10 χρόνια “Α”: Το νησί της ανάγνωσης (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

0
382

του Ευριπίδη Γαραντούδη

 

 

Πάντοτε όλα συνέβαιναν στον πολύ ψηλό πύργο, κτισμένο πάνω στην κορφή του λόφου. Κι εγώ βρέθηκα εκεί, κάποιες φορές, έφηβος ήδη – όσο μπορώ ακόμη να θυμάμαι, και βρίσκομαι ακόμη. Οι νεαρές γυμνές παραθερίστριες, με τα μικρά τους στήθη και τις άγουρες θηλές και τα κατάξανθα, όλες τους –τι παράδοξο!– εφηβαία, περιφέρονταν αδιάφορες για την παρουσία μου, όπως και για την ύπαρξη των άλλων περιστασιακών ή τακτικών επισκεπτών, με τα βαριά παλτά μας, τις δερμάτινες τσάντες, τις κηλίδες μελανιού στα δάχτυλα – πώς ν’ αγγίξεις γυμνό δέρμα; Σαν να μην υπήρχαμε καν. Η θέα απ’ τον εξώστη απλωνόταν πανοραμικά προς όλο το νησί, τον πράσινο ατελείωτο καμβά του, κι έφτανε ως τις ξαφνικές μαρμαρυγές του ορίζοντα – ό,τι θα έλεγε κανείς, η υποψία της θάλασσας. Μα η υψοφοβία με έκανε κάθε φορά να θέλω να φύγω απ’ τον εξώστη κι απ’ τον πύργο, η αδιόρατη απειλή πώς κάποιος ή κάτι θα με σπρώξει βίαια στο κενό. Κι όσες φορές προσπάθησα να φτάσω στο λιμάνι, να πάω στο πλοίο που ετοιμαζόταν για να φύγει, πάντοτε κάτι στεκόταν εμπόδιο – το ταξί που δεν ήρθε ή που ήρθε γεμάτο, με τον Προυστ και τον Κάφκα καθισμένους δίπλα δίπλα στο πίσω κάθισμα, ο δρόμος λαβύρινθος, ο δρόμος που στενεύει σαν το στόμιο μπουκαλιού… Μα πάνω απ’ όλα η ανησυχία για το ίδιο το ταξίδι, το πλοίο να πλέει στη θάλασσα, άδεια και νυχτωμένη, στο σκοτάδι. Κι αν ο άνεμος φυσάει δυνατά; Και τα ψηλά τα κύματα; Έτσι, χρόνο τον χρόνο, αναβολή την αναβολή, κατάλαβα πως η μητέρα μου είναι η θάλασσα. Και με περιμένει.

Στα δέκα μου χρόνια δεν ξέρω τι είναι η λογοτεχνία. Η πολύτομη σειρά με τα μεταφρασμένα έργα του Ιουλίου Βερν, με τα εικονογραφημένα εξώφυλλα, των εκδόσεων «Άγκυρα», όλα αγορασμένα από το βιβλιοχαρτοπωλείο Νικολέρη, αχνοφέγγει σ’ ένα άδηλο μέλλον. Τότε φαντάστηκα πως ήτανε μια νύχτα για ποιήματα. Έριχνα και ξα­νάριχνα στον άδειο πάτο τον κουβά. Το ξημέρωμα ήμουν σ’ έναν άγνωστο βυθό, με κομμένη την ανάσα. Στην αυλή του ναού, επάνω στα στεφάνια, οι ασημί κορδέλες, στο χρώμα της σελήνης, γράφουνε τ’ όνομά μου. Αλλά δεν ξέρω ακόμα να διαβάζω καλά, παιδί που ξέφυγε απ’ τη μάνα του και χάθηκε τη μέρα της Πρωτομαγιάς, στα δέκα του χρόνια, πηγαίνοντας, δίχως να το γνωρίζει, στο νησί της ανάγνωσης.

 

Προηγούμενο άρθροΒραβεία Αναγνώστη 2022: οι τρεις πρώτοι σε ψήφους
Επόμενο άρθροΙρένε Βαγιέχο: Η Οδύσσεια είναι για μένα το Βιβλίο των Βιβλίων (συνέντευξη στον Κώστα Καλφόπουλο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ