος σε έναν από τους ριζοσπαστικότερους στοχαστές της κριτικής θεωρίας μεταπολεμικά, τον μαθητή του Αντόρνο Hans-Jürgen Krahl (1943-1970), ο οποίος διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στο φοιτητικό κίνημα του ’68 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τα κείμενα του Κραλ μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, ενώ πλαισιώνονται από μια κατατοπιστική εισαγωγή του Δημήτρη Καρύδα, που αναδεικνύει τη σημασία τους τόσο στην εποχή τους όσο και σήμερα. Τα κείμενα αφορούν την ανάγνωση πτυχών του μαρξικού έργου και ζητήματα ριζοσπαστικής πολιτικής θεωρίας, αλλά και την υπεράσπιση, εκ μέρους του Κραλ, του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος κατά την απολογία του σε γερμανικό δικαστήριο. Ακόμη, στον τόμο δημοσιεύεται (στα αγγλικά) το κείμενο του Νίκου Παπαδάτου «Guilty by Suspicion: The Fate of the Greek Communists in the USSR during the Great Terror of 1936-1939», μια μελέτη για την τύχη των ελλήνων κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια των σταλινικών διώξεων της δεκαετίας του 1930, βασισμένη σε πρωτογενείς πηγές από τα κρατικά αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ακόμη, η Ξένια Μαρίνου δημοσιεύει και σχολιάζει, πλαισιώνοντάς τις ιστορικά, μια σειρά από αδημοσίευτες επιστολές μιας σημαντικής μορφής της Παρισινής Κομμούνας, της δασκάλας Louise Michel, προς τον ελληνικής καταγωγής διεθνιστή δικηγόρο Παναγιώτη Αργυριάδη, καθώς και αποσπάσματα από τον αστυνομικό φάκελο του Αργυριάδη, που τηρούσε η γαλλική αστυνομία. Επίσης, ο Θανάσης Γκιούρας αναλύει μια σειρά από μεσοπολεμικές αντιπαραθέσεις, αναφορικά με την επιστημονική γνώση, τη νεολαία και την πολιτική, όπως αυτές που προκλήθηκαν από τη δημοσίευση του άρθρου του Μαξ Βέμπερ «Η επιστήμη ως επάγγελμα» ή η διαμάχη μεταξύ Γληνού και Συκουτρή για τη νεολαία και τον ρόλο της σε μια εποχή κρίσης. Τέλος, ο τόμος συμπληρώνεται με τρία βιβλιοκριτικά δοκίμια για πρόσφατες μελέτες στα πεδία της ιστορίας και της πολιτικής φιλοσοφίας.

 

Σταυρούλα Μοσχοβίτη, «…όπως πραγματικά συνέβησαν…»: Ο Ν. Βλάχος και η επιστήμη της Ιστορίας, Εστία

Την πνευματική διαδρομή και τη δημόσια παρουσία ενός μοναχικού πανεπιστημιακού δασκάλου που, σε ένα περιορισμένο και άγονο διδακτικό και ιστοριογραφικό περιβάλλον παραδομένων «αληθειών» και βεβαιοτήτων, τόλμησε να διατυπώσει τις δικές του «ασέβειες», επιχειρεί να ανασυστήσει και να αναδείξει η συγγραφέας στο ανά χείρας τομίδιο της σειράς Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που παρουσιάζει το ιστοριογραφικό είδος της βιογραφίας. Γεννημένος στη Σαντορίνη στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Νικόλαος Βλάχος (1893-1956), μετά το τέλος των σπουδών του στη μεσοπολεμική Γερμανία, αναδείχθηκε σε καθηγητή της Ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας, στην Πάντειο Σχολή και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου αναγορεύτηκε τακτικός καθηγητής το 1939. Αποφεύγοντας την παγίδα της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, το έργο του Βλάχου αποκλίνει από τα κυρίαρχα πρότυπα της εποχής του, χάρη στους αυστηρούς επιστημονικούς κανόνες και τις μεθοδολογικές αρχές που ακολουθεί. Παρ’ όλα αυτά (ή, ίσως, εξαιτίας τους) το έργο του, ειδικά αυτό που αφορά τη βαλκανική ιστορία, την οποία αντιμετωπίζει από μια καινοτόμα, για την εποχή, οπτική γωνία, παρέμεινε περιθωριοποιημένο και δεν τροφοδότησε την ιστοριογραφική συζήτηση. Από την άλλη, το θεωρητικό του έργο, εγκλωβισμένο στη γεγονοτολογική διάσταση του ιστορικού θετικισμού, που αντιπροσώπευε ο Λέοπολντ φον Ράνκε, δεν τον οδήγησε σε εκλεκτικότερες μεθοδολογικές αναζητήσεις σχετικά με την ιστορική επιστήμη, αν και στερέωσε τη δική του γεγονοτολογική αφήγηση, καθώς και τον σταθερό αρχειακό του προσανατολισμό. Η επιχειρούμενη βιογράφηση εμπλουτίζει όχι μονάχα ένα είδος που στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία θεωρούνταν «υποδεέστερο» αλλά και, επιπλέον, προσθέτει σημαντικές ψηφίδες στην αναπτυσσόμενη βιβλιογραφία σχετικά με το ελληνικό πανεπιστήμιο και τη συγκρότηση του επιστημονικού και διδακτικού πεδίου της ιστορίας σε αυτό.

 

Ελένη Παπάζογλου, «Μια γνώριμη Κυρά της ιθαγένειάς μας», Νήσος

Από τις απαρχές των νεοελληνικών παραστάσεων αρχαίου δράματος, στον πρώιμο 20ό αιώνα, μέχρι σήμερα, το ελληνικό θέατρο οικειώθηκε την τραγωδία ως μέρος ενός ρεπερτορίου «εθνικής» εμβέλειας. Τον τρόπο με τον οποίο, κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, οι παραστάσεις αρχαίου δράματος διαμόρφωσαν αλλά και υπηρέτησαν αυτήν την οικείωση στη συλλογική συνείδηση εξετάζει η παρούσα μελέτη της συγγραφέως, θεατρολόγου και καθηγήτριας του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ. Η συγγραφέας διαπιστώνει ότι η πίστη στην «αχρονία» του τραγικού είναι ριζωμένη στο ελληνικό θέατρο, με αποτέλεσμα την πίστη στην ιδέα της «αναβίωσης» των τραγωδιών· έτσι, κριτικοί και θεατές αντιμετωπίζουν με καχυποψία κάθε απόπειρα «χρήσης» των κειμένων προκειμένου οι καλλιτέχνες να συνομιλήσουν με το τώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αντιδράσεις που συνάντησε η παράσταση των Περσών (2009) του Ντιμίτερ Γκότσεφ, την οποία εξετάζει αναλυτικά. Στη συνέχεια μελετά την αμφισβήτηση της «αναβίωσης», έτσι όπως εκδηλώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που ανέδειξαν την ξενότητα της τραγωδίας, λόγω των τελετουργικών διαστάσεών της, οι οποίες στο σύγχρονο θέατρο παραμένουν αδρανείς. Έμφαση στην τελετουργική καταγωγή και λειτουργία του αρχαίου δράματος έδωσε, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, και ο ανθρωπολόγος Παναγής Λεκατσάς, που απασχολεί το επόμενο κεφάλαιο, όπου μελετώνται και οι σχέσεις της ελληνικής αριστεράς με την αρχαιότητα και τις ιδεολογικές χρήσεις της στο πλαίσιο του αφηγήματος της «συνέχειας». Ακόμη, η συγγραφέας μελετά τον εμβληματικό κριτικό της δεκαετίας του 1980, Τάσο Λιγνάδη (σε κριτική του οποίου οφείλει και τον τίτλο του το βιβλίο), ο οποίος κωδικοποίησε τα ποικίλα δόγματα της «αναβίωσης», περιστρέφοντάς τα γύρω από τον λογοκεντρικό χαρακτήρα του τραγικού θεάτρου. Τέλος, εν είδει παραρτήματος, με το οποίο ολοκληρώνεται η μελέτη, το τελευταίο κεφάλαιο ασχολείται με το «τελετουργικό αίτημα» και τη μετατροπή των θεατών σε μια μεταιχμιακή τελετουργική κοινότητα, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο το αίτημα για μια «ελληνική» ιδιοπροσωπία στην «αναβίωση» του αρχαίου δράματος στην Ελλάδα, εξετάζοντας τις σχετικές παραστάσεις της εικοσαετίας 1975-1995.

 

Μ. Γιούνη – Κ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Αρχαίο δράμα, δίκαιο και πολιτική, Ασίνη

Η έρευνα των πολιτικών και δικαιικών θεσμών, όπως παρουσιάζονται στο αρχαίο δράμα, η σύνδεση του θεάτρου στην αρχαία Αθήνα με την πολιτική πράξη στο πλαίσιο της δημοκρατίας, η λειτουργία του λόγου και η παρρησία των δραματικών ποιητών αποτελούν τους βασικούς άξονες των ένδεκα μελετών που περιλαμβάνονται στον παρόντα συλλογικό τόμο και είχαν παρουσιαστεί σε επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσαν οι Νομικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Κομοτηνής. Στα κεφάλαια του τόμου εξετάζονται οι συγγένειες και οι αναλογίες που παρουσιάζουν η δίκη, η πολιτική διαβούλευση και η θεατρική παράσταση χάρη στη χρήση των τεχνικών της πειθούς (Άγγελος Χανιώτης)· η αποτύπωση των πολεμικών και πολιτικών εξελίξεων του Πελοποννησιακού Πολέμου στα έργα του Αριστοφάνη (Μαρία Γιούνη)· τα όρια της ελευθερίας έκφρασης του ποιητή στο πλαίσιο των δραματικών αγώνων, που ήταν ευρύτερα, καθώς οι λεκτικές προσβολές του γίνονταν δεκτές από το κοινό (Καλλιόπη Παπακωνσταντίνου)· οι σχέσεις δικαίου και ισχύος έτσι όπως αποτυπώνονται στην αρχαία τραγωδία (Άρης Στυλιανού). Ακόμη, εξετάζονται συγκεκριμένες θεματικές μέσα από το παράδειγμα συγκεκριμένων έργων: Η δύναμη του ανθρώπου να αρνηθεί κάθε άλλη τάξη πέρα από αυτή που ο ίδιος θα δημιουργήσει ή θα αποδεχθεί ελεύθερα, όπως εκφράζεται στον Προμηθέα δεσμώτη (Αναστασία Παρθένη-Αντωνακάκη)· το ζήτημα της ασυλίας και η ανταπόκριση του πολιτικού νόμου σε αυτό μέσα στο θεσμικό περιβάλλον της αρχαίας Αθήνας, όπως αποτυπώνεται στις Ικέτιδες (Ανδρέας Αντύπας)· η προσπάθεια κατανόησης της ουσίας του καταλογισμού ηθικής ή και ποινικής ευθύνης σε ένα πρόσωπο σε συνθήκες ανάδυσης του ατόμου, όπως παρουσιάζεται στον Οιδίποδα (Νίκος Παρασκευόπουλος). Ακόμη, εξετάζονται ζητήματα όπως η διάσταση μεταξύ των νόμων της πόλεως και των θρησκευτικών κανόνων στο έργο του Σοφοκλή, καθώς και η προσπάθειά του, μέσα από το έργο του, να καταστήσει τους Αθηναίους επιφυλακτικούς απέναντι σε υπερβολικά ισχυρούς ηγέτες (Robert Wallace) ή οι κίνδυνοι και οι προοπτικές της ατομικότητας απέναντι στη δημοκρατική ιδεολογία της ισότητας (Ευάγγελος Αλεξίου). Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο εξετάζονται οι πολιτικές διαστάσεις των παραστάσεων αρχαίου δράματος στη Γερμανία, από την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού μέχρι σήμερα (Γεώργιος Τσομής).

 

Θανάσης Καράβατος, (Ψυχ)Ιατρική και λογοτεχνία, Συνάψεις

Στο αρχαιοελληνικό δράμα και τους μύθους που διαπραγματευόταν κατέφυγε ο Φρόυντ προκειμένου να βρει τις λέξεις για να ονοματίσει κάποια από τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής. Αλλά κι η ίδια η ιατρική θεωρείται η περισσότερο «αφηγηματική» επιστήμη, καθώς η συγκρότηση της θεραπευτικής σχέσης βασίζεται στον λόγο που ο γιατρός καλείται να μεταφράσει νοσολογικά. Ίσως αυτό το στοιχείο να ερμηνεύει και τη σημαντική αντιπροσώπευση ιατρών κάθε ειδικότητας στον χώρο της λογοτεχνίας, αφού η ιατρική θεωρείται «τέκνο της συνάντησης των επιστημών με τη λογοτεχνία». Ο συγγραφέας, ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής του Αριστοτελείου, στον ανά χείρας τόμο καταθέτει ως αναγνώστης τις σκέψεις του για τη στενή σχέση της ιατρικής, ειδικότερα μάλιστα της ψυχιατρικής και των ποικίλων «παθών» της ανθρώπινης ψυχής, με τη λογοτεχνία, μέσα από μια σειρά δοκιμιακών κειμένων, που συχνά αφορμώνται από κάποιον συγκεκριμένο συγγραφέα ή και ένα βιβλίο, προκειμένου να αναχθούν σε έναν ευρύτερο προβληματισμό, που επιδιώκει να αντιμετωπίσει τον ψυχισμό μέσα από το πρίσμα της λογοτεχνίας. Σολωμός, Ροΐδης, Ξενόπουλος, Βιζυηνός, Ζολά, Στήβενσον, είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς με το έργο των οποίων καταπιάνεται ο Θανάσης Καράβατος στα κείμενα του παρόντος τόμου, κάποια από τα οποία έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση εδώ, στον Αναγνώστη, αλλά και στο περιοδικό Σύναψις, που εκδίδει ο συγγραφέας. Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα κείμενα εκφεύγουν των ορίων μιας απλής βιβλιοπαρουσίασης και ανάγονται σε δοκιμιακού χαρακτήρα βιβλιοκρισίες, αγγίζοντας θέματα όπως η μελαγχολία, ο διπολισμός, η ψυχανάλυση, οι φυλετικές θεωρίες, η παραφροσύνη και η «εκφυλισμένη τέχνη» κ.ά.

 

Pierre Raffard, Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Ο πόλεμος που διεξάγει η Ρωσία στην Ουκρανία, αλλά και πριν από αυτόν η πανδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της που υιοθετήθηκαν διεθνώς, έθεσαν σε σοβαρό κίνδυνο τις παγκοσμιοποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδες, καταδεικνύοντας πόσο εύθραυστη είναι η επισιτιστική ασφάλεια, ιδιαίτερα των χωρών του αναπτυγμένου Βορρά. Η πολεμική σύρραξη, μάλιστα, και ο αποκλεισμός των εισαγωγών σιτηρών από τις δύο εμπόλεμες χώρες, έδειξε με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο σε ποιο βαθμό τα επισιτιστικά διακυβεύματα μπορούν να μετατραπούν σε πανίσχυρο όπλο πειθαναγκασμού. Η ανάδειξη του καίριου ρόλου που διαδραματίζουν στη διεθνή σκηνή τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα, η σημασία των οποίων είχε για χρόνια υποβαθμιστεί, μέσα στο ανέμελο κλίμα που δημιουργούσε το παγκοσμιοποιημένο βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής τους, αποτελεί τον βασικό στόχο του συγγραφέα, καθηγητή Γεωπολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Παρίσι. Ενόψει και της κλιματικής κρίσης, το κυρίαρχο διατροφικό πρότυπο της δικτύωσης περιοχών και φορέων, που συχνά απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα οι μεν από τις δε, προκαλεί ένα οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό κόστος που δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτό επ’ άπειρον. Η επαναφορά στο προσκήνιο ζητημάτων όπως αυτά είναι ακόμη περισσότερο επίκαιρη σε μια εποχή που η τροφή και η μαγειρική, στις αναπτυγμένες χώρες, υποβιβάζονται σε στοιχείο της κοινωνίας του θεάματος. Ο συγγραφέας επιδιώκει να εντάξει αυτό το σχετικά νέο αντικείμενο έρευνας στο πεδίο της γεωπολιτικής, αντιμετωπίζοντας, επίσης, τις κατά τόπους εθνικές κουζίνες ως στοιχείο της «ήπιας ισχύος» κάθε κράτους, ξεκινώντας από τα πολυτελή δείπνα που παρέθετε ο Ταλλεϋράνδος με την ευκαιρία του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1815. Η κατανόηση της λειτουργίας των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρεί ο συγγραφέας, σχετίζεται άμεσα με τη δράση των πολιτών, που χρειάζεται «να ανακαλύψουν ξανά την αίσθηση –και την ανάγκη– του χρόνου που κυλά χωρίς βιασύνη».

 

Βαγγέλης Τζούκας, Ζουν ανάμεσά μας, Επίκεντρο

Πόσες φορές δεν έχουμε αναφωνήσει απελπισμένοι, πολλοί από εμάς, τον τίτλο του παρόντος τόμου; Οι συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, οι οποίες παρόξυναν ανορθολογικές συμπεριφορές αλλά και την πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας, κάτι που αποτυπώθηκε ανάγλυφα στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, υπήρξαν και για τον συγγραφέα, κοινωνιολόγο και ιστορικό, το πρόσφορο πλαίσιο για την ενασχόλησή του με τις θεωρίες που καλύπτουν τον χώρο του «αλλόκοτου», του συνωμοσιολογικού φαντασιακού και της ψευδοεπιστήμης. Μολονότι πολλές από τις παραδοχές αυτών των θεωριών αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα όρια της γελοιότητας, κάτι που με παραδειγματικό τρόπο σηματοδοτεί ο χαρακτηρισμός «ψεκασμένοι», ο συγγραφέας τις αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα· όχι, φυσικά, για τον πυρήνα αλήθειας που (δεν) περιέχουν αλλά για τις τραγικές συνέπειες που ενδεχομένως να έχουν ιδέες, πεποιθήσεις και συμπεριφορές που σε μια πρώτη ματιά μπορεί να φαίνονται κωμικές. Για παράδειγμα, μπορεί η πίστη στην ύπαρξη κρυμμένων μηνυμάτων σε δίσκους ροκ μουσικής, αν τους «παίξεις» ανάποδα, να είναι απλώς αστεία, όμως η πίστη στην αυθεντικότητα των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών υπήρξε ένας από τους παράγοντες που πυροδότησε τον αντισημιτισμό και, εμμέσως, οδήγησε στο Ολοκαύτωμα. Συνολικά δεκαπέντε δημοφιλείς «αλλόκοτες» θεωρίες επιλέγει να παρουσιάσει, ανασκευάζοντας και αποδομώντας τις βασικές παραδοχές τους, βασιζόμενος σε πλούσια βιβλιογραφία ο συγγραφέας, επισημαίνοντας ότι κάθε άλλο παρά εξαντλεί το θέμα μέσα από αυτήν την παραδειγματική επισκόπηση. Στις σελίδες του παρόντος τόμου παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, οι θεωρίες συνωμοσίας για τους σεισμούς και την κλιματική αλλαγή, για ψεκασμούς και εξαφανίσεις αεροπλάνων, τη «συνωμοσία» της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά και τις θεωρίες της Κούφιας Γης, της Εποχής του Υδροχόου, για την χαμένη Ατλαντίδα και το Τρίγωνο των Βερμούδων, την υπερ-συνωμοσία των Illuminati, τους εξωγήινους, τα UFO και τους αρχαίους αστροναύτες, την Ομάδα Ε, την αρχαιολατρία και τον παρανοειδή εθνικισμό, καθώς και τις ιατρικές συνωμοσίες, τις πανδημίες και τα εμβόλια, τα αποκαλυπτικά οράματα και το τέλος του κόσμου, ενώ ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στη σχέση πολιτικής και ανορθολογισμού στον 21ο αιώνα, στην Ελλάδα και διεθνώς.

 

Σταύρος Παναγιωτίδης, Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας, Κέδρος

Ζήτημα παραπλήσιο αλλά διακριτό, η διάδοση και η ανθεκτικότητα των ιστορικών μύθων δεν προϋποθέτει κάποια ανορθολογική πίστη αλλά προσομοιάζει, συχνά, στη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας των fake news. Κάποιοι από τους πολλούς, όπως δείχνει η συγκομιδή που παρατίθεται εδώ, μύθους έχουν έναν σαφώς ανορθολογικό πυρήνα, όπως, π.χ., ο θρύλος ότι το αρχιτεκτονικό σχέδιο της Αγιασοφιάς «δόθηκε» στους απεσταλμένους του Ιουστινιανού από μια… μέλισσα, όμως οι περισσότεροι ανάλογοι μύθοι αποτελούν εκδοχές της ιστορίας που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί και τις οποίες ενστερνιζόμαστε γιατί μας είναι ευχάριστες και δικαιώνουν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, όπως, π.χ., ότι για μία ψήφο χάσαμε την ευκαιρία να μιλάνε ελληνικά οι Αμερικάνοι! Εξετάζοντας τους ιστορικούς μύθους που αποδομεί ο συγγραφέας, σχετικά με την ελληνική αρχαιότητα (όπως ότι οι Σπαρτιάτες πετούσαν παιδιά στον Καιάδα), το Βυζάντιο (λ.χ. τη δήθεν λαοφιλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου) ή τον νεότερο ελληνισμό (το Κρυφό Σχολειό, τον Χορό του Ζαλόγγου κ.λπ.), βλέπουμε ότι συνήθως οι ιστορικοί αυτοί μύθοι είναι προϊόν του εθνικισμού και, συχνά, οι άνθρωποι τους θεωρούν έγκυρους και αληθείς ακόμη και όταν έχουν υποστεί αλλεπάλληλες διαψεύσεις, όπως η υποτιθέμενη απόφανση του Χένρι Κίσινγκερ για την «ανάγκη ο ελληνικός λαός να πληγεί στις πολιτισμικές του ρίζες», που έχει προ πολλού αποδειχθεί κατασκευασμένη. Όμως, από την κριτική του ιστορικού δεν ξεφεύγουν ούτε και οι μύθοι που καλλιέργησε η αριστερά, είτε για να αμαυρώσει τους αντιπάλους της, εξωτερικούς ή εσωτερικούς, είτε για να εκθειάσει τη θέση της. Ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο εφευρέτης του συνθήματος «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», ούτε η Μπέττυ Αμπατιέλου χαστούκισε πραγματικά τη Φρειδερίκη· το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς» δεν διατυπώθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος δεν έγραψε ποτέ για τα τανκς που «χορεύουν στους δρόμους της Πράγας», σημειώνει με παιγνιώδες πνεύμα ο ιστορικός, ανασκευάζοντας διαδεδομένους μύθους και προσφέροντας στον αναγνώστη τις βασικές ιστορικές γνώσεις για το εκάστοτε επεισόδιο.

Προηγούμενο άρθροΚ. Μαρκουλάκης, «The Humans». Το οικογενειακό τραπέζι είναι ίδιο παντού (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθρο“Αναζητώντας τα δώρα του Υπερρεαλισμού” -διαλέξεις της Εταιρείας Συγγραφέων

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ