του Αλέξη Πανσέληνου
Οι αναμνήσεις της εποχής που υπήρξα δέκα ετών ανάγονται σε “ιστορική” λεγομένη περίοδο, μιας και αφορά το 1953.
Ας δούμε λοιπόν. Δέκα ετών είναι κανείς αρκετά μικρός ώστε να πιστεύει πως η ζωή του είναι αιώνια και αρκετά μεγάλος για να παρατηρεί πιο προσεκτικά – αν όχι να κρίνει – τους μεγαλύτερούς του. Ζούμε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας στον αριθμό 2 της οδού Γεωργίου Γενναδίου. Θυμούμαι πάντα τον αριθμό του τηλεφώνου μας. 33055. Είναι το τηλέφωνο του σπιτιού και το τηλέφωνο του δικηγορικού γραφείου των δικών μου. Χτυπά όλη μέρα η μαύρη συσκευή της Ζίμενς, τοποθετημένη επάνω στο ρολτόπ με τις δικογραφίες του Ασημάκη και της Έφης. Στην πόρτα η πινακίδα γράφει “Α.Ι.Πανσέληνος – Έφη Πανσελήνου – Δικηγόροι”. Το πρωί η υπηρέτρια ανοίγει και μπαινοβγαίνουν οι πελάτες. Κάποιοι χρειάζεται να περιμένουν στο χολ της εισόδου, εκεί όπου βλέπει η πόρτα του γραφείου που το βράδυ γίνεται σαλόνι, η πόρτα της τραπεζαρίας που εκείνη την εποχή έχει γίνει δικό μου υπνοδωμάτιο (με την προσθήκη ενός ντιβανιού-καναπέ, του ραδιοφώνου και των βιβλίων μου) και ο διάδρομος που οδηγεί στην κουζίνα και στο δωμάτιο υπηρεσίας, ενώ αριστερά της εισόδου ένας άλλος, με τζαμόπορτα, οδηγεί στο κύριο υπνοδωμάτιο και στην τουαλέτα.
Ο Ασημάκης το 1953 που εγώ είμαι δέκα είναι πενήντα και η Έφη (η ακριβής ηλικία της διατηρήθηκε μέχρι τέλους μυστήριο) πρέπει να ήταν μόνο λίγο μικρότερή του, αφού συνυπήρξαν φοιτητές στη Νομική. Έχοντας συζήσει εκτός γάμου για πάνω από δέκα χρόνια, παντρεύτηκαν το 1936. Ο γάμος, όπως συχνά συμβαίνει, υπήρξε εν πολλοίς ο τάφος του έρωτά τους. Τέσσερα χρόνια μετά το ‘53 χώρισαν οριστικά, στέλνοντάς με διακοπές με τους θείους μου στη Βούλα και σε μια πρόωρη ενηλικίωση. Τότε όμως ακόμα, το 53 δηλαδή, ο κόσμος εξακολουθεί να είναι γύρω μου σταθερός και αναλλοίωτος. Χωρίς αυτό να σημαίνει και ειδυλλιακός. Οι καυγάδες στο σπίτι είναι καθημερινή υπόθεση και μόνιμα ξεκινούν από τον πατέρα μου, ο οποίος εκείνη την εποχή ταλαιπωρείται από δυσπεψίες, από “άγχος νευροψυχικόν” (sic) και από την αδιάγνωστη αλλεργία που μου κληροδότησε. Αρθρογραφεί, γράφει ποιήματα, έχει πολιτευθεί ως βουλευτής της ΕΛΔ του Αλέξανδρου Σβώλου (“Ένωσις Λαϊκής Δημοκρατίας”), ενός κόμματος σοσιαλδημοκρατικών αποχρώσεων το οποίο οι κομμουνιστές θεωρούν όργανο της Intelligence Service και σύμπαντες οι δεξιοί “εαμοβούλγαρους”. Ως βουλευτής ο Ασημάκης προασπίστηκε με σθένος τα δικαιώματα των ψαράδων της Λέσβου, τους οποίους από τότε ταλαιπωρούσαν οι Τούρκοι ακόμα και μέσα στα δικά μας νερά, τα ιδεώδη της σοσιαλδημοκρατίας (πολύ μπροστά για την μετεμφυλιακή αυτή περίοδο) αλλά επίσης πρόλαβε να καταθέσει και επερώτηση για την κυκλοφορία στην Ελλάδα των “Κλασσικών Εικονογραφημένων” – δεν είμαι βέβαιος αν θεωρούσε πως πράγματι βλάπτουν τη νεολαία που, όπως εγώ, τα λάτρεψε ή αν η αμερικανική καταγωγή τους ήταν που κυρίως τον ενοχλούσε. Γιατί την ίδια εποχή υπερασπίζονται με τη μητέρα μου στα στρατοδικεία τους εκ των προτέρων καταδικασμένους αριστερούς και βιώνουν την οδύνη που περιγράφει τόσο καίρια και σπαρακτικά στο “Τριμελές Πλημμελειοδικείον” του. Και ξέρει, όπως όλος ο κόσμος, ότι οι Αμερικανοί μέσω της Πρεσβείας πιέζουν αφόρητα τις ελληνικές κυβερνήσεις ώστε να μη δείξουν το παραμικρό έλεος στις δίκες αυτές και να ξεριζωθεί μια και καλή ο κομμουνισμός από την Ελλάδα, που το 1953 δίνει εισαγωγικές εξετάσεις για το ΝΑΤΟ, στέλνοντας και εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα.
Οι καυγάδες στο σπίτι ξεκινούσαν από τον πατέρα μου, όμως και η Έφη δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος να ‘χεις να κάνεις μαζί του. Ο Ασημάκης ήταν παιδί αστικής μυτιληναϊκής οικογένειας, αναθρεμμένος με τις αυστηρές ηθικές αρχές τις οποίες όλη του τη ζωή προσπαθούσε να υπονομεύσει, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να απαλλαγεί τελίως από αυτές. Η Έφη αντίθετα, παιδί πολύ ταπεινότερης καταγωγής, από χωριό της Ανατολικής Θράκης, μεγάλωσε χωρίς τους αστικούς αυτούς κορσέδες – απόδειξη και η πάνω από δέκα χρόνια ελεύθερη συμβίωσή τους και μάλιστα σε κολεκτίβα, μαζί με άλλα τρία ζευγάρια φίλων. Αν αυτό για έναν άντρα δεν ήταν και τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, για μια γυναίκα (μιλάμε τώρα για τις δεκαετίες ’20 και ’30 !) σίγουρα ήταν. Η γυναικεία χειραφέτηση εκείνη την εποχή ήθελε πέρα από τις θεωρίες και ανάλογες πράξεις.
Υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσά τους σε πολλά επίπεδα. Έγραφαν και οι δύο, δημοσίευαν και οι δύο, και διεκδικούσαν και οι δυο την ισοδύναμη παρουσία τους στις συντροφιές που τα βράδια έκαναν βεγγέρα στο σαλόνι-γραφείο μας. Ποιητές, κάποιοι (λιγότεροι) πεζογράφοι, πολιτευτές, ζωγράφοι και ψυχίατροι αποτελούσαν αυτόν τον κύκλο που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι τα βράδια. Ένας κύκλος ήταν οι ψυχίατροι, με προεξάρχοντα τον Νάσο Χατζηδήμο. Ένας άλλος οι ζωγράφοι, με προεξάρχοντα τον Ορέστη Κανέλλη, πιο σπάνια τον Τάκη Ελευθεριάδη και συχνά τους Γιώργο και Ελένη Βακαλό. Ένας άλλος άγγιζε την ευρύτερη κουλτούρα και τη Γαλλία, με την Τατιάνα και τον Ροζέ Μιλιέξ. Άλλος πάλι, αριστερούς οικονομολόγους όπως οι Αχιλλέας (Λελές) και Ρένα Γρηγορογιάννη. Ο Αλέξανδρος Σβώλος μας δεχόταν τον χειμώνα στο σπίτι της οδού Σκουφά και τα καλοκαίρια μας επισκεπτόταν στο εξοχικό της Κηφισιάς. Ο Θησέας Πάγκαλος, ένας από τους δυο γιους του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, ήταν πελάτης και φίλος του πατέρα μου και συχνός επισκέπτης με τη γυναίκα του Σπεράντσα. Στο σπίτι τους δοκίμασα πρώτη φορά στη ζωή μου πουρέ σπανάκι. Άλλη μια συντροφιά περιλάμβανε την Άννα Παπανικόλα (μητέρα της Ρηνιώς), χήρα του Στρατή Παπανικόλα που εξέδιδε το διάσημο κάποτε μυτιληναίικο σατιρικό περιοδικό “Τρίβολος”. Ο τότε φίλος της, Πάμης Δ., ήταν ένας κεφάτος και απολαυστικός δικηγόρος με φωνή μπασοβαρύτονου που η Άννα συνόδευε στο πιάνο – στο σπίτι της – καθώς αυτός τραγουδούσε το In questa tomba oscurra του Beethoven, που με είχε συγκλονίσει. Η Έλλη Παπαδημητρίου (η “βρωμο-Έλλη” κατά τα Ημερολόγια του Σεφέρη !) ήταν κι αυτή συχνή παρουσία στο σαλόνι παρά τις ακραίες αριστερές αντιλήψεις που εκνεύριζαν τον Ασημάκη αλλά δεν μπόρεσαν να χαλάσουν την φιλία τους. Ήθελε, έλεγε, να με κάνει “πνευματικό της κληρονόμο”. Δεν με έκανε. Το 1947 είχε μεσολαβήσει και, ενώ ο πατέρας μου κρυβόταν από τους Άγγλους, εμείς με τη μάνα μου κρυφτήκαμε στο κτήμα της Καραπάνου στην Αίγινα.
Θύματα της διάστασης ανάμεσα στους γονείς μου υπήρξαν και τα μέλη της οικογένειας της Έφης. Η αδελφή της, η θεία Αθηνά, ήταν προγεγραμμένη ως “η τρελή”. Οι γονείς της, οι παππούδες μου, Άγγελος και Ιωάννα, φτωχοί και άκληροι πρόσφυγες, που έμεναν στην Άνω Νέα Σμύρνη, απαγορευόταν να μας επισκέπτονται παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, Πάσχα και Χριστούγεννα, μόνο εφ’ όσον ο Ασημάκης ήταν εκτός σπιτιού και για όσο διάστημα θα ήταν εκτός σπιτιού. Σε τι τον έθιξαν αυτοί οι δυο άκακοι άνθρωποι δεν έμαθα ποτέ ξεκάθαρα – μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του μουρμούρισε ο πατέρας μου πως δεν είχαν εγκρίνει τον γάμο της κόρης τους με έναν κομμουνιστή – πόσο μάλλον που πληροφορήθηκαν για τον γάμο όταν είχε ήδη γίνει. Ενδεχομένως δεν θα ενέκριναν ούτε την εν αμαρτίαις συμβίωσή τους. Αλλά μήπως ο Ιωακείμ και η Μιλτώ (από το Μίλτος – και όχι Μυρτώ) Πανσελήνου, εκ Μυτιλήνης Λέσβου, θα την ενέκριναν ; Το αποτέλεσμα είναι πως μου έλειψαν πολύ από την παιδική ζωή μου οι παππούδες αυτοί που λάτρευα και με λάτρευαν. Όσο τους έζησα ήταν δώρο αξέχαστο τρυφερότητας και στοργής.
Πηγαίνω Δημοτικό στη Σχολή Αηδονοπούλου, στο αρχαίο κτίριο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Είναι το μοναδικό αξέχαστο σχολείο στο οποίο πήγα. Το Βαρβάκειο που το διαδέχτηκε (αρρένων μόνο και απογευματινό, γιατί στεγαζόταν στα δημοτικά της οδού Κωλέττη), ήταν μια πρόγευση της στρατιωτικής θητείας και προτιμώ να το ξεχάσω και αυτό και τους καθηγητές που ατυχήσαμε να έχουμε στο Κλασσικό. Στης Αηδονοπούλου υπήρχαν απίστευτες δραστηριότητες για την εποχή. Είχαμε Επιτροπή Κήπου, Επιτροπή Αθλημάτων, Επιτροπή Περιοδικού, Επιτροπή Θεάτρου. Το θέατρο του σχολείου διέθετε κανονική σκηνή, παρασκήνια, καμαρίνια και πάλκο για μια μικρή ορχήστρα, όπου δέσποζε μόνο ένα όρθιο πιάνο. Οι δασκάλες μας μου μένουν αξέχαστες. Στην Α’ Δημοτικού η κυρία Φιφή Λυκουρέση, μητέρα του σκηνοθέτη Τώνη Λυκουρέση. Στην Β’ η κυρία Αθηνά Καρνή (φίλη των γονιών μου), στην Γ’ η κυρία Άννα, στην Δ’ ξανά η κυρία Αθηνά, στην Ε’ πάλι η κυρία Άννα και στην ΣΤ’ η φοβερή και τρομερή κυρία Μαρίτσα, που – παρά τις αρχές της παιδαγωγού Ειρήνης Παϊδούση που επιμελείτο τα σχετικά στο σχολείο αυτό – μοίραζε οσάκις χρειαζόταν αλλά και οσάκις δεν χρειαζόταν, τα σκαστά σκαμπίλια που μας έκαναν να αντιληφθούμε εγκαίρως πως η ζωή είναι μια δύσκολη και απαιτητική περιπέτεια και όχι ένα περιβάλλον αδιαπραγμάτευτης αποδοχής. Γαίαν έχοι ! Και αυτή και όλες οι άλλες. Η άλλη κατηγορία ήταν οι Αγγλίδες μας. Καμία από αυτές δεν ήταν Αγγλίδα, απλές “αγγλικούδες” ήταν, αλλά για μας ήταν οι εκπρόσωποι της Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητος της πρόσφατα εστεμμένης Ελισσάβετ Β’. Στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού με παραλαμβάνει αυτοκίνητο, κάποιο πρώην στρατιωτικό μινιβάν της Αμερικανικής Αποστολής μετασκευασμένο σε σχολικό, με καθίσματα δύο θέσεων και χωρητικότητα όχι πάνω από δέκα με δώδεκα μαθητούδια. Από την Τετάρτη Δημοτικού και μετά πάω με τα πόδια στο σχολείο, διασχίζοντας τα Εξάρχεια και επιστρέφοντας από την Αλεξάνδρας και το Πεδίο του Άρεως ως την Ζωοδόχο Πηγή. Σπίτι μου.
Είμαι ένα παιδί γεμάτο ζωή, γράφω αστείες εκθέσεις που αρέσουν στους συμμαθητές μου, τραγουδώ συνοδεύοντάς τον εαυτό μου με ένα παιδικό ακορντεόν του οποίου έχω μάθει μόνος μου να χρησιμοποιώ τα μπάσα ως ακόρντα, η ψυχή της παρέας, η καρδιά των παιδικών πάρτι της εποχής, ένας μαθητευόμενος διασκεδαστής που θέλει να βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο. Είμαι ερωτευμένος από την Α’ Δημοτικού, αλλάζω Δουλτσινέα στην Β’ και εξακολουθώ πιστός σ’ αυτόν τον έρωτά μου ως την τελευταία τάξη, την Στ’, όταν με την αλλαγή σχολείου παύω να έχω συμμαθήτριες – το τίμημα της εκπαιδευτικής σεμνοτυφίας της εποχής. Η Έφη επιμένει πως φυσιογνωμικά μοιάζω του παππού Άγγελου που είναι και ψάλτης, ο Ασημάκης στραβώνει τα μούτρα του και για την θρυλλούμενη ομοιότητα και – υποθέτω – για την ψαλτική του γέροντα. Θα χαιρόταν όμως αν έβλεπε πόσο του μοιάζω, σήμερα πια, του ίδιου, καθώς κοντεύουμε να γίνουμε οι δυο μας συνομήλικοι.
Στο σχολείο της Αηδονοπούλου γνωρίζω πολλούς φίλους που διατηρώ μέχρι σήμερα. Τη Βαλεντίνη Στεφανίδου, την Εριέττα Μαυρουδή, την Σπυρούλα Παπακωνσταντίνου, τον Νίκο Σκανδάμη, τον Μάρκο Χατζημάρκο. Στο σπίτι η συντροφιά μου, από την ηλικία λίγων μηνών μόνο – και σήμερα ακόμα δίπλα μου, αν και από δεκαετίες στο εξωτερικό – έχω αρχικά τον Γιώργο Καράμπελλα. Ο Κώστας Σιμόπουλος (που χάσαμε πρόσφατα) έρχεται στην πολυκατοικία το 1953 και η άφιξή του σηματοδοτεί μια νέα εποχή και για την παρέα μας όλων και για την μετέπειτα εξέλιξή μου. Γνωρίζω χάρη στη δισκοθήκη των δικών του την κλασική μουσική και συνδεόμαστε με την αγάπη της λογοτεχνίας που μας φέρνει κοντά και μας δένει για πάντα τον ένα με τον άλλον. Αν η φιλία μας βρήκε κάποτε τους σκοπέλους μιας βουβής αντιζηλίας και προσάραξε εκεί, η αγάπη της παιδικής ηλικίας και όσων μοιραστήκαμε τότε δεν θα μπορούσε ποτέ να χαθεί. Την διατηρήσαμε κρατώντας την απόσταση που θα της επέτρεπε να επιβιώσει. Κάτι είναι και αυτό στις σχέσεις που διαλύονται. Και, τώρα που το σκέφτομαι, ακριβώς αυτό πρέπει να συνέβη ανάμεσα και στον Ασημάκη και την Έφη. Η παιδική μας ηλικία (και η πρώτη μας νεότητα) είναι η πατρίδα μας. Και την πατρίδα του κανείς δεν την ξεχνά. Χαρακτηριστικό είναι πως η Μυτιλήνη, που ο πατέρας μου εγκατέλειψε φοιτητής για να επιστρέφει ως απλός επισκέπτης, τροφοδότησε τις πιο ωραίες σελίδες του πιο ωραίου βιβλίου του, το Αυδήμι της Ανατολικής Θράκης τα πιο τρυφερά ποιήματα της Έφης και η γειτονιά και το σπίτι της Γεωργίου Γενναδίου αποτελούν το μόνιμο σκηνικό των περισσότερων δικών μου βιβλίων.
Ευχαριστώ τον Αναγνώστη που με έστειλε εκεί πίσω. Τότε που ήμουν μόνο δέκα !