της Μαρίας Στασινοπούλου
Βλέπω συχνά, σε διάφορες παιδικές ταινίες ή σε παιδοψυχολογικού χαρακτήρα τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και στη ζωή, που μιμείται την τέχνη, μικρά παιδάκια να λένε στον μπαμπά τους: «είσαι ο ήρωάς μου», και αναρωτιέμαι: Αλήθεια ποιος ήταν ο δικός μου ήρωας στα δέκα μου χρόνια; Και το μυαλό άρχισε να τρέχει πολλές δεκαετίες πίσω.
Ο παππούς μου είχε μπακάλικο σε μια λαϊκή γειτονιά της Καλαμάτας. Τρίχωρο. Στο πρώτο, μεγάλο κεντρικό, δωμάτιο, ήταν το ψυγείο με τα τυριά, τα βούτυρα και τα αλλαντικά. Μπροστά και πλάι από το ψυγείο τσουβάλια με όσπρια, ζάχαρη, αλεύρι, κιούπια με ελιές και ο πάγκος με τη ζυγαριά και το ταμείο. Στο διπλανό δωμάτιο, κοντά στη μία από τις δύο εισόδους, είχε τρία τέσσερα τραπέζια με καρέκλες, όπου κάθονταν κάποιοι γέροντες ή άνεργοι μεσήλικες και πίνανε τον καφέ ή το ουζάκι τους, ανάλογα την ώρα. Οι παραγγελίες προετοιμάζονταν στον τρίτο χώρο του μαγαζιού, όπου μία μεγάλη πλάστιγγα με πολλά μέτρα και σταθμά για αντίστοιχες ποσότητες, ένας πάγκος με καμινέτο, οι νταμιζάνες το κρασί, το ούζο και το τσίπουρο, άλλο ψυγείο με τις μπύρες και τα αναψυκτικά, τουαλέτα κι στην άλλη άκρη ένα ντιβανάκι για να ξεκουράζεται ο παππούς, όταν δεν γύριζε στο σπίτι το μεσημέρι.
Ανάμεσα στους μόνιμους θαμώνες του μαγαζιού ένας ευσταλής άνδρας, δίμετρος φαινόταν στα παιδικά μου μάτια, που τον έλεγαν γέρο- Λαγό, κανονικό όνομα, όχι παρατσούκλι. Ο γέρο-Λαγός, λοιπόν, φήμη κρατούσε ότι, ήταν από τους δυσεύρετους εκείνους ανθρώπους (υπάρχουν άραγε;) που πήγαν στον Άλλο Κόσμο και γύρισαν.
Η ιστορία, όπως την έχω συγκρατήσει, είχε ως εξής: Μια μέρα μαθεύτηκε ότι ο γέρο-Λαγός πέθανε. Τον ντύσανε, τον στολίσανε και εκεί που τον πήγαιναν ποδαράτο για την ταφή, δεν υπήρχαν νεκροφόρες τότε, ξύπνησε, πέταξε το κάλυμμα της κάσας, ανακάθισε και άρχισε να χαιρετάει. Οι νεκροπομποί άφησαν έντρομοι το φέρετρο κάτω. Μετά γέλασαν μαζί του και χάρηκαν. Είχε πάθει νεκροφάνεια, όπως είπαν οι ειδικοί.
Από τότε, όχι μόνο τον σέβονταν όλοι, αλλά και τον ρωτούσαν να της πει πώς είναι ο Κάτω Κόσμος. Κι εκείνος απαντούσε μειλίχια με στίχους από τον “Θάνατο του Διγενή”, που θυμόταν από το σχολείο: «εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, / παρά πενήντα κι εκατό και πάλι φόβον έχουν, / κι εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι αρματωμένος …» εκεί της ’κοβε και της άφηνε να βγάλουν τα συμπεράσματά της ή να πάρουν αφορμή για να αφηγηθεί ο καθένας το δικό του παραμύθι.
Ο θαυμασμός μου για τον γέρο-Λαγό δεν ήταν που πήγε στον Άλλο Κόσμο και γύρισε, αλλά που έμεινε κλεισμένος στην κάσα και σκεπασμένος με λουλούδια για αρκετές ώρες. Εκεί μπορεί να έχει τη ρίζα της και η κλειστοφοβία που με πιάνει όταν βρεθώ μέσα σε μικρούς και ασφυκτικούς χώρους.