του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Το φθινόπωρο μετρίασε τους αλαλαγμούς των χρωμάτων. Τώρα, ανεβαίνοντας, χαράματα, τις ανηφόρες των μονοπατιών του Κόζιακα, τα πάντα παίρνουν τις αποχρώσεις της παρακμής – σκουριά, καφεγκρί, βαθυκίτρινο. Τα δέντρα έχουν ένα ύφος ήττας, με γυμνά, βουρκωμένα κλαδιά – μερικά καταλήγουν σε στρεβλά, μαύρα, ή χρυσά χερούλια που στάζουν υγρασία. Παρατηρώ γύρω ακολουθώντας τα δυο φρεσκοπεταλωμένα μουλάρια τα φορτωμένα με όλα τα χρειώδη: φαγιά που αντέχουν (ξινός τραχανάς, στριφτόπιττα, τσιγαριστό χοιρινό με πράσα, ψωμί από καλαμποκάλευρο) ένα μπουκάλι με τσίπουρο και δυο γκιούμια που θα τα γεμίσουμε με νερό στον δρόμο, από καμιά πηγή. Κι ακόμα: δυο βαριές κάπες για το κρύο, μια φουφού, χουλιάρια, δυό καντήλια. Και βέβαια μάλλινες ποδιές, τρουβάδες, πολλά άδεια τσουβάλια μέχρι και προσκέφαλα που θα τα γεμίσουμε με φρέσκα κάστανα απ’ το καστανόδασος, τον Ζάβατο. Αυτή είναι η αποστολή μας, για τρείς ολόκληρες μέρες: να μαζέψουμε τα κάστανα της χρονιάς, όπως και κάθε οικογένεια. Τα μισά θα τα πουλήσουμε στα Τρίκαλα και με τα μισά θα βγάλουμε τον χειμώνα.
Τα μουλάρια τα σέρνει ο παππούς Δημητράκης κι ακολουθούν ο θειός μου ο Σωτήρης, η θειά μου η Νίτσα, ο δεκαπεντάχρονος ξάδερφός μου ο Θοδωρής κι εγώ, που τότε (τώρα) είμαι δέκα χρονών – έχουμε φύγει λίγο πριν απ’ το χωριό μας την Φιλύρα (πρώην Λεσιανά) Τρικάλων, στα πόδια του βουνού Κόζιακας. Μπροστά μας στις ανηφοριές και σε κάποια απόσταση προχωρούν άλλες φαμίλιες με τα αλογομούλαρα και τα σέα τους, όπως και πίσω, ενώ οι περισσότεροι έχουν πάρει διαφορετικά μονοπάτια για να ανεβούνε στις δυο εισόδους του Ζάβατου – η καστανιά ζει μόνο σε υψόμετρο πάνω από τριακόσια μέτρα. Όσο πιο ψηλά, τόσο νοστιμότερος ο καρπός.
Ο θειός μου κι ο παππούς περπατώντας κοντά στα ζώα συζητούν πάλι αποσπασματικά για το φάντασμα του ταγματάρχη που εμφανίζεται πότε-πότε στο καστανόδασος – απ’ όσο καταλαβαίνω λένε μια ιστορία που έχω ξανακούσει για τον Ανδρέα Ζώγια, αδερφό του Παύλου από άλλη μάνα. Ο Ζώγιας, γεννημένος γύρω στο 1915 στην Φιλύρα, υπηρέτησε κληρωτός στην Λάρισα, στο Ιππικό, όπου βραβεύτηκε ως πολύ ικανός ιππέας. Είχε φύγει μικρός και εργάζονταν στα κτήματα του Χρήσου Λιάντα στα Τρίκαλα. Με την κατοχή γύρισε στο χωριό, μπήκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και υπηρέτησε ως διοικητής του αστυνομικού τμήματος Πύλης – της διπλανής κωμόπολης. Μετά τον Οκτώβριο του ‘44 πέρασε ως διοικητής λόχου στον μόνιμο ΕΛΑΣ κι ύστερα ταγματάρχης – έγινε ο περίφημος «καπετάν Καβαλάρης» λόγω του ταλέντου που είχε με τα άλογα. Με την συμφωνία της Βάρκιζας δεν παρέδωσε τον οπλισμό του – τον κυνηγούσαν και φυγοδικούσε, κρύβονταν σε αχυρώνες, σε ρέματα και σε σπηλιές. Στον εμφύλιο, το ’47, κάποιοι κομμουνιστές για άγνωστο λόγο μαχαίρωσαν τον αδερφό του Παύλο, και ο Ανδρέας πέρασε στην άλλη πλευρά. Έκανε δικιά του ομάδα και ανέβηκε στον Κόζιακα – σύμφωνα με φήμες σκοτώθηκε σε μάχες, ή σε καρτέρι μέσα στον Ζάβατο. Οι ιστορίες που ακούστηκαν τότε ήταν μπερδεμένες – πάντως ο Καπετάν Καβαλάρης εξαφανίστηκε. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, παρά το ότι οι δικοί του και άλλοι απ’ τον χωριό τον ψάχνανε στο βουνό επί χρόνια. Τότε είχε βγει κι αυτή η φήμη πως το φάντασμα του ταγματάρχη εμφανίζεται πότε πότε μέσα στον Ζάβατο – λέγανε ότι τον έχουνε δει, μερικοί, σε διαφορετικές μέρες και νύχτες, ντυμένο με την στολή του, να περπατάει μόνος του ανάμεσα στις καστανιές.
Συνεχίζουμε την ανάβαση – είναι η επομένη του Άη-Δημήτρη. Είκοσι εφτά Οκτωβρίου, ξημέρωμα. Σκαρφαλώνοντας δύσκολα ανάμεσα στα ελάτια, ακούμε ήδη μακρινά τσουκάνια προβάτων που βγαίνουν για βοσκή στις πλαγιές και τα καφ-καφ των σκυλιών. Στρίβοντας σε ένα πλάτωμα φτάνει ως εμάς αδύναμος θόρυβος από τα βενζινοπρίονα ξυλοκόπων που ξεκίνησαν κιόλας να δουλεύουν παραμέσα, στο πυκνό δάσος, κόβοντας βαλανιδιές και νερόγαυρους. Το τοπίο αυτή την ώρα ξετυλίγεται αχνό, μέσα σε βαμβακάδες ομίχλης που πυκνώνουν όσο ανεβαίνουμε – έχουμε πάρει τον δρόμο από τα Κοτρωνάκια για να φτάσουμε στον καστανιώνα, ενώ άλλοι πηγαίνουν από τον Προφήτη Ηλία, το Παλιόκαστρο κι άλλοι από τις Σβάρνες και τα Ανήλια, τις Αλεπότρυπες, ή το Λιβαδάκι.
Σε μια πηγή γεμίζουμε με φρέσκο, μπούζι νερό τα γκιούμια και συνεχίζουμε – όντας πίσω με τον ξάδερφο, χάνεται το μυαλό μου στην ομορφιά του τόπου, ή παρατηρώ τα σθεναρά καπούλια του δεύτερου μουλαριού που αστράφτουν απ’ τον ιδρώτα, την καρφωτή του περπατησιά, το σκοτεινό του μάτι όπως γυρίζει να στρίψει στα ζιγκ-ζαγκ των μονοπατιών. Συχνά βγαίνουμε σε βίγλες και γκρεμόχειλα απ’ όπου αγναντεύεις κάτω όλον τον Θεσσαλικό κάμπο. Το βουνό, ο Κόζιακας, έχει πολλά τέτοια μπαλκονάκια απέραντης θέας – βλέπει προς τη δύση και με την ανατολή τον βρίσκει αμέσως το πρώτο κρούσμα του ήλιου.
Προχωρώντας το μονοπάτι γίνεται κακόβατο, στομώνει σε ορισμένες μεριές απ’ τα πουρνάρια και ο θείος μάς κάνει νόημα και τρέχουμε μαζί με τον Θοδωρή μπροστά, βγάζουμε από την τσέπη τούς τσαλοκόφτες και κόβουμε τα κλαδιά για να μπορέσουνε να περάσουνε τα ζώα κι εμείς.
Φτάνοντας στον Ζάβατο που είναι σε ύψος εφτακόσια μέτρα (το βουνό φτάνει στα χίλια τριακόσια) μπορείς να μπεις από δυο μεριές: απ’ τις Αμμούδες, όπου είναι η Τυρνιώτικη καλύβα, και από απ’ τα Σκόρδα, ή, την Βρωμόβρυση. Εκεί συγκεντρωνόμαστε όλοι οι κάτοικοι μαζί με τα ζώα. Μας περιμένει ο πρόεδρος και οι σύμβουλοι του χωριού που στέκονται μοιρασμένοι σε αυτά σημεία κι εμποδίζουν τον καθένα να πάει όπου θέλει – ήδη απαγορεύεται με ανακοίνωση της Κοινότητας, από δυο μήνες πριν, να μπει κάποιος στο καστανόδασος και ορίζονται δυο καστανοφύλακες για να φυλάνε μήπως τρυπώσουνε ζώα και φάνε όσους καρπούς πέσανε στο χώμα – οι φύλακες στέκονται στις θέσεις Καγκέλια, Λακώματα, Μαζγύρι, Φτελιά και πέρα απ’ τον Ζυγό.
Ο πρόεδρος κρατάει τον κόσμο, επιθεωρεί μια τελευταία φορά τον τόπο και με μια διπλή τουφεκιά από δίκαννο δίνεται το σύνθημα να μπει ο καθένας όπου θέλει, να τρέξει να μαζέψει κάστανα όπου κρίνει πως θα βρει περισσότερα – έχουνε ήδη ωριμάσει οι καρποί και πέσει εξαιτίας του αέρα καλύπτοντας πέρα πέρα όλο το έδαφος του Ζάβατου. Ένα απέραντο στρώμα από πράσινους αχινούς πάνω σε κίτρινα και πορφυρά, οβάλ φύλλα. Το ώριμο κάστανο είναι τυλιγμένο μέσα σε σφαιρικό καβούκι πρασινωπό κι αγκαθωτό, με καρφοβέλονα, κι έχει ένα μικρό στόμα – το άνοιγμα εξαρτάται από το πόσο έχει ωριμάσει. Κάθε καβούκι, κάθε περικάρπιο κρατάει εντός του δυο κάστανα, μπορεί και τρία, ή ένα, με καφετί δερματώδες περίβλημα που καταλήγει απ’ την μια μεριά σε μύτη με ένα μικρό υπογένειο σαν από λευκό μετάξι.
Δένουμε τα ζώα σε ένα πλάτωμα, ξεφορτώνουμε και ο παππούς, ο θειός μου και η θεία φορούνε τις ποδιές, τους δετούς τρουβάδες και αρχίζουν αμέσως να μαζεύουνε από κάτω τους αχινούς – μόλις γεμίζει η ποδιά την αδειάζουν μέσα στα τρίχινα τσουβάλια και συνεχίζουν.
Ο ξάδερφός μου κι εγώ πιάνουμε να φτιάξουμε μια πρόχειρη καλύβα για να κοιμηθούμε το βράδυ γιατί οι άλλοι θα κουβαλήσουν το απόγευμα τα μαζεμένα κάστανα με τα μουλάρια στο χωριό, θα κοιμηθούν εκεί και θα ξαναγυρίσουν αύριο το πρωί. Εμείς, τα παιδιά, θα μείνουμε στην καλύβα να φυλάμε τα μαζεμένα κάστανα (θα συνεχίσουμε το μάζεμα αφότου φύγουν και πριν ξανάρθουν) και τα πράγματα που έχουμε κουβαλήσει, φαγιά, νερό, γκιούμια, και λοιπά – στήνουμε στο κέντρο ένα ψηλό, δυνατό κλαδί που καταλήγει σε διχάλα, μια φούρκα, και στηρίζουμε σ’ αυτήν κωνικά άλλα, όρθια κλαδιά, γύρω-γύρω, και μετά ρίχνουμε από πάνω αποκλάδια, φυλλώματα, φτέρες και πεσμένα φύλλα. Ύστερα φτιάχνουμε μέσα στην καλύβα, πάλι με φτέρες και φυλλωσιές δυο στρώματα στο χώμα, για να κοιμηθούμε – από πάνω θα πάρουμε τις δυό βαριές κάπες γιατί εδώ την νύχτα το κρύο αγριεύει και πιρουνιάζει σαν να είναι Δεκέμβριος. Δεν αντέχεται.
Σε δυο ώρες η καλύβα είναι έτοιμη και κουβαλούμε μέσα όλα μας τα χρειώδη -μετά φορούμε κι εμείς τις μάλλινες ποδιές και αρχίζουμε να μαζεύουμε κάστανα. Με την ώρα η ομίχλη χάνεται και βγαίνει ήλιος που μας ζεσταίνει ευεργετικά – κάθε τόσο, μέσα στην ησυχία του Ζάβατου, ακούγονται ξαφνικά ντουπ, ντουπ, απ’ τους ώριμους αχινούς που πέφτουν από μόνοι τους στο έδαφος. Αν προσγειωθούν σε καμιά κατηφορίτσα, ή σε μικρό βουναλάκι παρασέρνουν μικρές πέτρες και φύλλα μέχρι να σταματήσουνε στο ισιάδι. Πού και πού ακούγονται μακρινές φωνές από άλλους χωριανούς που μαζεύουν σε κάποιαν απόσταση – ή ακόμα και περίεργα σφυρίγματα, τραγούδια, καλέσματα για φόρτωση και ακατανόητες ομιλίες που δεν καταλαβαίνεις από πού έρχονται γιατί το βουνό εδώ πάνω έχει παράξενη ακουστική και απρόβλεπτους ανέμους από διάφορες διευθύνσεις.
Περπατώ, σκύβω και γιομίζω την ποδιά έχοντας την αίσθηση πως μαζεύω στρόγγυλα παιχνίδια για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο – ανάμεσα σε κάπως νεότερες καστανιές βλέπω και μερικά, χοντρά, παμπάλαια δέντρα, γερασμένα, με βαθιές κουφάλες γεμάτες τρίμματα ξύλου και καστανόχωμα με το οποίο είναι στρωμένος όλος ο Ζάβατος: φύλλα που σάπισαν μαζί με χώμα και που μερικοί έρχονται και το μαζεύουν, το ανακατεύουνε με κοπριά και το πουλάνε στα Τρίκαλα στις νοικοκυρές – καστανόχωμα για τις γλάστρες.
Ο ξάδερφός μου μαζεύει απ’ την αντίθετη πλευρά – φτάνω στην άκρη του πλατώματος και βλέπω σε κάτι φτέρες έναν πολύ μεγάλο ιστό και πάνω του να περπατάει μια τεράστια αράχνη, ένας αραχνοκάβουρας. Δεν έχω δει μεγαλύτερη. Και υπάρχουν πολλές φτέρες, βρύα και βότανα ανάμεσα στα δέντρα – σύμφωνα με την παράδοση σε αυτό το βουνό ο Ασκληπιός μάζευε τα θεραπευτικά του χόρτα. Αιωρούνται διάφορες μυρωδιές στον αέρα, απροσδιόριστες, πολλά ζούδια εμφανίζονται στο έδαφος και χάνονται ενώ ακούγονται φωνές από πουλιά κι από κρυμμένα αγρίμια – πιο πάνω το βουνό, στα ψηλά, κρατάει λύκους κι αρκούδες που γλιστράνε στα κατώμερα τις δύσκολες μέρες, ορμάνε στα μαντριά, μέχρι που φτάνουν ως μέσα στο χωριό.
Κοιτώντας στο διπλανό πλάτωμα βλέπω μια μαυροφορεμένη γριά, γύρω στα εξήντα πέντε, να σκαρφαλώνει σε μια καστανιά σαν κουνάβι, σαν μαϊμού, για να ρίξει κάτω τους αχινούς που βαστάει ακόμα το δέντρο – εμάς δεν μας αφήνει ο θειός μου να ανεβούμε στις καστανιές, μην πέσουμε και σπάσουμε κανένα ποδάρι. Μας το έχει απαγορεύσει αυστηρά – γέμισα την ποδιά και γυρίζω να την αδειάσω.
Μεσημέριασε και μαζευόμαστε να κάτσουμε να φάμε δίπλα στην καλύβα τσιγαριστό χοιρινό με πράσο και ψωμί από καλαμπόκι – ο θειός μου κουβεντιάζοντας με τον παππού και πίνοντας κάνα δυο τσίπουρα και καπνίζοντας ξαναφέρνει την κουβέντα στο φάντασμα του ταγματάρχη, του Ζώγια. Η θειά μου ρωτάει:
-Και με ποιόν ήτανε, δα, αυτός ο ταγματάρχης; Με τους αποδώ, ή με τους αποκεί;
Κι ο θειός μου, χαμογελαστά:
-Κανείς δεν ξέρει. Και με τους δυό… Δεν βλέπεις; Κάθε καβούκι έχει δυο κάστανα. Μπορεί ένα, ή και τρία… Γιάννης έχει δυο γυναίκες κι άλλην αγαπά…
Το απόγευμα συνεχίζουμε μαζεύοντας – λίγο πριν την δύση φορτώνουμε οχτώ τσουβάλια παραγεμισμένα με κάστανα στα μουλάρια και ο θειός μου, η θειά μου και ο παππούς φεύγουν με τα ζώα για το χωριό μην τους προλάβει η νύχτα – ο ξάδερφος κι εγώ μαζεύουμε δίπλα στην καλύβα όσα τσουβάλια δεν μπορούν να φορτωθούν για να μην μας τα κλέψουν κι ανάβουμε απέξω φωτιά να ζεσταθούμε αλλά και από τον φόβο των αγριμιών. Νυχτώνει. Ο Θοδωρής έχει κλέψει και δυο τσιγάρα απ’ τον πατέρα του και τα βάζουμε μπρος – απορώ πώς τόλμησε γιατί είναι σοβαρό, υπάκουο και βαρύ παιδί. Συχνά μου φαίνεται εντελώς ακατανόητος.
Ενώ καπνίζουμε περνάει ένας χωριανός και μας λέει να προσέχουμε πολύ γιατί στη βόρεια μεριά του Ζάβατου ο Στέλιος ο Μήλιος έπιασε έναν λύκο με σιδεροπαγίδα και τώρα τον γδέρνουνε τραγουδώντας στο φως των καντηλιών.
Καθόμαστε καμιάν ώρα κουβεντιάζοντας άρατα και θέματα, μετά πετάμε δυο γομαρόξυλα στη φωτιά να αντέξουν όλη την νύχτα και κοιμόμαστε στην καλύβα σκεπασμένοι με τις βαριές κάπες – το κρύο έχει γίνει ανυπόφορο.
Την δεύτερη μέρα, το απόγευμα, την ώρα που φορτώνουμε πάλι τα ζώα, βγαίνει δυνατός αέρας. Φύγανε πάλι οι δικοί μας με τα ζώα για το χωριό και μπαίνουμε με τον ξάδερφο μέσα στην καλύβα γιατί δεν μπορούμε να ανάψουμε φωτιά απέξω, λόγω του ανέμου που δυναμώνει ολοένα και σφυρίζει και στοιχειώνει όλο το δάσος. Σκοτείνιασε εντελώς – το φεγγαράκι λειψό, λίγο. Οι καστανιές τρίζουν και κλαίνε ανατριχιαστικά. Νυχτοπλάνα ζώα ουρλιάζουν. Τα φύλλα ανακατεύονται στο έδαφος, πετούνε ψηλά ως τις κορφές των δέντρων και οι αχινοί που έχουν μείνει στα κλαδιά πέφτουν κάτω βροχηδόν και με δύναμη – ντουπ, ντουπ, ντουπ, και ακούγονται σαν κάπου κοντά κάποιοι να δέρνουν φουσκωμένους ασκούς. Μας έχει πιάσει φόβος απ’ τον σάλο που όλο και αγριεύει και έχουμε και τον νου μας μην έρθει κανένας λύκος, καμιά αρκούδα – η καρδιά μας έχει κατεβεί σα γόνατα. Ανάβουμε ένα καντήλι μέσα στην καλύβα σε προφυλαγμένο μέρος, να μην το πιάνει ο αέρας, σκεπάζουμε καλά τα φαγιά να μη δίνουνε μυρωδιά και βγάζουμε από την τσέπη τούς τσαλοκόφτες κρατώντας τους στο χέρι ανοιχτούς, έτοιμοι μην έρθει κανένα αγρίμι. Και, πλακωμένοι από τις κάπες, κοιμόμαστε, τελικά, σαν καταδιωγμένοι, δύσκολα, αν και είμαστε κατάκοποι.
Ξυπνώ πολύ νωρίς, κατά τις πεντέμιση τα χαράματα. Το καντήλι έχει σβήσει. Ο αέρας σταμάτησε εντελώς από ώρα. Χωρίς να πετάξω την κάπα από πάνω μου πλησιάζω γονατιστός στα κλαδιά της καλύβας και από ανάμεσα βλέπω έξω: ξημερώνει αργά. Τα τσουβάλια με τα μαζεμένα κάστανα έχουνε σκορπίσει. Μια λιχνή ομίχλη σέρνεται στο χώμα του Ζάβατου και γλιστράει ανεβαίνοντας στους μαύρους κορμούς. Η ησυχία είναι απόλυτη και το τοπίο φαίνεται διαφορετικό, αλλάζει συνέχεια– σαν να βλέπω χαλιά με παραστάσεις δάσους κρεμασμένα σε σκοινί μπουγάδας, που εναλλάσσονται. Ίσως φταίει και που έχω κοιμηθεί λίγο και άσκημα – είμαι ακόμα θολωμένος. Και τότε, τον βλέπω, ή έτσι νόμισα: τον ταγματάρχη, τον Ζώγια. Θα ‘ναι γύρω στα τριάντα, τριάντα δύο χρονών. Πανέμορφος, ξανθωπός, ντυμένος με την στρατιωτική στολή και το πηλήκιο. Το πιστόλι στην πέτσινη θήκη από τον δεξιό μηρό. Τον κρυφοκοιτάζω να βγαίνει μέσα από τους αχνούς και να περπατάει ευθυτενής αν και κουτσαίνοντας ελαφρά, να βαδίζει αργά και λίγο ζαβά αλλά αθόρυβα πάνω στο καναβάτσο των πεσμένων φύλλων. Φαίνεται συλλογισμένος, χαμένος, βαρύς. Κάποια στιγμή σταματάει, σκύβει και παίρνει από χάμω στο χέρι του έναν πράσινο αχινό. Τον κοιτάζει καλά, τον μυρίζει και συνεχίζει να περπατά – τότε ο αχινός ανάβει σαν λάμπα μέσα στη χούφτα του και φέγγει, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν να αναλάμπουν φωσφορίζοντας όλοι οι καρποί οι πεσμένοι στο έδαφος και όσοι έχουν απομείνει επάνω στα δέντρα. Ο ένας μετά το άλλον. Όλος ο Ζάβατος, γύρω, ώσπου βλέπω μέσα στην ομίχλη, όλες οι καστανιές έχουνε φωτιστεί από αμέτρητα λαμπάκια σαν να είναι Χριστουγεννιάτικο δάσος που εορτάζει, ή μια λιτανεία που σταμάτησε – αχνά φωτάκια που θολώνουνε ως το βάθος, αδυνατίζουν και χάνονται στους ατμούς.
Γυρίζω στον ξάδερφό μου που κοιμάται δίπλα και του φωνάζω ψιθυριστά:
-Θοδωρή! Θοδωρή!
Αλλά είναι βυθισμένος, χαμένος στον ύπνο, και δεν ακούει. Τον σκουντάω με το πόδι ελαφρά, δυο, τρείς φορές. Όμως εκείνος δεν νιώθει τίποτα – αν και το χέρι του που έχει ξεσκεπαστεί και είναι έξω απ’ την κάπα, κρατάει ακόμα δυνατά, σφιχτά, τον τσαλοκόφτη.
Μπράβο. Εξαιρετική ιδέα. Συνεχίστε.
Πολυ όμορφες αναμνήσεις που με κ’άνουν να θέλω να πάρω την πένα μου Μπορώ; ευχαριστώ Μαρούλλα.