10 χρόνια “Α” : Περί γραμμάτων γραφής τε και αναγνώσεως (του Παντελή Μπουκάλα)

0
591

 

του Παντελή Μπουκάλα

 

Στον Ηρόδοτο, λένε τα λεξικά, τα παλαιότερα και τα νεότερα, η λέξη ανάγνωσις σημαίνει αναγνώριση. Στον Πλάτωνα, και συγκεκριμένα στον διάλογό του Ευθύδημος, απ’ όπου και ο τίτλος του παρόντος μικροκειμένου, η ανάγνωσις δηλώνει ειδικότερα την αναγνώριση των γραμμένων χαρακτήρων. Δηλώνει λοιπόν το διάβασμα, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα. Από την πρόθεση ανά της ανάγνωσης μετακινηθήκαμε στην πρόθεση διά του διαβάσματος. Οι προθέσεις μας πάντως παραμένουν σταθερές: να μαθαίνουμε όταν βυθιζόμαστε στον γραμμένο κόσμο και να ευφραινόμαστε.

Το ανά υπαγορεύει την επιμονή και την επανάληψη ως μεθόδους αποκρυπτογράφησης των σημείων και κατάκτησης του νοήματος που σχηματίζουν οι συνθέσεις τους. Σε υποχρεώνει να σταθμεύεις. Να μελετάς. Να επανέρχεσαι. Να αναστοχάζεσαι. Το διά του ρήματος διαβάζω, που γεννήθηκε με απλολογία από το διαβιβάζω, σε προτρέπει να διανύσεις το κείμενο, να το διατρέξεις, να το διαβείς – να το ρουφήξεις, ώστε να κινηθείς προς κάποιον άλλο κόσμο. Αν το διάβασμα είναι ταξίδι, με την ανάγνωση είναι σαν να βρίσκεσαι συνεχώς σε κάποια αίθουσα αναμονής πλούσια σε φως.

Στην πραγματικότητα, αυτή η αλλαγή οπτικής και στάσης που ενδεχομένως υποδηλώνεται από την αλλαγή πρόθεσης είναι φαινόμενο γραμματικό, ετυμολογικό ή παρετυμολογικό, όχι πνευματικό. Στον νου μας, και στην πρακτική μας, στις συνήθειές μας, ανάγνωση και διάβασμα συμπίπτουν και συμφωνούν, παρά τον κάπως επισημότερο χαρακτήρα του αρχαιότερου όρου. Εκεί που υπάρχει διαφωνία είναι στην αξία της ανάγνωσης. Μολονότι φαινομενικά την αναγνωρίζουν οι πάντες, όσοι ανήκουν στους φανατικούς για γράμματα ξέρουν πόσο δύσκολο είναι, αποκαρδιωτικά δύσκολο, να πείσουν τους υπόλοιπους, πιθανότατα τους περισσότερους, ότι το διάβασμα είναι ταξίδι γεμάτο αφοπλιστικές εκπλήξεις, όμορφα αναπάντεχα, απίθανους δρόμους και παράδρομους. Ταξίδι τερπνό και ωφέλιμο· μονολεκτικά: αναγκαίο.

Πολεμάμε, αραδιάζουμε επιχειρήματα, επικαλούμαστε αισθήματα και εμπειρίες, κι όμως, τελικά νιώθουμε το ίδιο αμήχανοι με τους δασκάλους που συναντούν στην τάξη, κάθε σχολικής βαθμίδας, απρόθυμους μαθητές· όχι ανίκανους, όχι αδύναμους πνευματικά ή ανέτοιμου, απλώς απρόθυμους.  Όπως κάποιοι δεν το ’χουν με την μπάλα ή με το μπάσκετ, τους λείπει το ταλέντο, έτσι άλλοι δεν το ’χουν με το διάβασμα. Σαν να τους λείπει το ταλέντο της ανάγνωσης. Ναι, θα τα φέρουν πέρα με τις εκπαιδευτικές τους υποχρεώσεις αλλά μέχρις εκεί. Και  υπερεντατικά φροντιστήρια φιλαναγνωσίας αν παρακολουθήσουν, ποτέ δεν θα τους πει τίποτε ένα ποίημα ή ένα  διήγημα. Γιατί ποτέ δεν θα μπουν αυτοβούλως να κολυμπήσουν στα νερά του.

Θαρρείς και κόπηκε στη μέση ο κόσμος, τον καιρό ενός άλλου πλατωνικού διαλόγου, του Φαίδρου, στις παραγράφους του οποίου αναπτύσσεται ο μύθος για την επινόηση των γραμμάτων (και των αριθμών) από τον Αιγύπτιο θεό Θευθ και δηλώνεται ο φόβος πως η εφεύρεση αυτή θα απειλήσει τη μνημονική, στοχαστική και κριτική υγεία. Γιατί η γραφή, ενίσταται ο ισόθεος βασιλιάς της Αιγύπτου Θαμούς, αποδέκτης του ευρήματος-δώρου, είναι φάρμακο υπενθύμισης και όχι μνήμης: «ούκουν μνήμης αλλ’ υπομνήσεως φάρμακον εύρες».

Υπάρχουν βεβαίως γέφυρες πολλές και γερές που συνδέουν τον αρχέγονο κόσμο της προφορικότητας με τον μεταγενέστερο κόσμο της εγγραμματοσύνης, προσφέροντας τη δυνατότητα αμφίδρομης μετακίνησης. Και ξέρουμε από την ιστορία, την ελληνική και την παγκόσμια, ότι ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν νησίδες προφορικότητας -ή και ήπειροι ολόκληρες- μέσα στις εκτάσεις της εγγραμματοσύνης. Σε πολλές εποχές και σε πολλούς τόπους η κατοίκηση στις περιοχές αυτές ήταν αναγκαστική: και να ’θελαν να μάθουν γράμματα οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, για παράδειγμα, δεν θα το μπορούσαν, έσωσαν λοιπόν την ιστορία των αισθημάτων τους με τα άγραφα τραγούδια τους.

Δεν μιλάμε όμως γι’ αυτό. Μιλάμε, σε καιρούς πολύχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης πλέον, για την ύπαρξη στρατιών ολόκληρων από αποφασισμένους της μη αναγνώσεως. Και συγκεκριμένα της αναγνώσεως λογοτεχνημάτων. Ό,τι δελεαστικό κι αν ακούσουν, εμμένουν και  ανθίστανται. Ακόμα κι αν κάποτε μπαίνουν βιαστικά σε κάποιον συρμό με το όνομα Χάρυ Πότερ, αν είναι παιδιά, ή Νταν Μπράουν ή…, οι συντριπτικά περισσότεροι δεν θ’ αργήσουν να κατέβουν και να επιστρέψουν στις παλιές τους συνήθειες· στα δικά τους αυτονόητα, εντελώς αντίθετα από τα αυτονόητα που μοιράζονται οι φιλαναγνώστες.

Δεν λέω ότι ο κόσμος θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερος, ομορφότερος και στοχαστικότερος, μπορεί και δικαιότερος, αν διάβαζαν όλοι Αισχύλο, Σαίξπηρ και Ντοστογιέφσκι. Υπήρξαν άλλωστε λαμπροί πολιτισμοί στα χρονικά της ανθρωπότητας δημιουργημένοι από πληθυσμούς αμέτοχους της γραφής, ακόμα και μετά την επινόηση των ποικίλων συστημάτων της. Δεν λέω καν ότι η φύση ή η ιστορία έχουν θεσπίσει σαν νόμο τους την εξίσωση «βιβλίο = καλό» – τόσα και τόσα βιβλία έχουν διανείμει δηλητήριο, και η μελανή σκυτάλη τους δεν μένει ποτέ χωρίς παραλήπτη.

Λέω απλώς ότι αν υπάρχει ένας πολύ σοβαρός λόγος για να συνεχίσουμε να γράφουμε το κατιτίς μας, δεν είναι τόσο οι πεπεισμένοι της γραφής και της ανάγνωσης όσο οι δύσπιστοι και οι άπιστοί της. Περίπου ό,τι ισχύει και για τις θρησκείες.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ γιος της καλόγριας (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Όταν ήμουν δέκα χρονών (του Αλέξη Πανσέληνου)