συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Δεν ξέρω γιατί ο κύριος Βόνεγκατ (*) επέλεξε αυτή τη στιγμή να μας επισκεφθεί από τον Άλλον Κόσμο- ίσως επειδή στα 10α γενέθλια του Αναγνώστη, συμπληρώθηκαν και 100 χρόνια από τη γέννηση του. Ή ίσως επειδή έχει ξεκινήσει τόσο έντονα η συζήτηση για τη νεοελληνική λογοτεχνία και έχει κάποιες απαντήσεις.
Έχοντας επιβιώσει, μέσα σε ένα υπόγειο σφαγείο, ως αιχμάλωτος πολέμου τον ισοπεδωτικό βομβαρδισμό της ανοχύρωητς και αντι-ναζιστικής Δρέσδης που αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου των Συμμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με περίπου 130.000 νεκρούς αμάχους και αιχμαλώτους πολέμου και σε μεγάλο βαθμό αποσιωπήθηκε, ο Βονεγκατ δεν έχασε ποτέ ευκαιρία να κηρύξει την ειρήνη και την προσήνεια. Βιοποριζόταν ως υπεύθυνος μάρκετινγκ στη General Electric και είχε για λίγο τη δική του αντιπροσωπεία Saab. Ξεκίνησε να γράφει διηγήματα για τα αμερικανικά περιοδικά από το Playboy μέχρι το Esquire και σε περιοδικά για νοικοκυρές και επιστημονικής φαντασίας. Όταν κατάλαβε πως τα περιοδικά πλήρωναν καλά τα βρόντηξε όλα και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή, τα πρώτα του μυθιστορήματα όμως κυκλοφορούσαν σε βραχύβιες φτηνές εκδόσεις paperback. Πήρε δεκαετίες μέχρι να αναγνωριστεί και τα βιβλία του να επανεκδοθούν από «σοβαρούς» εκδότες. Εκτοτέ δεν ξαναέμειναν ποτέ εξαντλημένα.
Σύμφωνα με τη δήλωση Vonnegut, το μανιφέστο υπέρ του έργου του, από μια ομάδα πεφωτισμένων ακαδημαϊκών, ο απλός του λόγος κατάφερε να απελευθερωθεί από την αποξένωση του σύγχρονου καλλιτέχνη, απευθυνόμενος στον μέσο άνθρωπο, όπως έκαναν παλιότερα οι δημιουργοί.
Η συνέντευξη είναι φανταστική, οι απαντήσεις όμως πραγματικές.
ΕΡ: Πώς γίνατε τόσο καλός συγγραφέα;
K.V: Η γνώση της τεχνικής – για να μην πω τεχνασμάτων-δεν είναι κανένα δικό μου πρωτότυπο επίτευγμα. Ξέρετε τους κανόνες: αν υπάρχει μια καραμπίνα κρεμασμένη πάνω από το τζάκι στο πρώτο κεφάλαιο, θα πρέπει κάποιος να τη χρησιμοποιήσει για να πυροβολήσει πριν τελειώσει η ιστορία- αλλιώς δεν έχει εξ’αρχής καμία δουλειά πάνω από το τζάκι. Ο Τσεχοφ ήταν ιδιοφύϊα σε τέτοιου είδους πράγματα. Είχε μεγάλη φήμη πως ήταν φιλάνθρωπος, ο πιο επιεικής άνθρωπος στη γη και είναι δύσκολο να καταλάβεις πως απέκτησε τέτοια φήμη, εκτός αν μελετήσεις προσεκτικά την αρχή των ιστοριών του. Αν κάποιος χαρακτήρας σε κάποιο έργο του Τσέχοφ επρόκειτο να φερθεί αποτρόπαια, ο Τσέχοφ θα τον έβαζε να κάνει κάτι καλό στην αρχή, προτού ο αναγνώστης καταλάβει τι κουμάσι είναι. Οπότε όταν συναντάτε έναν τσεχοφικό χαρακτήρα να χαϊδεύει ένα παιδάκι στα μαλλιά ή να μιλάει ευγενικά σε κάποιον, να ξέρετε πως θα μας δείξει τον σκατοχαρακτήρα του πριν τελειώσει η αφήγηση. Και όμως εχει ήδη λάβει συγχώρεση από την αρχή.
ΕΡ: Το στυλ σας είναι απλοϊκό- ή ίσως μια καλύτερη λέξη θα ήταν ανόθευτο. Σας επηρεάσε κάποιος συγγραφέας;
K.V: Όχι, πάντως θεωρώ τον εαυτό μου «εκπαιδευμένο» συγγραφέα, αν και δεν θα βρείτε πολλούς συγγραφείς να αποδεχτούν τέτοιο χαρακτηρισμό. Εννοώ το εξής: φοίτησα σε ένα γυμνάσιο που εξέδιδε μια καθημερινή εφημερίδα και επειδή έγραφα για τους συμμαθητές μου και όχι για τους καθηγητές μου ήθελα να γίνομαι κατανοητός. Έτσι η απλότητα – καθόλου άσχημη λέξη – των κειμένων μου, προήλθε από το γεγονός ότι αυτά απευθύνονταν σε μαθητές της πρώτης, της δευτέρας και της τρίτης Λυκείου. Επίσης η ιδέα του λιτού στυλ κυκλοφορούσε πολύ τότε- διαύγεια, μικρές προτάσεις, δυνατά ρήματα, μια ξε- έμφαση στα επιρρήματα και τα επίθετα, κτλ. Επειδή πίστευα στα προτερήματα ενός τέτοιου είδους πρόζας, ήμουν «εκπαιδεύσιμος» και κόπιασα για να επιτύχω ένα στυλ όσο πιο ανόθευτο μπορούσα. Όταν πήγα στο Cornell αυτή μου η εμπειρία- σε μια εποχή που κανείς δεν ήξερε τι εστί μαθητική εφημερίδα- μου άνοιξε πόρτες στην εφημερίδα Daily Sun του Cornell. Υποθέτω πως αυτή η διαρκής τριβή με το αναγνωστικό κοινό εφημερίδων σμίλευσε το στυλ μου. Είχα πολύ λίγη εκπαίδευση από τους βαθιά κουλτουριάρηδες.
ΕΡ: Δεν σας επηρέασαν συγγραφείς όπως ο Σελίν και ο Ντοστογιέφσκι; Τους αναφέρετε συνέχεια.
K.V: Μπα, διασταυρώθηκα με το έργο τους αργά στη ζωή μου. Να συνεχίσω όμως για την «εκπαίδευσή» μου. Οι ανώτεροι μου στη Sun ήταν όλο συμβουλές για την απλότητα, την οικονομία του λόγου κτλ. Η θεωρία έλεγε πως οι μεγάλες, σχινοτενείς προτάσεις αποθάρρυναν τον αναγνώστη και ασχήμαιναν την εφημερίδα. Η στρατηγική αυτή των μικρών παραγράφων, ει δυνατόν παραγράφων μιας πρότασης, ήταν κυρίως οπτική- δούλευε πολύ καλά και εξυπηρετούσε και εμένα και τους αναγνώστες και έτσι αποφάσισα να την κρατήσω όταν αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Εκείνον τον καιρό τα περιοδικά ήταν σε άνθιση και οι διευθυντές τους ήξεραν τα πάντα για τη σωστή αφήγηση ιστοριών- αν μιλούσες ας πούμε με κάποιον από την Saturday Evening Post ή την Colliers, θα έβλεπες πως όσα έλεγαν ήταν παράφραση της Ποιητικής του Αριστοτέλη. Και θυμηθείτε : ή έκανες αυτό που σου ζητούσαν ή δεν αγόραζαν την ιστορία σου. Σε γενικές γραμμές ήθελαν αυτό που θέλει κάθε καλή εφημερίδα: ένα εντυπωσιακό λιντ, σαφή πρόζα, μια άμεση αίσθηση του χώρου. Όταν διδάσκω τώρα, εκνευρίζομαι όταν έχω διαβάσει τέσσερις παραγράφους ενός διηγήματος και δεν έχω καταλάβει σε ποια πόλη ή έστω σε ποιον αιώνα βρίσκονται οι πρωταγωνιστές του.Και εκνευρίζομαι δικαίως. Ο αναγνώστης δικαιούται, και έχει ανάγκη, να γνωρίσει αμέσως τι είδους άτομα συναντά, τι επαγγέλονται, αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί, πού διαδραματίζεται η ιστορία- όλα αυτά τα πράγματα κάνουν τις πληροφορίες που θα λάβουμε αργότερα πολύ πιο θαυμάσιες. Από την αρχή μαθήτευσα στις βασικές τεχνικές της δημοσιογραφίας και οι εκπαιδευτές μου ήταν μετρ στη δουλειά τους. Για να γίνω σαφής: δεν ήταν τυραννικοί ή αξιοκαταφρόνητοι. Ήταν αφοσιωμένοι, μορφωμένοι επαγγελματίες. Αυτό που θέλω να πω είναι πως διδάχτηκα πώς να γράφω όπως γράφω. Στην πραγματικότητα έλαβα πολλά περισσότερα μαθήματα από τους περισσότερους συγγραφείς.
ΕΡ: Πώς ασχοληθήκατε επαγγελματικά με τη συγγραφή; Ήταν τρομακτικό;
K.V: Είχα μόνο δυο μικρά παιδιά τότε και έβγαζα $90 τη βδομάδα, που ήταν η νόρμα για κάποιον στην ηλικία μου (27 ετών) αλλά δεν υπήρχε προοπτική για αύξηση μέχρι τα 30 μου, ακόμη και τότε δεν ήταν όμως και πολλοί που έπαιρναν κοσμοιστορικές αυξήσεις. Έτσι επειδή χρειαζόμουν τα χρήματα και ήμουν σε πορεία αργής ανόδου, άρχισα να κοιτάζω τριγύρω. Άρχισα να γράφω διηγήματα- κάτι με το οποίο δεν είχα καταπιαστεί από τότε που ήμουν στο κολλέγιο. Ένας επιμελητής στο Collier’s με πρόσεξε και εντόπισε έναν ατζέντη που θα με αναλάμβανε- και οι δυο τους μου έδωσαν συμβουλές για τη συγγραφή. Ήταν η χρυσή εποχή των περιοδικών με τα διηγήματα του Faulkner στο Collier’s, του F. Scott Fitzgerald στη Saturday Evening Post, του John Steinbeck στο Women’s House Companion και του Ernest Hemingway στο Esquire.
ΕΡ: Ξέρατε από την αρχή τι θα γίνει στο τέλος κάθε μυθιστορήματός σας;
Κ.V: Κατά κανόνα , μου έπαιρνε αρκετό καιρό να βρω το τέλος των μυθιστορημάτων μου- αν και στο Σλάπστικ ήξερα ακριβώς το τέλος. Νομίζω πως ως συγγραφέας, μοιράζομαι το πρόβλημα, για να μην πω την τραγωδία, όλων των ανθρώπων: χάνω την επαφή με τη νοημοσύνη μου. Είναι λες και υπάρχει μια στρώση λίπους στο κομμάτι της σκέψης μας και η δουλειά του συγγραφέα είναι να διεισδύσει μέσα της και να ανακαλύψει τι βρίσκεται πέρα από αυτήν. Πολύ συχνά αυτή η πεποίθεση, ή κάποια παρόμοια, είναι που με βοηθάει να συνεχίσω όταν έχω γράψει με τις ώρες και δεν έχω μείνει ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Δεν το βάζω κάτω όμως και αν επιμείνω εμφανίζεται μια ωραία ωοειδής ιδέα και τότε μπορώ να πω πως η νοημοσύνη μου τα κατάφερε. Πρόκειται πάντως περί αργής διαδικασίας και εξαιρετικά ενοχλητικής, επειδή πρέπει να κάθεσαι ακίνητος με τις ώρες.
ΕΡ: Θεωρείστε συγγραφέας βιβλίων επιστημονικής φαντασίας;
K.V: Έμαθα πως έγραφα βιβλία επιστημονικής φαντασίας από τις κριτικές τους. Δεν το ήξερα. Υπέθετα πως έγραφα βιβλία για τη ζωή. Με πονοκεφαλιάζει το γεγονός πως καταλαμβάνω χώρο στο συρτάρι αρχειοθέτησης «Επιστημονική Φαντασία». Θα ήθελα να βγω από εκεί, κυρίως επειδή πολλές φορές πολλοί σοβαροί κριτικοί το μπερδεύουν με ουρητήριο.
ΕΡ: Μπορεί να γεννηθήκατε και να μεγαλώσατε στις ΗΠΑ, η καταγωγή σας ήταν από την Γερμανία.
K.V: Ό,τι θαυμάζω στον γερμανικό πολιτισμό, την ποίηση, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τις μπύρες, τα κρασιά, το ρομαντισμό για τα Χριστούγεννα, την εργασιακή ηθική προέρχονται από πολλές διαφορετικές Γερμανίες. Ό,τι μισώ από μία.
ΕΡ: Γιατί δεν γράψατε περισσότερα βιβλία;
K.V: Αν μπορούσα να γράψω και άλλο καλό βιβλίο θα το έγραφα. Το πρόβλημα είναι πως ήμουν ένας παρορμητικός, παράλογος συγγραφέας- σπανίως είχα τον έλεγχο της συγγραφικής διαδικασίας και το id μου, ή οτιδήποτε τέλος πάντων με το οποίο είχα τη βαθιά, ως τον Άδη, επαφή, όπως ο Hemingway και ο Faulkner. Είχα ξεκινήσει πολλά βιβλία που έβγαιναν με το στανιό- φαντάζομαι πως αν ήμουν ένας καλός στρατιωτάκος και συντονιζόμουν καλύτερα θα τα ολοκλήρωνα. Είναι όμως και ένα είδος φετιχισμού αυτό, νομίζω- το να γράφεις βιβλία για να γράφεις βιβλία.
ΕΡ: Τι είναι συγγραφέας;
K.V :Ο ορισμός της Renata Adler, βιβλιοκριτικού του New Yorker, είναι ο εξής: “ Ένας συγγραφέας είναι κάποιος που μισεί το γράψιμο” . Αυτό σίγουρα συμπεριλαμβάνει και εμένα. Όλα μου τα βιβλία απλά αρνιόνταν να γραφτούν. Ο ατζέντης μου Max Wilkinson είχε συμπληρώσει το εξής: « Δεν γνώρισα ποτέ κανένα σιδερά ερωτευμένο με το αμόνι του».
ΕΡ: Έχουν καμία χρησιμότητα οι συγγραφείς για την κοινωνία;
K.V: Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι ρόλο βαράνε γενικά οι τέχνες. Η καλύτερη απάντηση που μπορώ να σκεφτώ είναι η θεωρία με το καναρίνι στο ορυχείο. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι καλλιτέχνες είναι χρήσιμοι για την κοινωνία επειδή είναι τόσο ευαίσθητοι. Είναι υπερ-ευαίσθητοι. Τα κακαρώνουν όπως τα καναρίνια στα δηλητηριασμένα ορυχεία πολύ πριν οι γεροί και δυνατοί οργανισμοί αντιληφθούν το πρόβλημα.
ΕΡ: Είστε αισιόδοξος;
K.V: Η αλήθεια της επιστήμης θα μας έκανε ευτυχισμένους. Όμως αυτό που τελικά συνέβη, όταν ήμουν 21, ήταν πως ρίξαμε την αλήθεια της επιστήμης στη Χιροσίμα. Τους σκοτώσαμε όλους εκεί. Μόλις είχα επιστρέψει ως αιχμάλωτος πολέμου από τη Δρέσδη, που είχε ισοπεδωθεί.Και μόλις τότε μαθεύτηκαν λεπτομέρειες για τη φρικαλεότητα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Έτσι είπα στον εαυτό μου πως έκανε λάθος να αισιοδοξεί και έκτοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είμαι ένας συνεπής απαισιόδοξος.
ΕΡ: Ποιο είναι το μυστικό της γραφής;
K.V: Το νοιάξιμο. Δεν πειράζει κάτι να είναι κακόγουστο, φτάνει να είναι ενδιαφέρον. Ότ,ι μου έχουν πει ποτέ οι επιμελητές ή οι συνεργάτες μου για το πως να γράψεις μια καλή ιστορία, βρίσκεται στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Δεν έχει αλλάξει τίποτε από το 322π.Χ – κείμενο καθάριο, και δεν είναι και πολύ μεγάλο. Ό,τι πρέπει για φιντανάκια.
ΕΡ: Πόσα είδη συγγραφέων υπάρχουν;
K.V: Όσοι διηγούνται ιστορίες με χαρτί και μελάνι, όχι πως πλέον έχει και καμιά σημασία, είναι είτε ορμητικοί είτε επικριτές. Οι ορμητικοί γράφουν μια ιστορία γρήγορα, φύρδην μίγδην, όπως να ‘ναι. Μετά την ξαναπερνάνε επιμελώς, επιδιορθώνοντας ο,τι είναι απλά απαίσιο ή δεν δουλεύει. Οι επικριτές γράφουν μια πρόταση τη φορά, και το κάνουν ακριβώς όπως πρέπει πριν πάνε στην επόμενη. Όταν τελειώνουν, τελειώνουν. Εγώ είμαι επικριτής, όπως και οι περισσότερες άνδρες. Οι περισσότερες γυναίκες ορμητικές. Ίσως κάποιος θα έπρεπε να ερευνήσει αυτό το φαινόμενο σε βάθος.
ΕΡ: Τι γνώμη έχετε για τις προκαταβολές σε πρωτοεμφανιζόμενους;
K.V: Έχω ανάμικτα συναισθήματα για την προκαταβολή σε νέους συγγραφείς. Συνήθως δύσκολα θα την λάβουν και επίσης το ποσό θα είναι τόσο μικρό που σε δεσμεύει χωρίς να βελτιώνει αισθητά την οικονομική σου κατάσταση. Επίσης έχω δει συγγραφείς να σταματούν το γράψιμο ή να ρίχνουν πολύ το ρυθμό τους αφού βρουν εκδότη. Αυτό είναι πολύ κακό δημιουργικά- έχουν μια αίσθηση ολοκλήρωσης απλά επειδή έκαναν την συμφωνία. Καλύτερα να μην έχεις να ανακοινώσεις καλά νέα σε πολλούς ανθρώπους πρωτού ολοκληρώσεις τη δουλειά. Το να σκέφτεσαι το παιχνίδι των χρημάτων απλά σε γαμάει. Συγκεντρώσου στο παιχνίδι της δημιουργίας. Αυτή είναι η δουλειά σου. Αν το βιβλίο σου βγάλει πουλήσει θα τα πάρεις σε δικαιώματα. Τα καλά βιβλία πάντως σπανίως βγάζουν πολλά λεφτά.
Ε.Ρ Για τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής τι λέτε; Είχατε διδάξει δυο συναπτά έτη στο Πανεπιστήμιο της Iowa.
K.V: Ως δάσκαλος, ήμουν αρκετά καλός στο να βοηθάω τους άλλους να γίνουν αυτό που ήθελαν να γίνουν. Δεν προσπαθούσα να τους κάνω να μου μοιάσουν.
Μακάρι όλοι οι μαθητές που είχα να μπορούσαν να γράψουν. Δεν φταίνει οι δάσκαλοί τους αλλά οι ίδιοι- δεν έχουν κάποια ιστορία να διηγηθούν. Τους έβγαζα βόλτα για να δουν ανθρώπους και να σκεφτούν ιστορίες.
Χρειάζονται πάντως δύο χρόνια τουλάχιστον πριν ένας μαθητής παρουσιάσει αλλαγές στη συγγραφική του ικανότητα. Τα προγράμματα που διαρκούν ένα εξάμηνο ή ένα χρόνο, πολύ απλά δεν δίνουν αρκετό χρόνο για εξέλιξη. Ιδανικά και τα δυο έτη θα έπρεπε να διδάσκονται από τον ίδιο.
Ο δάσκαλος θα πρέπει να σκέφτεται πώς θα βοηθήσει το μαθητή του να γίνει συγγραφέας, όχι να τον μάθει να γράφει. Ο δάσκαλος θα πρέπει να αναζητά στοιχεία που μαρτυρούν το τί προσπαθεί να γίνει ο μαθητής. Είναι σκληρό και καταστροφικό να προσπαθείς να μετατρέψεις τον μαθητή σε κάποιον που δε μπορεί να γίνει. Θα γίνει αυτό που είναι προορισμένος να γίνει.
ΕΡ: Πείτε καμιά ωραία ιδέα για άσκηση δημιουργικής γραφής
K.V: Προσποιηθείτε πως είστε ένας ασήμαντος αλλά χρήσιμος επιμελητής/συνεργάτης λογοτεχνικού περιοδικού. Βρείτε τρία διηγήματα που σας αρέσουν περισσότερο και τρία που σας αρέσουν λιγότερο διαβάζοντας τα για τη δική σας ευχαρίστηση και ικανοποίηση, ξεκινώντας την ανάγνωση του καθενός λες και 7 λεπτά πριν είχατε καταναλώσει αλκόολ. Για το κάθε διήγημα γράψτε μια αναφορά προς έναν σοφό, σεβάσμιο, πνευματώδη και κοσμοπολίτη ανώτερο.
Μην γράφετε σαν ακαδημαϊκοί κριτικοί, ούτε σαν κάποιος που την έχει ακούσει με την τέχνη, ούτε σαν βάρβαροι της αγοράς βιβλίου. Να γράφετε ως ευαίσθητοι άνθρωποι που διαθέτουν προαίσθημα για το τι εστί μια καλή ιστορία. Να εγκωμιάζετε και να κατακρίνετε όσα επιθυμείτε, αλλά άτονα, πραγματιστικά, με πονηρή προσοχή στις ενοχλητικές ή αξιοθαύμαστες λεπτομέριες. Να είστε ο εαυτός σας. Να είστε μοναδικοί. Να είστε καλοί επιμελητές. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο το Σύμπαν χρειάζεται περισσότερους καλούς επιμελητές.
Ε.Ρ: Έχετε καμια καλή συμβουλή για τη ζωή;
K.V: Να παίρνετε τη ζωή στα σοβαρά. Όχι όμως τους ανθρώπους.
Ε.Ρ: Έχετε καμιά καλή συμβουλή από το υπερπέραν και ιδίως για την Αποκάλυψη;
K.V: Πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε κατά τη διάρκεια της Αποκάλυψης; Θα πρέπει να είμαστε ασυνήθιστα καλοί ο ένας με τον άλλον, σίγουρα. Αλλά θα πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε και τόσο σοβαροί. Τα αστεία βοηθάνε πολύ. Α, και πάρτε και ένα σκύλο, αν δεν έχετε ήδη…. Την κάνω τώρα.
(*) Ο Κουρτ Βόνεγκατ γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1922 και πέθανε 11 Απρίλίου 2007.