Αβραάμ Σεκέρογλου (*)
«Θέλετε να μου το δώσετε να του ρίξω μια ματιά;»
Ο υπάλληλος τον κοίταξε πάνω από τα πρεσβυωπικά του γυαλιά με βλέμμα σταθερό που ισορροπούσε ανάμεσα στη βαρεμάρα και το προσποιητό ενδιαφέρον. Το δέρμα του ήταν λιπαρό και μια μικρή μαύρη τριχούλα πετούσε μέσα από το δεξί του ρουθούνι.
Έτσι είχε φανταστεί κάποιον που θα δούλευε σε ένα μέρος όπως αυτό. Όχι ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος έφταιγε σε κάτι αλλά μάλλον τον έπαιρνε και αυτόν η μπάλα. Παρόμοια καταστήματα είχαν ανοίξει σε κάθε γειτονιά μέσα στην κρίση. Αγόραζαν πολύτιμα κειμήλια και όσες αναμνήσεις ήταν συνδεδεμένα με αυτά. Σε αντάλλαγμα έδιναν ανάσες με πολύ υψηλή ισοτιμία. Τους οικιακούς λογαριασμούς του επόμενου εξαμήνου, τα δίδακτρα φροντιστηρίου του επόμενου μήνα, το γάλα της επόμενης εβδομάδας ή τα φάρμακα της ίδιας ημέρας. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα πατούσε ποτέ σε ένα τέτοιο μέρος, δεν θα έφτανε ποτέ να έχει την ανάγκη τους. Πολλές φορές όμως οι υποσχέσεις που δίνεις στον εαυτό σου είναι και οι πιο δύσκολες να τις τηρήσεις.
Έβαλε το χέρι στο τσαντάκι του και έψαξε βαθιά. Για δύο δευτερόλεπτα, σχεδόν όσο κράτησε μια στιγμιαία αρρυθμία της καρδιάς του, δεν το έπιασε. Ήταν όμως καταχωνιασμένο κάτω από το άδειο πορτοφόλι του. Έβγαλε το καφεκίτρινο κουτάκι με την υφασμάτινη κοτλέ επένδυση και τη μικρή κίτρινη κορδέλα δεμένη φιόγκο. Δεν μπήκε στον κόπο να το ανοίξει. Το έδωσε έτσι στον υπάλληλο.
Όπως το είχε δώσει σε εκείνη. Είχαν περάσει τόσα χρόνια που δεν θυμόταν πότε ακριβώς. Θυμόταν όμως πως ήταν μια κίνηση απελπισίας την οποία είχε μετανιώσει τη στιγμή ακριβώς που την έκανε. Η αντίδρασή της δεν έμοιαζε με αυτή της κοπέλας σε αμερικάνικη ρομαντική κομεντί. Δεν είπε κλαίγοντας “δέχομαι”, ούτε τον αγκάλιασε σφιχτά. Κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά και έμεινε αμίλητη. Όχι όμως από συγκίνηση, έμεινε σιωπηλή γιατί δεν είχε τι να πει. Δεν ήξερε πώς να εκφράσει πόσο λάθος ήταν όλο αυτό. Όπως δεν ήξερε ποτέ να εκφράσει τι αισθανόταν, παρασέρνοντας και τους δυο τους σε έναν παραλογισμό που κράτησε 7 χρόνια.
Ο υπάλληλος έλυσε την κορδέλα και άνοιξε με αργές, προσεκτικές κινήσεις το κουτάκι. Έβγαλε το δαχτυλίδι από μέσα και άφησε παράμερα το κουτί και τη βάση στην οποία στηριζόταν. Τα μάτια του αντί να ακολουθήσουν τα δάχτυλα που κρατούσαν το πολύτιμο κόσμημα – είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν θα άφηνε στιγμή από τα μάτια του το δαχτυλίδι, τόσα είχε διαβάσει στο διαδίκτυο για απατεώνες σε τέτοιες συναλλαγές – κοίταξαν επίμονα το άδειο κουτί. Θυμήθηκε τη μέρα που πήγε στο σπίτι της να μαζέψει τα πράγματά του. Μετά από πολλές παλινωδίες, μικρούς χωρισμούς και επανενώσεις, είχε βρει το θάρρος να του πει ότι δεν θέλει να είναι μαζί του πια. Το περίεργο ήταν πως εκείνος, αν και ακόμα ερωτευμένος ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση. Ένα βάρος που τον πίεζε τα τελευταία χρόνια είχε φύγει από πάνω του. Το μόνο που τον τσιγκλούσε βαθιά μέσα του ήταν ακόμα η αντίδρασή της όταν της έδωσε το δαχτυλίδι. Δεν ήταν ότι δεν είχε χαρεί. Άλλωστε βαθιά μέσα του το ήξερε ότι δεν θα συμβεί αυτό πριν της το δώσει. Ήταν ότι δεν το αρνήθηκε κιόλας. Το είχε πάρει απλά και το είχε βάλει στο ντουλάπι με τα υπόλοιπα κοσμήματά της. Σαν να ήταν ένα ψεύτικο κόσμημα που αγοράζεις από τους φορητούς πάγκους στο Μοναστηράκι μια Κυριακή απόγευμα του Μαρτίου. Όταν λοιπόν μάζεψε στην τσάντα του τα λίγα πράγματα που είχε στο σπίτι της, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός πως δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά της. Άνοιξε το ντουλάπι της και το βρήκε. Το έβαλε στην τσέπη του και πήρε εκείνο που του ανήκε, που ποτέ δεν ήταν πραγματικά δικό της. Ένιωσε όμορφα, μια μικρή ενοχή αλλά γλυκιά, σαν τη γεύση που έχει η εκδίκηση.
Να κατάλαβε ποτέ ότι της το πήρα άραγε; Να θυμήθηκε την ύπαρξή του; Να το έψαξε ποτέ; Εκεί τριγυρνούσε η σκέψη του όταν η φωνή που έβγαινε από το βουλωμένο διάφραγμα του υπαλλήλου τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Είπατε ότι έχετε και το πιστοποιητικό γνησιότητας;»
Ναι το είχε. Έψαξε ξανά στο τσαντάκι του και έβγαλε μια μπλε χαρτονένια καρτ ποστάλ με το σχέδιο ενός διαμαντιού στο εξώφυλλό της. Μέσα κρυβόταν ένα λευκό ριζόχαρτο που είχε τα αποτελέσματα μιας χημικής εξέτασης με την οποία πιστοποιούνται τα χαρακτηριστικά των διαμαντιών. Τα είχε μελετήσει αρκετά τις τελευταίες μέρες, όσο πάλευε με τον εαυτό του για να μην πάρει την απόφαση που τον οδήγησε σε αυτό το ημιυπόγειο της Σταδίου. Βάρος σε καράτια, βαθμός καθαρότητας, απόχρωση, σχήμα. Όλα είχαν τιμές που αν τις συνδύαζες έβγαζαν το πόσο πολύτιμο και φυσικά το πόσο ακριβό ήταν το κόσμημα που έφερε πάνω του ένα τέτοιο διαμάντι. Το είχε αναζητήσει κάποιες φορές τα τελευταία χρόνια. Όχι τόσο από νοσταλγία όσο για να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί. Όπως και όσα είχε ζήσει μαζί της. Ότι δεν ήταν κάποιο όνειρο, καλό ή κακό δεν είχε σημασία. Ανέβαινε στο μικρό κόκκινο σκαμπό, άνοιγε τις πόρτες στο πατάρι, έβαζε το χέρι του βαθιά μέσα αριστερά, σήκωνε ένα μικρό τεχνητό κάλυμμα στο πάτωμα και το έβαζε στη χούφτα του. Κάποιες φορές δεν το κατέβαζε καθόλου. Το κρατούσε απλά για μερικά δευτερόλεπτα, ζύγιζε το βάρος του στη χούφτα του και το άφηνε πίσω. Άλλες, το έβγαζε εντελώς, το πήγαινε στο τραπέζι της κουζίνας και το άφηνε εκεί. Μπορεί παράλληλα να έτρωγε το μεσημεριανό του και να το είχε δίπλα του, να του κρατάει μια θλιβερή παρέα. Κάποιες ελάχιστες φορές το άνοιγε. Κοιτούσε το δαχτυλίδι με το μεγάλο διαμάντι στο κέντρο και τα μικρότερα στις άκρες του. Του άρεσε να κουνάει κυκλικά το κουτί και να αφήνει το φως να διαθλάται μέσα από τον πολύτιμο λίθο. Έπαιρνε διάφορα χρώματα αλλά πιο πολύ ξεχώριζε το πράσινο. Μπορεί να ήταν και σκούρο μπλε, δεν ήταν σίγουρος. Το άνοιγμά του ήταν μικρό. Πάντα αναρωτιόταν αν θα της έκανε. Κι αυτό γιατί, για ένα περίεργο λόγο, ενώ θυμόταν τη στιγμή που της το είχε δώσει λες και συνέβη μόλις χθες, δεν μπορούσε να ανακαλέσει αν το είχε δοκιμάσει στο χέρι της. Αυτή η ανάμνηση δεν υπήρχε, λες και κάποιος αμυντικός μηχανισμός του μυαλού του είχε αναλάβει να τη διαγράψει για να τον προστατέψει από τον πόνο.
«0,29 καράτια, καθαρότητα VVS2, σχεδόν άχρωμο σε βαθμό H…» μουρμούριζε ο διοπτροφόρος υπάλληλος ενώ ταυτόχρονα πατούσε τα πλήκτρα σε ένα μικρό κομπιουτεράκι, συμβουλευόμενος ένα πίνακα με πολλές στήλες και αριθμούς. Σύντομα θα του έλεγε μια τιμή που θα ήταν σαφώς πολύ μικρότερη από αυτή με την οποία το είχε αγοράσει. Ήταν αρκετά πριν την κρίση αλλά το ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι το είχε πάρει πολύ πριν αποφασίσει να της το δώσει. Ήταν μια παρορμητική απόφασή του, όπως πάρα πολλές στη ζωή του. Σε μια φάση της σχέσης τους που και πάλι είχε θεωρήσει πως μια κίνηση όπως αυτή θα έσωζε την κατάσταση. Το γεγονός πως άργησε τόσο πολύ να της το δώσει, πως κάτι βαθιά μέσα του του έλεγε ότι δεν έπρεπε να της το δώσει, πως δεν ήταν σωστό, δεν είχε ενεργοποιήσει το λογικό κομμάτι του εαυτού του. Ακουγόταν και στον ίδιο κλισέ αλλά αργότερα το είχε δικαιολογήσει στη βλαβερή επίδραση που έχει ο έρωτας στην ορθολογική κρίση του ανθρώπου. Μπορεί εκείνος να ήταν αρκετά έξυπνος και λογικός αλλά ακόμη κι αυτός είχε θολώσει από τις επιθυμίες της καρδιάς.
Είχε ακούσει πως όταν αγοράζεις ένα δαχτυλίδι για να κάνεις πρόταση γάμου, υπάρχει ο κανόνας του “τουλάχιστον ενός μισθού”. Έπαιρνε καλά λεφτά τότε, πάρα πολλά λεφτά για τα σημερινά δεδομένα. Δεν έψαξε πολύ, ήταν μόλις το δεύτερο κοσμηματοπωλείο που επισκεπτόταν. Του άρεσε το σχέδιο, ήταν κομψό, ακριβό αλλά χωρίς να έχει την αίσθηση επιδειξιομανίας που είχε παρατηρήσει σε πολλά δάχτυλα αρραβωνιαστικών του οικείου τους περιβάλλοντος. Πίστευε πραγματικά πως της ταίριαζε, ήταν λεπτό και ντελικάτο όπως εκείνη. Όπως η εικόνα που είχε πλάσει εκείνος γι’ αυτήν, διόρθωσε τον εαυτό του.
Υπήρχαν στιγμές μετά το χωρισμό που είχε σκεφτεί να το πουλήσει. Πριν τον οδηγήσει η ανάγκη σε αυτή την απόφαση. Δεν το έκανε όχι απλά επειδή θα το αποχωριζόταν για ένα ποσό πολύ μικρότερο από αυτό που είχε δώσει. Αλλά γιατί για ένα βλακώδη λόγο πίστευε πως το κόσμημα αυτό δεν αντιπροσώπευε πραγματικά εκείνη αλλά τη γυναίκα με την οποία θα ήθελε ο ίδιος να καταλήξει να είναι μαζί για πάντα. Θεωρούσε πως αν έβρισκε κάποια στιγμή αυτή τη γυναίκα – κάτι που τελευταία πίστευε όλο και λιγότερο ότι θα συμβεί – πάλι αυτό το ίδιο δαχτυλίδι θα ήταν το ιδανικό γι’ αυτήν. Μάλιστα είχε σκεφτεί και τη δικαιολογία που θα της έλεγε στην περίπτωση που δεν της έκανε και θα έπρεπε να το ανοίξουν. Σε ποιο κοσμηματοπωλείο θα το πήγαιναν από τη στιγμή που το μαγαζί από το οποίο το είχε αγοράσει ήταν από τα πρώτα που έκλεισαν μέσα στην κρίση; Ίσως έλεγε πως ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο, ένα δαχτυλίδι που του έδωσε η γιαγιά του ξεψυχώντας με την ευχή να είναι αυτό που θα χαρίσει στη γυναίκα που θα παντρευτεί.
«Τριακόσια δέκα ευρώ» είπε μια φωνή και όταν κοίταξε τον υπάλληλο τα χείλη του ήταν τόσο σφιχτά που θα στοιχημάτιζες πως δεν είχε μιλήσει αυτός.
«Είναι πάρα πολύ λίγα. Ξέρετε πόσα έδωσα όταν το πήρα;» μπόρεσε να ψελλίσει από το σοκ.
«Οι τιμές έχουν πέσει τελευταία. Υπάρχει το περιθώριο κέρδους μας…γενικά δεν νομίζω να βρείτε καλύτερη τιμή στην αγορά» είπε ο υπάλληλος επαναλαμβάνοντας ένα ποιηματάκι που μάλλον είχε πει αρκετές φορές από το πρωί.
Ήταν λίγα τα λεφτά αλλά ήταν πολλά περισσότερα από αυτά που είχε αυτή τη στιγμή στο λογαριασμό του στην τράπεζα. Η ζωή του είχε πάρει την κάτω βόλτα μετά τον χωρισμό τους, λες και πλήρωνε για κάτι που δεν έφταιγε. Η εταιρία που δούλευε έκλεισε, όχι μόνο χωρίς να αποζημιώσει αυτόν και τους συναδέλφους του αλλά χρωστώντας τους και ένα μεγάλο ποσό σε δεδουλευμένα. Ο χρόνος του επιδόματος ανεργίας είχε παρέλθει αστραπιαία και η αναζήτηση εργασίας έμοιαζε με το χάμστερ που τρέχει στη ρόδα κυνηγώντας ένα κομματάκι τυρί που κρέμεται συνεχώς από πάνω του αλλά δεν το φτάνει ποτέ.
Ήταν έτοιμος να πάρει το δαχτυλίδι πίσω και να φύγει όταν μια εντελώς παράλογη σκέψη πέρασε από το μυαλό του. “Κατάρα”. Αυτό μπορεί να ήταν. Ίσως το μικρό γυαλιστερό αντικείμενο να κουβαλούσε πάνω του κάτι το μεταφυσικό. Τον ανολοκλήρωτο έρωτα. Την άρρωστη σχέση. Τη μίζερη ζωή. Το εμμονικό κόλλημα στο παρελθόν. Την ένοχη υποψία της κλοπής. Ίσως αυτό να δημιουργούσε ένα αόρατο σύννεφο που έβγαινε από τη μικρή κρυψώνα στο πατάρι, σκέπαζε το σπίτι του, τον ακολουθούσε στο δρόμο και στοίχειωνε τη ζωή του.
«Εντάξει». Μια λέξη αρκούσε. Ο υπάλληλος δεν αντέδρασε καθόλου στο άκουσμά της. Πήγε στο ταμείο, άνοιξε ένα συρτάρι με κλειδί κάτω από την ταμειακή μηχανή και του έδωσε το πόσο μετρώντας έξι πενηντάρικα και ένα δεκάευρο.
Εκείνος τα πήρε, τα έβαλε στο γεμάτο πια πορτοφόλι, ψιθύρισε ένα ευχαριστώ και γύρισε να φύγει. Πριν φτάσει στην πόρτα, σταμάτησε απότομα, κοντοστάθηκε και ύστερα έκανε μεταβολή.
«Μπορώ να πάρω το κουτάκι;»
Ο υπάλληλος κούνησε αδιάφορα τους ώμους. «Έτσι κι αλλιώς θα το πετούσα. Έχει το λογότυπο του άλλου μαγαζιού στο εσωτερικό του»
Βγήκε στο δρόμο. Δίπλα του ένας άστεγος έστηνε το σπιτικό του και τον αγριοκοίταξε γιατί είχε εισβάλει ανεπιθύμητος στον προσωπικό του χώρο. Κοίταξε το άδειο κουτί στο χέρι του. Έδεσε σε φιόγκο την κίτρινη κορδέλα και ζύγισε το βάρος στην παλάμη του. Ήταν το ίδιο, άλλωστε το δαχτυλίδι που έλειπε από μέσα του ζύγιζε ελάχιστα. Πήρε το δρόμο για το σπίτι παίζοντας με το κουτί, πετώντας το από χέρι σε χέρι. Ναι, ήταν πια σίγουρος, ήταν πολύ ελαφρύτερος.
(*) Διήγημα που έστειλε ο αναγνώστης μας Αβραάμ Σεκέρογλου. Ο Αβραάμ Σεκέρογλου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1976. Ζει στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες διηγημάτων. Το μικρού μήκους σενάριό του, Play, γυρίστηκε ταινία σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λυμπερόπουλου.