του Θανάση Χατζόπουλου
Κανείς δεν είχε υπολογίσει τον αέρα. Αλλά ο νοτιάς μάνιαζε στο αποκαλόκαιρο. Τεράστια κύματα ξεσπούσαν την οργή τους στην παραλία. Πρωτόγνωρη κι αυτή. Βουλιάζανε στο καρβουνίδι. Μικρά κομματάκια κάρβουνου, θρύμματα από την πρώτη ύλη του παρακείμενου εργοστασίου, πλυμένα και ξεπλυμένα από το θαλασσινό νερό πρόσφεραν τις μικροσκοπικές μαύρες ανταύγειές τους στον ήλιο, που θάμπωνε κι αυτός από τον δυνατό άνεμο, μαζί με ό,τι στροβιλιζόταν ορατό στην ατμόσφαιρα αγκαλιά με την υγρασία και την αρμύρα σε ένα δίχτυ πυκνό.
Σάββατο απόγευμα, νωρίς-νωρίς, μετά την αποβίβαση από το σχολείο. Οι ετοιμασίες πυρετώδεις σώρευαν τρόφιμα και στρωσίδια για τη διανυκτέρευση στον μικρό όρμο και επιστροφή την επομένη. Είχαν σχεδιάσει την εξόρμηση από μέρες. Η συμφωνία με το καΐκι είχε κλειστεί. Οι τρεις οικογένειες είχαν κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις. Τι θα έπαιρνε η κάθε μία γι’ αυτό το εικοσιτετράωρο της εξόρμησης. Προορισμός Πόρτο-Μπούφαλο. Οι περιγραφές το ήθελαν ειδυλλιακό και βαθύ φυσικό λιμάνι νοτιότερα στον Ευβοϊκό, όπου όμως είχες πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα. Εξ ου και το καΐκι, αρκετά μεγάλο για να επιβιβάσει τις τρεις τετραμελείς οικογένειες.
Έφτασαν με τα αυτοκίνητα στην έρημη παραλία. Κανείς δεν την επισκεπτόταν, αφού την είχε καταλάβει το εργοστάσιο και το λουσμένο στον αφρό καρβουνίδι με τις σκοτεινές του ανταύγειες είχε αντικαταστήσει την άμμο. Έλεγαν πως ήταν η ωραιότερη της περιοχής, σε μεγάλο πλάτος η αμμουδιά. Μαύριζε τώρα νοτισμένη και τα μάτια τους την απέφευγαν. Το ψιλό κάρβουνο με λάμψεις εβένου βούλιαζε τρίζοντας σε κάθε πάτημα. Από την ελαφρότητά του τα βήματα αναζητούσαν στέρεο τόπο, παραμερίζοντας τον σωρό. Ακόμα περισσότερο σε τούτο το απομεσήμερο που άχνιζε από τη μάνητα του νοτιά.
Περίμεναν το καΐκι να φανεί. Είχαν φτάσει λίγο νωρίτερα από τη συμφωνημένη ώρα, ώστε να ήταν έτοιμοι μόλις προσορμιζόταν. Ξεφόρτωσαν με βιάση και προσδοκία τα συμπράγκαλα, εκεί όπου άρχιζε η καρβουνιασμένη ακτή, στην άκρη του αγροτικού χωματόδρομου και τα μετέφεραν ως εκεί όπου σκοτείνιαζε ακόμη περισσότερο βρεγμένο το καρβουνίδι. Φτάνοντας αντιλήφθηκαν το μέγεθος της τρικυμίας και σαν να έκαναν μισό βήμα πίσω. Άφριζε με λύσσα το κύμα, θολό και κατακόκκινο το νερό από τη λάσπη ενός χειμάρρου που κατέβαινε κάποτε ως εκεί. Το μαρτυρούσαν οι καλαμιές στο πίσω μέρος του χωματόδρομου. Ώσπου φάνηκε το καΐκι να τραμπαλίζεται, σ’ έναν τρελό χορό. Το έβλεπαν να έρχεται προς το μέρος τους χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει. Θα το τσάκιζαν τα κύματα πάνω στο μαύρο από το καρβουνίδι, θα το ανέτρεπαν, δεν θα έμενε από το σκαρί παρά ύλη από το ξύλο κομματιασμένη σε μικρά και μεγάλα μαδέρια για τη φωτιά.
Πρώτη προσπάθεια άκαρπη. Δεύτερη προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα. Κινδύνευε να ανατραπεί σε κάθε κύμα που το έσπρωχνε στην ακτή με το πλάι, σαν να ’ταν δαιμονισμένο, και να μπουν τα κύματα στη μηχανή, να το βουλιάξουν. Ο καπετάνιος φαινόταν στο κατάστρωμα απελπισμένος με τη λαγουδέρα στο χέρι να προσπαθεί να το κρατήσει στα ίσα, φέρνοντάς το πίσω στα ανοιχτά του κόλπου, φωνάζοντας και βλαστημώντας, κάνοντας νοήματα ότι δεν μπορεί να προσεγγίσει, να το φέρει έξω για να επιβιβάσει. Μόλος δεν υπήρχε, ούτε και πρόχειρη αποβάθρα. Η ακτή αυτή ήταν άχρηστη και για τα πλεούμενα. Δεν καταλάβαινε γιατί την είχαν επιλέξει. Αν και το ήσυχο λιμανάκι λίγο πιο πέρα ήταν εξίσου εκτεθειμένο στην τρελή νοτιά. Μολονότι εκεί υπήρχε ένας μικρός λιμενοβραχίονας που γύριζε τον αγκώνα του στο κύματα. Ούτε σ’ εκείνο το πλάτος είχε μπορέσει να μπει στον κόλπο και να στρίψει για να δέσει. Είχαν θεωρήσει πως ετούτη η αγκάλη, πιο κοντά στο βουνό που υψωνόταν στα νοτιοανατολικά, ήταν περισσότερο προστατευμένη. Μόνο που εδώ χρειαζόταν να φτάσει και ν’ αράξει στα ρηχά ώστε να μπορέσουν να ανέβουν.
Έμείναν να κοιτάνε το καΐκι μετά την τρίτη προσπάθεια να φεύγει οριστικά και να ξεμακραίνει μαζί με το Πόρτο Μπούφαλο. Μάλλον κάποιος επαναπατρισθείς απόδημος εξ Αμερικής του είχε εξασφαλίσει, εις μνήμην των δικών του ταξιδιών, την ονομασία. Σαν ματαιωμένο όνειρο, αντίστιξη στο δικαιωμένο του επαναπατρισθέντα, έσβηνε μέσα στην αχλύ του νοτιά, μαζί με το ειδυλλιακό λιμανάκι με το αμερικάνικο όνομα που δεν θα είχε και δεν θα εύρισκε σχήμα και εικόνα στις αναμνήσεις τους. Έμεινε μόνο η παραλία με το καρβουνίδι να απλώνεται στη θέση της άμμου, μια ακτή για ματαιώσεις, ματαιωμένη κι η ίδια από τη γειτνίαση με το εργοστάσιο από τον φυσικό της προορισμό, μαυρισμένη από τα έργα των ανθρώπων. Μια ακτή απ’ όπου δεν μπορούσε κανείς ν’ αποπλεύσει. Γύρισαν στα αυτοκίνητα· φόρτωσαν ξανά προμήθειες και πραμάτειες. Όλα ζύγιζαν πιο βαριά, νοτισμένα από την υγρασία. Η εικοσιτετράωρη εξόρμηση τέλειωνε πριν αρχίσει κι εύρισκε την επιστροφή, μια σύντμηση χωρίς περιεχόμενο. Κι ένα αίσθημα στην αλισάχνη του νοτιά, σαν από αρρώστια που κρύβεται πριν γιατρευτεί.