του Βαγγέλη Ηλιόπουλου
Καλοκαίρι του ’74. Ήταν παραμονή που θα φεύγαμε για διακοπές, όταν η θεία Καίτη ήρθε αναστατωμένη να μας πει τα νέα. Ανοίξαμε ραδιόφωνο και ακούσαμε ότι έγινε εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και είχε διαταχθεί γενική επιστράτευση.
Ξαφνιαστήκαμε. Πόλεμος! Κανείς στην οικογένεια δεν είχε ζήσει πόλεμο γιατί όλοι είχαν μεγαλώσει στην Αίγυπτο. Η θεία αναρωτιόταν αν έπρεπε να καλύψουμε τα τζάμια με μπλε χαρτί συσκότισης όπως έκαναν στην Αλεξάνδρεια. Ο μπαμπάς τηλεφωνούσε συνεχώς προσπαθώντας να μάθει αν ήταν καλά οι φίλοι μας στην Κύπρο. Είχαμε πολλούς φίλους γιατί συχνά κάναμε διακοπές εκεί. Εγώ αναρωτιόμουν τι να κάνει η κυρία Πόπη, η αγαπημένη μου ιδιοκτήτρια ενός μικρού ξενοδοχείου στην Κερύνεια, που μου έφτιαχνε τις νοστιμότερες ομελέτες, όποτε πηγαίναμε. Θα ζει; Θα την έχουν διώξει από το σπίτι της; θα χρειάζεται κάτι;
Οι διακοπές μας ακυρώθηκαν. Μείναμε στο σπίτι μας στην Αγία Παρασκευή. Κι όπως η Σίσσυ, η αδελφή μου, κι η Νανά, η ξαδέλφη μου, ήταν μεγαλύτερες και δεν έπαιζαν, εγώ τι να έκανα όλη μέρα; Δημιούργησα φανταστικούς φίλους είτε δίνοντας χαρακτήρες στα αυτοκινητάκια μου, είτε πλάθοντας εντελώς φανταστικά πρόσωπα που βρίσκονταν μαζί μου στον κήπο. Επίσης, το μεσημέρι ξεκίνησα να διαβάζω από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μας. Βερν, Τουέιν, Ντίκενς. Ξεφύλλιζα και τις Εγκυκλοπαίδειες «Για σας παιδιά» και «Ο Κόσμος των ζώων»
Η τηλεόραση είχε διακόψει το πρόγραμμά της.
Το είχα καταλάβει πώς κάτι δεν πήγαινε καλά στη χώρα μας από εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη όταν η Σίσσυ άκουγε τον ελεύθερο ραδιοφωνικό σταθμό, ο οποίος εξέπεμπε από το Πολυτεχνείο. «Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ πολυτεχνείο». Αλλά πόλεμο δεν φανταζόμουν. Πίστευα ότι πόλεμος πια γινόταν μόνο στα σίριαλ της ΥΕΝΕΔ.
Όλος ο προηγούμενος χειμώνας είχε περάσει με ανησυχία. Οι μεγάλοι συζητούσαν και έβαζαν στο ξύλινο πικάπ δίσκους του Θεοδωράκη, πολύ χαμηλά, να μην ακούσουν οι γείτονες. Το γελαστό παιδί…
Κι ενώ εγώ περίμενα τις καλοκαιρινές διακοπές πώς και πώς… να που και αυτές ακυρώθηκαν.
Κι ήμουν στον κήπο κι έκανα ποδήλατο με τους φανταστικούς μου φίλους όταν μετά από λίγες ημέρες ακούστηκαν κορναρίσματα και φωνές:
Ε Ε Ερχεται
Ε Ε Ερχεται
«Ποιος;» ρώτησα.
«Ο Καραμανλής»
«Ποιος είναι αυτός; Κι από πού έρχεται; Και πού ήταν;»
Μέσα σε τόση φασαρία δεν καταλάβαινα τι μου απαντούσαν. Χτυπούσα κι εγώ την κόρνα του ποδηλάτου και φώναζα Ε Ε Ερχεται.
«Έπεσε η χούντα.»
«Έπεσε; Από που; Ποια είναι αυτή;»
Κανείς δεν μου εξηγούσε. Χτυπούσα κι εγώ την κόρνα του ποδηλάτου και φώναζα
Ε Ε Ερχεται!
Κατάλαβα πόσο έξυπνος ήταν αυτός ο Καραμανλής όταν με το που ήρθε διέταξε να ξεκινήσουν πάλι τα προγράμματα στην τηλεόραση. Επιτέλους Μπαρμπα Μυτούσης ξανά. Επίσης κατάλαβα ότι είπε πως μπορούμε να ακούμε ότι θέλουμε στο πικ απ.
Και πέρασαν οι ημέρες κι αφού διακοπές δεν πήγαμε, ξεκίνησα να σχεδιάζω το πάρτι των γενεθλίων μου το Σεπτέμβριο.
Αλλά η μαμά κι ο μπαμπάς είχαν άλλη γνώμη.
«Η κατάσταση δεν είναι σταθερή. Πρέπει να ιδρυθούν ξανά τα κόμματα, να ψηφίσουμε σε δημοψήφισμα τι πολίτευμα θέλουμε, τα κόμματα να κάνουν συγκεντρώσεις να ενημερώσουν το λαό, να γίνουν εκλογές για νέα, δημοκρατική κυβέρνηση. Δεν είναι καιρός για πάρτι.»
«Μα κλείνω τα δέκα».
«Και τι πιο ωραίο;»
«Ωραίο;»
«Θα θυμάσαι πάντα ότι ο κόσμος άλλαζε, η χώρα άλλαζε, εσύ άλλαζες, όταν έκλεινες τα δέκα.»
«Δηλαδή;»
«Έγινε η μεταπολίτευση, όταν εσύ έκλεινες τα δέκα.»
«Τι έγινε; Η ποια; Ποιος θα το θυμάται αυτό; Όλοι θα θυμούνται ότι εγώ δεν έκανα πάρτι.»
Σε ευχαριστούμε Βαγγέλη Ηλιόπουλε που μοιράστηκες μαζί μας τις αναμνήσεις σου.