της Μαρίας Μαγκανάρη (*)
Το καλοκαίρι του 1982, στα όγδοα γενέθλιά μου, ανακάλυψα κάτι που, πιστεύω, καθόρισε τη ζωή μου: την απόλαυση της κατά μόνας ανάγνωσης.
Βρισκόμουν για πρώτη φορά στην κατασκήνωση και, όπως φαινόταν, είχε έρθει η ώρα να διαβάσω μόνη μου το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μου το έφεραν οι γονείς μου στο επισκεπτήριο: Η Πολυάννα μεγαλώνει, της Eleanor H. Porter, εκδόσεις Άγκυρα, με αφιέρωση της μητέρας μου στην πρώτη σελίδα του βιβλίου.
«Μαίρη μου, σου εύχομαι χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου
και να τα εκατοστήσεις.
Με πολλή αγάπη,
η μαμά σου, Ντίνα
12 Ιουλίου 1982»
Θ’ ακολουθούσαν κι άλλα καλοκαίρια στην κατασκήνωση της Πεντέλης, κι αρκετοί ακόμα τόμοι με τις –μέτριας λογοτεχνικής αξίας– περιπέτειες της Πολυάννας. Εκείνη παντρεύτηκε, πήγε στο Μεξικό, έπαιξε το «παιχνίδι της χαράς» και αναζήτησε το μυστικό της ευτυχίας. Εγώ, απ’ την άλλη, συνέχισα ν’ αναζητώ την αίσθηση της συνειδητής απομόνωσης με ένα βιβλίο. Την αίσθηση που ξεκίνησε εκείνο το καλοκαίρι και με ακολουθεί αδιάλειπτα από τότε, χαρίζοντάς μου ίσως την πιο κομβική επαφή με τον εαυτό μου.
Σπάνια μπορώ να θυμηθώ να βρίσκομαι οπουδήποτε χωρίς έστω ένα βιβλίο. Ακόμα κι όταν δεν έχω το χρόνο να διαβάσω, ένα βιβλίο στην τσάντα μου με κάνει να νιώθω ασφαλής: στην πενταήμερη, σε σάκους ξέφρενων φοιτητικών διακοπών, αλλά και στην αναμονή για ιατρικές εξετάσεις ή στο μαιευτήριο. Δίπλα σε πιπίλες και πάνες, στο καλαθάκι του καροτσιού, στο καμαρίνι – πριν τα smartphones ακόμα και στην τουαλέτα. Και βέβαια, στα τρόλεϋ, στα ΚΤΕΛ, στα αεροπλάνα (για να μη φοβάμαι), στα καράβια. Ειδικά στα καράβια. Το Middlesex του Τζέφρυ Ευγενίδη διαβάστηκε όλο εν πλω.
Συνήθως στις μετακινήσεις παίρνω τα πιο ελαφριά (σε όγκο και περιεχόμενο) βιβλία. Όχι πάντα όμως. Το 4 3 2 1 του Πωλ Όστερ ήταν αδύνατο να το αφήσω απ’ τα χέρια μου – παρά το βάρος του, το έπαιρνα μαζί μου παντού. Το Middlemarch της Τζωρτζ Έλιοτ, απ’ την άλλη, το τέλειωσα σε χρόνο ρεκόρ γιατί ήταν αδύνατον να το παίρνω μαζί μου.
Τα περισσότερα βιβλία μου έχουν άμμο, σημάδια από καφέ ή κρασί και βέβαια υπογραμμίσεις με μολύβι – έχω πάντα μαζί μου μολύβι. Δίπλα στο κείμενο σημειώνω σχόλια – σύμβολα ενός δικού μου κώδικα ανάγνωσης: θαυμαστικό, καρδούλα, χα!, sos (κατάλοιπο του Πανεπιστημίου αυτό το τελευταίο). Αλλά οι σημειώσεις δεν μένουν μόνο πάνω στο βιβλίο. Παράλληλα με την αγάπη της ανάγνωσης, ξεκίνησε κι η μανία της αντιγραφής. Τα πρώτα μου τετράδια με αποσπάσματα από βιβλία χρονολογούνται απ’ την Δ’ Δημοτικού. Υπάρχουν βιβλία που τα έχω αντιγράψει σχεδόν ολόκληρα. Ας πούμε τον Κωστή Παπαγιώργη, τον αντέγραψα τόσο πολύ στα φοιτητικά μου χρόνια που κάποιες φράσεις του νομίζω πως τις έχω γράψει εγώ. Το ίδιο και τον Ρολάν Μπαρτ.
Αυτή η πράξη της αντιγραφής, και η διαδικασία της αφομοίωσης που συνεπάγεται, υπήρξε, πιστεύω, το προστάδιο του να γράψω ή να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Όταν υπογραμμίζω ή αντιγράφω, δημιουργώ έναν προσωπικό δεσμό με το κείμενο και τον συγγραφέα. Όταν βάζω μια καρδούλα δίπλα σε μια φράση της Κάρεν Μπλίξεν ή της Ογκάουα, είναι σαν να της λέω: «άγγιξες την καρδιά μου». Τα πέντε θαυμαστικά σε μια παράγραφο του Ντοστογιέφσκι είναι ομολογία πίστης – κανείς άλλος δεν γράφει τόσο καίρια. Το Μαγικό βουνό είναι γεμάτο sos, ενώ ο Στόουνερ έχει συχνά σχόλια σε σχήμα δακρύων. Στον Μπόρχες ο κώδικάς μου επεκτάθηκε κι άλλο: δίπλα στους λαβυρίνθους και τις γαλάζιες τίγρεις του, έφτιαχνα μικρές ζωγραφιές, μικρές σκηνικές αναπαραστάσεις. Μέσα στον Μπόρχες υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, μια θεατρική σκηνή που δεν εξαντλείται ποτέ!
Και βέβαια είναι κι οι συγγραφείς με τους οποίους, δυστυχώς, δεν κατάφερα να συνδεθώ: ποτέ δεν έβαλα καρδούλα στον Μπουλγκάκοφ, δεν υπογράμμισα σχεδόν τίποτα απ’ τον Φίλιπ Ροθ ή τον Ουελμπέκ. Διαβάζοντας, μοιραία επιλέγεις. Και η επιλογή εμπεριέχει εξ ορισμού την απόρριψη.
Παρότι η ζωή μου τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια συνδέθηκε με το θέατρο, τα θεατρικά έργα, παραδόξως, δεν είναι απ’ τα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Ιδιαίτερα αυτά που έχουν πολλές σκηνικές οδηγίες, τα έβρισκα πάντα κουραστικά. Όταν δούλευα τον Θείο Βάνια, σκεφτόμουν συχνά πόσο όμορφο είναι που δεν έχουμε καμία σκηνική οδηγία για το πώς είναι η Σόνια. Η ίδια λέει «Είμαι άσχημη», κι άλλοι το λένε γι’ αυτήν, αλλά ο συγγραφέας δεν μας λέει πουθενά πώς είναι. Το «είμαι άσχημη» της Σόνιας μπορεί να σημαίνει τα πάντα ή και τίποτα.
Στην πραγματικότητα άργησα πολύ να εξοικειωθώ με τα θεατρικά έργα, μου φαίνονταν κάπως περιοριστικά, φοβόμουν μήπως δεν βρω τον χώρο να βάλω κάτι απ’ τον εαυτό μου στην δραματουργία τους.
Για κάποια χρόνια οι σκηνοθετικές μου απόπειρες αφορούσαν λογοτεχνικά κείμενα. Καθώς ο λόγος, η λέξη, είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει πολύ στη σκηνική πράξη, μπορούσα να βρω πλούσιο υλικό σε κείμενα που με γοήτευαν. Η παραγωγή κειμένου κατά τη διάρκεια των προβών, απ’ την άλλη, που ήταν πολύ της μόδας τα προηγούμενα χρόνια, δεν μπορώ να πω πως με κινητοποίησε ποτέ ιδιαίτερα.
Η επιλογή των λογοτεχνικών κειμένων που μετέφερα στο θέατρο είχε πάντα κίνητρα προσωπικά, ήταν πάντοτε βιωματική.
Ο Μεσοπόλεμος, η πρώτη μου σκηνοθετική απόπειρα, ήταν ένα αφιέρωμα στους παραγνωρισμένους (κυρίως) έλληνες συγγραφείς της εποχής του μεσοπολέμου, και παράλληλα μια προσωπική σύνδεση των φιλολογικών μου σπουδών με την περιοχή του θεάτρου. Τώρα που το βλέπω από απόσταση, νομίζω πως τότε, το 2012, συντελέστηκε ολοκληρωτικά η ψυχική μου μετάβαση στο θέατρο, τότε παραδέχτηκα ότι τώρα το σπίτι μου είναι το θέατρο κι εδώ θα χωρέσω ολόκληρη.
Δεν βρίσκω ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτό που λέμε γενικά «μεταφορά ενός μυθιστορήματος στο θέατρο». Βρίσκω όμως συναρπαστικό το να εντοπίζεις αυτά που σ’ ερεθίζουν σε ένα κείμενο και να προσπαθείς να φτιάξεις ένα νέο σύμπαν, που να εμπεριέχει τον πυρήνα τους. Να βρίσκεις τη δική σου φωνή, μέσω του λόγου ενός συγγραφέα που μπορεί να έγραψε ογδόντα ή εκατό χρόνια πριν.
Διαβάζοντας το Βερολίνο Αλεξάντερπλατς του Ντέμπλιν, για παράδειγμα, πολύ γρήγορα φαντάστηκα μια παράσταση όπου ο πρωταγωνιστής/δολοφόνος είναι παρών μόνο μέσα απ’ τις αφηγήσεις των ερωμένων του. Γιατί δεν μ’ ενδιέφερε ν’ αναπαραστήσω τη Γερμανία του μεσοπολέμου, αλλά να μιλήσω γι’ αυτές τις γυναίκες.
Κάποτε η ανάγνωση δημιουργεί αυτόματα τον σκηνικό της χώρο. Διαβάζοντας το Θηρίο στη ζούγκλα του Χένρυ Τζέιμς, έφτιαξα στο μυαλό μου αμέσως τον τόπο όπου αυτό το ζευγάρι αδυνατεί να συναντηθεί. Τους είδα στα χωριστά, απομακρυσμένα, μονά τους κρεβάτια, ξαπλωμένους ή καθιστούς, μόνους – σαν πρόσωπα από πίνακες του Χόπερ. Ήμουν σίγουρη ακόμα και για τη μουσική που θα ακουγόταν.
Τα τελευταία χρόνια φοβάμαι λιγότερο να δουλέψω πάνω σε θεατρικά έργα – και μάλιστα στα λεγόμενα κλασικά. Νομίζω πως με βοηθάει κάτι που έχω εντοπίσει: αυτό που σου χαρίζεται απλόχερα με την πρώτη ανάγνωση σ’ ένα καλό λογοτεχνικό έργο, θα πάρει συνήθως πολύ χρόνο για να προκύψει (εάν και εφόσον προκύψει) από ένα θεατρικό έργο. Και μάλλον δεν θα συμβεί στην ανάγνωσή του, αλλά στη διάρκεια της πρόβας. Όταν, για να γεννηθεί κάτι ενδιαφέρον, θα έχει πεθάνει το αυτονόητο. Όταν θα έχεις «αυθαιρετήσει» εις βάρος του συγγραφέα και των προθέσεών του, προκειμένου να εμπεριέχουν οι λέξεις που έγραψε κάτι απ’ τη δική σου φωνή.
Τελευταία δεν έχω όσο χρόνο θέλω για ελεύθερη ανάγνωση. Οι αναγνώσεις είναι πιο στοχευμένες, συνδέονται με σχέδια, έργα, πρότζεκτ, με τη δουλειά. Μου λείπει το να έχω τον χρόνο να διαβάσω ό,τι μου ’ρχεται.
Φαντασιώνομαι συχνά ένα πολύωρο, μοναχικό ταξίδι με καράβι στη διάρκεια του οποίου θ’ αρχίσει και θα τελειώσει η ανάγνωση ενός ακόμα, συναρπαστικού βιβλίου.
(*) H Μαρία Μαγκανάρη είναι σκηνοθέτης θεάτρου