της Λουκίας Δέρβη
Όταν ήμουν δέκα χρονών συνέβη μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου. Θα πήγαινα στην πέμπτη Δημοτικού και οι γονείς μου αποφάσισαν πως θα έπρεπε αντί για τη Σχολή Χατζηκωνσταντή που είχε μόνο Δημοτικό να γραφτώ σε ένα καινούργιο σχολείο που θα είχε και Γυμνάσιο και Λύκειο και στο οποίο θα έκανα πολλούς νέους φίλους.
Το καινούργιο μου σχολείο ήταν τεράστιο. Μου πήρε μήνες να το ανακαλύψω, τις αίθουσες και τις τάξεις του, τους αμέτρητους ορόφους, να συνηθίσω τον καινούργιο μας δάσκαλο, τον κύριο Χαμαλέλη, να μάθω τα ονόματα των συμμαθητών μου. Όλα μου φαίνονταν πολύ μεγάλα και πολύ δύσκολα. Μεγάλωνα και μαζί μεγάλωνε και ο κόσμος.
Μαζί με μένα στην τάξη ήρθαν άλλες δυο «καινούργιες» και μας βάλανε αρχικά και τις τρεις στο ίδιο θρανίο. Μετά από λίγο, άλλαξα θρανίο και δίπλα μου ήταν τώρα ένα από τα πιο ωραία αγόρια της τάξης με το οποίο πάλευα και δαγκωνόμουν μέχρι τελικής πτώσης για τους πιο χαζούς λόγους που μπορούσαμε να φανταστούμε. Μετά από αυτό, ο κύριος Χαμαλέλης, με άλλαξε ξανά θρανίο, τρίτη φορά μέσα στην ίδια χρονιά. Καθόμουν δίπλα στον καλύτερο ζωγράφο της τάξης. Πάλι τσακωνόμουν αλλά λιγότερο από πριν.
Κάναμε Αγγλικά και Γαλλικά και Εικαστικά και Μουσική και είχαμε και δικό μας θέατρο∙ μια τεράστια αίθουσα με πολλές καρέκλες και δική της σκηνή όπου έρχονταν τραγουδιστές και ηθοποιοί και παίζανε μόνο για μας.
Τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν πάρα πολλά, δεν είχα ξαναδεί τόσα πολλά μεγάλα παιδιά μαζεμένα. Στα διαλλείματα, στις κερκίδες του σχολείου, ένας «μεγάλος» έβαλε στοίχημα για μένα πως θα βγω πρώτη σε έναν αγώνα δρόμου που κάναμε με τις συμμαθήτριες. Είχαμε δικό μας δασάκι που έπρεπε να το φέρουμε βόλτες όσο πιο πολλές φορές και όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Πόση δύναμη έβαλα για να μην τον απογοητεύσω! Πόσο γρήγορα έτρεξα! Και όμως βγήκα τελευταία! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Είχα τόσα να λέω για το καινούργιο μου σχολείο, αμέτρητες ιστορίες, πρόσωπα, πράγματα, εμπειρίες.
Στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού λοιπόν, λίγο πριν τελειώσει η χρονιά, ο κύριος Χαμαλέλης μας βάζει θέμα στην Έκθεση: «Το σχολείο μου». Και επιλέγει εμένα, μια «καινούργια», να σηκωθεί μπροστά σε όλους τους συμμαθητές να διαβάσει την «καλύτερη» έκθεση. Δεν σώζεται αυτό το τετράδιο Έκθεσης επομένως ούτε η ίδια η έκθεση. Τι δεν θα έδινα σήμερα να τη βρω και να τη διαβάσω, να καταλάβω τι ήταν αυτό που συγκίνησε τον κύριο Χαμαλέλη και με σήκωσε να τη διαβάσω μπροστά σε όλους. Ήταν τόση η χαρά μου, τόσο μεγάλο το χειροκρότημα από τους συμμαθητές, τέτοια η εντύπωση που μου έκανε!
Ίσως ήταν η περιγραφή του σχολείου που ξεκινούσε από τα ιδιαίτερα μαύρα γράμματα του ονόματος της «Σχολή Μωραΐτη» στα λεωφορεία πριν το προαύλιο, η περιγραφή της πρόσοψης, έργο του Γιάννη Μόραλη, ήταν ίσως το δέος ενός μικρού παιδιού που ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο μέσα στο σχολείο του; Ό,τι και να ήταν αυτό που εντυπωσίασε τον κύριο Χαμαλέλη, αυτή τη μέρα, όταν ήμουν δέκα χρονών, μόλις κάθισα στο θρανίο μετά το χειροκρότημα και γεμάτη έξαψη είπα για πρώτη φορά μέσα μου: όταν μεγαλώσω θα γίνω συγγραφέας!
Δεν φανταζόμουνα ότι ο κύριος Χαμαλέλης, ο συνάδελφός μου στο σχολείο μας, είχε καταλάβει το ταλέντο σου, Λουκία! Νομίζω ότι μόνο ελάχιστοι από τους εκατοντάδες μαθητές μου έγιναν συγγραφείς!!! Να λοιπόν που μετά από λίγες δεκαετίες διασταυρώθηκαν ανέλπιστα οι δρόμοι μας…