Έλενα Χουζούρη
Ο Κύπριος Σωφρόνης Σωφρονίου [Παλαιοχώρι Κύπρου, 1976] έρχεται να μας συστηθεί λογοτεχνικά για πρώτη φορά με το φιλόδοξο μυθιστόρημά του ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΙ [εκδ. Το Ροδακιό]. Αντίθετα μάλιστα με ό,τι άλλοι συγγραφείς μυθιστορημάτων που εμπλέκουν πραγματικά με επινοημένα πρόσωπα η γεγονότα, ο πρωτοεμφανιζόμενος Κύπριος συγγραφέας δεν διστάζει να ομολογήσει ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική. Μπορεί αυτή η θαρραλέα και ίσως προκλητική ομολογία να μας κάνει να σκεφτούμε ότι ο σαραντάχρονος συγγραφέας παραδίδει ένα μυθιστόρημα που απλώς φωτογραφίζει ή έστω σε γενικές γραμμές αναπλάθει βίους ιστορικών προσώπων. Δεν αποκλείεται μάλιστα, η «ομολογία» αυτή να υποκρύπτει και μια ειρωνική διάθεση, τόσο ως προς το δικό του μυθιστόρημα, όσο και ως προς μυθιστορήματα που εδράζονται σε γνωστά, ιστορικά κυρίως, γεγονότα ή πρόσωπα. Ωστόσο οι αφηγηματικές διαπλοκές που επιχειρεί ο Κύπριος συγγραφέας ακολουθώντας το μετα-νεωτερικό ρεύμα και η ευρύτερη οπτική του σχετικά με καίρια ζητήματα που αφορούν τόσο την ίδια την Κύπρο και την Ιστορία της, όσο και γενικότερα τον κόσμο μας σήμερα, θεωρώ ότι σαφώς διευρύνουν και εξακτινώνουν το μυθιστορηματικό πλαίσιο των «Πρωτόπλαστων» σε πολλά επίπεδα, που συνομιλούν και με την τέχνη και με την φιλοσοφία και με την θρησκεία.
Κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα έχει ένα αμφιλεγόμενο, και ως προς την ζωή του και ακόμη περισσότερο ως προς τον θάνατό του, ιστορικό πρόσωπο της Κύπρου: Ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος, κατά κόσμον Αντώνιος Λεοντίου [ 1896- 1947] ο οποίος παρέμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο μόλις 37 [!] ημέρες, για να πεθάνει, σύμφωνα με τις έντονες φήμες, δηλητηριασμένος, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ποτέ. Σύμφωνα με τις λίγες πληροφορίες που μπόρεσα να ανακαλύψω για τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο, φαίνεται πως επρόκειτο για έναν μετριοπαθή, μορφωμένο και καλλιεργημένο άνθρωπο, ο οποίος εκπροσωπούσε πολιτικά τους αριστερούς και γενικότερα τους μετριοπαθείς Κύπριους πολιτικούς οι οποίοι δεν ήθελαν μια κατευθείαν σύγκρουση με τους Άγγλους και δεν τάσσονταν, με οποιοδήποτε τίμημα, υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Όταν εκλέγεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Λεόντιος, στις 20 Ιουνίου 1947, το πολιτικό κλίμα στο νησί είναι ήδη ιδιαίτερα ταραγμένο και έντονα διχαστικό ανάμεσα στους Ενωτικούς και στους μετριοπαθείς. Διχασμός που διαπερνά ολόκληρη την ελληνοκυπριακή κοινωνία. Και αυτό φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση ότι είναι το κομβικό σημείο γύρω από το οποίο κλώθεται ο μυθιστορηματικός καμβάς του μυθιστορήματος του Σωφρονίου. Σύντομα όμως αντιλαμβάνεται ο υποψιασμένος αναγνώστης ότι ο Κύπριος συγγραφέας δεν περιορίζεται στον πολιτικό διχασμό της πατρίδας του, γι’ αυτόν η έννοια του διχασμού, είτε αυτός είναι πολιτικός, είτε ιδεολογικός, είτε εθνοτικός, είτε πολιτιστικός, είτε προσωπικός, ανάγεται σ’ ένα καίριο πρόβλημα με φιλοσοφικές και υπαρξιακές προεκτάσεις που αγγίζουν μεγάλα ηθικής τάξεως ερωτήματα και φτάνουν έως την Πτώση των Πρωτόπλαστων και την οριστική απώλεια της Αθωότητας, ελέω Θεού μάλιστα. Εξαιρετικά φιλόδοξη στόχευση είναι αλήθεια και μάλιστα για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Δεν μένει παρά να δούμε πώς όλα τα παραπάνω μεταπλάθονται μυθιστορηματικά. Τι αφηγηματικούς ατραπούς ακολουθούν. Ποια αφηγηματικά προσωπεία αναλαμβάνουν να τα φέρουν εις πέρας. Και πώς ο συγγραφέας, εμφανώς, επιλέγει να κινηθεί στο πεδίο του μετα-μοντερνισμού.
Για να στήσει την μυθιστορηματική του πλοκή ο Σωφρονίου εκμεταλλεύεται δύο ιστορικά στοιχεία σχετικά με τον Λεόντιο: Πρώτον, ότι ουδέποτε αποδείχτηκε η ευρέως φημολογούμενη δολοφονία του και μάλιστα με δηλητήριο, δεύτερον η αμφιλεγόμενη μαθητεία του κοντά στους δύο ακόμη πιο αμφιλεγόμενους μοναχούς, Νήφωνα και Κύριλλο , και τρίτο και σπουδαιότερο, τα κενά που παρουσιάζει η ζωή του όταν ως Αντώνιος Λεοντίου βρέθηκε να σπουδάζει στη Θεολογική Σχολή του Μανχάταν από το 1928 έως το καλοκαίρι του 1930 που τον καλούν στην Κύπρο για αναλάβει το ιερατικό αξίωμα του. Ο ίδιος μάλιστα απέκρυπτε από τους καθηγητές του ότι παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα τέχνης στο Κολούμπια. Οι εμφανείς προκλήσεις ωθούν τον Κύπριο συγγραφέα να «γεμίσει» με επινοημένα γεγονότα τα κενά, επεκτείνοντας και τα πιθανά ερωτηματικά η τις πιθανές προβληματικές που αυτά μπορεί να δημιουργούν έτσι ώστε, το ιστορικό πρόσωπο του Λεοντίου να διαλύεται μέσα στο επινοημένο και η μυθοπλασία, με την αυθάδεια και την τόλμη που από τη φύση της εμπεριέχει, να εγκολπώνεται τελικά κάθε λογής αληθοφανούς ή μη ιστορικότητας. Δεν είναι όμως μόνον τα κενά στη ζωή του πρόωρα και μυστηριωδώς χαμένου Αρχιεπισκόπου, είναι και οι επιλογές του που μοιάζουν να μην μπορούν να ισορροπήσουν σ’ έναν κόσμο και σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η πόλωση και ο διχασμός. Ο προσωπικός του διχασμός ανάμεσα στο θεικό και στο κοσμικό, ανάμεσα στην αφοσίωση του στην τέχνη της αγιογραφίας και της ζωγραφικής και στα αυστηρά καθήκοντα ενός υψηλά ιστάμενου ιερωμένου, αξίωμα που για την χώρα του ήταν καίριας σημασίας. Να υπενθυμίσω ότι το 1947 η Κύπρος διατελούσε ακόμα υπό Βρετανική Εντολή. Στο μυθιστόρημα, εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο η Αντώνιο Λεοντίου, πρωτεύονται ρόλο διεκδικεί και ο ογδοντάχρονος Κώστας, στο σπίτι του οποίου έρχεται να εργαστεί ως αποκλειστική, η κυπριακής καταγωγής Αυγή, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια, η οποία συλλέγει συνεντεύξεις από τις αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονται σε σπίτια ηλικιωμένων. Ο αλλόκοτος –όπως τον θεωρούν στον Ασκά – Κώστας φαίνεται ότι κρύβει ένα μυστικό που σχετίζεται με τον θάνατο του Λεοντίου. Η αποκάλυψη αυτού του μυστικού, καθώς και μια σειρά αφηγήσεις που αναφέρονται στην ζωή του Λεοντίου, κατά τη διάρκεια του επίμαχου διαστήματος στη Νέα Υόρκη, έως να επιστρέψει στην Κύπρο για να αναλάβει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, υποτίθεται ότι βρίσκονται στα τέσσερα τετράδια που ο Κώστας φυλάει στο υπόγειο του σπιτιού του και τελικά αποφασίζει να τα δώσει στην Αυγή να τα διαβάσει. Αυτή είναι μια πληροφορία που ο συγγραφέας μας την δίνει μεν στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος αλλά ταυτόχρονα την αφήνει να αιωρείται έτσι ώστε να προκαλεί στον αναγνώστη ένα κάποιο σασπένς. Πολύ αργότερα μόλις στο κεφάλαιο Ι με τον εύγλωτο υπότιτλο Αν ζούσε ο Λεόντιος ο αναγνώστης βεβαιώνεται, ή τουλάχιστον απολύτως υποψιάζεται, ότι τα όσα σε προηγούμενα κεφάλαια διάβασε για την ζωή του Λεοντίου στην Νέα Υόρκη, δεν ήταν παρά επινοήσεις του Κώστα [αφηγηματικού προσωπείου του συγγραφέα] ο οποίος παρακινούμενος από ενοχές για την εμπλοκή του στο θάνατο του Αρχιεπισκόπου, πηγαίνει στην Αμερική για να βαδίσει στους ίδιους δρόμους και να αναπλάσει τα επεισόδια της ζωής του. Εδώ ο συγγραφέας μεταχειρίζεται την αποσπασματική τεχνική της επιστολογραφίας, την οποία ακολουθεί αρκετές φορές στο μυθιστόρημά του, μιμούμενος και την παραδοσιακή επιστολογραφία και την ηλεκτρονική. Το κύριο σώμα του μυθιστορήματος ουσιαστικά ξεκινά με το άρθρο του Αμερικανού εθνομουσικολόγου Άλαν Λόμαξ στους New York Times το καλοκαίρι του 1974 με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο. Ο Λόμαξ ήταν υπαρκτό πρόσωπο, εθνομουσικολόγος και συλλέκτης σπάνιου μουσικού υλικού που ανακάλυπτε κατά τις περιπετειώδεις περιπλανήσεις του σε διάφορες χώρες και ηπείρους. Ριζοσπαστικών αντιλήψεων μόλις ξέφυγε από τις μακαρθικές διώξεις εγκαταλείποντας για ένα διάστημα τις ΗΠΑ. Από το επινοημένο αυτό άρθρο ο αναγνώστης πληροφορείται για τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο και τα όσα συνέβησαν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1947. Από κει και πέρα το μυθιστόρημα αρχίζει να ανοίγει, οι όγκοι του να διευρύνονται και στις σελίδες του να παρελαύνουν επινοημένα και υπαρκτά πρόσωπα ενώ ο χρόνος μεταπηδάει από τον 21ο στον 20ο αιώνα για να φτάσει μέσω του 16ου στον πρώτο χριστιανικό της εποχής του Αποστόλου Παύλου! Και πώς συνδέονται όλα αυτά; Τι ρόλο παίζει ο Λεόντιος και η Κύπρος; Συνδετικοί κρίκοι αποτελούν πίνακας του Ιερώνυμου Μπος Ο Κήπος των απολαύσεων και οι επτά γραφίδες, που σύμφωνα με την μυθιστορηματική εκδοχή, είχε κατασκευάσει ο Απόστολος Παύλος όταν πέρασε από την Κύπρο και εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τους πρώην ομόθρησκους του. Από την Κύπρο θα περάσει και ο Αρθούρος Ρεμπώ το 1878 ως επόπτης γαλλικής κατασκευαστικής εταιρείας, κατά την μυθιστορηματική εκδοχή θα συνάψει, κάθε άλλο παρά, αποδεκτές σχέσεις με τους τότε νεαρούς μοναχούς και αγιογράφους Κύριλλο και Νήφωνα, μετέπειτα δασκάλους του εφήβου Αντώνιου Λεοντίου, και θα εκδιωχθεί επίσης κακήν κακώς από την Κύπρο μετά από ένα εξαιρετικά ατυχές περιστατικό που θα στοιχίσει την ζωή σ’ έναν τουρκόφωνο εργάτη. Περιστατικό που ο Σωφρονίου χρησιμοποιεί για να δέσει σε άλλες σελίδες την μυθοπλασία του. Ο εξαιρετικά πρωτοποριακός και τα μάλα αιρετικός για την εποχή του πίνακας του Ιερώνυμου Μπος [τον «ακούμε» και τον ίδιο να μιλά σε πρώτο πρόσωπο] βοηθάει τον Κύπριο συγγραφέα να θέσει τα φιλοσοφικά ζητήματα που τον απασχολούν –και κατ’ επέκταση απασχολούν και τον Λεόντιο όσο διάστημα διαμένει και φοιτά στη Νέα Υόρκη. Διαθέτει ο άνθρωπος ελεύθερη βούληση άρα και ελευθερία επιλογής ή το εύρος αυτής τέλειωσε μετά την Πτώση των Πρωτοπλάστων στην οποία τον ώθησε ο Θεός με δική του ευθύνη; Mπορεί κανείς να συνδυάσει το κοσμικό με το θεικό; Είναι η τέχνη από μόνης της αιρετική μεν απελευθερωτική δε; Υπάρχει αθωότητα μετά την Πτώση των Πρωτοπλάστων; Πώς μπορούμε να μιλάμε για αγάπη, συμφιλίωση, συμβίωση διαφορετικών πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών και παραδόσεων, ανεκτικότητα και παραδοχή του διαφορετικού μέσα σε συνθήκες βίας και ακροτήτων, όπως αυτές που αφαίρεσαν την ζωή από τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο;
Αναμφισβήτητα το μυθιστορηματικό εύρος μέσα στο οποίο κινούνται και συναντιούνται πραγματικά και επινοημένα πρόσωπα είναι εντυπωσιακό, όταν μάλιστα οργανώνεται από έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Εντυπωσιακός είναι και ο χειρισμός διαφορετικών αφηγηματικών τεχνικών καθώς και η πολυφωνία που εκφέρεται είτε ως τριτοπρόσωπη είτε ως πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή αλλά και η, σε μικρή έκταση, εναλλαγή των γλωσσικών ιδιωμάτων [κυπριακά, ελληνικά]. Αξιοσημείωτη και η ευρύχωρη ματιά του Κύπριου συγγραφέα απέναντι στα κακώς κείμενα της Ιστορίας της πατρίδας του.
Ωστόσο, αυτές ακριβώς οι εντυπωσιακές μυθιστορηματικές στοχεύσεις του Σωφρονίου, το μυθιστορηματικό εύρος μέσα στο οποίο επιλέγει να τις τοποθετήσει, καθώς και το πλούσιο πραγματολογικό του υλικό, αποτελούν και τις παγίδες μέσα στις οποίες ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας πέφτει. Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές, που ακόμα και δόκιμοι, καταξιωμένοι συγγραφείς αδυνατούν να αντισταθούν στην γοητεία που τους ασκεί ένα, αναμφισβήτητα ενδιαφέρον, πραγματολογικό-ιστορικό υλικό, με αποτέλεσμα να χάνουν το μέτρο και την αίσθηση της μυθιστορηματικής οικονομίας. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για συγγραφέα που για πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν πλούτο γνώσεων και πληροφοριών. Όταν οι στοχεύσεις του τον κατακλύζουν. Όταν θέλει να τα γράψει όλα! Όμως και τα πιο ωραία «όλα» όταν ξεφεύγουν από την οικονομία που απαιτεί ένα μυθιστόρημα, αρχίζουν και αποσυνδέονται από τους άξονες τους και λειτουργούν αποσπασματικά και ασύνδετα. Χωρίς να αναθεωρώ τα όσα καλά και –επιμένω- εντυπωσιακά για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα παρατήρησα ήδη, θεωρώ ότι ο Σωφρονίου θα μπορούσε να είχε γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα αν δεν υπέπιπτε στις παγίδες τις οποίες ανάφερα. Διότι σαφώς διαθέτει μυθιστορηματική στόφα, έχει δουλέψει πολύ, η ματιά του είναι απαλλαγμένη από εμπάθειες και στερεότυπα, και με την πρώτη του εμφάνιση κέρδισε πολλά. Ελπίζω να κερδίσει περισσότερα με την επόμενη, αρκεί να αποφύγει μια σειρά από παγίδες. Εξάλλου, ουκ εν τω πολλώ το ευ.
info: Σωφρόνης Σωφρονίου, Οι πρωτόπλαστοι, εκδόσεις Το Ροδακιό