της Βίκυς Τσελεπίδου
Ήμασταν διακοπές. Σ’ ένα κάμπινγκ. Πήγαιναν κάθε χρόνο στο ίδιο κάμπινγκ οι θείοι και τα ξαδέρφια μου, έδιναν ραντεβού εκεί με κάτι φίλους τους, μια οικογένεια απ’ την άλλη άκρη της Ελλάδας, εκείνο το καλοκαίρι με πήραν κι εμένα μαζί. Είχαν οι φίλοι τους δύο κοριτσάκια, το ένα στην ηλικία μας, τη δική μου και του ξαδέρφου μου, Στέλλα την έλεγαν, την Στέλλα. Γύρω στα δέκα εμείς, τ’ αδέρφια τους τέσσερα πέντε χρόνια μικρότερα, ούτε που τα υπολογίζαμε. Το μόνο που μας ένοιαζε τότε εμάς ήταν η μπάλα, η μπάλα κι η μπάλα, όποιος δεν έπαιζε μπάλα ήταν εχθρός, τα κορίτσια λοιπόν όλα εχθροί μας.
Όμως η Στέλλα έπαιζε. Την κλοτσούσε ανάμεσα στα πεύκα που είχαμε ορίσει για τέρμα και σε βάραγε στο καλάμι για να σου την κλέψει κι έκανε τέλος πάντων ό,τι κάναμε κι εμείς, στα άουτ την πέταγε απ’ τη γραμμή με τα χέρια, στα κόρνερ τη χτυπούσε δυνατά με τα πόδια, ίδρωνε η πλάτη της, κοκκίνιζαν τα μάγουλά της, έπεφτε και δεν έκλαιγε, δεν φώναζε με το παραμικρό τους μεγάλους στους καβγάδες, κυνηγητό, κρυφτό, μακροβούτια, γέλια και πλάκες μέχρι αργά το βράδυ, δεν πείραζε τελικά και τόσο που ήταν κορίτσι.
Με τα παγωτά στο χέρι ένα πρωί έξω απ’ το κυλικείο -μόλις είχαμε ρίξει και το τελευταίο εικοσάρικο της ημέρας, στο bubble αυτή, στο pacman εγώ, ως το τέλος των διακοπών έπρεπε εξάπαντος να τα τερματίζαμε- μου καρφώθηκε εμένα να κάνω αυτό για να την εντυπωσιάσω, ν’ ανέβω στο στενό πεζούλι κι ισορροπώντας στο ένα πόδι ν’ ανοίξω τα χέρια διάπλατα, κι άλλο κι άλλο, μέχρι που έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα, έπεσε μαζί και το παγωτό κάτω.
Είπε τότε η Στέλλα να μοιραστούμε το δικό της, αρχίσαμε λοιπόν ταυτόχρονα να γλείφουμε τον πύραυλό της κάνοντας αγώνα ποιος θα γλείψει απ’ την πλευρά του πιο γρήγορα, το στόμα, τα μούτρα μας γέμισαν σοκολάτες. Έβγαλε την γλώσσα και με κυκλικές κινήσεις μάζεψε προσεχτικά το λιωμένο παγωτό γύρω απ’ τα χείλη, έκανα κι εγώ το ίδιο αντιγράφοντάς την, ώσπου γυρίζει μου λέει «Ουου, έχεις ακόμα κι εδώ κι εδώ» δείχνοντας με το δάχτυλο στο μάγουλό μου, μα η γλώσσα μου, όσο κι αν το προσπαθούσα, δεν έφτανε ως εκεί και δώσ’ του αυτή να ξεκαρδίζεται με τις γκριμάτσες που έπαιρνα. «Κάτσε να σ’ τα μαζέψω εγώ» μου λέει και μου έγλειψε κάπως το μάγουλο με την άκρη της γλώσσας της. Ήμασταν τώρα κι οι δυο καθαροί, πεντακάθαροι, κι έτοιμοι για το πρώτο ματς της ημέρας, ο ξάδερφος μόνος του όλη αυτή την ώρα έκανε προπόνηση στα σουτάκια, σημάδευε το άδειο τέρμα, έτρεχε έπιανε την μπάλα, την έστηνε και ξανασημάδευε, εγώ εκτός από καθαρός, πλέον και βαριά ερωτοχτυπημένος.
Προσπαθούσα να ξυπνάω πρώτος τις επόμενες μέρες, πήγαινα κάθε πρωί κι άφηνα έξω απ’ την σκηνή της ένα λουλούδι, κι αν με παίρνανε χαμπάρι ούτε που μ’ ένοιαζε. Μια μέρα που καθόμασταν πάλι μαζί στα βραχάκια κι ετοιμαζόμουνα να της πω αν ήθελε στο μέλλον να παντρευόμασταν, πρόλαβε πρώτη αυτή και μου είπε «Μη μου ξαναφέρεις λουλούδι, δεν τα κάνω κάτι, τα πετάω μετά». «Το λες γιατί είναι κρίμα; Γιατί τα λυπάσαι που τα κόβω;» τη ρώτησα γεμάτος ελπίδα. «Όχι, το λέω γιατί αυτά είναι φλώρικα και δε μ’ αρέσουν». «Δηλαδή με θεωρείς φλώρο; Δε θα με παντρευόσουνα;» «Όχι» είπε και σηκώθηκε, «Θες να πάμε για βουτιές;» με ρώτησε.
Αντί για βουτιές τράβηξα μόνος ως την άλλη άκρη της παραλίας, ξάπλωσα στην άμμο και κοιτούσα πόση ώρα μια τον ουρανό, μια την θάλασσα. Τους βρήκα στο δασάκι όταν γύρισα, τον ξάδερφό μου να ξεκοιλιάζει έναν βάτραχο. Κρατούσε στο χέρι του ένα στραβό ξύλο και του ανακάτευε τα εντόσθια. Η Στέλλα από δίπλα τον κοιτούσε με θαυμασμό. Κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και ξέρασα, μπορεί να με είχε βαρέσει κι ο ήλιος. Σκέφτηκα ότι αν μια μέρα διάλεγε αυτόν για άντρα της θα τους ξεκοίλιαζα και τους δύο. Με μαχαίρι κανονικό, όχι με ξύλο, παλούκι και χαζά.
Μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις και το μεσημέρι που μας έβαζαν με το ζόρι για ύπνο τον ρώτησα μες στη σκηνή «Θες να την παντρευτείς;» «Ποια, τη Στέλλα;» «Ναι» του λέω «τη Στέλλα». «Τη Στέλλα που παίζει όλη μέρα με τ’ αγόρια μπάλα, πας καλά;» Πήρα ανάσα, γέλασα, «Πλάκα έκανα» του είπα και παραβιάζοντας το πρωτόκολλο κατέβασα το φερμουάρ της σκηνής κι έτρεξα με φόρα κατά το δασάκι.
Έκοψα ένα από κείνα τα λουλουδάκια. Κάπου πεταμένο στο χώμα, στη λακκούβα που είχαν σκάψει πρωτύτερα με τα χέρια τους για να ρίξουνε μέσα τον βάτραχο, ήταν και το φονικό ξύλο. Έψαξα το βρήκα, το σήκωσα με τα δυο μου δάχτυλα από τη μια του άκρη, η άλλη μες στα αίματα. Με κλειστά τα μάτια το έπιασα καλά καλά στη χούφτα μου και το ζούπηξα και τρεις και τέσσερις και πέντε φορές στον βάτραχο, σε ό,τι είχε μείνει από αυτόν, το γυρόφερνα μπρος πίσω, πάνω κάτω στα υπολείμματά του, το γέμισα όλο γλίτσα κι αίμα.
Ντάλα μεσημέρι, τα τζιτζίκια να ξελαρυγγιάζονται, οι μεγάλοι να κοιμούνται, οι μικροί να κάνουν πως κοιμούνται, πήγα ακροπατώντας κι άφησα το κίτρινο λουλουδάκι έξω ακριβώς απ’ την σκηνή της, αυτή τη φορά με το ξύλο πάνω στο ασθενικό κοτσάνι, μη τυχόν κι ερχόταν κάνα ξαφνικό αεράκι από την θάλασσα και πέταγε το λουλούδι της μακριά.