12 συγγραφείς : Το βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει (επιμ. Άννα Ρω)

0
2960

 

12 συγγραφείς ανατρέχουν στο αναγνωστικό τους παρελθόν και  αναζητούν  τους θησαυρούς που τους οδήγησαν στη διαπίστωση ότι ανακάλυψαν: «το opus magnum, τη γλωσσική τελειότητα, ένα κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο, το φωτεινό μονοπάτι του παρελθόντος, έναν καθρέφτη  αριστοτεχνικά φτιαγμένο, μια εφιαλτική φαντασμαγορία, ένα πολιτιστικό παλίμψηστο, το πρώτο ίχνος, τον συνδυασμό απροσδόκητης φαντασίας… και ιδιότυπης γλώσσας, ένα θαυμάσιο αρχιτεκτόνημα ή μια τεράστια δύναμη και αγωνιώδη αναζήτηση σωτηρίας». Ανακάλυψαν εντέλει, όλα όσα τους οδήγησαν να ομολογήσουν πως ναι, αυτό είναι: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει.

 

Επιμέλεια παρουσίασης – Σύνθεση εξωφύλλου: Άννα Ρω

και εδώ ένα μικρό ταινιάκι

 

Κώστας Ακρίβος: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

 

Σκέφτομαι κάποια στιγμή – πότε άραγε;… – να δοκιμάσω να γράψω ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα για την ακρίβεια, όπου στην αρχική παράγραφο ο χρόνος θα γίνεται θρύψαλα. Παρόν, παρελθόν και μέλλον να συμπλέκονται με τέτοιο αφηγηματικό τρόπο, ώστε οι θάλασσες της μιας χρονικής χώρας να μπαίνουν στα νερά της άλλης ήρεμα, σαγηνευτικά και απολαυστικά για την ανάγνωση που θα ακολουθήσει.

Κάπως έτσι δηλαδή:                                                                                                                                                        «Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο».           Αναφέρομαι, φυσικά, στο opus magnum του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το «Εκατό χρόνια μοναξιά».

Έργο ζηλευτό, όνειρο άφταστο.

 

 

Κώστας Αρκουδέας:  Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Τη διάβασα σχετικά πρόσφατα και παρακαλούσα να μην τελειώσει –ήταν και μικρή, η άτιμη. Τη ζήλεψα και φυσικά θα ήθελα να την είχα γράψει εγώ. Αναφέρομαι στη νουβέλα του Erri De Luca «Το βάρος της πεταλούδας», εκδόσεις Κέλευθος. Ο Ιταλός συγγραφέας, φανατικός αλπινιστής με κάμποσες πρωτιές στο ενεργητικό του, εκφράζει εδώ το πάθος του για την άγρια φύση. Θέτει αντιμέτωπα δυο όντα από διαφορετικά είδη, έναν άνθρωπο κι ένα αγριοκάτσικο. Ο καλύτερος λαθροκυνηγός αναμετράται με τον βασιλιά των αγριόγιδων σε μια μάχη ζωής και θανάτου. Στη δύση τους και οι δύο γνωρίζουν ότι αυτή είναι ίσως η τελευταία τους περιπέτεια και πολεμούν δείχνοντας σεβασμό στον αντίπαλό τους. Η μοναχικότητα της ύπαρξης ξεπηδά μέσα από τον παγωμένο αέρα των βουνών κόβοντας ισόποσα τους δυο πρωταγωνιστές.

Εκείνο που με μάγεψε στην αφήγηση του De Luca ήταν -τι άλλο;- η γλώσσα. Την απόλαυσα, χάρη στην εμπνευσμένη μετάφραση της Άννας Παπασταύρου, και την άφησα να με διαποτίσει. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:

«Οι οπλές του αγριόγιδου είναι τα τέσσερα δάχτυλα του βιολιστή. Πάνε στα τυφλά και δε λαθεύουν ούτε χιλιοστό. Χυμούν σε γκρεμούς, παιχνιδιάρες στην ανηφοριά, ακροβάτες στην κατηφοριά, είναι καλλιτέχνες τσίρκου για το θεωρείο των βουνών».

 

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Τα “Απομνημονεύματα του Αδριανού” της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία του πρώτου Ρωμαίου ελληνιστή αυτοκράτορα, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο. Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και το συναίσθημα, στην Ιστορία και τη δικαιοσύνη, στον διαλογισμό και στο πάθος. Είναι γραμμένο σε επιστολική μορφή προς τον υιοθετημένο εγγονό του Μάρκο Αυρήλιο. Απ’ όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο αξέχαστος. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε:  πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη, τον Αντίνοο.

Σε όλη του την ζωή προσπαθούσε να αποτιμήσει τρία πράγματα: τη μελέτη του εαυτού του, την πολυπολιτισμικότητα και τα βιβλία. «Πρώτες μου πατρίδες ήτανε τα βιβλία». Ή «δεν είμαι σίγουρος αν η ανακάλυψη της αγάπης στάθηκε πιο υπέροχη από την ανακάλυψη της ποίησης. Με είχε μεταμορφώσει». Το βιβλίο το έχω διαβάσει αρκετές φορές στη  μετάφραση της Ιωάννας Χατζηνικολή που το είχε εκδώσει το 1976. Κάθε του ανάγνωση, ανά δεκαετία τουλάχιστον, το καθιστούσε ακόμη πιο ανθεκτικό. Βελτίωσα τα γαλλικά μου για να το διαβάζω στην πρωτότυπη γλώσσα. Θα ήθελα να το είχα γράψει ή τουλάχιστον να το είχα μεταφράσει καθώς πιστεύω ότι ο λόγος του συνάδει απόλυτα με την ελληνική γλώσσα.

    

Άννα Γρίβα: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

 

Ένα βιβλίο για την Υπατία. Όχι μια μυθιστορηματική ανάπλαση της ζωής και της εποχής της, πράγμα που έχει επιχειρηθεί πολλές φορές από συγγραφείς, αλλά μια πρωτότυπη προσπάθεια να ανασυσταθεί, μέσα από τα ελάχιστα στοιχεία που έχουν διασωθεί, το μαθηματικό και αστρονομικό έργο και οι φιλοσοφικές ιδέες μιας γυναίκας που όρισε με τον θάνατό της, ή για να είμαστε πιο ακριβής με τη σφαγή και τον διαμελισμό της, το πέρασμα από τον αρχαίο κόσμο στους σκοτεινούς χρόνους της χριστιανικής επιβολής επί της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης.

Μάρκος Δενδρινός, Υπατία: Αστρονομία, Μαθηματικά και Φιλοσοφία στο λυκόφως του αρχαίου κόσμου, Εκδόσεις Αρμός, 2021Ένα βιβλίο αξιοζήλευτο, γιατί κάνει αυτό που κι εμένα με παθιάζει όταν γράφω λογοτεχνία ή μελετητικά έργα: φέρνει στο φως τις ψηφίδες του παρελθόντος και τους δίνει ένα νέο νόημα. Το βιβλίο του Δενδρινού δίνει μια νέα διάσταση του φαινομένου της Υπατίας, αφού βασίζεται στα κείμενα του βασικού μαθητή της Συνέσιου όσον αφορά τη φιλοσοφία, στα Σχόλια του Θέωνος στην Αλμαγέστη όσον αφορά την αστρονομία, και τέλος στα Αριθμητικά του Διόφαντου και στα Σχόλια του Ευτοκίου Ασκαλωνίτη στα Κωνικά του Απολλώνιου Πέργης όσον αφορά τα μαθηματικά.

Ένα βιβλίο για την Υπατία. Μια σπουδαία επιστήμονας, φιλόσοφος και μυσταγωγός ξανά στο φως…

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Τα  αριστουργηματικά βιβλία που θα ήθελε να μπορούσε να   γράψει ένας συγγραφέας , ανήκουν  όλα ,  στην εποχή τους , το καθένα   με το δικό της κάλεσμα να γραφτεί. Αυτή είναι μια αλήθεια που προλαβαίνει  κάθε θλιβερή  απόπειρα  αντιγραφής ή   απομίμησης.  Θα ήθελα να μπορούσα να  γράψω  τον Μοσκώβ Σελήμ του  Βιζυηνού ή  το Μπίλυ Μπαντ του   Μέλβιλ  ή το Θάλαμος Νο 6 του Τσέχωφ ή την  Αποικία των Τιμωρημένων  του Κάφκα , και βέβαια τους Δακτύλιους του Κρόνου  του  Ζέμπαλντ, και τόσα άλλα .  Τώρα που κάποια όνειρα της νιότης  έμειναν  ανεκπλήρωτα, επιλέγω να σταθώ  στο Πορτραίτο ενός νεαρού Καλλιτέχνη.    Γράφοντας το, ο Τζόυς  « σφυρηλάτησε   στο αμόνι της ψυχής του  την αδημιούργητη  συνείδηση της  ράτσας του»,    επί ποινή μιας  ά-νοστης μέχρι θανάτου φυγής.

Το Πορτραίτο είναι  ένας καθρέφτης  αριστοτεχνικά φτιαγμένος από  όσο  υλικό της   παιδικής και εφηβικής  ηλικίας  σημάδεψε  τον  ψυχισμό του ήρωα  Στήβεν  Νταίνταλους,   που λείπει   δραματικά από το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Ο Τζόυς γράφει το βιβλίο με  διακαή πόθο   να ξυπνήσει από την νάρκη  τους «συνειδησιακά αδιαμόρφωτους» αναγνώστες-θύματα  των Ιρλανδών εκδοτών που αρνούνται να  το εκδώσουν. ‘Έχουν προηγηθεί τα αποτυχημένα εγχειρήματα  ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας,  του 19ου αι.,   η  στέρεα συγκροτημένη γνώση   που εξασφάλισε  στον Τζόυς  η ιησουίτικη και  η κοσμική     (φιλολογική και φιλοσοφική) του παιδεία, η «αμαρτωλή» και κολασμένη του φαντασία, η αδέσμευτη  αυτό-ελεγχόμενη ελευθερία του και η απόφαση να μη γίνει βορά της  «γουρούνας  Ιρλανδίας που τρώει τα παιδιά της». Γραμμένο,   στην  περιπλέουσα τον « οίνοπα πόντο» Ιρλανδία, το 1904,  εκδόθηκε εντέλει , στο εξωτερικό, το 1916,  με την ενθουσιώδη υποστήριξη  του  Παβέζε, του  Πάουντ,  του  Μπέκετ  .

Νίκος Δημητρόπουλος: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Ένα από τα βιβλία που όταν το διάβασα, σκέφτηκα : «Αυτό θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ», είναι το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», του Λουί Φερντινάν Σελίν. Επιλέγω το συγκεκριμένο, ανάμεσα σε άλλα βιβλία για τα οποία είχα κάνει την ίδια σκέψη, λόγω εκείνης της εφιαλτικής φαντασμαγορίας που αποπνέει η κάθε του σελίδα. «Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας», έχει κάτι από τον ξαφνικό κρότο ενός πυροτεχνήματος κι από την εκτυφλωτική λάμψη ενός άστρου που πέφτει, σ’ έναν θεοσκότεινο ουρανό. Κάθε φράση είναι σαν να γεννιέται την ίδια τη στιγμή που τη διαβάζεις –κάθε παράγραφος και μια κοσμογονία.

Δεν θα σταθώ στο «τεχνικό» κομμάτι του βιβλίου, ούτε στο πόσο επιδραστικό υπήρξε για τους μεταγενέστερους συγγραφείς, όσο σ’ αυτό και μόνο : «Το ταξίδι στην άκρη της Νύχτας», είναι το μοναδικό βιβλίο που διάβασα ποτέ, το οποίο διατηρεί αδιάπτωτο, από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη, όλο τον δαιμονικό του ρυθμό και την ασύλληπτη ενέργεια με την οποία είναι ποτισμένη η κάθε αράδα.

 

 

 

Θωμάς Κοροβίνης: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

«Εκατό χρόνια μοναξιά» του Μαρκές.Τον ζηλεύω, τον έχω ερωτευτεί και του υποκλίνομαι. Για τη μοναξιά του μοναχικού μα και τις πολλαπλές εκφάνσεις και μεταμορφώσεις της, για μυριάδες χρόνια μοναξιά πρόκειται, γιατί μέσα απ’ την εξιστόρηση των πεπρωμένων μια φάρας μιλάει για τη μοναξιά –ως απομόνωση και ανελευθερία- της χώρας του, του λαού του, των λαών και των εποχών της κατασπαραγμένης Λατινικής Αμερικής, για τη μοναξιά αλλά και τις διαδρομές της ιστορίας της οικουμένης.  Έργο υψηλής, αδάμαστης  ποίησης διοχετευμένης σε μια δαιμονικής ευρηματικότητας πρόζα, όπου η μαγεία συνδιαλέγεται γόνιμα με την κυνική πραγματικότητα, η αυθεντικότητα του πρωτογονισμού παίρνει την εκδίκησή της από τον καθωσπρεπισμό του εκλογικευμένου πολιτισμού, οι δυνάμεις της μοίρας ανατρέπουν την όποια προβλεψιμότητα.

Ένα πολιτιστικό παλίμψηστο με την επισφράγιση ενός περίπλοκου καθολικισμού ζυμωμένου με προγονικούς μύθους και παγανιστικά αρχέτυπα, διαπερνά   ως «σαρξ εκ της σαρκός» του τον θίασο του μυθιστορήματος, ο οποίος βιώνει την καθημερινότητα σαν επισφαλή εκεχειρία ανάμεσα σε περασμένους και επικρεμάμενους πολέμους, εμφύλιους ή εθνικούς. Ο Μάρκες, έχτισε, με το πνεύμα και το αίσθημά του στο κρεσέντο τους, μια θαυμαστή σύγχρονη Ιλιάδα δοσμένη με σαγηνευτική μαστοριά σε ένα σχοινοτενές καθηλωτικό πεζογράφημα.

Θέλω να καυχιέμαι ότι κάτι αποκόμισα μελετώντας και βιώνοντας με πυρετική ζέση τις επαναληπτικές μου αναγνώσεις αυτού του αριστουργήματος όπου παίζουν κρυφτούλι τα παραμύθια με την ιστορία, μήπως μου δοθεί κάποτε η ελάχιστη χάρις να μεταγγίσω την πνοή από τα σοφά του διδάγματα στο δικό μου ταπεινό έργο.

 

Δημήτρης Λεοντζάκος: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Θυμάμαι τον έφηβο εαυτό μου απορημένο, γοητευμένο, ματαιωμένο, με ένα βιβλίο στα χέρια, το οποίο άλλαζε, μεταμορφωνόταν. Έκλεινε και δεν άνοιγε, δεν μιλούσε. Άνοιγε και δεν έκλεινε, αιμορραγούσε. Θυμάμαι την αϋπνία του νεαρού μπροστά στο μυστήριο − το απροσπέλαστο, το ανόητο − της γραφής. Θυμάμαι εκείνη την πρώτη συνάντηση. Καθηλωμένος απέναντι, ανάμεσα σε δύο έργα: το Μυθιστόρημα του Γιώργου Χειμωνά και το Φαρέτριον του Νίκου Καρούζου. Στον χρόνο με το δεύτερο – εκείνη την πρώτη φορά − με συνόδευε μία αιχμηρή αίσθηση μετάλλου στο στόμα. Ακατανόητη, αμετανόητη. Στην γλώσσα, στα δόντια. Στην συνάντηση με το πρώτο, μία ολόσωμη ωμότητα, μία διαρκής αμηχανία. Μία αφόρητη ανθρωπότητα – η ζωή; − που τελικά με κατέκλυσε – νεαρό ακόμη τότε − και με κατακλύζει ακόμη.

Δεν ξέρω αν είναι αυτά τα δύο βιβλία τα οποία θα ήθελα να έχω γράψει. Αλλά είναι σίγουρα δύο βιβλία με τα οποία εγώ χάθηκα. Βυθίστηκα στα ιώδη χρώματα εκείνου του αινιγματικού: «Ιδού τα σύννεφα του Εγγονόπουλου!»1. Δύο βιβλία που από τότε δεν σταματούν να με γράφουν. Που δεν σταματούν να μην γράφονται, να πλέκονται, σε όσα γράφω. Δεν ομολογούνται, αλλά διέρχονται αδιόρατα μέσα από το πλήθος όλων όσα δεν λέγονται, εκείνων που ποτέ δεν αρθρώνονται. Τι είναι άραγε ένα ποίημα εάν όχι ακριβώς αυτό; Εκείνο το πρώτο ίχνος, το απόκληρο κέντρο − η φωνή έξω απ’ τον λαιμό – το άφωνο τίποτα, το αφόρητο ξανά, το πάλι, το ξαναπές το. Το απόκρημνο εκείνο: άλλη μια φορά.

1. Νίκος Εγγονόπουλος, Ο Ορφεύς Στην κοιλάδα με τους ροδώνες

 

Παυλίνα Μάρβιν: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

«Όσοι είναι κάτω των εβδομήντα και άνω των επτά είναι πολύ αναξιόπιστοι, εκτός κι αν είναι γάτες. Πρέπει να φυλάγεσαι», λέει η Καρμέλα στη Μάριαν, κι εγώ θα ήθελα να έχω γράψει η ίδια «Το ακουστικό κέρας» (Αίολος 2022), της Λεονόρα Κάρινγκτον, και να μου το μεταφράσει στα ελληνικά η Μαρία Φακίνου, γιατί απόλαυσα πολύ τη μετάφρασή της. Η ενενηνταδυάχρονη Μάριαν Λέδερμπι είναι μακράν από τις αγαπημένες μου λογοτεχνικές ηρωίδες ─ και βαρύκοη, όπως εγώ. Και συμφωνώ με εκείνο που γράφει η Όλγα Τοκάρτσουκ στον επίλογο του βιβλίου, πως πρόκειται για ένα από τα πιο πρωτότυπα φεμινιστικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ. Η φίλη της υπέργηρης και ολοζώντανης Μάριαν Λέδερμπι, η Καρμέλα, της κάνει δώρο το ακουστικό κέρας, με το οποίο μπορεί να κρυφακούει πλέον ό,τι δεν άκουγε καθόλου μέχρι προηγουμένως, κι αυτό το δώρο με συγκινεί αφάνταστα, γιατί σκέφτομαι πόσα πολλά σημαίνει η φιλία και ποια τα ξεχωριστά δώρα της.

Η Κάρινγκτον, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του έργου, γράφει τόσο σπινθηροβόλα, σαν να μας αφηγείται τα πάντα μια οικεία φωνή την ίδια ώρα που τα διαβάζουμε. Δεν έχω ζηλέψει πολλές συγγραφείς όπως έχω ζηλέψει την Λεονόρα Κάρινγκτον, για τον συνδυασμό απροσδόκητης φαντασίας, ανοιχτότητας, εκκεντρικότητας, σωτήριας μεταφυσικής και ιδιότυπης γλώσσας. Είναι επείγον να έχουμε όλα της τα έργα στα ελληνικά.

 

 

Γιώργος Μπλάνας: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Θα ήθελα να είχα γράψει τα ποιήματα που περιλαμβάνει το Βιβλίο Η Λύρα (1824) του Ανδρέα Κάλβου, δεδομένου ότι αποτελούν θαυμάσια αρχιτεκτονήματα, στερεωμένα στο κοσμογονικό χάος. Οι Ωδές αυτές δεν φαίνεται να έρχονται από κανένα γραμματολογικό γίγνεσθαι, καμία πνευματική πειθαρχία, καμία παράδοση γραφής. Χτίζονται με την δική τους αρχιτεκτονική, χρησιμοποιούν τα δικά τους υλικά. Είναι δημιουργήματα ενός νομάδα, περιφερόμενου στον λείο χώρο, όπου το ποιητικό υποκείμενο είναι ελεύθερο να πλάσει τον εαυτό του με πολύ διαφορετικά υλικά, που ταιριάζουν στην μη αναγώγιμη ιδιοσυγκρασία του. «Οι ακτίνες / μ’ έθρεψαν, μ’ εθεράπευσαν / της υπεργλυκυτάτης / ελευθερίας»!

Γιατί είναι ποίηση αυτοί οι στίχοι, αυτή η σχεδόν ρητορική δήλωση, με τα μέτρα της εποχής τους και αρκετών εποχών μετά; Διότι το επιβάλλουν οι ίδιοι. Πώς το επιβάλλουν; Άγνωστον! Το ξέρεις, μα δεν μπορείς να το πεις, παρά μόνο με τον τρόπο τους. Αυτόν τον τρόπο τον έμαθα διαβάζοντάς τους, απαγγέλοντάς τους, αντιγράφοντάς τους συνεχώς, από τα 13 χρόνια μου, ώσπου να μου αποκαλύψουν κάτι από την μαστοριά τους. Όλο και κάτι μου ψιθύριζαν. Μάλλον το άκουγα. Όταν εξέδωσα το τρίτο ποιητικό βιβλίο μου (Νύχτα, 1990) ένας εξαίρετος νεοελληνιστής με ρώτησε: «Σολωμός ή Κάλβος;». Του είπα: «Κάλβος». «Φαίνεται!» μου είπε. Κάτι είναι κι αυτό.

 

Φωτεινή Τσαλίκογλου: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει 

“Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πελώρια κατσαρίδα.[…] Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο του σώμα, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του. «Τι μου συνέβει; Συλλογίστηκε. Όνειρο δεν ήτανε…”

Η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Έπεσε τυχαία στα χέρια μου. Ήμουνα 13 ετών. Θυμάμαι την ανατριχίλα. Το ρίγος στο σώμα μου. Την ένταση σύγκορμη να με διαπερνά. Συναντήθηκα με τον  σπαρακτικό ανθρωπισμό ενός παράσιτου μαζί με  την απανθρωπιά  μιας  άγιας οικογένειας. Τρόμαξα.  Πόσο εύκολο θα ήταν να μεταμορφωθώ κι εγώ σε γιγάντιο έντομο;  Και πως γίνεται αυτό  το αποτρόπαιο πλάσμα να είναι  ταυτόχρονα τόσο, μα τόσο ανθρώπινο;  Το πιο ανθρώπινο απ` όλα τα οικεία γύρω του πλάσματα  H αδελφή. Θυμάμαι το πιάνο της αδελφής, τη θεϊκή μελωδία. Πόσο καλή, συμπονετική,  πόσο γλυκιά φάνταζε σε πρώτη όψη  η  ανάλγητη αδελφή.  Τρόμαξα με τη δυνατότητα μεταμορφώσεων που κουβαλάμε. Πως γίνεται ένα τόσο δα μικρό βιβλίο να έχει τέτοια δύναμη; Nα σου ταράζει το μυαλό, να σου κλέβει τον ήσυχο ύπνο; Με εφηβικό  θράσος, με θυμάμαι να λέω ‘’αυτό το βιβλίο είναι δικό μου, θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ’’. Το ίδιο  θα έλεγα και τώρα.  Μέσα σε λίγες σελίδες ο συγγραφέας σε φέρνει σε επαφή με το  αποτρόπαιο  που φωλιάζει γύρω και μέσα μας, με το διαταρακτικά ανοιχτό ερώτημα. ‘’Τι μου συνέβη, όνειρο δεν ήτανε….’’

 

Ελιάνα Χουρμουζιάδου: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει

Δεν είναι ένα ούτε δύο, όμως πάντα ξεχωρίζω το Κάτω από το ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ. Θα ήθελα να το είχα γράψει, αλλά ποτέ δεν διέθετα γλωσσικό πλούτο ικανό να αποδώσει μια τέτοια ατμόσφαιρα επικείμενης καταστροφής (του ατόμου και του κόσμου, ο οποίος παρεμπιπτόντως βρίσκεται στα πρόθυρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), μια τόσο αγωνιώδη αναζήτηση σωτηρίας, τόσες δαιδαλώδεις διαδρομές χαρακτήρων και άλλες τόσες καταιγιστικές, υπερπλήρεις εικόνες τόπων ελάχιστα γνωστών και έντονα μυθοποιημένων, όπως το Μεξικό. Σε δεύτερη ανάγνωση, χρόνια μετά την πρώτη, αναδύθηκε κάτω από τον πυκνό μυθιστορηματικό ιστό η στιβαρή, ισάξια αρχαίας τραγωδίας, αρχιτεκτονική ενός αριστουργήματος. Τίποτα δεν περισσεύει. Τίποτα δεν λέγεται χωρίς να υπάρχει λόγος να ειπωθεί. Όλα οδηγούν στο αναπόδραστο τέλος, σαν συμφωνικό έργο που κλείνει με πένθιμες νότες. Τι μένει; Η αδυναμία των ανθρώπων να γλιτώσουν από την αυτοκαταστροφική πλευρά τους.

Η δυσοίωνη, σαν το ηφαίστειο του τίτλου, αποτυχία της αγάπης. Η ανθρώπινη κατάσταση συνοψισμένη στον αλκοολικό πρόξενο Φέρμιν.  Η συμπαγής και σπαρακτική απεικόνιση του εσωτερικού του κόσμου. Το ζωγραφικό έργο με τους μεθυσμένους που κατακρημνίζονται στην κόλαση, το οποίο βλέπει ο πρόξενος σε ένα φιλικό σπίτι, ως προοικονομία του δικού του θανάτου. Αναμφίβολα σκληρή δουλειά για έναν συγγραφέα να στήσει και να ολοκληρώσει ένα τέτοιο μυθιστόρημα.

.

Σημ: Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο παραχωρήθηκαν από τους συμμετέχοντες συγγραφείς.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο λογοτεχνικό έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη σε νέα έκδοση (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΟ θυρωρός των ημερών (του Μάριου Μιχαηλίδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ