της Γεωργίας Συλλαίου
«Η Χούλα Χουπ είναι πάλι στο χωριό»!
Αυτό ήταν της καλωσόρισμα της Τασούλας, της κόρης της σπιτονοικοκυράς μας, μόλις με είδε να βγαίνω από το αυτοκίνητο του μπαμπά.
Άφησα τους γονείς μου να κουβαλήσουν ασθμαίνοντες τα υπάρχοντά μας χωρίς να δώσω μία στοιχειώδη χείρα βοηθείας, μέχρις ότου μια αγανακτισμένη προτροπή της μαμάς «Κουνήσου, επιτέλους, πάρε τουλάχιστον το ποδήλατο!» με απέσπασε από τους ανήσυχους ρεμβασμούς μου.
Είχα γνωρίσει την Χούλα – Χουπ το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν οι διακοπές πλησίαζαν στο τέλος τους. Ήταν μια καταστροφική βραδιά. Kατά τη διάρκεια μιας συνάντησης των κοριτσιών στην αυλή του σπιτιού μας, η συνομήλικη γειτόνισσά μου Ανδρομάχη είχε την άτυχη ιδέα να βάλει ένα στεφάνι γύρω από τη μέση της και να μας δείξει πώς χορεύεται το χούλα χουπ. Έγινε ρεζίλι. Τα κοριτσάκια, αφού ξεκαρδίστηκαν, έκλαψαν σχεδόν από τα γέλια, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έτσι εξηγείται και το όνομά της : Ανδρομάχη – Ανδρομαχούλα – Χούλα – Χούλα Χουπ. Υποθέτω ότι οι υπόλοιπες μέρες του καλοκαιριού ήταν γι’ αυτήν μια οδυνηρή δοκιμασία. Όταν έφυγε, μου εξομολογήθηκε με δάκρυα στα μάτια ότι δεν θα ξαναπατούσε το πόδι της στο χωριό.
Και τώρα, η Τασούλα με πληροφορούσε ότι η Ανδρομάχη ήταν πάλι εδώ. Παραφυλούσα όλη την πρώτη βδομάδα την πόρτα του σπιτιού τους. Η φίλη μου δεν εμφανίστηκε ούτε στο παράθυρο. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν τολμούσε να ξεμυτίσει για να μην υποστεί τους αναπόφευκτους χλευασμούς. Τέλος, ένα απόγευμα, βλέποντας τους γονείς της καλοντυμένους να μπαίνουν στο αυτοκίνητο, πήρα την απόφαση να πάω να τη δω.
«Επέμεναν οι δικοί μου», μου είπε μεταξύ δύο αναστεναγμών. «Τους άρεσε πολύ αυτό το χωριό». Δεν τους αδικούσα – την οικογένειά της εννοώ, αλλά στενοχωριόμουν γι’ αυτήν. «Κορίτσια, ήρθε η Χούλα Χουπ»! θα αναφωνούσαν τα κορίτσια όποτε η Ανδρομάχη τολμούσε να βγει από το σπίτι για να πάει στη θάλασσα.
Εκείνη την εποχή, θεωρούσα τον εαυτό μου προστάτη των αδικημένων, των άτυχων, των αναξιοπαθούντων γενικώς. Και η Χούλα Χουπ μου έγινε έμμονη ιδέα. Το μοναδικό μου κατόρθωμα μέχρι στιγμής ήταν ότι κατάφερα να πιάσω τη φουσκωτή μπάλα που είχε ξεφύγει από δύο πιτσιρίκια και αρμένιζε αμέριμνη στη θάλασσα. Κολύμπησα κόντρα στο κύμα, κατάπια νερό, τυφλώθηκα σχεδόν, αλλά ήμουν πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό μου όταν μπόρεσα να τους δώσω τη μπάλα, τρικλίζοντας από την κούραση. Το πιο μικρό άρπαξε τη μπάλα, με αγριοκοίταξε και φώναξε στη μάνα του: «Μαμά, αυτή εδώ μας έκλεψε τη μπάλα!». Πλήρης απογοήτευση. Έπρεπε να εστιάσω σε κάτι πιο σοβαρό, πιο σημαντικό. Στη Χούλα – Χουπ. Έσπαζα το κεφάλι μου να βρω μια λύση, αλλά τίποτε. Προσπάθησα να εξηγήσω στις φιλεναδίτσες μου ότι η συμπεριφορά τους ήταν σκληρή – άλλωστε είχα υποστεί κι εγώ περίπου τα ίδια πριν από τρία χρόνια, χωρίς να χρειαστεί να περάσω στεφάνι στη μέση μου – όμως από τον φόβο μη τυχόν χάσω την εύνοια και την αποδοχή τους για άλλη μια φορά, δεν ήμουν και πολύ πειστική.
Εν τω μεταξύ η Χούλα Χουπ, άρχισε να βγαίνει επιτέλους από το σπίτι, ε, δεν γινόταν και να περάσει όλο το καλοκαίρι κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους, θα έσκαζε κι από τη ζέστη.
Στριφογύριζε μονάχη της στην ακτή και πήγαινε στην αγορά με το κεφάλι σκυφτό. Για βόλτες, ούτε λόγος. Η λύση ήρθε τελείως αναπάντεχα, μια νύχτα που κοιμήθηκα ανήσυχα και ξύπνησα απότομα πριν ξημερώσει.
Ονειρεύτηκα.
Θεωρούσα τα όνειρά μου όχι απλώς σημαντικά, αλλά προφητικά, ή τουλάχιστον προειδοποιητικά. Καμιά φορά ξυπνούσα μέσα στα άγρια ξημερώματα, έπαιρνα μολύβι και χαρτί και έγραφα με την παραμικρή λεπτομέρεια τις εικόνες και τη δράση τους. Λέω δράση, γιατί τα όνειρά μου δεν ήταν σκόρπιες αισθήσεις και στιγμιότυπα – πολλές φορές είχαν τη διάρκεια μιας κινηματογραφικής ταινίας, έστω και κάπως σουρεαλιστικής. Είχα ρωτήσει τον πατέρα μου για τη δεύτερη ζωή που ζούσα στον ύπνο μου, (ο μπαμπάς ήταν μια αστείρευτη πηγή γνώσεων, μια κινητή εγκυκλοπαίδεια) αλλά η απάντησή του ήταν εντελώς συγκαταβατική: «Αποκλείεται. Δεν είναι δυνατόν μέσα σε δευτερόλεπτα να τα έχεις δει όλα αυτά. Μάλλον τα φαντάζεσαι».
Δεν με έπεισε. Το όνειρο λοιπόν εκείνης της νύχτας πήγαινε ως εξής: Περπατούσα στην ακροθαλασσιά και το φεγγάρι ήταν τεράστιο και μολυβένιο – όμως για κάποιο λόγο, ή μάλλον ακριβώς επειδή δεν είχε το ανησυχητικό κατακόκκινο χρώμα του φεγγαριού τα ξημερώματα, η παρουσία του ήταν καθησυχαστική. Το φως του σχημάτιζε έναν δυσδιάκριτο δρόμο μέσα στη θάλασσα. Στην αδύναμη εκείνη λάμψη φάνηκε μια βάρκα. Τραβούσε κουπί ένας άνθρωπος – δεν κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Αν θυμάμαι καλά, φορούσε κουκούλα και το κουπί μεταμορφώθηκε σε ραβδί. Σταμάτησα στην ακτή και τον περίμενα. Ο κωπηλάτης πήδηξε επιδέξια από τη βάρκα, με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί μία μόνο λέξη:
«Μαριάνθη».
Δεν πα’ να έλεγε ο μπαμπάς! Εγώ είχα βρει επιτέλους τη λύση.
Πρωί – πρωί χτυπούσα την πόρτα του σπιτιού της Χούλα – Χουπ, αναστατώνοντας όλη την οικογένεια. « Η Ανδρομάχη κοιμάται», δήλωσε η μητέρα της, περιμένοντας να ξεκουμπιστώ, όμως η φίλη μου είχε ήδη ακούσει τη φωνή μου και εμφανίστηκε σκουντουφλώντας σε όποιο έπιπλο βρισκόταν μπροστά της. Ήταν αναμαλλιασμένη, με κόκκινα μάτια, ίχνη από ρυάκια δακρύων στο άπλυτο πρόσωπό της, ένα χάλι γενικώς. «Σε περιμένω σήμερα στις εννιά το βράδυ», ψιθύρισα, «έλα οπωσδήποτε, όλα θα πάνε καλά. Έχε μου εμπιστοσύνη», κατέληξα σπουδαιοφανώς.
Η Χούλα – Χουπ έγειρε το κεφάλι με δυστυχισμένο ύφος. «Είναι αργά, δεν θα μ’ αφήσουν να βγω». Εκνευρίστηκα!
«Μην είσαι χαζή, άστους να κοιμηθούν και έλα αργότερα», της είπα και έφυγα γρήγορα για να μη φορτίσω την κατάσταση – η μάνα της μας παρακολουθούσε από την κουζίνα.
Εκείνη τη μέρα ήμουν σε διαρκή υπερένταση. Όταν επιτέλους νύχτωσε, κάθισα στα ζεστά σκαλιά του σπιτιού μας και την περίμενα. Πού και πού, το κεφάλι μου έγερνε στο στήθος από την αναπόφευκτη νύστα, αλλά κατάφερα να κρατηθώ ξύπνια μέχρι τη στιγμή που άκουσα την αυλόπορτα να ανοίγει και να κλείνει σιγανά. Κοίταξα το ρολογάκι μου, ήταν δώδεκα παρά τέταρτο.
Περίμενα ερωτήσεις, απορίες, αλλά τίποτε. Η Χούλα – Χουπ ήταν καλοντυμένη – μετά από πολύ καιρό – και κρατούσε ψηλά το κεφάλι.
«Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου», δήλωσε, «γίνομαι δέκα χρονών».
Αναλογίστηκα με οίκτο την αφέλεια του πατέρα μου. Δεν θα καταλάβαινε ποτέ μερικά στοιχειώδη πράγματα, ήταν μάλλον αργά γι’ αυτόν.
Πήραμε σιωπηλές τον δρόμο προς την ακτή. Είχε φεγγάρι, όχι το ίδιο με αυτό που είχα δει στο όνειρό μου, αλλά εξίσου καθησυχαστικό, χλωμό, με τα χαρακτηριστικά του να διαγράφονται καθαρά. Μας έκλεινε το μάτι – μια σαφής ένδειξη συνωμοτικής συμπαράστασης.
Περπατήσαμε αργά για λίγη ώρα και πολύ σύντομα η βάρκα έπλεε παράλληλα με τα βήματά μας. Είχε πυροφάνι και φώτιζε την πορεία μας, αργοπορούσε στις σύντομες στάσεις μας. Λίγο πριν πάρουμε τη στροφή για το ακρωτήρι, είδαμε ότι παράλληλα με την κίνηση της βάρκας, προχωρούσε στην άμμο ένα γαϊδουράκι. Στην πλάτη του, χωρίς σέλα, καθόταν μια μικροσκοπική φιγούρα, ίσως παιδική, που κατά διαστήματα χάιδευε τα αυτιά του ζώου και του ψιθύριζε τρυφερά – λόγια που δεν έφταναν στα αυτιά μας. Είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε και σταθήκαμε να πάρουμε ανάσα. Το γαϊδουράκι και ο αναβάτης του έκαναν στροφή και στάθηκαν μπροστά μας.
«Τώρα», ψιθύρισα στη συνοδοιπόρο μου.
«Χρόνια πολλά Μαριάνθη», είπε δυνατά και καθαρά ο αόρατος αναβάτης. Σήκωσε το ραβδί του στο φεγγάρι που μεσουρανούσε όλο και πιο ωχρό. Χάιδεψε ακόμα μια φορά τα αυτιά του ζώου. Τους παρακολουθήσαμε να απομακρύνονται αργά – αργά, μέχρι που πήραν τη στροφή και χάθηκαν από τα μάτια μας.
Ποια ήταν τελικά η Χούλα – Χουπ; Η Ανδρομάχη ή η Μαριάνθη; Ακόμη και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, δεν έχω την απάντηση.