του Ανδρέα Μήτσου
Δέκα χρονών, στην τετάρτη δημοτικού, μου φόρτωσαν το όνομα. Έκτοτε αυτό το παρατσούκλι μ’ ακολουθεί. Ακόμα κι όταν βρέθηκα, πέντε δεκαετίες μετά, στην Αμφιλοχία, ένα γερόντιο που καθόταν σε παραλιακό καφενείο, πετάχτηκε μόλις με είδε ορθό –σαν να το χτύπησε κεραυνός, όπως λένε– και μ’ έδειχνε. Μ’ έδειχνε και τραύλιζε.
Περπατούσα πλάι στο μώλο, ένας ξένος πια, κι εκείνος άρχισε να κραυγάζει μ’ αφύσικα δυνατή φωνή: «Το ξάγναντο, το ξάγναντο!» Σήμανε συναγερμό στην πόλη.
Ανέβαινα πάντα στον ίδιο, τον πιο ψηλό βράχο της ακτής, κι αγνάντευα τη θάλασσα. Γύρω μου όμως, πάνω στο κάθε ένα άλλο βραχάκι, οι συμμαθητές μου ψαρεύανε με τις ώρες μέσα σ’ απόλυτη σιωπή. Μια σιωπή που διακόπτονταν μόνο από χοντρές, σχεδόν αντρικές, βλαστήμιες, όταν «ανέβαζαν» κάποιο ψάρι που δεν τρώγονταν, σάλιαρο συνήθως, ή πετρογοβιό, ακόμα και ζαργάνα. Ήταν ευθύνη των παιδιών το φαγητό της μέρας στην οικογένεια, δεκαετία του ’50, φτώχεια.
Έξω από την πόλη, κοντά στα σφαγεία, μαζεύονταν τα πιο πολλά ψάρια. Εκεί μαζεύονταν και τα παιδιά.
Καθώς ξαγκίστρωνε το άχρηστο ψάρι και το ’ριχνε απογοητευμένος πίσω στη θάλασσα, γύριζε κάθε φορά, αυτός που το ’χε πιάσει, αλλά κι όλα τ’ άλλα παιδιά μαζί, και με κοίταζαν μ’ αγανάκτηση.
Το «ξάγναντο», είπε μια μέρα ένας συμμαθητής μου και με υπέδειξε –σαν εγώ να ’φταιγα για την κακή ψαριά του– κι αυτή η προσωνυμία, τούς έφερε τόση χαρά, που ξέχασαν την ατυχία τους, στριφογύρισαν ταυτόχρονα τις αυτοσχέδιες πετονιές πάνω απ’ το κεφάλι τους –αμέτρητοι αδιόρατοι κύκλοι-φωτοστέφανα– και τις έριχναν με δύναμη, ο ένας μετά τον άλλον, στη θάλασσα.
Δεν ήθελα να ψαρεύω. «Το ψάρι στον ύπνο είναι τρόμος», έλεγε η μάνα μου. Πίστεψα πως αυτό ισχύει και για τον ξύπνιο, αφού ήμουν, από τόσο μικρός, ανήμπορος να κόψω στη μέση την πραγματικότητα, να την ξεχωρίσω από τ’ όνειρο. Μου άρεσε όμως να ’μαι μαζί τους, αισθανόμουν να τους προφυλάσσω, ότι ήμουν ο βιγλάτορας που επισκοπούσε τη θάλασσα, μη βγει το αναπάντεχο κακό και τους σκοτώσει. Έναν ρόλο που δεν μου αναγνώριζαν. Γιατί δεν νόγαγαν, γιατί δεν καταλάβαιναν τον κίνδυνο. Αντίθετα, θύμωναν με τη στάση μου, να μη συμμετέχω στον κοινό τους μόχθο. Νόμιζαν πως τους κοίταζα αφ’ υψηλού, ότι εγώ είχα την πολυτέλεια να είμαι αλλού και ότι φερόμουν σαν ένας ξένος.
Κάποια στιγμή, η οργή τους για μένα ξεχείλισε. Ψιλόβρεχε, «δεν τσίμπαγαν τα ψάρια», με κατέβασαν από το «θρόνο» μου βίαια, μου ’χωσαν μέσα στα χέρια την ψιλή πετονιά: «Θα ψαρέψεις», πρόσταξαν.
Πάλεψα, έτρεξα πάνω στα βράχια να γλιτώσω. Με κυνήγησαν, με πιάσανε, με γύρισαν σπρώχνοντας πίσω.
Έριξα αδέξια το αγκίστρι στα ρηχά κι αμέσως κάτι έπιασα. Τράβηξα με απορία.
Ήταν ένα παπούτσι.
Κανείς τους δεν γέλασε. Με μούντζωσαν ομαδικά. Στέκονταν στητοί ολόγυρά μου, ξυπόλυτοι, μουσκεμένοι, με τα μαύρα σωβρακάκια και τις φανελίτσες κολλημένες στη σάρκα τους –Παζολινικό σκηνικό–, άλλοι ψηλότεροι από μένα, άλλοι πολύ κοντύτεροι και με κοιτούσαν απαιτητικοί.
«Πάλι», πρόσταξε εκείνος που μ’ είχε βαφτίσει το «ξάγναντο»: «Ρίξε τ’ αγκίστρι πάλι».
Τους κοίταξα έναν-έναν στη σειρά. Κανείς τους δεν είχε την πετονιά του μέσα στη θάλασσα. Τις κράταγαν κρεμασμένες στο ύψος της κοιλιάς τους, με τ’ αγκίστρια να γυαλίζουν στον ήλιο και να κουνιούνται ανεπαίσθητα σαν λιβανιστήρια. Έκαναν χώρο για να ψαρέψω μονάχα εγώ. Μου άφηναν δική μου ολόκληρη τη θάλασσα του Αμβρακικού οι συμμαθητές, ήθελαν να δουν τι μπορώ να κάνω.
Έριξα, σχεδόν μπροστά στα πόδια μου ξανά, την πετονιά –ντουνιά την λέγαμε–. Η ώρα περνούσε, ψάρι δεν τσίμπαγε κι η οργή τους μεγάλωνε, αλλά δεν μιλούσαν. Περίμεναν κάτι από μένα. Τι ήταν αυτό, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω. Ούτε και σήμερα ακόμα δεν το ’χω μάθει.
Ξαφνικά, ένιωσα γερό τράβηγμα, τόσο που πήγα να πέσω, να χάσω την ισορροπία μου, όμως δεν άφησα την πετονιά από τα χέρια μου. Το δεύτερο, πολύ πιο δυνατό τράβηγμα που ακολούθησε, μ’ έριξε πάνω στα βράχια.
Το θηρίο πετάχτηκε μέσα απ’ τα νερά. Ήταν ένα τεράστιο σαλάχι, ως και 300 κιλά. Με κοίταζε, πεσμένο κάτω, με το ένα μάτι του γεμάτο έκπληξη –ένα μόνο μάτι του είδα– σαν να μην πίστευε που έβλεπε εμένα εκεί, να το θεωρούσε αυτό αδιανόητο. Και μ’ έσυρε μετά πάνω στα βράχια το ψάρι. Λίγο πριν με πάρει μαζί του, όρμησαν τα παιδιά, μ’ άρπαξαν απ’ τη μέση, με συγκράτησαν. Οκτώ-δέκα, δεν θυμάμαι.
Το τέρας μας έσερνε όλους μαζί μέσα στη θάλασσα. Σφίγγαμε εμείς απ’ έξω τα δόντια. Σηκωθήκαμε κάποτε όρθιοι και τραβούσαμε το θηρίο στη στεριά. Τέντωνε αυτό την άλλη άκρη της πετονιάς και μας έφερνε προς το μέρος του. Σπαρταρούσε στη θάλασσα το κήτος, τίναζε το κεφάλι να βγάλει το αγκίστρι από το στόμα του και ν’ απαλλαγεί, χτυπούσε με την ουρά του τα νερά, σήκωνε αφρούς και τρικυμία.
«Κράτα το, Αντρίκο», φώναζαν πρώτη φορά τ’ όνομά μου τα παιδιά. «Κράτα το».
Κόβονταν, μάτωναν τα δάχτυλά μου, άνοιγαν πληγές οι παλάμες μου, βαθιές χαρακιές και στα δυο μου χέρια, όμως δεν την άφηνα την πετονιά. Προτιμούσα να με σύρει μέσα στο πέλαγο, να με φάει ζωντανό το θηρίο, ακόμα και να μας τραβήξει όλους μαζί στο βυθό, να χαθούμε μετά, να πνιγούμε κι εμείς σ’ αυτό το μέρος, στου «Πετρονίκου», ίδια με τα δυο δίδυμα αδέλφια, τον Πέτρο και τον Νίκο, που του έδωσαν το όνομά τους, παρά ν’ αφήσω το τέρας να μου ξεφύγει.
Πετάχτηκε δυο μέτρα ψηλά, χτύπησε ξανά μανιασμένα με την ουρά του τη θάλασσα, τίναξε τρεις-τέσσερις φορές το κεφάλι, κόπηκε η πετονιά.
Έφυγε, χάθηκε στα βαθιά το μεγάλο ψάρι, με τ’ αγκίστρι στο στόμα του και τη μισή πετονιά να το ακολουθεί, αφήνοντας ένα μακρύ αυλάκι αίμα πάνω στη θάλασσα.
Αυτό το αυλάκι ξαναείδα, όταν περπατούσα φοβισμένος πλάι στο μώλο, ύστερα από πενήντα χρόνια.
Αυτό το κόκκινο αυλάκι χωρίζει πάντα τη θάλασσα του Αμβρακικού στα δύο. Ακόμα κι όταν ονειρεύομαι.