10 χρόνια “Α”: Όταν ήμουν δέκα χρονών χορεύαμε γιάνκα (της Μαρίας Αγγελίδου)

0
590
της Μαρίας Αγγελίδου
Όταν ήμουνα δέκα χρονών, χορεύαμε γιάνκα. Όταν ήμουνα δέκα χρονών, παίζαμε στις αυλές και στους δρόμους και το παιχνίδι ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση. Οι περιπέτειες περνούσαν πάνω από τα κάγκελα της αυλής, έκαναν ακροβατικά στις πόρτες και στις κολώνες, χώνονταν κάτω από το κρεβάτι της γιαγιάς με το βουλιαγμένο σωμιέ. Όταν ήμουνα δέκα χρονών, έγραψα ένα πρόβλημα αριθμητικής που ήταν σχεδόν θρίλερ με έναν χιονάνθρωπο πολύ κακό, πολύ πεινασμένο για κρέας ανθρώπινο! Ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα.
Όταν ήμουνα δέκα χρονών, διάβαζα με τις ώρες κάτω από ένα τραπέζι με πέντε πόδια. Το κιλίμι που ήταν στρωμένο εκεί, ήταν χάρτης παγκόσμιος.
————————
Αν η λαχτάρα ήταν πουλί, εκεί θα πήγαινε γραμμή, εκεί θα πετούσε, σ’ εκείνα τα γέλια και τα κυνηγητά, σ’ εκείνα τα πλησίστια παιχνίδια, σ’ εκείνα τα απέραντα διαβάσματα. Σ΄ εκείνον τον δίχως χρόνο έρωτα, όπου και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (η πραγματικότητα και η φαντασία, δηλαδή, η πραγματικότητα – δύση, και η φαντασία – ανατολή, και η πραγματικότητα – βορράς, και η φαντασία – νότος) ήταν όλα ένα.
Ακόμα τώρα, όταν διαβάζω κι όταν χορεύω, η ζωή ανοίγεται πλησίστια, το βλέμμα απλώνεται απέραντο. Κι ο χρόνος γεμίζει ακροβάτες, πειρατές και Ινδιάνους, ληστές σε δρόμους και δάση πυκνά – κάθε λογής αντάρτες κι ανυπάκουους. Κι όλοι έχουν λόγια-θαύματα να πουν.
————————-
Όταν ήμουνα δέκα χρονών,  ήξερα (το ήξερα όπως τίποτ’ άλλο δεν θα ξέρω ποτέ με τόση βεβαιότητα ή με τόση χαρά) ότι διαβάζοντας και χορεύοντας διάλεγα κι αποφάσιζα ποια ήμουν. Τέτοια εξουσία, τέτοια λάμψη, ο Θεός μόνο. Κι Αυτός, δηλαδή, αν. Σίγουρον δεν Τον είχα.
Όταν ήμουνα δέκα χρονών, διάβαζα φουλ. Μερικά βιβλία τα ήξερα απ’ έξω. Μερικές ιστορίες ήταν πιο ζωντανές απ’ τη ζωή την ίδια. Στις σελίδες μέσα είχα φίλους πιο υπέροχους από τους αληθινούς. Στις σελίδες μέσα ήμουνα πιο υπέροχη κι εγώ.
Αλλά με τους χορούς ήταν αλλιώς τα πράγματα. Τους χορούς δεν μπορούσες να τους πάρεις κάτω από το τραπέζι με τα πέντε πόδια και να τους χορεύεις ξανά και ξανά, μέχρι να λιώσει το Ποτέ και να γίνει σκόνη το Πάντα. Οι χοροί δεν ήταν βιβλία. Για τους χορούς χρειάζονταν κι άλλοι. Που να χορεύουν κι αυτοί. Που να θέλουν να χορέψουν. Την ίδια στιγμή. Μαζί. Οι χοροί ήταν σαν τα παιχνίδια. Πολύ σοβαρή υπόθεση.
Διαβάζοντας όλη η εξουσία, όλη η λάμψη ήταν δική μου. Ό,τι ήθελα γινόμουν, ό,τι ήθελα έκανα. Χορεύοντας (και παίζοντας) την εξουσία και τη λάμψη -και τον κόσμον όλο, εδώ που τα λέμε- έπρεπε να τα μοιραζόμαστε μεταξύ μας. Ακριβοδίκαια. Στ’ αλήθεια. Και στα πολύ σοβαρά. Δεν νομίζω ότι έχω πάρει άλλο σπουδαιότερο μάθημα στη ζωή μου. Για να γίνεις ό,τι θέλεις, για να κάνεις ό,τι θέλεις… οι άλλοι είναι απαραίτητοι. Κι οι άλλοι, όλοι μαζί (παρένθεση πρώτη:!) (παρένθεση δεύτερη: εντάξει, μαζί με όλους κι εσύ, μέσα σ’ όλους ΚΑΙ ΕΣΥ!) διαλέγουν κι αποφασίζουν ποια είσαι. Στ’ αλήθεια. Και στα πολύ σοβαρά. Με τα μάτια, με τις φωνές, με τα γέλια (και κοροϊδευτικά και έκπληκτα και αγαπησιάρικα), με τσακωμούς και με κλωτσιές, με αγκαλιές… ω, τέλος δεν έχουν αυτές οι ψήφοι κι οι κάλπες αυτών των δημοσκοπήσεων ποτέ δεν κλείνουν.
Τέλος πάντων, όταν ήμουν δέκα χρονών, εμείς (εμείς!!!) χορεύαμε γιάνκα.
Προηγούμενο άρθροΚ. Μητσοτάκης: Ανάμεσα στο «είναι» και στο φιλοτεχνημένο «φαίνεσθαι» (της Μυρσίνης Ζορμπά)
Επόμενο άρθροΣυζήτηση:Η νεοελληνική πεζογραφία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό (της Βενετίας Αποστολίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ