10 χρόνια “Α”: ” Κι εσύ βρε Αννούλα..” (της Άννας Λυδάκη)

0
653

 

 

της Άννας Λυδάκη (*)

Η γιαγιά μου η Μελτίνη αφηγούνταν μια ιστορία για τον πάτερ Δημήτριο (ο «πάτερ» Δημήτριος λέγαμε), ο οποίος έμενε απέναντι από το σπίτι μας και αργότερα έγινε και μητροπολίτης: Όταν ήταν γύρω στα δεκαπέντε του χρόνια έδεσε στο κτυπητάρι (ρόπτρο) της δικής μας πόρτας ένα μακρύ σπάγκο, τον έσυρε μετά κάθετα στον δρόμο μέχρι απέναντι, τον πέρασε πάνω από το τοιχιό του δικού τους σπιτιού και τον κράταγε κρυμμένος στην αυλή τους. Από εκεί τον τράβαγε και το κτυπητάρι στο σπίτι της γιαγιάς μου ανασηκωνόταν και κτυπούσε. Εκείνη έβγαινε να δει ποιος είναι, δεν έβλεπε τον σπάγκο, κοίταζε δεξιά κι αριστερά, κανένας δεν ήταν έξω από την πόρτα. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές μέχρι που κατάλαβε το κατόρθωμα του μετέπειτα πάτερ Δημήτριου και γεμάτη θυμό παραπονέθηκε στη μητέρα του.

Θα πρέπει μάλλον το παιχνίδι αυτό να είναι διαχρονικό: Το να κτυπούν τα παιδιά ρόπτρα και κουδούνια και μετά να κρύβονται και να παρατηρούν τον νοικοκύρη του σπιτιού να βγαίνει και να μη βλέπει κανένα. Το έπαιζα κι εγώ όταν ήμουν δέκα χρονών.

Πήγαινα στην τετάρτη δημοτικού στο 8ο σχολείο που ήταν κοντά στο σπίτι μας και είχαμε δάσκαλο τον κύριο Γιάννη, έναν εξαιρετικό εκπαιδευτικό. Παρά το ότι ήμουν καλή μαθήτρια, μου άρεσε να κάνω παρέα με παιδιά –αγόρια και κορίτσια- που πήγαιναν στην ίδια τάξη με εμένα, αλλά την «είχαν μπουμπάρει», δηλαδή είχαν μείνει στην ίδια τάξη δυο χρονιές, καμιά φορά και τρεις. Τα παιδιά αυτά ήταν μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα και, βέβαια, οι πιο άτακτοι και οι «χειρότεροι» μαθητές.

Φεύγαμε από τη γειτονιά μας, το Βαλιδέ Τζαμί που σήμερα ονομάζεται Πλατεία Κορνάρου, και κάναμε βόλτες στους γύρω δρόμους, αλλά και πιο μακριά. Ο τάφος του Καζαντζάκη πάνω στα τείχη ήταν συχνά ο προορισμός μας, αλλά πιο πολύ μας άρεσε να αλητεύουμε στην πόλη ή να κάνουμε «αλλογύρες», δηλαδή να ξεκινάμε τρέχοντας από ένα σημείο και να φθάνουμε ξανά στο ίδιο μέρος κάνοντας ένα γύρο στους κοντινούς δρόμους. Σαν να λέμε «κάναμε το τετράγωνο», αλλά δεν μπορεί κανείς να το πει έτσι γιατί το Ηράκλειο δεν είχε τη γνωστή, κανονική ρυμοτομία.

«Πάμε να κτυπήσουμε κουδούνια;» έπεφτε η πρόταση, την οποία εγώ –αν δεν το είχα προτείνει η ίδια- δεχόμουν ευχαρίστως πρώτη και καλύτερη. Ήταν από τα αγαπημένα μου παιχνίδια: Πατούσαμε το κουδούνι ή κτυπάγαμε το ρόπτρο και τρέχαμε γρήγορα να κρυφτούμε στις γωνιές του δρόμου για να δούμε από θέση ασφαλείας τον ένοικο του σπιτιού να ανοίγει την πόρτα, να μη βλέπει κανένα, και εκνευρισμένος να ξαναμπαίνει στο σπίτι. Για κάποιο λόγο αυτό μας φαινόταν πολύ αστείο.

Πιο αστείο, όμως, ήταν για μας όταν κτυπούσαμε το κουδούνι κάποιου που ξέραμε ότι, όταν θα μας έπαιρνε χαμπάρι, θα φώναζε έξαλλος: «Φύγετε από ‘δω παλιόπαιδα. Δεν σας μαζεύουν οι μανάδες σας;». Αυτοί την πλήρωναν τις πιο πολλές φορές γιατί έκαναν το παιχνίδι πιο ενδιαφέρον με τον θυμό και τις φωνές τους, και πηγαίναμε ξανά και ξανά στην ίδια πόρτα.

Συνήθως μπαίναμε σε μια σειρά και ο ένας μετά τον άλλο πηγαίναμε να κτυπήσουμε, για να μην κινδυνεύει πάντα ο ίδιος. Εκείνη τη μέρα ήμουν η τρίτη στη σειρά. Πήγε ο πρώτος πάτησε το κουδούνι, βγήκε ο γείτονας, δεν είδε κανένα. Πήγε ο δεύτερος, τα ίδια. Εμείς κρυμμένοι στη γωνιά να γελάμε. Ήταν πια η σειρά μου. Φθάνω στην πόρτα αθόρυβα και απλώνω το χέρι στο κουδούνι. Δεν πρόλαβα! Ο άνδρας του σπιτιού άνοιξε απότομα και με άρπαξε από το χέρι. Είχε κρυφτεί πίσω από την πόρτα περιμένοντας τα αλητόπαιδα για να τους τις βρέξει. Δεν το έκανε, όμως, γιατί εγώ από τον τρόμο μου κατουρήθηκα! Ναι. Συνέβη αυτό που λέμε «κατουρήθηκε από τον φόβο του».

Ο άνθρωπος το είδε και μάλλον με λυπήθηκε και με άφησε να φύγω. Η παλιοπαρέα που παρακολουθούσε τη σκηνή είχε εντωμεταξύ εξαφανιστεί φοβούμενη για τη συνέχεια. Εγώ, μόνη πια, πού να πάω με τα βρεγμένα; Εσώρουχο, κάλτσες και παπούτσια ήταν μούσκεμα. Τι να κάνω και πώς να πάω στο σπίτι; Πώς να δικαιολογήσω τα κατουρημένα ρούχα; Αν έλεγα την αλήθεια θα έτρωγα το ξύλο που δεν μου είχε δώσει ο γείτονας. Άρχισα τις αλλογύρες στην πόλη με την ελπίδα ότι θα στεγνώσουν τα ρούχα μου και κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Φρούδες ελπίδες… Όταν άρχισε να σουρουπώνει αποφάσισα να γυρίσω. Για καλή μου τύχη στο σπίτι δεν ήταν κανένας. Άλλαξα γρήγορα ρούχα, πέταξα τα βρεγμένα στα σκουπίδια και κανείς δεν πήρε χαμπάρι. Για τα παπούτσια, όταν γύρισαν οι δικοί μου, τους είπα ότι πάτησα σε μια λακκούβα και βράχηκαν.

Νόμιζα ότι την είχα γλιτώσει σχετικά φθηνά, παρά την τρομάρα που είχα πάρει. Λάθος μου. Την άλλη μέρα το πρωί στο σχολείο ήρθε ο γείτονας για να παραπονεθεί στους δασκάλους ότι κάποια παιδιά τού κτυπούν το κουδούνι συνέχεια και μετά φεύγουν. Εμείς, μόλις τον είδαμε και καταλάβαμε τι «έπαιζε», κρυφτήκαμε για να μη μας δει και αναγνωρίσει στα πρόσωπά μας τους ένοχους. Όμως, έγιναν οι σχετικές ανακρίσεις και τα «καλά» παιδιά μάς μαρτύρησαν. Ο κύριος Γιάννης μάς σήκωσε όρθιους στον τοίχο για τιμωρία και εμένα –που ήμουν η «καλή» μαθήτρια- με κοίταξε επιτιμητικά και με κάποια απογοήτευση και είπε: «Κι εσύ Αννούλα; Ντροπή σου!» Ντράπηκα, αλλά το ίδιο παιχνίδι με την παρέα το συνέχισα προσέχοντας περισσότερο πια για να μη με τσακώσουν πάλι.

 

 

(*) Η Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας.

 

 

Προηγούμενο άρθροΤα τι, τα πως και τα γιατί της ποίησης (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΠανεπιστημιακές Βιβλιοθήκες :”Κατεδάφιση” δια της παραλείψεως (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ