Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου

0
539

 

Tου Βαγγέλη Δημητριάδη

Η εισόδια «Υπόσχεση» του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου ότι «Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου», σε συνδυασμό με τον ομώνυμο τίτλο της νέας ποιητικής συλλογής του, επιβεβαιώνουν τις πασίδηλες προθέσεις του και δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Η δίνη του θανάτου, το μαύρο της ανυπαρξίας και η λύπη του πένθους κυριαρχούν απερίφραστα στη σκέψη του, ακόμα κι όταν ο κόσμος έξω από αυτόν ευτυχεί. Έτσι, από την πρώτη στιγμή εισπράττουμε αναγνωστικά ένα απόκοσμο ισοκράτημα πάνω στο οποίο στηρίζεται η κατανυκτική ψαλμωδία της όδευσης προς τη θεώρηση της διακοπής των εγκόσμιων ενασχολήσεων, προς την τελευτή του βίου, προς τη θολή ατμόσφαιρα που με τη συνεργία του χρόνου έχει αλώσει και φυλακίσει την ψυχή του ποιητή. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο λόγος του, διαποτισμένος με βαριά συναισθήματα, μας μεταφέρει το αργό τέμπο της ψυχοστασίας του και μας υποχρεώνει να προσαρμόσουμε το βηματισμό μας πάνω στη χλόη-γραφή του χώματος προσεκτικά, αφού «η χλόη αν ήταν κείμενο» κανείς δεν θα μπορούσε πάνω της να πλαγιάσει, θα τον εμπόδιζαν τα καυτά μαύρα δάκρυα και το «ασυνάρτητο» παρόν του xωρόχρονου, που διανύει τον τελευταίο καιρό ο ποιητής έμπλεος μεταφυσικών εμβολών. Έχοντας ένα κακό προαίσθημα ότι κάτι μουντό τον καλεί πέρα από το είναι, προσπαθεί να ξεπεράσει τους φόβους του ανακαλώντας στη σκέψη του χαρούμενα πρόσωπα αγαπημένων που έχουν μετοικήσει στην άλλη ζωή και αναλογίζεται ότι, ίσως, εκείνο το άγνωστο νεφελώδες επέκεινα θα έχει και τις καλές του στιγμές. Όλα καταλαμβάνονται από το μοβ του ουράνιου τόξου, τη λύπη, από ένα «μεσίστιο γιατί» η μνήμη να επιστρέφει απαρηγόρητη σε σκηνές καταστροφής και ολέθρου αντί να μετεωρίζεται ανάμεσα στα χαρμόσυνα γεγονότα του παρελθόντος.[38] Εικόνες επί εικόνων, εκχειλίσματα θνησιγένειας πλημμυρίζουν και τις πιο ηλιοφανείς μέρες, τα πενθούντα πρωινά, στιγμές δραματικές όπως ο θάνατος της μητέρας, που συνέβη μέσα του και διαχέεται γύρω του σαν ανάληψη ολόσωμου δέντρου[35], η εκβλαστήσασα μνήμη του καλλιεργητή πατέρα, που βαρυγκωμούσε για τον ονειροπαρμένο γιο γιατί έρρεπε προς την ποίηση.

Ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου σκηνοθετεί μια ιδιαίτερη τελετή ενταφιασμού δίπλα σε «λόφους δακρύων», «λυπημένο ποτάμι» διαποτισμένο με τη σοφία του χρόνου και τη σιωπηλή παρουσία των νερών, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, και συμπλέκει λουλούδια, φιλιά, μάρμαρα μνήματος, αγάπη στους εκλιπόντες, καλύπτοντάς τα με φτυαριές στάχτης που ανεμίζουν στον ουρανό σαν ψυχών φτερουγίσματα. Πιθανότατα έτσι συμβιβάζεται και συμφιλιώνεται με το πνιγηρό περιβάλλον της οριστικής εγκατοίκησης των μεταστάντων στο λάκκο του τελευταίου ανθρώπινου ύπνου που καθρεφτίζει την αιωνιότητα, αφού ο πόνος και η «διάρκεια» δεν πειθαρχούν στη νομοτέλεια των θνητών όντων, αλλά ξεπερνούν τα όρια της όποιας ζωής. Και ενώ αναρωτιέται τι θα γινόταν αν έπεφτε το χώμα απ’ τον ουρανό στη γη μιμούμενο τη βροχή, ο ίδιος μπαίνοντας στο βλέμμα ενός πουλιού το αντιλαμβάνεται όχι ως απλό υλικό, αλλά ως μνήμη τροφής, αφού τα δέντρα το χρησιμοποιούν για τη διατροφή τους όπως το στόμα οι πεινασμένοι.

Ωστόσο, όλος αυτός ο κόσμος της φοβικής νεκροφάνειας καθίσταται φιλικός, οικείος, θεραπευτικός, ο αναγνώστης αισθάνεται πως ανήκει και στη δική του καθημερινότητα έτσι όπως διαμορφώνεται με λεκτικά σχήματα απελευθερωτικά του άγχους και της αγωνίας προ του θανάτου. Ο ποιητής απλώνει το χέρι συμφιλιωτικά στα στοιχεία του πένθους ακόμα κι όταν συνθέτει με τρόμο φθινοπωρινά τοπία διευρυμένης σιωπής, διάστικτα από αποδημητικά πουλιά, ήρεμα πρόβατα, ενεδρεύοντες λύκους και πρωτοβρόχια, και αναρωτιέται κάτω από ποιες συνθήκες, χωρίς τη συγκατάθεσή του, έχει μεταστραφεί στο χειρότερο τριγύρω του η φύση, επιτείνοντας την υπαρξιακή αγωνία του.

Αν θυμηθούμε τους  ποιητικούς κώδικες που επινόησε ο ώριμος Γιώργος Θέμελης για να εκφράσει τις μεταφυσικές αναζητήσεις του και κυρίως να λυτρώσει και να λυτρωθεί από το δράμα της υπαρξιακής αγωνίας (αρχίζοντας από το Γυμνό παράθυρο το 1945) και τους συγκρίνουμε με τις επιλογές του Κ. Γ. Παπαγεωργίου θα διαπιστώσουμε ότι η συζήτηση συνεχίζεται απαράλλακτη πάνω στο ατελεύτητο θέμα της θνητότητας, εξετάζοντας και επανεξετάζοντας όψεις, εκδοχές και ενδεχόμενα. Είναι όμως προφανές ότι το στοιχείο που δεσπόζει και διαφοροποιεί τα δεδομένα, του Θέμελη από τα προπολεμικά καθέκαστα, και του Κ. Γ. Παπαγεωργίου από εκείνα της πρώτης μεταπολεμικής δημιουργίας που εκπροσωπεί ο Θέμελης, είναι η γλώσσα, τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν. Εκφραστικά μέσα, που όχι μόνο σε τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια από διαφορετικούς ποιητές επιλέχθηκαν, αλλά αν παρακολουθήσουμε αποκομμένο το γλωσσικό ταξίδι του Κ. Γ. Παπαγεωργίου στον μοντερνισμό, θα διαπιστώσουμε ότι μόλις δέκα χρόνια αργότερα από το δικό του Μαύρο κουμπί συνεχίζει τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, προτείνοντας μια φόρμα ανανεωμένης γραφής που τελικά καθίσταται ζητούμενη επιδίωξη της ποιητικής του και γενικότερα της εξέλιξης του ποιητικού γίγνεσθαι. Ο τόνος του παρατάσσεται ήπιος, δωρικός, καθόλου απαστράπτων αλλά συρτός, άρρηκτα «δεμένος με την ανάσα», μας επιτρέπει εναλλακτικά άλλοτε να προσεγγίζουμε κι άλλοτε να αποκλίνουμε από τις προθέσεις του. Η διάσπαρτη πολυφωνικότητα, ολοκληρωμένη ή ανολοκλήρωτη, μας δίνει τη δυνατότητα να ταξινομούμε επιλεκτικά τα πρωτεύοντα από τα δευτερεύοντα νοήματα:

«Αν ήταν όλα πλήρη νοήματος θα έφτανε να δώσω ένα ζεστό φιλί στους ηττημένους. Κι αν ήταν πράγματι όλα πλήρη νοήματος η μουσική θα έμοιαζε δίχτυ ξηλωμένο από παντού με ξέπλεκα τα κύματά της βουρκωμένα. Ενώ αν ήταν όλα πλήρη νοήματος τα δάχτυλα χωρίς τη γύρη της αφής δεν θα ήξεραν τα χρώματα να ξεχωρίσουν.» («Χωρίς τη γύρη της αφής*»)

Διακρίνουμε ποιήματα που ο πυρήνας τους είναι καλυμμένος από έντονους χρωματισμούς ήχων, μνήμης, και ο εντοπισμός του κέντρου βάρους τους είναι δυσδιάκριτος ή βρίσκεται στη διάθεση της ψυχοσύνθεσης του αναγνώστη. Ακόμα και με τη χρήση των συνειρμών είναι αδύνατη η σύνδεση των νοημάτων που φιλοξενούνται μέσα στο ίδιο ποίημα. Εύκολα εντοπίζονται οι αρχές της κλίνουσας στην αφαίρεση γραφής: αποκλειστική χρήση τελείας (συμβολιστική υπενθύμιση του τέλους;), παράλληλα υποσέλιδα ποιήματα, όχι απαραιτήτως επεξηγηματικά των βασικών νοημάτων του ποιήματος –μάλλον (συμπληρωματικές) παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα (στο παραπάνω ποίημα «Χωρίς τη γύρη της αφής*» υποσημειώνεται ο «ορισμός» της ανίας ως εξής: «*Ανία είναι της λευκότητας η υπέρβαση· άλλο αν λευκό προεκτείνοντας μαύρο σεντόνι απλώνεται σε παρθένο δάσος»)–, συνθετική δράση των εξ αντιθέτου, ώστε να σχηματίζουν ενιαίες εικόνες ανάμεσα στις οποίες μετακινείται το μοναχικό υποκείμενο. Όνειρο και πραγματικότητα αναμετριούνται συνθετικά, προβάλλονται οι ομοιότητες, και οι διαφορές, αναιρώντας την υπόστασή τους, παρουσιάζουν μια σύνθεση ονειρώδους πραγματικότητας, πάντα κάτω από τη σκέπη ελεγχόμενης φόρτισης. Παρενθετικές φράσεις χωρίς παρενθέσεις, εκτεθειμένες στη διακριτικότητα του αναγνώστη, λειτουργούν διφορούμενα σαν εικόνες μέσα σε εικόνες, επάλληλες, παράλληλες, διασταυρούμενες οριζοντίως και καθέτως, χιαστί, ακολουθώντας την ιδιόρρυθμη μετακίνηση των πιονιών της νοητής σκακιέρας μέσα στην οποία μετακινείται (από μαύρο σε μαύρο) ο εκφραστικός πλουραλισμός του Κ. Γ. Παπαγεωργίου. Οι λέξεις παρατάσσονται «ακατάστατα» σαν παιδιά νηπιαγωγείου σε παρέλαση, με αποκαθηλωμένους τους συντακτικούς κανόνες και ξεπουπουλιασμένες τις αρχές της ορθολογικής επικοινωνίας. Προσθήκη ασύμβατων συντακτικά λέξεων (ή αφαίρεσή τους) εκτρέπουν το νόημα από το λογικό του υπόβαθρο και το φρεσκάρουν με τη γοητεία του μουσικού λόγου, ο οποίος ποτέ δεν ενδίδει στο λυρισμό του συρμού:

«Ομοίωμα βροχής σταματημένης σε όρκου κίνηση. Ουράνιο στοπ συναισθημάτων σαν βεβαιώνοντας το ανέφικτο του ίχνους και αν…» («Βροχής ομοίωμα»)

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η απλή αναδιάταξη λέξεων, ενώ αφαιρεί τη μουσικότητα και το ρυθμό των ένθετων στίχων, μεταμορφώνει το ποίημα σε πεζές αράδες ρεαλιστικού λόγου· κι άλλες όπου η σαφήνεια και η απλότητα κατευθύνουν το ποιητικό προς το πεζότροπο, δημιουργώντας μια προσδοκία επιστροφής στο ελλειπτικό μενού της συντριβής των λέξεων στη σύνθεση του παρα-λόγου.

Με τη συλλογή του αυτή ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου δεν αποδεικνύεται μόνο «τιμαριώτης του ουρανού» αλλά και της γης και όλων των υλικών και άυλων στοιχείων της, διαβρωμένων από το μεταθανάτιο μαύρο και τις προ του θανάτου σκοτεινές σκέψεις του. Περισσότερο απ’ όλα όμως μας διδάσκει τρόπους να αποφεύγουμε την ανία της επανάληψης μέσα από την αναζήτηση ανανεωμένων μορφών του ποιητικού λόγου…

 

info:  Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2016

 

Προηγούμενο άρθροIlha Grande, η ατλαντική Εδέμ
Επόμενο άρθροΑγοραστές αναμνήσεων (του Αβραάμ Σεκέρογλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ